του Γιώργου Αλεξάτου
Ένα χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα συνεχίζει να ζει υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επέβαλαν οι βενιζελικοί στρατιωτικοί (Γονατάς, Πλαστήρας κ.ά.), το οποίο, περισσότερο κι απ’ το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την αντιβενιζελική παράταξη, «είχε ως πρώτο μέλημα τη συγκράτηση των αντιδράσεων των προλεταριοποιημένων προσφυγικών μαζών μέσα στα όρια του συστήματος και στο οικονομικό επίπεδο, κατά πρώτο λόγο, την απόκρουση των μισθολογικών διεκδικήσεων των εργαζομένων» (1). Που συνοδεύεται από την εξαπόλυση μιας ολομέτωπης επίθεσης κατά του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, με τη λογική της κατανομής της φτώχειας μεταξύ των γηγενών και των εξαθλιωμένων προσφύγων.
Οι επικεφαλής του Κινήματος του Στρατού και του Ναυτικού της 11 Νοέμβρη 1922, ο πρωθυπουργός της «Επαναστατικής Κυβέρνησης» Στυλιανός Γονατάς (αριστερά) με τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Ο τιμάριθμος στα 1922-24 κάλπαζε. Με βάση το 100 για το 1914, οι τιμές το πρώτο εξάμηνο του 1922 βρίσκονταν στο 542,3, για να εξακοντιστούν κατά το δεύτερο εξάμηνο στο 1.014,3. Το πρώτο εξάμηνο του 1924 έφτασαν το 1.332,6, για να πέσουν ελάχιστα στη συνέχεια, στο 1.289,6 (2). Παράλληλα, ασκούνται πιέσεις από τους βιομήχανους και γενικότερα από τους εργοδότες, για δραστική μείωση των εργατικών αποδοχών, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας. Έτσι, αποφασίστηκε η μείωση των ημερομισθίων κατά 10-30%, ανάλογα με τον κλάδο, ενώ αναστάλθηκε η ισχύς του Ν. 2112 του 1920 που πρόβλεπε την αποζημίωση αυτών που απολύονταν.
Ενδεικτική του κλίματος που διαμορφώθηκε ήταν η συγκατάθεση μιας σειράς σωματείων, ακόμη και μέσω συνελεύσεων των μελών τους, στη μείωση των αποδοχών, για την αντιμετώπιση του κινδύνου των απολύσεων. Αναφέρεται, π.χ., η περίπτωση των αγγειοπλαστών-κεραμουργών της Αθήνας, η συνέλευση των οποίων αποφάσισε τη μείωση του μεροκάματου κατά 25% (3).
Πλαστήρας- Γονατάς. Πίσω αριστερά ο Γεώργιος Παπανδρέου, πολιτικός σύμβουλος της «Επαναστατικής Κυβέρνησης» στην αρχή, και υπουργός των Εσωτερικών από τις 9 Ιανουαρίου 1923
Τόσο το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Κομμουνιστικό) όσο και η ΓΣΕΕ που συνδεόταν οργανικά μαζί του, είχαν δεχτεί ισχυρά πλήγματα τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της αντίθεσής τους στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, τη γενικότερη αδυναμία του ΣΕΚΕ(Κ) να παρέμβει στις εξελίξεις είχε ενισχύσει η πολιτική της «μακράς νομίμου υπάρξεως» που είχε αποφασιστεί από τη σοσιαλδημοκρατικών τάσεων ηγεσία του (Γεώργιος Γεωργιάδης, Αριστοτέλης Σίδερης, Αβραάμ Μπεναρόγια, Νίκος και Παναγής Δημητράτος κ.ά.), σύμφωνα με την οποία η κοινωνικο-πολιτική ελληνική πραγματικότητα δεν ευνοούσε μια πολιτική ρήξεων και μαχητικών παρεμβάσεων.
Εντούτοις, μετά από ένα πολύμηνο μούδιασμα και καθώς οι συνθήκες άρχισαν να γίνονται εφιαλτικές, με τις εκατοντάδες χιλιάδες των προσφύγων να κατακλύζουν τις πόλεις ζητώντας δουλειά και τροφή, και ενώ οι τιμές στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, όπως και οι απολύσεις, αυξάνονταν με ραγδαίους ρυθμούς, εμφανίστηκαν οι πρώτες αγωνιστικές αντιδράσεις.
Αξίζει να σημειώσουμε την ιδιαίτερα μαχητική συμμετοχή στη συγκέντρωση και στις οδομαχίες που ακολούθησαν, των Μανιατών λιμενεργατών. Φιλοβασιλικοί στην πλειονότητά τους, εκδήλωναν με την αγωνιστικότητά τους και την αντίθεσή τους προς το βενιζελικό στρατιωτικό καθεστώς.
Με τη δολοφονική επίθεση κατά των απεργών εργατών, η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου βάφτηκε στο αίμα πριν καν ανακηρυχθεί. Οι βενιζελικοί στρατοκράτες και πολιτικοί (υπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για τη δημόσια τάξη και προσωπικά υπεύθυνος για τη σφαγή ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου) τη θεμελίωσαν πάνω στα πτώματα ανθρώπων που επί μια δεκαετία γύριζαν με το όπλο στο χέρι τις ρεματιές του Βορρά και τις ερήμους της Ανατολής, για την πραγμάτωση του κάλπικου ονείρου της «Μεγάλης Ιδέας» των Βενιζέλων και των Μπενάκηδων. Γλύτωσαν από τον Κεμάλ, για να σφαχτούν από τους Γονατά-Πλαστήρα-Παπανδρέου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, σαν υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Γονατά – Πλαστήρα, υπήρξε από τους βασικούς υπεύθυνους της αιματηρής καταστολής στο Πασαλιμάνι
Τη δολοφονική επίθεση κατά των απεργών ακολούθησε η υποχώρηση του απεργιακού κινήματος και η εξαπόλυση διώξεων που συμπεριέλαβαν ακόμη και «φορείς της αστικής επιρροής εις τας επαγγελματικάς οργανώσεις» (4). Βγήκε, μάλιστα, και διάταγμα απαγόρευσης της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, το οποίο ανακλήθηκε τον Νοέμβριο, γιατί «εξουδετερώθηκε με άλλο που ανακάλυπτε ότι τα σωματεία δεν ηδύναντο να διαλυθούν… συμφώνως της συνθήκης ειρήνης» (5).
Η καταστολή του απεργιακού κύματος του καλοκαιριού του 1923 αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη ήττα του ελληνικού εργατικού κινήματος. Με τη στρατιωτική παρέμβαση, η βίαιη αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος παγιώνεται ως κυρίαρχη πολιτική που θα χαρακτηρίζει όλη τη μεσοπολεμική περίοδο (6).
Το ΣΕΚΕ(Κ), που παρακολούθησε τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική κρίση που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του Σεπτεμβρίου 1922 αδύναμο να παρέμβει, έδωσε το καλοκαίρι του 1923 μια μάχη ολομέτωπη, σε συνθήκη σταθεροποίησης του καθεστώτος. Εφαρμόζοντας την πολιτική του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» με τις άλλες μη επαναστατικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος (πολιτική που ακολουθούσε η Κομμουνιστική Διεθνής και η Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνής από το 1921), το ΣΕΚΕ(Κ) και η ΓΣΕΕ έπεσαν ταυτόχρονα σε λάθη «δεξιού» και «αριστερού» χαρακτήρα, που αλλοίωναν στην πράξη αυτή την πολιτική.
Παρασέρνοντας στην απεργία τις διστακτικές ηγεσίες των ρεφορμιστικών και συντηρητικών συνδικάτων, σταμάτησαν κάθε κριτική απέναντί τους, ακόμη κι όταν αυτές διασπούσαν το Ενιαίο Μέτωπο, προσερχόμενες σε χωριστές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Από την άλλη, η απεργία επεκτάθηκε και σε χώρους όπου δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί η εξέλιξή της, ενώ δεν ακολουθήθηκε τακτική αποκλιμάκωσης, όταν είχαν φανεί, πλέον, οι κυβερνητικές προθέσεις και η αδυναμία του κινήματος να τις αποτρέψει.
Πάντως, «αυτό που επιτάχυνε την ήττα των απεργών εκείνου του καλοκαιριού και αυτό που στη συνέχεια εμποδίζει τη διεξαγωγή αποτελεσματικών αγώνων ήταν η πίεση του εφεδρικού στρατού εργασίας των προσφύγων. Υποβιβασμένοι ταξικά και με χαμηλό ηθικό, οι πρόσφυγες είναι πρόθυμοι να εργαστούν με οποιουσδήποτε όρους προκειμένου να επιβιώσουν. Εξ άλλου οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν την ανάληψη εξαρτημένης εργασίας, και μάλιστα στο εργοστάσιο, σαν ένα προσωρινό στάδιο πριν τη μικροαστική τους αποκατάσταση που επιδιώκουν. Μπροστά σ’ αυτά τα βασικά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, η οποιαδήποτε πολιτική του ΚΚΕ ήταν καταδικασμένη να έχει οριακές μόνο επιπτώσεις» (7).
Μετά από την ήττα του καλοκαιριού του 1923 το κίνημα μπαίνει σε μια περίοδο κρίσης. Οι μαζικές απολύσεις συνδικαλιστικών στελεχών –πολλά από τα οποία είχαν πλούσια οργανωτική και αγωνιστική εμπειρία, ήδη από τη δεκαετία του 1910- λειτουργούν αποδιοργανωτικά, η συνέχεια σπάει και περιορίζεται η ιστορική μνήμη. Τα αποτελέσματα εκφράστηκαν άμεσα και με την καταβαράθρωση του ΣΕΚΕ(Κ) στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, όταν δεν συγκέντρωσε παρά 18.000 ψήφους, έναντι των 50.000 του 1920, αν και δεν ήταν η μόνη αιτία, καθώς το κόμμα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, λόγω της αποχώρησης της σοσιαλδημοκρατικής του πτέρυγας.
Από την άλλη, όμως, οι εξελίξεις αυτές επιταχύνουν τις διαδικασίες επανατοποθέτησης του κόμματος, στην κατεύθυνση της απαλλαγής του από τη σοσιαλδημοκρατίζουσα παράδοση της πολιτικής του. Μέσα από τις οδυνηρές αυτές εμπειρίες, αποφασίζεται η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη «μπολσεβικοποίησή» του.
Για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής, χρήσιμα είναι τα βιβλία των Δημήτρη Λιβιεράτου (Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923, Καρανάσης 1976), Θανάση Καμπαγιάννη (Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα 1918-1926, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2007) και Γιώργου Αλεξάτου (Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου, β΄ έκδ. Κουκκίδα 2015).
(1) Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία 1830-1930 – Θεμέλιο, Αθήνα 1993, σ. 393.
(2) Γεώργιος Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας 1840-1940 – Ελληνική Εκδοτική, Αθήνα 1947, τ. Γ, σ. 1127.
(3) Δημήτρης Λιβιεράτος, Το ελληνικό εργατικό κίνημα (1918-1923) – Καρανάσης, Αθήνα 1976, σ. 142.
(4) Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου – β΄ έκδ. Κομμούνα, Αθήνα 1986, σ. 164.
(5) Ό.π., σ. 164.
(6) Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στο μεσοπόλεμο. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών – Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1993, σ. 50.
(7) Χρήστος Χατζηιωσήφ, Βενιζελισμός και εκσυγχρονισμός – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σ. 295-296.
από ΚΟΜΜΟΝ