Εργατικός Αγώνας

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό

του Γεράσιμου Αραβανή

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών κατέγραψε τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού. Το 41% της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί πλέον παρελθόν, η ακροδεξιά έφτασε στο 20%, ενώ στον χώρο της κεντροαριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ, που φάνηκε να εδραιώνεται ως αξιωματική αντιπολίτευση, πολιτικά παραπαίει. Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει έδαφος, αν και ξεπέρασε μόλις το 12% των ψήφων. Το αρχικό συμπέρασμα ήταν ότι η χαλαρότητα που παραδοσιακά χαρακτηρίζει την ψήφο στις ευρωεκλογές ήταν η αιτία των αποτελεσμάτων, ωστόσο διαφαίνεται πως κατέγραψε πραγματικές τάσεις. Έκτοτε, η ΝΔ σε καμία δημοσκόπηση δεν ξεπέρασε το 29%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εισήλθε σε διαλυτική φάση έντονων συγκρούσεων και βρίσκεται στα όρια διάσπασης και πλήρους απαξίωσης.

Το ΠΑΣΟΚ πραγματοποίησε την εκλογή νέου αρχηγού μέσω πανελλαδικής κάλπης, με αυξημένη συμμετοχή κατά 50%, και κυρίως σε κλίμα ομαλότητας παρά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Όλα κινήθηκαν εντός του πλαισίου της κυρίαρχης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς ρηξικέλευθες ιδέες. Με τη βοήθεια των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, αυτή η εντύπωση είναι πλέον γενικευμένη. Η ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην προεδρία, αν και αποτέλεσε επιλογή σημαντικών τμημάτων του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου, συνοδεύτηκε από εικόνα ενός σημιτικού, εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ με παλιά, δοκιμασμένα στελέχη στον χώρο της πολιτικής. Οι διαφορετικές απόψεις που εξέφρασε ο δήμαρχος Αθηναίων ηττήθηκαν.

Σε σύντομο διάστημα δημοσιεύθηκε η πρώτη δημοσκόπηση κοινής γνώμης από την εταιρεία «Μέτρων Ανάλυσης», η οποία εμφανίζει τη Νέα Δημοκρατία στο 29% στην πρόθεση ψήφου και το ΠΑΣΟΚ στο 20%, δηλαδή με διαφορά μόλις 9 μονάδων, και πρώτο σε δημοτικότητα τον αρχηγό του. Μάλιστα, φαίνεται να αντλεί το 5,8% των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και το 11,6% αυτών του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που αποτυπώνει μια ισχυρή δυναμική.

Άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρονται σε επιστροφή του ΠΑΣΟΚ και σε ενδεχόμενη επάνοδο του διπολισμού. Η προσπάθεια αυτή είναι προφανής, καθώς οι ανάγκες σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος είναι ιδιαίτερα πιεστικές μετά και την αποτυχία του «μητσοτακικού εκσυγχρονισμού». Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να διατηρηθεί ως δύναμη που κινείται γύρω στο 30%, επομένως αναζητείται για το άμεσο διάστημα ένας αξιόπιστος, δοκιμασμένος πόλος ως συμπλήρωμα, ενώ η κατάσταση αντικατοπτρίζει τις οξύτατες αντιθέσεις διαφόρων κέντρων με την κυβέρνηση.

Πόσο εύκολο είναι όμως, ιδιαίτερα στις τρέχουσες συνθήκες, το ΠΑΣΟΚ να φτάσει το 30-35% και να θεωρηθεί δυνητικά κυβερνητικό κόμμα; Με ποσοστό που φτάνει το 20%, ίσως και λίγο παραπάνω, είναι αδύνατο, και τα περί δικομματισμού είναι απλώς φληναφήματα. Από πού θα αντλήσει ψηφοφόρους; Από τον ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα. Η Νέα Δημοκρατία, όντας κυβέρνηση, θα προσπαθήσει να προστατεύσει τον χώρο της και, όσο μπορεί, να ανακτήσει δυνάμεις. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες δυσαρεστημένοι που δεν πήγαν να ψηφίσουν, απογοητευμένοι από τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, κυρίως λόγω της πολιτικής των μνημονίων, στην οποία το ΠΑΣΟΚ έχει κεντρική ευθύνη. Οι «δεξαμενές» είναι, επομένως, περιορισμένες, καθώς το στίγμα των μνημονίων είναι ακόμα ενεργό και δύσκολα σβήνει για τη λαϊκή πλειοψηφία που το πλήρωσε ακριβά και συνεχίζει να το πληρώνει.

Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται με την ίδια πολιτική που άσκησε από το 1995 έως το 2004, σαν να μην έχει μεσολαβήσει το παραμικρό, ενώ κάνει μόνο δευτερεύουσες τροποποιήσεις. Η προπαγάνδα του «ισχυρού ΠΑΣΟΚ» έκανε τη δουλειά της, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Είναι σημαντικό να αναφερθούμε και στην ακροδεξιά, για μια πληρέστερη και αντικειμενική εικόνα. Η επιρροή αυτού του χώρου αυξάνεται, παρά τις επιθέσεις που δέχεται από τη Νέα Δημοκρατία το τελευταίο διάστημα, κάτι που δείχνει πως η σταθερότητά και η άνοδός του δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο. Η άνοδος αυτή τροφοδοτείται από τη ριζοσπαστικοποίηση προς τα δεξιά ενός σημαντικού τμήματος των πληττόμενων λαϊκών μαζών, ενώ υποβοηθείται και από τη στάση κυβερνήσεων, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων για διάφορους λόγους. Στις συνθήκες που επικρατούν, δύσκολα θα υποχωρήσει. Η πολυδιάσπαση ίσως περιορίζεται από την έλλειψη ενός ηγέτη που θα συνενώσει τις δυνάμεις, ωστόσο οι εξελίξεις και οι ανάγκες του συστήματος πιέζουν σε αυτή την κατεύθυνση, και μια ορισμένη σύμπραξη δυνάμεων είναι πιθανή. Στις ευρωπαϊκές χώρες, πολλά κόμματα έχουν απαλύνει τις ακροδεξιές ή φασιστικές θέσεις τους, έγιναν αποδεκτά και μάλιστα συμμετέχουν σε κυβερνήσεις. Από τη στιγμή που στη χώρα μας η ηγεσία της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε και φυλακίστηκε, το στίγμα του φασισμού αμβλύνθηκε για άλλους παρόμοιους σχηματισμούς, οι οποίοι σήμερα προβάλλουν τους εαυτούς τους ως «πατριώτες» που υποστηρίζουν τα μεγάλα λαϊκά αιτήματα, την ακεραιότητα της χώρας, την κουλτούρα και τις παραδόσεις του λαού, και φυσικά τις θρησκευτικές καταβολές του.

Η εικόνα κατακερματισμού που κατέγραψαν οι ευρωεκλογές παραμένει και ίσως εντείνεται, καθώς καμία πολιτική δύναμη δεν φαίνεται να μπορεί να συγκινήσει και να κινητοποιήσει τον λαό, ενώ η συμμετοχή στην κάλπη μειώνεται. Το πολιτικό σύστημα δεν βρίσκεται ακόμη σε φάση επανασυσπείρωσης, πόσο μάλλον στη διαμόρφωση ενός διπολικού συστήματος. Πιθανότατα διαμορφώνεται ένα τριπολικό σκηνικό στα πρώτα του στάδια, αν και οι εξελίξεις κρύβουν ρίσκο. Η επιτυχία ή αποτυχία αυτών των διεργασιών εξαρτάται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, που επιδιώκουν να υλοποιήσουν τα πολιτικά τους σχέδια, και λιγότερο από τον εργαζόμενο λαό.

Ζητούμενο για τον εργαζόμενο λαό είναι να αποκρούσει την υπάρχουσα πολιτική, να αντισταθεί στα νέα σχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη και να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, το ακριβό ρεύμα, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων. Πρέπει να παλέψει για να σταματήσει η εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς, να διεκδικήσει την κυριαρχία της χώρας, την εδαφική της ακεραιότητα και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας