Εργατικός Αγώνας

Οι μαχητές του Γράμμου δεν λύγισαν ποτέ. Τιμή και δόξα στον ΔΣΕ!

του Γιώργου Αλεξάτου

Τον Γράμμο πήρα για γυναίκα μου

το Βίτσι πεθερά μου.

Τασκένδη, Σκόπια, Μπίτολα  τα πήρα συμπεθέρια.

 

Τους στίχους αυτούς, παραλλαγή στίχων του δημοτικού τραγουδιού «Παιδιά της Σαμαρίνας», τους άκουσα τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1990 σε μια ταβέρνα έξω από τη Φλώρινα, από Σλαβομακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες Λόγω των εορτών, η κυβέρνηση Ζολώτα τους είχε δώσει ολιγοήμερη άδεια να περάσουν τα σύνορα της τότε Γιουγκοσλαβίας και να επισκεφτούν τον τόπο τους. Επρόκειτο για μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, που είχαν εξαιρεθεί το 1982 από το δικαίωμα στους πολιτικούς πρόσφυγες να ανακτήσουν την ελληνική υπηκοότητα και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Θέτοντας ως προϋπόθεση τη δήλωση ελληνικής εθνικότητας.

Εκείνες οι μέρες δεν ήταν και τόσο γιορτινές για τον αριστερό κόσμο. Ήδη είχαν αρχίσει να καταρρέουν τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την τσεχοσλοβάκικη «βελούδινη επανάσταση», ενώ τα Χριστούγεννα τα είχαν σημαδέψει τα τραγικά γεγονότα της Ρουμανίας.

Έκλαιγαν οι Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες τραγουδώντας την παραλλαγή των «Παιδιών της Σαμαρίνας». Και βλέποντάς τους και ακούγοντάς τους, μου ήταν δύσκολο να συγκρατήσω και τα δικά μου δάκρυα.

Πριν λίγους μήνες, στις 30 Αυγούστου 1989, είχαν συμπληρωθεί ακριβώς σαράντα χρόνια από το μαύρο εκείνο πρωινό, που οι τελευταίοι μαχητές και μαχήτριες του Γράμμου διάβαιναν τη βουνοκορφή του Κάμενικ, περνώντας στην Αλβανία. Κλείνοντας, έτσι, μια τρίχρονη εποποιία, και συνάμα μια δεκαετία ένοπλων αγώνων που είχαν αρχίσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 σ’ εκείνα τα βουνά της ελληνοαλβανικής μεθορίου, αποκορυφώθηκαν με τους θρυλικούς αγώνες του ΕΛΑΣ και περνώντας από τη Μάχη της Αθήνας, τον ηρωικό Δεκέμβρη του ’44, συνεχίστηκαν όταν, για την αντιμετώπιση της μεταβαρκιζιανής δολοφονικής Λευκής Τρομοκρατίας, ακούστηκε το διθυραμβικό «Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι!»

Τότε που χιλιάδες και κατόπιν δεκάδες χιλιάδες καταδιωκόμενοι αγωνιστές της εαμικής Αντίστασης ξαναπήραν τα όπλα, συγκροτώντας τον Δημοκρατικό Στρατό. Από τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, μέχρι τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Κεφαλονιά, τη Λευκάδα, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία.

Σε μια χώρα όπου η προσδοκία μιας μεταπελευθερωτικής ομαλής δημοκρατικής πολιτικής ζωής αποδείχτηκε εντελώς απατηλή. Γιατί μια τέτοια εξέλιξη ήταν απολύτως βέβαιο πως θα έφερνε στην εξουσία τις δυνάμεις του ΕΑΜ, που θα έθεταν σε εφαρμογή το πρόγραμμα της Λαοκρατίας, που ευαγγελίζονταν. Κι αυτό δεν θα το επέτρεπε όχι μόνο η ελληνική άρχουσα τάξη και η πολιτική της εκπροσώπηση, αλλά κυρίως οι μεγάλοι σύμμαχοι, προστάτες και πάτρωνές της. Αρχικά οι Βρετανοί και κατόπιν και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές.

Και αποδείχτηκαν όχι μόνο φρούδες αλλά και καταστροφικές οι αυταπάτες της ηγεσίας του λαϊκού επαναστατικού κινήματος, πως θα μπορούσε να αποτραπεί ένας εμφύλιος αλληλοσπαραγμός, με τους συμβιβασμούς του Λιβάνου, της Καζέρτας και τελικά της Βάρκιζας. Ο εμφύλιος όχι μόνο δεν αποτράπηκε, αλλά διεξήχθη υπό εξαιρετικά δυσμενείς όρους, για να καταλήξει στη συντριβή αυτού του μεγαλειώδους κινήματος.

Έχουν ειπωθεί κι έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τις συνθήκες και τους χειρισμούς που οδήγησαν στην ήττα. Δεν έχει νόημα να επαναληφθούν κι εδώ, παρά το ότι η συζήτηση συνεχίζεται. Και καλά κάνει και συνεχίζεται.

Εκεί που θέλει να σταθεί ετούτο το σύντομο κείμενο είναι στο μεγαλείο εκείνων των νέων –στη μεγάλη τους πλειονότητα- αντρών και γυναικών, που κάτω απ’ αυτές τις δυσμενείς συνθήκες έδωσαν έναν σκληρό αγώνα ενάντια σε ασύγκριτα υπέρτερες δυνάμεις, με ανυπολόγιστη υπεροχή πολεμικού εξοπλισμού. Και τον συνέχισαν επί τρία ολόκληρα χρόνια, γράφοντας σελίδες ασύλληπτης γενναιότητας, συχνά με νίκες εκπληκτικές, Με δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς να πέφτουν στα πεδία των μαχών.

Με τον Γράμμο να αναδεικνύεται σε τόπο – σύμβολο αυτής της μεγαλειώδους εποποιίας. Και τους μαχητές και τις μαχήτριές του να τραγουδάνε όλο καμάρι και περηφάνια:

«Πάνω στου Γράμμου τα βουνά πουλιά δεν ανεβαίνουν.

Αντάρτες και αντάρτισσες ανεβοκατεβαίνουν.

Στου Γράμμου τις βουνοκορφές φασίστες δεν πατάνε.

Του Δημοκρατικού Στρατού οι αντάρτες πολεμάνε».

Στις 30 Αυγούστου του 1949 ο Γράμμος έπεσε. Αλλά οι μαχητές και οι μαχήτριές του δεν λύγισαν ποτέ!

Και κρατάω εκείνη την αφήγηση αξιωματικού της Χωροφυλακής, που ως επικεφαλής αποσπάσματος χωροφυλάκων και μάηδων, συμμετείχε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον διάσπαρτων μικρών ανταρτοομάδων, που είχαν ξεκοπεί από τον ΔΣΕ και δεν τον ακολούθησαν στην υποχώρηση στην Αλβανία.

Και συνάντησαν τρεις αντάρτες, σ’ ένα ύψωμα, και τους φώναξαν:

«Παραδοθείτε! Έπεσε ο Γράμμος!»

Για να πάρουν την απάντηση:

«Κάθε κορφή και Γράμμος!»

Μετά από πολύωρη ανταλλαγή πυρών, είχαν σκοτωθεί οι δύο από τους τρεις αντάρτες.

«Παραδώσου! Μόνος έμεινες!», φώναξε ο αξιωματικός στον εναπομείναντα μαχητή.

«Κάθε κορμί και Γράμμος!», του απάντησε αυτός, αδειάζοντας πάνω τους τις τελευταίες του σφαίρες. Πριν πέσει, πλάι στους συναγωνιστές του.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας