“Όταν επιστρέφεις από την Κούβα έχεις ένα αίσθημα που δεν μπορείς να περιγράψεις με λέξεις. Ένα άδειασμα, μια αίσθηση κενού, μια γλυκόπικρη θλίψη πολύ διαφορετική όμως από αυτή που συνήθως έχεις όταν τελειώνουν οι διακοπές σου. Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι όταν επιστρέφεις, είναι πότε θα ξαναπάς. Το ταξίδι στην Κούβα είναι πάντα one way. Το σώμα σου κάποια στιγμή επιστρέφει, αλλά το μυαλό σου μένει για πάντα εκεί…
του Στάθη Μανδαλάκη
Ταξίδεψα στην Κούβα με τη φωτογραφική ομάδα ‘Διαδρομές’ τον Ιούλιο του 2023. Χρειάστηκε χρόνος να μαζέψω τις σκέψεις μου για αυτό το ταξίδι. Ορίστε κάποιες από αυτές:
Μόλις επέστρεψα από την Κούβα και αφού ξεπέρασα το jetlag και τις στομαχικές διαταραχές που έφερα στις αποσκευές μου, έφτιαξα ένα διπλό καφέ με πολλά παγάκια και κατέβασα τις εικόνες μου από τις κάρτες μνήμης. Είχα περάσει κάποιες από τις ώρες αναμονής στην Ισπανία κοιτάζοντας μια-μια τις εικόνες από τη μικρή οθόνη της κάμερας. Όταν πια τις είδα στη μεγάλη οθόνη, με έπιασε ένα σφίξιμο. Κοίταζα και ξανακοίταζα αλλά για κάποιο λόγο οι ίδιες εικόνες μου φαίνονταν λιγότερο ωραίες, λιγότερο ενδιαφέρουσες, λιγότερο δυνατές. Ας πάμε όμως λίγες μέρες πιο πίσω.
Ήταν απόγευμα, η υγρασία έκανε τη ζέστη αφόρητη και μαζί με δύο φίλες φωτογράφους βγήκαμε από το ξενοδοχείο για να πάμε προς την παλιά Αβάνα περπατώντας και φωτογραφίζοντας, μέχρι να σβήσουμε στο Bodeguita del Medio. Μετά από κάποια «αναγνωριστικά» κλικ άρχισα να νιώθω μια έκσταση. Φωτογράφιζα σαν ερωτευμένος, ένιωθα το πετάρισμα στην καρδιά και τα φτερά στα πόδια κάθε φορά που γύριζα το διακόπτη της κάμερας στο on. Αυτό το συναίσθημα δεν με εγκατέλειψε μέχρι την τελευταία μέρα.
Τα μάτια μου έβλεπαν παντού κάδρα. Κάθε στιγμή σε κάθε σημείο υπήρχε κάτι που ήθελα να φωτογραφίσω.Αυτοκίνητα-αντίκες, παιδάκια να παίζουν ποδόσφαιρο, γραφικοί ηλικιωμένοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας που με το που βλέπουν κάμερα σε καλούν να τους φωτογραφίσεις. Δεν είναι απλά μέρος της εικόνας. Γίνονται το θέμα της.
Σπίτια κακοδιατηρημένα, φθαρμένα αλλά ανοιχτά. Πρόσωπα που πάνω τους αποτυπώνεται εύγλωττα η αλεγρία και η θλίψη. Ευγενικές φιγούρες, χαμόγελα αληθινά. Άνθρωποι που μετατρέπουν κάθε στιγμή σε ευκαιρία να γελάσουν λίγο ακόμα. Άνθρωποι που δε βλέπεις αλλού. Άνθρωποι που ζουν σε δύσκολες συνθήκες, σε μια χώρα που βιώνει ένα εγκληματικό εμπάργκο δεκαετιών και αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες της σε πολύ απλά αγαθά.
Εικόνες παντού. Εικόνες φτώχειας, αναμειγνύονται με εικόνες χαράς, χορού, γέλιου και φτιάχνουν το πιο σκληρό κοντράστ. Εικόνες από κάποιο τοπίο μοναδικό, δέντρα που δεν έχεις ξαναδεί, ζώα που έχεις δει μόνο σε ντοκιμαντέρ, κοκτέιλ που εντυπωσιάζουν το μάτι πριν τον ουρανίσκο, φωτογραφία δρόμου στην πιο κυριολεκτική της μορφή.
Σε γειτονιές ολόκληρες οι κάτοικοι είναι έξω από τα σπίτια τους σαν να συμμετέχουν σε διαδήλωση, οι πόρτες ανοιχτές διάπλατα, κουβέντες, κουτσομπολιό και φλερτ, κατοικίδια βολτάρουν από το ένα σπίτι στο άλλο, παιδιά φωνάζουν κάνοντας ποδήλατο και κλωτσάνε μπάλες ποδοσφαίρου φορώντας μια φανέλα του Μέσι.
Σοκαριστική η έλλειψη φόβου που νιώθεις. Κυκλοφορείς με κάμερες και εξοπλισμό χωρίς να νιώθεις τον παραμικρό κίνδυνο ότι κάτι θα σου συμβεί. Μόνο με την πολυλογία τους μπορούν να σε βλάψουν οι Κουβανοί. Μιλάνε και γρήγορα, κόβουν και τις λέξεις, δεν καταλάβαινα πάντα τι ακριβώς συζητούσαμε και αν τελικά άξιζε τον κόπο η προσπάθεια να πάρω εκείνο το δίπλωμα στα ισπανικά.
Δεν περίμενα ότι θα έκανα συζήτηση με έναν ηλικιωμένο διδάκτορα λογοτεχνίας για την αρχαία ελληνική ποίηση ούτε ότι ένας συνταξιούχος ιστορικός θα μου εξέφραζε την οργή του που οι Σπαρτιάτες κέρδισαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο αντί να κερδίσει η Αθήνα που ήταν πόλη ναυτική και εξωστρεφής. Κι άλλα πολλά δεν περίμενα να δω, όπως τσούχτρες στην Καραϊβική, πόστερ του Ομπάμα στην ανοιχτή αγορά, έναν γνωστό που είχα να τον δω 20 χρόνια να πέφτει πάνω μου σε ένα τρομερό κλαμπ-πολυχώρο, μια τροπική βροχή που θα έκανε την Αθήνα νέα Ατλαντίδα, να μην αφήνει ούτε μια λακκούβα με νερό στο πέρασμά της.
Όλα έμοιαζαν λίγο πιο ωραία στην Κούβα. Το κάθε μοχίτο που ήπια ήταν διαφορετικό από τα άλλα, τα «δικά μας». Είναι αλλιώς να το πίνεις στο μπαρ που φτιάχτηκε το πρώτο, το αυθεντικό. Το μάνγκο της Κούβας είναι εντελώς διαφορετικό φρούτο από αυτό που φτάνει στις προθήκες των δικών μας σούπερ μάρκετ. Είναι αλλιώς να το γεύεσαι αφού έχεις δει τεράστιες δασικές εκτάσεις με εκείνα τα επιβλητικά μανγκόδεντρα. Το daquiri δίπλα στο άγαλμα του Χέμινγουεϊ ξαφνικά αποκτά μια δροσιά που δεν φαντάζεσαι. Το ρούμι, πόσο ωραία ταξιδεύει στον ουρανίσκο όταν το πίνεις σε ένα μπαρ ακούγοντας έναν κουβανό τροβαδούρο να τραγουδάει με την αισθαντική του φωνή μια μπαλάντα λίγο πριν σηκωθεί όλο το μαγαζί να χορέψει σάλσα.
Όλα είναι πιο έντονα στην Κούβα. Κάθε αίσθηση λειτουργεί στο μάξιμουμ. Η θέα των «στενών της Σάντα Κλάρα» που από την τροπική βροχή έμοιαζαν σαν ένα τεράστιο photoshop να έχει πειράξει τον κορεσμό μέχρι τις μυρωδιές από όσα αφήνουν πίσω τους τα άλογα που χρησιμοποιούνται για καθημερινές μεταφορές.
Τίποτα όμως δεν είναι πιο επιβλητικό από την εκκωφαντική σιωπή όταν μπαίνεις στο μαυσωλείο του Τσε και των συντρόφων του. Βρίσκεσαι εκεί που είναι θαμμένος ο άνθρωπος που μας μεγάλωσε ως αφίσα στο δωμάτιο, ο πιο ‘άνθρώπινος’ άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στη γη. Για μια στιγμή ένιωσα να περνούν από μπροστά μου χιλιάδες σελίδες της ιστορίας και ήταν σαν τα πάντα να αποκτούν μια διαφορετική υπόσταση. Η λέξη ‘δέος’ είναι μάλλον η πιο κοντινή, όμως κι αυτή, λίγη είναι.
“Πως να τα βάλεις όλα αυτά σε μια εικόνα;
Πως να μη μου φαίνεται μετά κάθε εικόνα αδύναμη; Όσο καλή κι αν είναι, όσο κι αν επιμελώς τήρησα τους κανόνες της σύνθεσης, όση δουλειά μυρμηγκιού κι αν έκανα στην επεξεργασία, κατάφερα τελικά να αποτυπώσω όσα ένιωθα όταν φωτογράφιζα; Σε ένα τόσο μοναδικό μέρος που γύρω μου χόρευαν τα κάδρα, μπόρεσα να ξεφύγω από την καταγραφή ή παρασύρθηκα στην ευκολία της εντυπωσιακής αποτύπωσης; Θα μπορέσει κάποιος που θα δει τις εικόνες μου, ακόμα κι αν κάποιες από αυτές είναι «αντικειμενικά» ωραίες, να πλησιάσει σε αυτό που προσπάθησα να περιγράψω, σε αυτό που ένιωθα όσο ήμουν εκεί; Με αυτές τις σκέψεις βασανίστηκα όσο έβλεπα τις εικόνες μου. Ήταν τόσο δυνατό το βίωμα που διαπίστωσα πως μου ήταν πολύ δύσκολο να το μεταφέρω. Ίσως την επόμενη φορά. Ίσως αυτή να είναι και η αφορμή για να ξαναπάω
Περισσότερες εικόνες εδώ και εδώ