των Σάββα Γ. Ρομπόλη – Βασίλειος Μπέτση*
πηγή: ΟΤ
Από το 1975 ( ΕΓΣΣΕ, 26/2/1975 – ΦΕΚ276, τ.Β, 4/3/1975) ο καθορισμός στην Ελλάδα της αναπροσαρμογής του επιπέδου του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου στον ιδιωτικό τομέα καθώς και θεσμικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονταν υποχρεωτικά σε όλες τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου των εργαζομένων κάθε ειδικότητας και κατηγορίας, καθορίζονταν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων.
Κατά τη περίοδο των Μνημονίων από το 2013 το ύψος του κατώτατου μισθού καθορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση με αποτέλεσμα να αποτελεί εργαλείο κατάργησης τόσο της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της ΕΓΣΣΕ, όσο και της κυβερνητικής παρέμβασης στην διαμόρφωση των μισθών και ημερομισθίων στην χώρα μας.
Πρόσφατα στην Ελλάδα ανακοινώθηκε ότι από την 1/1/2028 και μετά ο κατώτατος μισθός θα αναπροσαρμόζεται αυτόματα μέσω ενός μαθηματικού τύπου στα πρότυπα του γαλλικού μοντέλου αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Συγκεκριμένα, η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού θα γίνεται κάθε χρόνο λαμβάνοντας υπόψη το άθροισμα δύο συνιστωσών:
τον πληθωρισμό, όπως προκύπτει για το 20% των χαμηλότερων εισοδηματικά νοικοκυριών της ελληνικής οικονομίας.
το ήμισυ του ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού επιπέδου των μισθών.
Η προτεινόμενη αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού προσομοιάζει με το γαλλικό μοντέλο αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού το οποίο είναι το άθροισμα:
της αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή εξαιρουμένου του καπνού για το 1ο πεμπτημόριο (IPCHTQ1) των νοικοκυριών (δηλαδή το 20% των χαμηλότερων εισοδηματικά νοικοκυριών). Ο συγκεκριμένος δείκτης τιμών δεν περιλαμβάνει τις τιμές του καπνού και επηρεάζει το 20% των νοικοκυριών με το χαμηλότερο εισόδημα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αυτός εξελίσσεται ταχύτερα από τον δείκτη τιμών για όλα τα νοικοκυριά, επειδή το μερίδιο της ενέργειας και των τροφίμων στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος είναι μεγαλύτερος.
του ήμισυ της αγοραστικής δύναμης του βασικού ωρομισθίου των εργαζομένων (SHBOEreal), που μερικές φορές ονομάζεται «μισή αγοραστική δύναμη» του SHBOE που είναι οι εργατοτεχνίτες. Πρόκειται για το βασικό ακαθάριστο ωρομίσθιο, πριν από την αφαίρεση κάθε μορφής εισφορών (κοινωνική ασφάλιση, ασφάλιση ανεργίας, επικουρική σύνταξη, πρόνοια, CSG, CRDS) για τον πληθυσμό των εργαζομένων και των υπαλλήλων. Ως εκ τούτου, το βασικό ωρομίσθιο για εργαζομένους και υπαλλήλους (SHBOE) δεν περιλαμβάνει μπόνους (εκτός, κατά περίπτωση, το μπόνους που συνδέεται με τη μείωση των ωρών εργασίας), ούτε αμοιβή για υπερωρίες (για εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης ) ή επιπλέον ώρες (για εργαζόμενους με μερική απασχόληση).
Κάθε όρος λαμβάνεται υπόψη μόνο εάν η τιμή του είναι θετική, ενώ εάν είναι αρνητική δεν λαμβάνεται υπόψη στον μαθηματικό τύπο. Παράλληλα από μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Whom does inflation hurt most?, 13/6/2022) προκύπτει ότι το 20% των νοικοκυριών με το χαμηλότερο εισόδημα παρουσιάζει υψηλότερο πληθωρισμό από το γενικό επίπεδο των τιμών (γενικός πληθωρισμός) και υπολογίστηκε ότι κατά μέσο όρο όταν ο πληθωρισμός είναι υψηλός, η διαφορά από το γενικό επίπεδο των μισθών μπορεί να φτάσει τις δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Αντίθετα όταν ο γενικός πληθωρισμός είναι σε κανονικά επίπεδα πληθωρισμού που προσεγγίζουν το 2%, ο πληθωρισμός του 20% του κατώτατου μισθού μπορεί να είναι 0,5-1 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερος από το γενικό επίπεδο των τιμών. Έτσι εάν υποθέσουμε ότι ο γενικός πληθωρισμός κινείται σε λογικά επίπεδα κοντά στο 2%, τότε ο πληθωρισμός του 20% των νοικοκυριών με το χαμηλότερο εισόδημα θα είναι 2,5%-3%.
Επιπλέον, κατά την νεοκλασική θεώρηση (συμφωνούσε και ο Keynes), το επίπεδο της αύξησης των μισθών απαιτείται να ισούται με το άθροισμα του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή με την παραγωγικότητα, και του πληθωρισμού. Επομένως, εάν λάβουμε υπόψη μια μακροχρόνια μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,5% και μια μακροχρόνια μεταβολή του πληθωρισμού κατά 2% (που αποτελεί στόχο της ΕΚΤ), τότε το γενικό επίπεδο των μισθών θα πρέπει να αυξάνεται κατά 3,5% ετησίως.
Σε αυτό το σενάριο το οποίο συνήθως χρησιμοποιείται σε μακροπρόθεσμες οικονομικές και αναλογιστικές προβλέψεις (προβολές χρηματοροών, Winklevos, 1993, Pension Mathematics), εάν εφαρμόσουμε μακροπρόθεσμες οικονομικές προβολές για να εκτιμήσουμε την βιωσιμότητα ενός κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος θα συναντούσαμε το παράδοξο ο κατώτατος μισθός να προσεγγίσει και να υπερβεί το γενικό μελλοντικό επίπεδο των μισθών.
Κι’ αυτό επειδή η μέση ετήσια μακροχρόνια αύξηση του κατώτατου μισθού θα ήταν 3,75% σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που προτάθηκε, ενώ η μέση ετήσια μακροχρόνια αύξηση του γενικού επιπέδου των μισθών θα ήταν 3,5%. Στην υποθετική περίπτωση που ο πληθωρισμός του 20% των νοικοκυριών με το χαμηλότερο εισόδημα δεν διαφέρει σημαντικά, όπως μπορεί να συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτο Bruegel (28/11/2022, Does inflation hit the poor hardest everywhere?), τότε ο κατώτατος μισθός θα αυξάνει με μικρότερο ρυθμό σε σχέση με το γενικό επίπεδο των μισθών.
Κατά συνέπεια από την ανάλυση μας αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος παρουσιάζει μακροπρόθεσμα προβλήματα, σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ του γενικού επιπέδου των μισθών (1.258 ευρώ) και του κατώτατου μισθού (830 ευρώ), γεγονός που δεν ευνοεί την κοινωνική συνοχή και την οικονομική σταθερότητα ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και στην Γαλλία.
Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται οι επιχειρήσεις ως ισότιμοι με τους εργαζόμενους κοινωνικοί συνομιλητές να διεκδικήσουν τόσο το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο στην χώρα μας με την εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης από το κράτος και τους αλγόριθμους Εθνικής Γενικής Συλλογικής Διαπραγμάτευσης και Σύμβασης Εργασίας για τον κατώτατο μισθό, όσο και την αύξηση του μεριδίου της εργασίας από το παραγόμενο προϊόν και της κάλυψης στο 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως αναφέρεται στην Οδηγία 2022/2041 για την επάρκεια των κατώτατων μισθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά συνέπειαστο περιβάλλον αυτό της συλλογικής Διαπραγμάτευσης για την υπογραφή από τους κοινωνικούς συνομιλητές της ΕΓΣΣΕ θεωρούμε ότι η ετήσια αναπροσαρμογή των κατώτατων μισθών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη δύο παραμέτρους: τον γενικό πληθωρισμό και την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, προκειμένου να αυξηθεί το επίπεδο της αγοραστικής δύναμης των μισθών καθώς και το μερίδιο της εργασίας από το παραγόμενο προϊόν.
* Σάββας Γ. Ρομπόλη: Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
*Βασίλειος Γ. Μπέτσης: Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου