Εργατικός Αγώνας

Κατηγορούν το Βέλγιο για το «παιδομάζωμα»

Πέντε Κονγκολέζες μιγάδες είχαν την τόλμη να σπάσουν τα ταμπού και να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, κατηγορώντας τις βελγικές αρχές για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και απαιτώντας αποκατάσταση όλων των θυμάτων ● Συγκαταλέγονται στα 15.000 έως 20.000 παιδιά που απήχθησαν από τα σπίτια τους πριν από 60-70 χρόνια και μεγάλωσαν σε καθολικά ιδρύματα βιώνοντας την απόρριψη και τον ρατσισμό ● Μόνο τους παράπτωμα, το ότι είχαν μαύρες μητέρες και πατεράδες λευκούς αποίκους.

Τις πήραν από τις οικογένειές τους όταν ήταν ακόμη 2, 3, 4 ετών. Τις έκλεισαν σε ιδρύματα της Καθολικής Εκκλησίας υπό την κηδεμονία του βελγικού κράτους. Τις κακοποίησαν και τους στέρησαν τις ρίζες τους και μια φυσιολογική ζωή, τις καταδίκασαν στην ανωνυμία. Πέντε από αυτές, η Λεά Ταβαρέ, η Μονίκ Μπιτού, η Νοέλ Βερμπεκέν, η Σιμόν Νγκαλούλα και η Μαρί-Ζοζ Λοσί, υψώνουν ανάστημα και διεκδικούν με το ονοματεπώνυμό τους και την ιστορική τους αλήθεια αποκατάσταση από το Βέλγιο.

από ΕφΣυν

Κράτος το οποίο κατηγορούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας για την αποικιακή του πρακτική να καταδικάζει σε εγκλεισμό σε καθολικά ιδρύματα ή ακόμη να «μοιράζει» στο Βέλγιο τους «Métis», τους μιγάδες, παιδιά μαύρων μητέρων και λευκών αποίκων στις πρώην αποικίες σε Κονγκό, Ρουάντα και Μπουρούντι. Μια πρακτική που εκτιμάται ότι βίωσαν 15.000- 20.000 παιδιά.

Είναι αυτές οι γυναίκες, οι οποίες έσπασαν το ταμπού που αποτελούσε μια απάνθρωπη ρατσιστική αποικιακή κρατική πρακτική, τόσο άβολη πολιτικά και ηθικά, που έμεινε θαμμένη επί δεκαετίες και είναι σχεδόν άγνωστη στη βελγική κοινωνία. Το 2020, στα 60 χρόνια από την ανεξαρτησία του Κονγκό, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη οδηγώντας το Βέλγιο πρώτη φορά στο εδώλιο του κατηγορούμενου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Μια υπόθεση που το 2021 αστικό δικαστήριο των Βρυξελλών απέρριψε.

Αδικη απόφαση
Τη Δευτέρα, συνεχίζοντας απτόητες τη μάχη τους, οι πέντε γυναίκες βρέθηκαν ξανά στις Βρυξέλλες, αυτή τη φορά στο Εφετείο που εξετάζει την προσφυγή τους ενάντια στην άδικη απόφαση που αρνείται την αποκατάσταση των θυμάτων με το σκεπτικό ότι «δεν μπορεί να εκδικαστεί ένα έγκλημα που όταν διαπράχθηκε δεν υπήρχε ως τέτοιο».

Αλλά η υπεράσπισή τους υποστηρίζει πως αυτή η πρακτική μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας γιατί εφαρμόστηκε με τις Δίκες της Νυρεμβέργης που καταδίκασαν ως τέτοιο ακριβώς έγκλημα παρόμοιες πρακτικές της ναζιστικής Γερμανίας κατά παιδιών γερμανο-πολωνικής καταγωγής.

«Οι πελάτισσές μου είναι η ζωντανή απόδειξη ενός μη ομολογημένου κρατικού εγκλήματος και σύντομα δεν θα υπάρχει κανείς πια να καταθέσει γι’ αυτό. Απήχθησαν, κακοποιήθηκαν, αγνοήθηκαν, εκτοπίστηκαν. Το βελγικό κράτος δεν είχε την τόλμη να φτάσει στο τέλος και να αναγνωρίσει το έγκλημα, γιατί οι ευθύνες του θα συνεπάγονταν αποκατάσταση και αποζημιώσεις», δήλωσε μετά την πρωτόδικη απόφαση η συνήγορός τους, Μισέλ Χιρστ.

Ενα έγκλημα σκόπιμο, μεθοδευμένο και συστηματικό, με πολιτικά κίνητρα, όπως ανενδοίαστα εξηγούσε το 1913 ο νομικός και μετέπειτα πρωθυπουργός του Βελγίου, Ζοζέφ Φολιάν: «Διαχωρισμένοι από τη λευκή φυλή και περιφρονημένοι από τη γηγενή φυλή, οι μιγάδες θα οδηγηθούν να συνενωθούν και να δημιουργήσουν μια τάξη φιλόδοξη και κακεντρεχή, εχθρική προς τους Ευρωπαίους […] Αν γίνουν αρκετά πολυάριθμοι και ισχυροί, θα ενθαρρυνθούν να υποθάλψουν εξεγέρσεις στις οποίες θα ηγηθούν […] Μπορεί σύντομα να γίνουν επικίνδυνοι και είναι σημαντικό να μειώσουμε τον αριθμό τους».

Επιδρομές σε σπίτια
Ετσι, οι αποικιακές αρχές ξεκίνησαν το «παιδομάζωμα» των μιγάδων, επιχειρώντας με πειθαναγκασμό, εξαπάτηση και εκβιασμούς να αποσπούν κάποια συναίνεση των μητέρων. Κι όταν η πειθώ δεν λειτουργούσε, στέλνοντας αστυνομικούς να κάνουν επιδρομές στα σπίτια για να πάρουν τα παιδιά με τη βία.

«Μας έθεσαν υπό την κηδεμονία του βελγικού κράτους κι αυτό μας πέταξε σε ορφανοτροφεία και ιδρύματα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια μας. Μας απομόνωναν από την οικογένειά μας. Μας φώναζαν “καφέ με γάλα” λόγω του χρώματός μας. Δεν μας επέτρεπαν να έχουμε σχέσεις ούτε με μαύρους ούτε με λευκούς», έλεγε η Σιμόν Νγκαλούλα στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων AFP.

«Μας έλεγαν “παιδιά της αμαρτίας”. Ενας λευκός δεν μπορούσε να παντρευτεί με μια μαύρη. Κάθε παιδί που γεννιόταν από μια τέτοια σχέση εθεωρείτο καρπός πορνείας», πρόσθετε η Λεά Ταβαρέ, που απήχθη από την οικογένειά της στα δύο της χρόνια.

«Επασχα από έλλειψη μετάλλων και βιταμινών, το φαγητό ήταν ελάχιστο και φρικτό, οι καλόγριες δεν νοιάζονταν για εμάς. Μόνο μία φορά μού επέτρεψαν να δω τη μητέρα μου. Εγιναν όλα πολύ γρήγορα, η μάνα μου με αγκάλιασε κλαίγοντας. Φορούσα ακόμα το φορεματάκι που είχα όταν ήμουν δύο χρόνων».

Αλλά τα χειρότερα ήρθαν μετά. Με την ανεξαρτησία το 1960, οι καλόγριες επαναπατρίστηκαν και κάποια παιδιά κατέληξαν κι αυτά στο Βέλγιο ή δόθηκαν για υιοθεσία. Τα υπόλοιπα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, πολλά σε μια επικίνδυνη περιοχή όπως το Κασάι, και κατέληξαν λεία και έρμαια της βίας των πολιτοφυλακών, λέει στο France24 η Μονίκ Μπιτού.

«Γίναμε το παιχνίδι των πολιτοφυλακών. Κάθε απόγευμα έρχονταν, μας έγδυναν, μας άνοιγαν τα πόδια, μας έβαζαν κεριά, έκαναν φρικαλεότητες μαζί μας. Το βελγικό κράτος, που αποκαλούσαμε “κράτος πατέρα”, μας εγκατέλειψε. Πώς εγκαταλείπεις ένα παιδί στον πόλεμο; Τι νόημα έχει; Να τα σκοτώσουν και να μην ξαναμιλήσουν για όσα έγιναν;».

Υποκριτική συγγνώμη
Το 2019 ο τότε Βέλγος πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ ζήτησε συγγνώμη στο όνομα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από τους «Métis» για τις αδικίες και τα όσα υπέμειναν και ο βασιλιάς Φίλιππος εξέφρασε τη βαθιά του λύπη για «αυτές τις πληγές του παρελθόντος». Αλλά ποτέ δεν αποζημίωσε τα θύματα.

Για τις ενάγουσες, αυτή η δημόσια συγγνώμη δεν αρκεί για να αποκαταστήσει το τραύμα και τις κακουχίες που προκάλεσαν όχι μόνο σε αυτές αλλά σε μια ολόκληρη γενιά μιγάδων παιδιών, αφού, όπως είπε η συνήγορός τους, Μισέλ Χιρστ, επρόκειτο για «μια συγγνώμη για την Ιστορία, ναι, αλλά όχι για αποκατάσταση των θυμάτων».

Τα οποία θύματα, εκτός από το να χαρακτηριστεί αυτή η πρακτική του Βελγίου ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ζητούν αποζημίωση 50.000 ευρώ, τον διορισμό ενός ειδήμονα που θα διερευνήσει τις ηθικές βλάβες που έχουν υποστεί και τη δημοσιοποίηση όλων των σχετικών ντοκουμέντων εκείνης της εποχής, που μπορεί να περιέχουν πληροφορίες για το παρελθόν αυτών των παιδιών.

Αν συνεχίζουν να αγωνίζονται είναι γιατί θέλουν να ανακτήσουν τη ζωή και την ιστορία τους, την ταυτότητα και τις ρίζες τους. Οπως λέει η Μονίκ Μπιτού, «αυτό που θέλουμε είναι μια απάντηση από το κράτος. Χρειάζεται να ξέρουμε τι να πούμε στα παιδιά μας όσο είμαστε ακόμη εν ζωή. Από πού ερχόμαστε».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας