γράφει ο Πέτρος Ιωαννίδης.
«Δεν υπάρχει 6ήμερη εργασία, είναι “έκτακτη βάρδια“».
«Το 5ήμερο δεν αλλάζει».
«Το 6ήμερο εφαρμόζεται μόνο με τη συναίνεση του εργαζόμενου».
Τα παραπάνω επαναλαμβάνονται από πρωθυπουργό, υπουργό Εργασίας και κυβερνητικά στελέχη, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την ενεργοποίηση της 6μερης εργασίας
Στην πραγματικότητα όμως, η εξαήμερη εργασία, όπως και οι άλλες μορφές ελαστικών εργασιακών σχέσεων, σμπαραλιάζει τον σταθερό ημερήσιο χρόνο.
Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2003/88/ΕΚ αποτελεί τον μπούσουλα της επέκτασης της απλήρωτης δουλειάς, που διαμορφώνει τη χώρα μας ως ένα σύγχρονο στρατόπεδο εργασίας.
Συνοπτιkά, η οδηγία θεωρεί κανονικότητα ο εργαζόμενος να δουλεύει μέχρι και 13 ώρες τη μέρα, μέχρι και 12 συνεχόμενες μέρες πριν πάρει το επόμενο ρεπό. Μοναδικός περιορισμός στο τέλος μιας χρονικής περιόδου που μπορεί να φτάσει τους 12 μήνες είναι ο εβδομαδιαίος μέσος όρος απασχόλησης να είναι 48 ώρες.
Ταυτόχρονα, η ίδια oδηγία εξαιρεί το διάλειμμα από τον χρόνο εργασίας, ενώ η αναγκαστική μετακίνηση του εργαζόμενου σπίτι – δουλειά και δουλειά – σπίτι, που μπορεί να φτάνει και μερικές ώρες κάθε μέρα (ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα – Αθήνα – Θεσσαλονίκη), συμπεριλαμβάνεται στην «περίοδο ανάπαυσης»!
Επιπλέον, η oδηγία προβλέπει παρεκκλίσεις με στόχο «να παράσχει έναν βαθμό ευελιξίας κατάλληλο για διάφορες δραστηριότητες». Μεταξύ των παρεκκλίσεων είναι και αυτή που προβλέπει ακόμα και την υπέρβαση του 48ωρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Εδώ το «ταβάνι» είναι οι 13 ώρες εργασίας τη μέρα, που σημαίνει εργάσιμη βδομάδα 78 ωρών σε 6ήμερη εργασία.
Η εφαρμογή της oδηγίας στο ελληνικό Δίκαιο έχει υλοποιηθεί με νόμους που έχουν ψηφίσει όλες οι κυβερνήσεις των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Όλα ξεκίνησαν το 90 με το νόμο 1892/1990 (κυβέρνηση ΝΔ) για να ακολουθήσουν ακόμα τέσσερις νόμοι του ΠΑΣΟΚ, ένας του ΣΥΡΙΖΑ και δύο ξανά της ΝΔ. Κάθε νόμος διόρθωνε ή και συμπλήρωνε τον προηγούμενο, χειροτερεύοντας τους όρους εργασίας. Τελικά φτάσαμε στον νόμο 5053/2023 (ή αλλιώς νόμο Γεωργιάδη), που ψηφίστηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη, και με τον οποίο δόθηκε στους εργοδότες ένα ακόμα εργαλείο για το σπάσιμο του 5ήμερου.
Αν σε όλα τα παραπάνω, συνυπολογίσουμε τη σύνθλιψη της αγοραστικής δύναμης του μέσου εργαζόμενου, και ότι για να τα βγάλει πέρα ένας εργαζόμενος πρέπει να δουλεύει καθημερινά, χωρίς κάποιον πραγματικό περιορισμό, παρά μόνο τις φυσικές του αντοχές, μέχρι και τα γεράματα, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι: ζούμε για δουλεύουμε.
Arbeit macht frei λοιπόν, και όποιος αντέξει.