Το Υπουργείο Υγείας, με βάση δημοσιεύματα πριν το καλοκαίρι, βρίσκεται σε συζητήσεις με επενδυτές για τη δημιουργία ιδιωτικών τραπεζών πλάσματος.
Το εγχείρημα αυτό δεν είναι πρωτόγονο για την χώρα , καθώς οι τελευταίες ιδιωτικές τράπεζες αίματος έκλεισαν το 1979. Μέχρι τότε ιδιωτικά «μαγαζιά αίματος» ήταν στημένα απέναντι από νοσοκομεία. Ταυτόχρονα υπήρχαν οι λεγόμενοι επαγγελματίες αιμοδότες.
Στην Ελλάδα, μέχρι το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όλο το βάρος της αιμοδοσίας το έφερε ο Ερυθρός Σταυρός, σε περιορισμένη όμως βάση και στηριζόμενος σε αμειβόμενους αιμοδότες (Παΐδούσης 1938). Η συσταθείσα Εθνική Υπηρεσία Αιμοδοσίας με βάση το Εθνικό Πρόγραμμα Αιμοδοσίας ίδρυσε το 1952 τέσσερα Περιφερειακά Κέντρα Αιμοδοσίας (Μανδαλάκη, 1989). Το 1952 αποφασίστηκε να αναλάβει το κράτος την ευθύνη της αιμοδοσίας αλλά, για ποικίλους λόγους, αυτή δεν ήταν ούτε πλήρης ούτε αποκλειστική. Το 1955 εκδίδεται Βασιλικό Διάταγμα εμπνευσμένο από το Γαλλικό πρότυπο. Μεταξύ άλλων προέβλεπε την ίδρυση σταθμών αιμοδοσίας και συναφών ειδικών υπηρεσιών σε όλους τους νομούς και όλα τα νοσοκομεία της χώρας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισαν να λειτουργούν οι υπηρεσίες αιμοδοσίας (Κέντρα και Σταθμοί Αιμοδοσίας) σε όλα τα μεγάλα Δημόσια Νοσοκομεία, καθώς και σε ορισμένα ιδιωτικά. Παρ’όλα αυτά, όμως, εξακολουθεί να είναι ακόμη πραγματικότητα η εμπορία αίματος. Το 1968 η Επιτροπή Αιμοδοσίας εισηγείται μέτρα που αφορούν στην καθιέρωση της Εθελοντικής Αιμοδοσίας και την απαγόρευση κάθε μορφής εμπορίας αίματος.
Ο Υπουργός Υγείας, κ. Γεωργιάδης, ανάφερε πως και άλλες χώρες (βλ. Η.Π.Α., Γερμανία , Τσεχία) ακολουθούν το μοντέλο εμπορευματοποίησης του αίματος. Μάλιστα στις Η.Π.Α. αποτελεί δεύτερο μισθό για ανθρώπους χαμηλών οικονομικών στρωμάτων. Το μοντέλο στις ΗΠΑ λειτουργεί ως εξής: δότης πλάσματος αμείβεται περί τα 40 δολάρια. Η Χ εταιρεία συλλέγει το πλάσμα και το αξιοποιεί παράγοντας φάρμακα υψηλής τεχνολογίας , απαραίτητα σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις. Έπειτα τα προμηθεύει στο κράτος σε τιμές μέχρι και 100.000 δολάρια την εξάμηνη δόση. Η εμπορευματοποίηση του αίματος – και όχι μόνο του πλάσματος στο οποίο θα εστιάσουν οι απολογητές / αρνητές της επιστήμης – αποτελεί φυσικό επακόλουθο στην καπιταλιστική κοινωνία , που όλα μπορούν να είναι εμπόρευμα. Πως θα φτιάξει φάρμακά η βιομηχανία εάν δεν έχει πλάσμα; Λογικό και καθόλα φυσιολογικό να αγοράζει την πρώτη ύλη.
Τίθενται λοιπόν ζητήματα ασφαλείας του δότη και του δέκτη καθώς και ζητήματα βιοηθικής. Δεν είναι καθόλου περίεργο που αυτοί που πωλούν αίμα στις Η.Π.Α. είναι νέοι , χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος. Η εμπορευματοποίηση του αίματος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση τον αποθεμάτων στο δημόσιο σύστημα υγείας, εκπτώσεις στην ασφάλεια και (σύμφωνα και με την ιστορία) παράνομη εμπορία αίματος. Το 1972 ο τότε υπουργός Υγείας νομιμοποίησε τις ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες αίματος που λειτουργούσαν παράνομα.
Σε κάποιο βαθμό βέβαια, εμπόριο αίματος γίνεται ήδη καθώς η χώρα μας εισάγει μονάδες αίματος από την Ελβετία , ενώ χώρες της Δύσης εμπορεύονται πλάσμα από τις ΗΠΑ ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της βιομηχανίας τους.
Η προωθούμενη εμπορευματοποίηση του αίματος και των παραγώγων του (όπως το πλάσμα) και η απελευθέρωση της αγοράς του, παρουσίαζεται από την πολιτκή ηγεσία ως μια αθώα, πρακτική λύση για την κάλυψη των αναγκών της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Όμως εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία του λαού. Η μετατροπή του αίματος σε εμπόρευμα υποβαθμίζει την εθελοντική αιμοδοσία, μειώνοντας τα αποθέματα για τα δημόσια νοσοκομεία, ενώ η πίεση στους οικονομικά ευάλωτους πολίτες να πωλήσουν το αίμα τους δημιουργεί ανισότητες και θέτει σε κίνδυνο την υγεία τους. Η ιστορία δείχνει ότι τέτοιες πρακτικές μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια των αιμοδοτών και των ασθενών.