του Γιώργου Πετρόπουλου*
Κύπρος, Ιούλιος 1974. Ενα πραξικόπημα, μια εισβολή και μια τραγωδία. Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε, όπως είχαν προγραμματίσει οι εμπνευστές του, τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974, γύρω στις 8.15 π.μ. Εκτός του προεδρικού μεγάρου χτυπήθηκαν το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το κτίριο των τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος (αποτελούνταν από πιστούς οπαδούς του Μακαρίου) και το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας.
Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση, η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, είχαν πλήρως κυριαρχήσει στην κυπριακή πρωτεύουσα. Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει ένα νέο δράμα για τη Μεγαλόνησο που κρατάει ώς τις μέρες μας.
Μισή με μία ώρα πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα στην Κύπρο, στην Αθήνα ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος συγκέντρωσε στο γραφείο στο Πεντάγωνο τους αρχηγούς των κλάδων του στρατεύματος ανακοινώνοντάς τους το βαρυσήμαντο γεγονός πριν ακόμη αυτό λάβει χώρα! «Κύριοι -είπε ο αρχηγός-, στην Κύπρο η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριο, όστις μάλλον έχει φονευθεί».
Η χούντα των Αθηνών -όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών της στην επιτροπή της Βουλής που εξέτασε τον φάκελο της Κύπρου- είχε αποφασίσει, τουλάχιστον από τις αρχές του 1974, την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η σχετική απόφαση λήφθηκε σε σύσκεψη που έγινε με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος, Φ. Γκιζίκη, καθώς και του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου. Ετσι, τον Ιούλιο του 1974 είχαν γίνει ουσιαστικά όλες οι σχετικές προετοιμασίες.
Στις 2 Ιουλίου σε σύσκεψη που έγινε στο γραφείο του στρατηγού Μπονάνου στο Πεντάγωνο -με τη συμμετοχή του ίδιου του Δ. Ιωαννίδη, του διοικητή της Γ’ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως της Κυπριακής Εθνοφρουράς ταξίαρχου Μ. Γεωργίτση, του διοικητή των ΛΟΚ Κύπρου συνταγματάρχη Κ. Κομπόκη και του επιτελάρχη της κυπριακής εθνοφρουράς υποστράτηγου Π. Παπαδάκη- δόθηκε προφορική διαταγή να ανατρέψει η εθνοφρουρά τον Μακάριο.
Οι πραγματικοί οργανωτές
Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να πιστέψει πως το πραξικόπημα στην Κύπρο ήταν έργο μόνο της χούντας του Ιωαννίδη και των οργάνων της. Αλλά ούτε και τα στοιχεία που υπάρχουν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, όλα βεβαιώνουν ότι τόσο το πραξικόπημα όσο και ο ΑΤΤΙΛΑΣ που ακολούθησε αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των Αμερικανών με κύριο στόχο να προωθήσουν δυναμικά την πολιτική που από χρόνια είχαν υιοθετήσει για διχοτομική λύση του Κυπριακού. Ας δούμε όμως το θέμα αναλυτικότερα.
Το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών ήταν αδύνατο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια στην Κύπρο χωρίς να έχει εξασφαλίσει τις στοιχειώδεις εγγυήσεις ότι θα έχει την κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου στην απόρρητη έκθεσή του προς τον Καραμανλή, μετά τη Μεταπολίτευση, λέει πως όταν στις 16 Ιουλίου του 1974, μία μέρα δηλαδή μετά το πραξικόπημα, ρώτησε τον Ιωαννίδη για τις επιπτώσεις αυτής της ενέργειας εισέπραξε την εξής απάντηση: «Ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριον».
Αλλά και ο τότε αρχηγός του πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης σε δική του έκθεση υποστηρίζει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει για το πραξικόπημα: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα εις χείρας μου στοιχεία και τας ενθαρρύνσεις ας είχον θα με δικαιολογήσητε». Πιο κατηγορηματικός και σαφής απ’
όλους, όμως, είναι ο στρατηγός Μπονάνος, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην προετοιμασία και στην εκτέλεση του πραξικοπήματος κι έτσι η μαρτυρία του -αν και επιλεκτική, με αποσιωπήσεις και σκόπιμες συγχύσεις ως προς την ουσία του θέματος- έχει ιδιαίτερη σημασία:
«Πολλάκις -γράφει ο Μπονάνος- ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσεν, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν»…
Ακόμη ο Μπονάνος αναφέρει πως ο Ιωαννίδης τού είχε πει «ότι έχει διαβεβαιώσεις από τη CIA ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν».
«Δεν γνωρίζω -προσθέτει ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων- εάν ο Γκιζίκης είχε τρόπον να διασταυρώνη τας πληροφορίας αυτάς του Ιωαννίδη, εγώ όμως στερούμενος οιασδήποτε σχέσεως με τους αμερικανούς, δεν τον είχα. Μόνο αι πληροφορίαι του Αρχηγού της ΚΥΠ Σταθόπουλου, που μου εδόθησαν υπό του ιδίου […] μου έδωσαν την εντύπωσιν διασταυρώσεως.
Αι πληροφορίαι αυταί ήσαν αι εξής:
α. Ο εις Αθήνας αρχηγός του κλιμακίου της CIA, που δεν γνωρίζω ποιος ήτο, είπε στον Σταθόπουλον ότι τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία διά να επέμβωμεν στην Κύπρον, ότι οι Αμερικανοί δεν θέλουν τον Μακάριον στην εξουσίαν και “είναι μαζί μας”!
β. Οτι τον επεσκέφθη -τον Σταθόπουλον- ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τομ Πάππας, ο οποίος του είπεν ότι η κατάστασις με τον Μακάριον πρέπει να εκκαθαρισθή και ότι τώρα είναι η κατάλληλος ευκαιρία. Επίσης του είπε ότι “η Αμερική είναι μαζί μας”».
Από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο, η Τουρκία είδε πως είχε μπροστά της την ευκαιρία που γύρευε για να προωθήσει τα διχοτομικά της σχέδια στο νησί. Στις 16/7/1974 ο Τούρκος κυβερνητικός εκπρόσωπος Ορχάν Μπιργκίτ δήλωνε πως «η Τουρκία θα ζητήσει την επέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Αν το Λονδίνο δεν ανταποκριθεί σ’ αυτό το αίτημα, η Τουρκία θα αντιδράσει όπως εκείνη νομίζει καλύτερα». Ηταν φανερό πως βρισκόταν προ των πυλών μια τουρκική στρατιωτική επέμβαση στο νησί.
Πριν προχωρήσει στην εισβολή η Τουρκία θέλησε να πάρει την έγκριση των δύο μεγάλων δυνάμεων του ΝΑΤΟ, της Βρετανίας -που ήταν και εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας- και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ετσι παράλληλα με τις απειλές έθεσε σε εφαρμογή και την παρελκυστική της τακτική δίνοντας όρκους πίστης στην ειρηνική λύση του προβλήματος αλλά και εμφανίζοντας την ανατροπή του Μακαρίου ως υπόθεση αποκλειστικά των Ελληνοκυπρίων.
Στις 17 Ιουλίου ο… σοσιαλιστής Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ επισκέφθηκε το Λονδίνο όπου ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση την από κοινού επέμβαση στην Κύπρο βάσει των όσων προέβλεπαν οι συνθήκες εγγυήσεων.
Οι Βρετανοί, σε ό,τι τους αφορούσε, απέκρουσαν την τουρκική πρόταση αλλά δεν πήραν το παραμικρό μέτρο για να εμποδίσουν μια ενδεχόμενη μονομερή στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Αντίθετα, σύμφωνα με μαρτυρία του Γλαύκου Κληρίδη, οι κυβερνώντες στη Βρετανία στις 16/7/1974 «σε υπουργικό συμβούλιο αποφάσισαν να μην επέμβουν και σε περίπτωση τουρκικής εισβολής». Είναι φανερό επομένως πως ο Ετζεβιτ πήρε, ουσιαστικά, την έγκριση των Βρετανών να προχωρήσει στον ΑΤΤΙΛΑ.
Ποια όμως ήταν η στάση των Αμερικανών; «Ο Κίσσιγκερ -γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης- που απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη θέση της Τουρκίας μέσα στην Ατλαντική συμμαχία, ευνοούσε τα Τουρκικά σχέδια στην Κύπρο, ήθελε όμως να τα επιβάλει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος (που θα παρέλυε τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ), και να μη δοθεί στη Σοβιετική Ενωση η ευκαιρία να παρέμβει. Γι’ αυτό, από τις πρώτες κιόλας μέρες του πραξικοπήματος, εξαπέλυσε τον υφυπουργό εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο…».
Πράγματι, ο Σίσκο πέτυχε στην αποστολή του αφού κατάφερε να μην προκληθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος και να μην αποτραπεί η τουρκική εισβολή και η διά των όπλων διχοτόμηση του νησιού.
Η χούντα του Ιωαννίδη δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει το παραμικρό που θα ερχόταν σε αντίθεση με τη θέληση των ΗΠΑ κι ας προέβαινε ο αόρατος δικτάτορας σε λεονταρισμούς προς τον Αμερικανό υφυπουργό, λέγοντας του τη μέρα της εισβολής: «Μας εξαπατήσατε. Δεν απομένει διά την Ελλάδα ουδέν έταιρον πλην της γενικής επιστρατεύσεως και του πολέμου». Επρόκειτο για θέατρο.
Ενδεικτικά της στάσης των Αμερικανών είναι και όσα μαρτυρεί ο στρατηγός Μπονάνος για τη συνάντηση που είχε με τον Τάσκα το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974.
«Ο Τάσκα -γράφει ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων- ήτο ανήσυχος και νευρικός. Αφού με εχαιρέτησε, εισήλθεν αμέσως εις το θέμα, διά το οποίο και ήλθε:
– Κύριε Αρχηγέ, μη πάτε σε πόλεμο και εγώ σας υπόσχομαι να σταματήσω τους Τούρκους!».
Ο Αττίλας
Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974 όταν οι ναυτικοί σταθμοί επιτήρησης ΣΕΠ «Α» και ΣΕΠ «Δ» δέχτηκαν τα πρώτα πυρά. Μέχρι τα χαράματα της 22ας Ιουλίου που επιτεύχθηκε η συμφωνία ανακωχής τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις εξελίξεις τον είχαν οι Αμερικανοί. Οι Τούρκοι έκαναν τον δικό τους πόλεμο έχοντας απέναντί τους μόνο τη σθεναρή αντίσταση του κυπριακού λαού και των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονταν στο νησί.
Στην Αθήνα, όμως, κυβέρνηση δεν υπήρχε. Οι πάντες είχαν εξαφανιστεί, τουλάχιστον από τις 21 Ιουλίου, και ο ναύαρχος Αραπάκης -βάσει των όσων ο ίδιος λέει στην απόρρητη έκθεσή του- άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον Σίσκο και τον Κίσινγκερ ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Στις 4.30 π.μ. της 14ης Αυγούστου 1974 ξεκίνησε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, που έχει μείνει στην ιστορία με την επωνυμία «ΑΤΤΙΛΑΣ 2». Με την ολοκλήρωση αυτής της επιχείρησης στα χέρια των Τούρκων πέρασε το 36,3% του κυπριακού εδάφους, το νησί διχοτομήθηκε και η κατάσταση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα η ίδια.
Η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε προέλθει από την πολιτική μεταβολή της 24ης Ιουλίου 1974, υποχρεώθηκε να προχωρήσει στο μέτρο της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
«Κατόπιν της αποδείξεως της ανικανότητας της Ατλαντικής Συμμαχίας -έλεγε η σχετική κυβερνητική ανακοίνωση-, όπως αναχαιτίση την Τουρκίαν από του να δημιουργήση κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο Συμμάχων, ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι ελληνικαί Ενοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από την Συμμαχίαν του ΝΑΤΟ».
Οσα επομένως και να λέγονται εκ των υστέρων, η ενέργεια αυτή της κυβέρνησης Καραμανλή δείχνει τον πραγματικό ένοχο της κυπριακής τραγωδίας.
*Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών