γράφει η Δώρα Μόσχου
Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν την Αθήνα. Χρόνια που πέρασαν «σαν της ελιάς το φύλλο», όπως γράφει, για άλλη περίσταση ο Κώστας Βάρναλης.
Σύμφωνα με το «Ριζοσπάστη» εκείνης της αλησμόνητης μέρας, «το βρωμερό κουρέλι του φασισμού», η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, σταμάτησε να λεκιάζει την Ακρόπολη…
Η απελευθέρωση της αδούλωτης πρωτεύουσας (που σε δυο μόλις μήνες θα καλούνταν από την Ιστορία να επιβεβαιώσει τον τίτλο της, απέναντι σε ένα νέο εισβολέα και στη ντόπια αστική τάξη) ήταν αποτέλεσμα της μεγαλειώδους εαμικής αντίστασης που με ψυχή, ραχοκοκαλιά και αιμοδότη το ΚΚΕ, όχι μόνο αντιπάλεψε, στο πεδίο των μαχών, σε βουνά και σε πόλεις, το φασίστα κατακτητή, αλλά και δημιούργησε φύτρα λαϊκής εξουσίας στις περιοχές που απελευθέρωνε, ή ακόμα και σε περιοχές όπου φούντωνε ο αγώνας της.
Και ο λαός της Αθήνας, με πλήρη επίγνωση της προσφοράς των κομμουνιστών, με το που χτύπησαν οι καμπάνες του Άγιου Νικόλα Ραγκαβά στην Πλάκα, κατέβηκε στο Σύνταγμα με τις σημαίες του, τις ελληνικές, τις «ραμμένες με ουρανό και άσπρο κάμποτο», όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος, και με τις κόκκινες του αγώνα, της θυσίας, της προσδοκίας για μια άλλη, λεύτερη ζωή.
Την επόμενη μέρα, στις 13 του Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ του Πειραιά, με καπετάνιο το Νίκανδρο Κεπέση, θα δώσει την τελευταία του μάχη και μια από τις πιο ξακουσμένες σε ολόκληρη την Ιστορία της Αντίστασης: τη μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι. Η γερμανική φρουρά του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος είχε την πρόθεση να ανατινάξει τη μονάδα κατά την αποχώρησή της (καθώς και άλλες βιομηχανικές μονάδες, σε διαφορετικά σημεία της πρωτεύουσας και του Πειραιά), βυθίζοντας έτσι την καρδιά της χώρας στο σκοτάδι. Δεν τα κατάφεραν: η επαγρύπνηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, αλλά και των απλών εργαζομένων στο εργοστάσιο (ας γίνει εδώ και μια μικρή μνεία στον πατέρα του «καλού μας ανθρώπου», Βασίλη Βέγγο) έσωσε το εργοστάσιο και την Αθήνα από τις επιπτώσεις που θα είχε μια πιθανή ανατίναξή του.
Κλίμα πανηγυρικό, κλίμα γενικευμένης ευφορίας κυριαρχούσε στην Αθήνα εκείνες τις σπουδαίες μέρες, μέχρι τουλάχιστον την άφιξη της λεγόμενης «εξόριστης κυβέρνησης» του Καϊρου και των βρετανικών στρατευμάτων. Τότε γιατί να μιλάμε για «ψεύτρα λευτεριά»; Γιατί ο Άγγελος Σικελιανός, ο επονομαζόμενος και «ποιητής της Αντίστασης», να μιλά αργότερα για «αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε απελευθέρωση»;
Μα γι` αυτό ακριβώς: γιατί το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης που βυσσοδομούσε και μηχανορραφούσε εναντίον του ελληνικού λαού σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, από την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής, γύριζε αποφασισμένο να «καρπωθεί το αίμα των άλλων», όπως γράφει στη σοφή ποιητική του σύνθεση «Τελευταίος Σταθμός» ο Γιώργος Σεφέρης. Η αστική τάξη είδε το καθεστώς της να κλονίζεται και ήρθε να το στερεώσει ξανά, με την αμέριστη βοήθεια των πατρώνων και συμμάχων της, της Μεγάλης Βρετανίας. Που, κι αυτή με τη σειρά της, είδε να κλονίζεται η ιμπεριαλιστικού τύπου επικυριαρχία της πάνω στην Ελλάδα και έστειλε τους φαντάρους της – τους ίδιους αυτούς που ο ελληνικός λαός έκρυβε στα σπίτια του στην κατοχή και τους υποδεχόταν αργότερα σαν απελευθερωτές – να τον πνίξουν για μιαν ακόμη φορά στο αίμα… Και έτσι, από την ευφορία της απελευθέρωσης, φτάσαμε στην εποποιία του Δεκέμβρη και στην τραγωδία της Βάρκιζας…
Ας μη σταθούμε εδώ στις ευθύνες του μεγάλου πρωταγωνιστή των εξελίξεων, του ΚΚΕ. Έχουμε μπροστά μας κι άλλες 80χρονες επετείους για να στοχαστούμε και να συζητήσουμε με ψυχραιμία πάνω σε αυτές. Και βέβαια, μακριά από τον «Εργατικό Αγώνα» κάθε προσπάθεια ακύρωσης του συνόλου των δράσεων αλλά και της τεράστιας ιστορικής συμβολής της εαμικής εθνικής αντίστασης. Μακριά από λαθολογίες και προδοτολογίες πολύ συνηθισμένες σε άλλους χώρους της κομμουνιστικής αριστεράς – ακόμα και, κυρίως, μέσα στην καθοδήγηση του ίδιου του ΚΚΕ…
Ας σταθούμε όμως σε τούτο: η 12η του Οκτώβρη θα έπρεπε να είναι για την Ελλάδα εθνική γιορτή. Όμως, το γεγονός ότι η πρωτεύουσα (και η χώρα) απελευθερώθηκε από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, το γεγονός ότι στη μεταπολεμική Ελλάδα οι δοσίλογοι της κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά στελέχωσαν όλους τους μηχανισμούς (διοικητικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς) της άρχουσας τάξης, η ήττα του ΔΣΕ και η οικοδόμηση ενός νέου, αμερικανοκρατούμενου καθεστώτος, έκαναν την ημέρα αυτή μια αφανή επέτειο. Προκρίθηκε ο εορτασμός της έναρξης του πολέμου: λόγω της παρουσίας στη διακυβέρνηση της χώρας του φασίστα δικτάτορα Μεταξά και του υποτιθέμενου «όχι» του, η ημερομηνία θεωρήθηκε πιο εύκολα προσαρμόσιμη στην ιδεολογία και τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης – απούσας σε όλη τη διάρκεια της Αντίστασης. Χρέος ωστόσο των κομμουνιστών είναι η ανάδειξη και των δυο επετείων: και της 28ης Οκτωβρίου, που έρχεται σε λίγες μέρες, με την έννοια της απόδοσης φόρου τιμής στα στρατευμένα παιδιά του λαού μας που εκφράσανε τη μαζική, παλλαϊκή αντίθεση στο φασισμό, ξένο και ντόπιο‧ αλλά και της σημερινής μέρας, που πάντα θα δηλώνει την ανεκτίμητη προσφορά του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην απελευθέρωση της πατρίδας μας από την τριπλή φασιστική κατοχή, καθώς και τη συμβολή τους στον αντιφασιστικό αγώνα των λαών. Κι ακόμα θα μας θυμίζει το χρέος της εγρήγορσης απέναντι σε «οχτρούς που έρχονται ντυμένοι φίλοι» και το καθήκον που έχουμε να μην «ξαναδώσουμε τ` άρματα».