Γράφει ο Πέτρος Ιωαννίδης
Α. Εισαγωγή
Οι εξελίξεις το 1989 – 1991 και οι ανατροπές στις χώρας του υπαρκτού σοσιαλισμού παράλληλα με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στον κόσμο άλλαξαν βαθιά το συσχετισμό δύναμης σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Οι εξελίξεις αυτές βύθισαν το συνδικαλιστικό κλίμα σε βαθιά κρίση που επεκτάθηκε παγκόσμια και η οποία συνεχίζεται αμείωτη. Οι αιτίες είναι πολλές και μπορούν να αναζητηθούν στις αντικειμενικές συνθήκες που επικράτησαν τότε και άσκησαν σοβαρή επίδραση στις συνθήκες ζωής, οργάνωσης και δράσης της εργατικής τάξης και των μισθωτών αλλά και σε αιτίες που σχετίζεται με το ίδιο το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τη στάση τη συμπεριφορά και τη δράση του, τη στάση του απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο και πρωτίστως στην παραβίαση των βασικών αξιών και αρχών του.
Η μεγάλη επίθεση του κεφαλαίου οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, η απώλεια πλήθους θέσεων εργασίας με συνέπεια την εκτεταμένη ανεργία, η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που συνεχίζεται, η εκτίναξη της ανεργίας που δημιούργησε τεράστια ανασφάλεια στους εργαζόμενους και διευκόλυνε κυβέρνηση και κεφάλαιο στη μεγάλη μείωση των αποδοχών και την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Σε αυτόν τον ορυμαγδό το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αντιτάξει αξιόλογη αντίσταση.
Συνέπεια όλων αυτών είναι η τεράστια απογοήτευση των εργαζομένων, η αίσθηση του μάταιου των αγώνων με συνέπεια τη μεγάλη αποδυνάμωση των σωματείων και εν γένει του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί ουσιαστικά εξαιτίας της κατάστασης στο εσωτερικό του, της διάβρωσής του από το κεφάλαιο ιδιαίτερα των τριτοβάθμιων ηγεσιών και πολλών ομοσπονδιών, της πολυδιάσπασης και τον ηγεμονισμών στις γραμμές του που το οδήγησαν γενικότερα στην απαξίωση.
Στην Ελλάδα οι επιπτώσεις αυτές ήρθαν με μια ορισμένη χρονική καθυστέρηση κυρίως λόγω της αντανάκλασης της επιρροής του ΚΚΕ και άλλων κομμουνιστικών οργανώσεων στο συνδικαλιστικό κίνημα και της αντίστασης που πρόβαλαν στην επίθεση του κεφαλαίου. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν ορισμένοι αγώνες κάποιοι ιδιαίτερα μαζικοί πχ εναντίον του νομοσχεδίου Γιαννίτση, αμυντικού κατά βάση αμυντικού χαρακτήρα λόγω της ήττας που το κίνημα υπέστη και δεν μπόρεσαν να συνενωθούν σε ένα ενιαίο κίνημα που θα πρόβαλε ουσιαστική αντίσταση.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και συνολικά το λαϊκό κίνημα της χώρας γνώρισε βαριά ήττα το 2015 με το προκλητικό ξεπούλημα του ΟΧΙ του 62% του ελληνικού λαού από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την ψήφιση του τρίτου μνημονίου και την πλήρη εφαρμογή της πολιτικής του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι σήμερα δεν έχει ουσιαστικά ανακάμψει, αντίθετα συνθλίβεται στις ίδιες παθογένειες δεκαετιών, την πολυδιάσπαση στις γραμμές του, την ενεργό και συνεχή παρέμβαση του κράτους με κάθε τρόπο στις υποθέσεις και στην στάση του, σε μία παγιωμένη γραφειοκρατική λειτουργία που δεν αφορά μόνο τις φιλοεργοδοτικές ηγεσίες αλλά και το ΠΑΜΕ και όχι μόνο. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, στην περίοδο των μνημονίων και ύστερα η συναινετική λογική που επικράτησε και η αντίληψη κοινωνικών εταίρων μεταξύ κράτους συνδικαλιστικού κινήματος και επιχειρηματικού κόσμου οδήγησε στην πλήρη ευθυγράμμιση των τριτοβάθμιων ηγεσιών με την πολιτική του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Κορυφαία πρόβλημα είναι το χαμηλό ποσοστό συνδικαλισμένων εργατοϋπαλλήλων, παρά τη μεγάλη αύξηση των μισθωτών λόγω της προλεταριοποίησης μεσαίων στρωμάτων, ποσοστό συνδικαλισμένων που στον ιδιωτικό τομέα με δυσκολία ξεπερνά το 10%, ενώ την ίδια στιγμή πάνω από το 50% των συνδικαλισμένων προέρχεται από το δημόσιο (στο οποίο η συνολική κάλυψη φτάνει το 65%). Λύση στο πρόβλημα μπορεί να δώσει η στροφή στην πλατιά ένταξη νέων εργατοϋπαλλήλων και μεταναστών μέσα από τη δράση για την ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών τους.
Ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα είναι οργανωτικός πολυκατακερματισμός. Υπάρχουν περισσότερα από 3.500 πρωτοβάθμιας σωματεία και περισσότερες από 200 δευτεροβάθμιες οργανώσεις. Η ανάγκη ενοποιήσεων- συνενώσεων οργανώσεων είναι προφανής.
Κεντρικό ζήτημα πρέπει να είναι η δράση μέσα στους εργαζόμενους μέσω των σωματείων και η άμεση – ουσιαστική εμπλοκή των εργαζομένων στις δραστηριότητες και τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Η λογική να ξεκινούν όλα από τα κεντρικά όργανα ή μάλλον από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις οδηγεί στον υδροκεφαλισμό και στην απομάκρυνση των εργαζομένων από το σωματεία.
Για την εργατική τάξη και τις πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που αναφέρονται σ’ αυτή, η αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να είναι προτεραιότητά χωρίς δεύτερες σκέψεις και καιροσκοπισμούς.
Η μεγάλη επίθεση του κεφαλαίου και των μηχανισμών του σε βάρος των εργαζομένων θα δυναμώσει, αφού άμεσα τουλάχιστον άλλη διέξοδο δεν έχει. Την επίθεση αυτή μπορεί να αναχαιτίσει ο ισχυρός μαζικός ενωτικός αγώνας σε κατεύθυνση ανατροπής της. Οι κινητοποιήσεις επετειακού χαρακτήρα και ελεγχόμενες όχι μόνο αποδείχτηκαν εντελώς αναποτελεσματικές επί πλέον δεν συγκινούν αντίθετα αποτρέπουν τις πλατιές μάζες των εργαζομένων.
Οι προσπάθειες ανάταξης του συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει να στρέφονται στην αποκατάσταση των βασικών αρχών και αξιών του όπως τις διαμόρφωσε η ίδια η εργατική τάξη στους πολύχρονους αγώνες της και γενίκευσε θεωρητικά ο μαρξισμός.
Β. Η ενότητα της εργατικής τάξης ως τάξη
Τα συνδικάτα κάθε βαθμού, συνολικά το συνδικαλιστικό κίνημα είναι η έκφραση συνολικά της εργατικής τάξης πέρα από πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές διαφορές που ασπάζονται οι εργαζόμενοι.
Είναι αυτονόητο και πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι τα συνδικάτα πρέπει να συγκεντρώνουν στις γραμμές τους το σύνολο του εργαζομένων ή τουλάχιστον να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αυτό. Οι πολιτικές τοποθετήσεις και διαφορές των εργαζομένων δεν πρέπει να μπαίνουν ουσιαστικό εμπόδιο στην ένταξη τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Βέβαια τέτοιο ζήτημα ανοιχτά από κανέναν δεν τίθεται αλλά μέσω της τακτικής και των συμπεριφορών, της έλλειψης δημοκρατικής λειτουργίας το θέμα είναι υπαρκτό.
Αρνητικό ρόλο, σε σημαντικό βαθμό, πρέπει να καταλογίσουμε στη δράση των κομμάτων. Και αν για τα αστικά κόμματα το ενδιαφέρον για την ενδυνάμωση και την αποτελεσματική δράση των συνδικάτων είναι ανύπαρκτο και η στάση τους εχθρική, για τα κόμματα εργατικής αναφοράς είναι εκτός κάθε λογικής η πρόταξη του στενού κομματικού συμφέροντος της διεύρυνσης της κομματικής επιρροής και του ελέγχου των σωματείων. Ας αναλογιστεί κάποιος πόση αξία έχει ο έλεγχος ενός σωματείου με ελάχιστη επιρροή σε σύγκριση με ένα μαζικό ζωντανό – δραστήριο σωματείο. Τι είναι προτιμότερο: ένα άμαζο, σωματείο – σφραγίδα, ελεγχόμενο από τον κομματικό μηχανισμό ή ένα μαζικό σωματείο που κινητοποιεί εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους με τα ίδια συμφέροντα, οι οποίοι πλήττονται από τις ίδιες αιτίες; Από την πλευρά της εργατικής τάξης και των συμφερόντων της η απάντηση είναι προφανής: μαζικά – ζωντανά σωματεία, που θα αποτελούν χώρο συνάντησης ανθρώπων με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης μεν, αλλά με κοινά ταξικά συμφέροντα και κοινά προβλήματα δε.
Η ενότητα των εργαζομένων προϋποθέτει σε κάποιο βαθμό ανάπτυξη ταξικής συνείδησης σε ένα ορισμένο τουλάχιστον τμήμα τους. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαμορφώσει ανεπτυγμένη συνείδηση το σύνολο των εργαζομένων αφού επιδρά η αστική ιδεολογία και η προπαγάνδα και το συνολικό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων και εξαρτήσεων που στέκεται εμπόδιο στην επίτευξή της.
Με την πιο ολοκληρωμένη έννοια η ενότητα της εργατικής τάξης προϋποθέτει ολοκληρωμένη αντίληψη για την αστική κοινωνία, τα ριζικά αντιτιθέμενα συμφέροντα του κεφαλαίου και του κράτους του από τη μία πλευρά και της εργατικής τάξη από την άλλη. Έχει ως προϋπόθεση την αντίληψη όχι απλά να κερδίσουν περισσότερα από τον κοινωνικό πλούτο που παράγεται σε βάρος στην εργοδοτών τους, αλλά να συνειδητοποιήσουν την ιστορική τάση της κοινωνικής εξέλιξης προς την αταξική κοινωνία και το ρόλο της εργατικής τάξης σε αυτό το εγχείρημα.
Τότε η εργατική τάξη μετατρέπεται σε τάξη για τον εαυτό της και αγωνίζεται ολοκληρωμένα για τα ταξικά συμφέροντά της και τη χειραφέτηση της. Τότε ο αγώνας της γίνεται αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση της.
Τέτοια ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση και ταξική ενότητα δεν μπορεί να αποκτήσει η εργατική τάξη μέσω των αγώνων της για επιβίωση και βελτίωση της ζωής της παρά μόνο αν υπερβεί την καθημερινή συνείδηση της και τις αυταπάτες που τη χαρακτηρίζουν. Η υπέρβαση αυτή απαιτεί συγκεκριμένη θεωρητική επεξεργασία, θεωρητική ανάλυση και γνώση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης άρα δεν μπορεί να είναι υπόθεση ολόκληρης της τάξης. Η συμβολή μιας πρωτοπορίας φορέα της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και με δυνατότητα να επεξεργάζεται αναγκαία στρατηγική είναι προφανής. Τότε η σύζευξη της άμεσης οικονομικής- συνδικαλιστικής πάλης και της σοσιαλιστικής θεωρίας οδηγεί τμήματα της εργατικής τάξης σε ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση και αυτενέργεια.