Εργατικός Αγώνας

Όταν ο αγγλικός ιμπεριαλισμός αιματοκύλησε την Αθήνα

Συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944, τότε που ο αγγλικός ιμπεριαλισμός και οι ντόπιοι τοποτηρητές του αιματοκύλησαν το λαό της Αθήνας θέλοντας να συντρίψουν το ΕΑΜ για να ξανακάνουν τη χώρα προτεκτοράτο τους.

Η παλλαϊκή αντίσταση ενάντια στους ναζί κατακτητές  είχαν χειραφετήσει τον ελληνικό λαό που με τους αγώνες και το αίμα του έβλεπε ότι μπορούσε για πρώτη φορά να είναι νοικοκύρης στον τόπο του. Αυτή την εξέλιξη προσπάθησαν να ανακόψουν οι Άγγλοι και οι υποτακτικοί τους κηρύσσοντας ουσιαστικά τον πόλεμο στο λαό τούτης της χώρας. Τα γεγονότα που ματωμένου Δεκέμβρη ήταν το πρελούδιο της σύρραξης που ακολούθησε και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1949 .

Ο Εργατικός Αγώνας, ως ελάχιστο φόρο τιμής στους δολοφονημένους και στον ηρωικό αγώνα των 33 ημερών που ακολούθησε κι έμεινε στην Ιστορία ως «η μάχη της Αθήνας»,  δημοσιεύει ένα κείμενο που από τη μία παρουσιάζει το χρονικό των γεγονότων κι από την άλλη αποκαλύπτει τα σχέδια των οργανωτών αυτής της σφαγής. Το κείμενο γράφτηκε από τον Γιώργο Πετρόπουλο και στην ουσία είναι δυο αφιερώματα που επιμελήθηκε ο ίδιος και δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη, το ένα στις 3/12/2000 και το άλλο στις 1/12/2002. Εμείς απλά τα συρράψαμε ώστε να δίνεται στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των γεγονότων και των αιτιών τους.

Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε, έχοντας στην κορυφή της πρώτης του σελίδας το κάλεσμα του ΕΑΜ για το μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν εκείνη τη μέρα. «Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα – Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!», ήταν οι πρώτες τυπωμένες φράσεις της εφημερίδας, που έπεφταν αμέσως στα μάτια του αναγνώστη.

Στη δεύτερη σελίδα, υπό τον τίτλο «Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ», ο αναγνώστης διάβαζε εν συντομία το πολιτικό στίγμα των ημερών: «Απηχώντας τη γενική απαίτηση του ελληνικού λαού να προστατευθούν οι ελευθερίες του, να εξασφαλιστεί η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας, να συλληφθούν όλοι οι προδότες και οι δοσίλογοι, να πέσει η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και να σχηματιστεί κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, σε έκτακτη χθεσινοβραδινή συνεδρίασή της, πήρε τις πιο κάτω αποφάσεις: 1. Να απευθύνει έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής. 2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος σήμερα στις 11 το πρωί, όπου θα μιλήσουν εκπρόσωποι των ΕΑΜικών κομμάτων. 3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη. 4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».

Ειδικά για την τελευταία απόφαση, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ», υπήρχε η εξής είδηση: «Στη χθεσινή της συνεδρίαση η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ολόκληρης της χώρας».

Χωρίς αμφιβολία, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ σοβαρά κι εκείνη την Κυριακή έμελλε να πάρουν έναν ποιοτικά διαφορετικό δρόμο. Μια μέρα πριν, είχε προκληθεί πολιτική κρίση στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, με κύρια αφορμή το στρατιωτικό ζήτημα που επικεντρωνόταν στην απαίτηση του αστικού πολιτικού κόσμου και των Εγγλέζων να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ. Οι ΕΑΜίτες υπουργοί είχαν όλοι τους παραιτηθεί και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ξαναγύριζαν στις θέσεις τους. Το ρήγμα ανάμεσα στον ΕΑΜικό και στον αστικό πολιτικό κόσμο ήταν αρκετά βαθύ. Βαθύτερο δε γινόταν.

Η ματωμένη Κυριακή

Το κύριο άρθρο του «Ριζοσπάστη» εκείνης της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ήταν γραμμένο από τον ηγέτη του ΚΚΕ – έναν από τους παραιτηθέντες ΕΑΜίτες υπουργούς – Γ. Ζέβγο. Είχε τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» κι εξηγούσε, μέσα από έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, πώς είχε προκληθεί η κρίση. «Τώρα – έγραφε ο Ζέβγος καταλήγοντας – το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της, θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας».

Χωρίς αμφιβολία, ο Ζέβγος είχε δίκιο. Η πολιτική πρωτοβουλία περνούσε στα χέρια των μαζών, που με τη δράση τους θα γίνονταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.

Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944. Γύρω στις 10 και 45′ π.μ., η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από τις χιλιάδες λαού που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΕΑΜ. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές επιτροπές, διοικήσεις σωματείων και στελέχη του λαϊκού κινήματος, γιατί, όπως γράφει ο Θ. Χατζής: «Είχε προγραμματιστεί ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία». Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου, που αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, τα μεσάνυχτα 2 προς 3 Δεκέμβρη την ανακάλεσε, με την πρόφαση πως το συλλαλητήριο ήταν η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων, αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους». Επρόκειτο για μια σαφή πρόκληση σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος που εκδηλωνόταν στο παραπέντε του συλλαλητηρίου, για να προκαλέσει, το λιγότερο, όξυνση και πιθανότατα για να δικαιολογήσει όλα όσα επακολούθησαν.

Στις 11 π.μ., το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους όλο και πύκνωνε τις γραμμές του με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ, με τις προκηρύξεις και τα φέιγ βολάν να πέφτουν βροχή. Τα συνθήματα «όχι άλλη κατοχή», «Παπανδρέου παραιτήσου» κυριαρχούσαν σ’ όλα τα χείλη.

Απέναντι στο λαό που διαδήλωνε, ήταν οι αστυνομικοί που είχαν οχυρωθεί στην είσοδο του κτιρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας), στην ταράτσα των Παλιών Ανακτόρων (Βουλή) και στο απέναντι του κτιρίου πεζοδρόμιο, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Επίσης στους γύρω από την πλατεία δρόμους υπήρχαν αγγλικά άρματα μάχης.

Οι πρώτες συγκρούσεις και αψιμαχίες των διαδηλωτών με την αστυνομία εκδηλώθηκαν όταν το πλήθος έφτανε, από τους γύρω δρόμους, στα σημεία των προσέγγισης της πλατείας Συντάγματος κι εμποδιζόταν να εισχωρήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ορατός λόγος, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Γράφει η Μέλπω Αξιώτη:

«Δίπλα απ’ τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: Βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν… Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω – τριγύρω μας ένας – ένας χάμω, σα σπουργίτια. Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εκστατικοί. Ένας Αμερικανός με στολή χιμά κι αρπά πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν’ ανάψει. Άλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα… Πολλοί από τους πόλισμαν πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τούς σηκώνουν στα χέρια. Οι Άγγλοι γύρω – γύρω και πάνω στα τανκς, στη “Μεγάλη Βρετάνια” στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς, στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πώς θα ‘στεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος – τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ήταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».

Ο απολογισμός της δολοφονικής επίθεσης ήταν 21 νεκροί και 140 τραυματίες, γεγονός που δίκαια βάφτισε την 3η Δεκέμβρη 1944 ως «Ματωμένη Κυριακή».

Την επομένη, 4 Δεκέμβρη, ολόκληρη η Ελλάδα νεκρώθηκε από τη γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ. Στην πρωτεύουσα, ο λαός οδήγησε τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής, ένα τεράστιο, που το κρατούσαν μαυροφορεμένες κοπέλες, πανό έγραφε: «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ `Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ `Η ΤΑ ΟΠΛΑ». Πράγματι, ο λαός δε θα αργούσε να διαλέξει.

Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο, τα πλήθη δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από τους Χίτες με τραγικό απολογισμό άλλους 100 νεκρούς και τραυματίες. Η συνέχεια ήταν πραγματική χιονοστιβάδα. Ο Σκόμπι κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της II Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Κι ο ΕΛΑΣ άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά.

Στις 5 Δεκέμβρη, ο Σκόμπι πήρε διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σα να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη. «Είσθε υπεύθυνος – έλεγε η διαταγή – για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη… Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση».

Η αγγλική στρατιωτική επέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις ήταν γεγονός κι απέναντί της μοιραία ξεδιπλώθηκε η λαϊκή αντίσταση, που κράτησε 33 ολόκληρες μέρες. Ο λαός, ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα, διάλεξε αυτό που ταίριαζε περισσότερο στο φρόνημα και την ιστορία του: Τα όπλα.

Μια προαποφασισμένη εξέλιξη

Η ένοπλη σύγκρουση του ΕΑΜικού κινήματος με την ντόπια ολιγαρχία και τους Εγγλέζους ασφαλώς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν μια εξέλιξη, που οι Εγγλέζοι και οι εγχώριοι συνεργάτες τους προετοίμασαν με μεθοδικότητα από πολύ καιρό πριν. Τα ιστορικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών περί αυτού.

Τον Αύγουστο του 1943, για παράδειγμα, ο στρατάρχης Σματς (πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) προειδοποιούσε τον Τσόρτσιλ ότι «υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς – έγραφε ο Σματς -, ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης».

Τις προειδοποιήσεις αυτές η αγγλική εξωτερική πολιτική τις πήρε πολύ σοβαρά υπόψη της και προετοιμάστηκε κατάλληλα τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα. Έτσι, ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, με τηλεγράφημά του στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Α. Ίντεν, στις 29/8/1944, περιέγραφε ως εξής το χαρακτήρα της απόβασης βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα μας: «…Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ…». Επίσης, με άλλο τηλεγράφημά του στον Ίντεν, στις 7/11/1944, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε: «Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Εγγλέζους, κινούνταν και η ντόπια ολιγαρχία, η οποία στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ έβλεπε τον άμεσο κίνδυνο για την οικονομική και πολιτική της εξουσία. Έτσι, ένας από τους κορυφαίους σ’ εκείνη την πολιτική συγκυρία αστούς πολιτικούς, ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλη του 1943, σε μια έκθεσή του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη βρετανική κυβέρνηση, έλεγε ότι «η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος». Κι ακριβώς εκεί, στη στρατιωτική δύναμη της Αγγλίας, υπολόγιζε να στηριχτεί για να πετύχει τη διάλυση του ΕΛΑΣ, όπως ο ίδιος αποκάλυπτε στον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ Κομνηνό Πυρομάγλου, σε μια συζήτηση που είχαν στις 13/7/1944, λίγο πριν το περιβόητο Συνέδριο του Λιβάνου.

Ο Γ. Παπανδρέου θα φτάσει στην αποθέωση των πολιτικών σχεδιασμών του κατά του ΕΑΜικού κινήματος, όταν λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 22/9/1944, τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ: «…Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν».

Ο Παπανδρέου κι ο Τσόρτσιλ ομολογούν

Ολοκλήρωση των σχεδίων της ντόπιας ολιγαρχίας και των Βρετανών πατρώνων της δεν μπορούσε να υπάρξει όσο το λαϊκό κίνημα ήταν εξοπλισμένο, όσο, δηλαδή, ήταν υπαρκτός ο ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό κι επιχειρήθηκε η διάλυσή του με κάθε τρόπο, και με την ένοπλη βία μέσα από την ανοικτή αγγλική στρατιωτική επέμβαση. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δώσει στα απομνημονεύματά του μια άκρως αποκαλυπτική ομολογία για τον ταξικό χαρακτήρα εκείνης της σύγκρουσης. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες… έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξη η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορές μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγώτερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του Δυτικού κόσμου».

Αλλά και ο Γ. Παπανδρέου, σ’ ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, το Μάρτη του 1948, δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτικός. Γράφει συγκεκριμένα: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή ”δώρον του Υψίστου”. Αλλά διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με τη συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά τη Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνο της Καζέρτας. Και διά να γίνη Στάσις – το ”δώρον του Υψίστου”- έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμό του, ή να επιχειρήση την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν εις τη συντριβήν του… Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια». Περισσότερα σχόλια, ασφαλώς, περιττεύουν.

Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για κανέναν από τους εμπλεκόμενους. Το ΕΑΜικό κίνημα και η ηγεσία του, αν και βρέθηκαν σε κατάσταση αμύνης, δεν μπορούμε να πούμε πως πιάστηκαν στον ύπνο. Περίμεναν ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν η σύγκρουση, αν και δε φαίνεται να είχαν μαντέψει ούτε την έκταση που πήρε – ούτε τη σημασία της. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν επιδίωξαν να έχουν την πρωτοβουλία σ’ αυτήν την εξέλιξη. Μια εξέλιξη, που οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση την προετοίμασαν με μεθοδικότητα και προσοχή.

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Εγγλέζους κινούνταν και η ντόπια μπουρζουαζία, που στο πρόσωπο του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ έβλεπε τον απαλλοτριωτή της οικονομικής και πολιτικής της εξουσίας. Ο Γ. Παπανδρέου θα φτάσει στην αποθέωση των πολιτικών σχεδιασμών του κατά του ΕΑΜικού κινήματος, όταν, λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση, στις 22/9/1944, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ πως «…Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν».

Με μέθοδο και συνέπεια

Για να μπορούν να φέρουν σε πέρας τα σχέδιά τους κατά του λαϊκού κινήματος, οι Εγγλέζοι και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους δε δίστασαν, αμέσως μετά την απελευθέρωση, να διατηρήσουν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ανέπαφο το κράτος και τους μηχανισμούς των Κουίσλιγκς, όλο δηλαδή εκείνο το συρφετό των δοσιλόγων που στήριξε στη χώρα τη φασιστική κατοχή.

Στην Πελοπόννησο, για παράδειγμα, απαγόρευσαν τις λαϊκές συγκεντρώσεις, εμπόδισαν την ελεύθερη μετακίνηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ, έθεσαν περιορισμούς στις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να προστατεύσουν τους ταγματασφαλίτες και τους υπόλοιπους συνεργάτες των Γερμανών. Κι όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συλλάμβαναν δοσιλόγους, οι Βρετανοί τους παραλάμβαναν, τους έκλειναν προσωρινά σε στρατόπεδα και, στη συνέχεια, τους μετέφεραν σε νησιά, όπου τους εκγύμναζαν και τους προετοίμαζαν για να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Τα ίδια – κι ακόμη χειρότερα – γίνονταν και στις άλλες περιοχές της χώρας. Αλλά και στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Με την υποστήριξη της αντίδρασης και των Εγγλέζων, οι μικρές ομάδες ενόπλων δοσιλόγων που βρίσκονταν οχυρωμένες σε κτίρια και ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης ή σε αστυνομικά τμήματα, όχι μόνο δεν εκκαθαρίζονταν, αλλά, αντίθετα, ενισχύονταν ποικιλοτρόπως. Το Γουδί και η Σχολή Χωροφυλακής θα αποτελέσουν τα στρατόπεδα, όπου θα στρατωνίζονταν, θα εκγυμνάζονταν και θα προετοιμάζονταν για καθημερινές εξορμήσεις ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, που υπήρξε διοικητής της περιβόητης Ορεινής Ταξιαρχίας και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο 1946 – 1949 ως ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος στον κυβερνητικό στρατό, αναφερόμενος στην περίοδο μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στην πραγματική αποστολή της Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής υπό τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο (αρχηγός των σωμάτων ασφαλείας επί κατοχής) που διόρισε ο Παπανδρέου, λέει συγκεκριμένα: «Πρώται ενέργειαι της Στρατιωτικής Διοικήσεως ήσαν η οργάνωσις Επιτελείου, ο εξοπλισμός και στρατιωτική οργάνωσις των Εθνικών Ομάδων, η σύνταξις ενός σχεδίου ενεργείας προβλέποντος τη διατήρησιν της περιοχής των Αθηνών… Αι απόρρητοι διαταγαί της Κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμία συνεργασία διά την τήρησιν της τάξεως. Ατυχώς, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί δεν πειθαρχούν, έχοντες τη γνώμην ότι, εφ’ όσον 5 υπουργοί του ΕΑΜ συμμετέχουν εις την Κυβέρνησιν, πρέπει η τάξις να τηρηθή και διά των Μονάδων αυτού. Η τοιαύτη αντίληψις αποκρούεται με αγανάκτησιν και λαμβάνονται κυρώσεις εναντίον των.

Διά τον συντονισμόν των ενεργειών, φθάνει ο Βρετανός συνταγματάρχης Σέπερτ, ως σύνδεσμος του Σκόμπι μετά του στρατιωτικού διοικητού (σ.σ. του Σπηλιωτόπουλου δηλαδή). Συνεργάζονται αρμονικώτατα και προσφέρουν εξαιρετικάς υπηρεσίας διά την επιτυχίαν του αγώνος της απελευθερώσεως. Δυστυχώς, με το αίμα του, κατά τον Δεκέμβριον, οπότε φονεύεται, επισφραγίζει την αγάπη του προς την Ελλάδα.

Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρηχθή υπό της Κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο στρατιωτικός διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με τη δήλωσιν – ουχί ακριβή – ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί τη διάλυσίν των».

Το στρατιωτικό ζήτημα

Ολοκλήρωση των σχεδίου της ντόπιας και ξένης αντίδρασης δεν μπορούσε να υπάρξει, όσο το λαϊκό κίνημα ήταν εξοπλισμένο, όσο ήταν υπαρκτός, δηλαδή, ο ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό και επιχειρήθηκε η διάλυσή του με κάθε τρόπο, στην αρχή ειρηνικά και στο τέλος με την ένοπλη βία.

Από το Συνέδριο του Λιβάνου είχε συμφωνηθεί ότι το στρατιωτικό ζήτημα θα αντιμετωπιζόταν μετά την απελευθέρωση με τη διάλυση των αντάρτικων και άλλων στρατιωτικών σωμάτων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία κλάσεων. Το νέο, μάλιστα, στρατό θα στελέχωναν επαγγελματίες στρατιωτικοί και αντάρτες αρχηγοί που ήθελαν να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα. Τη συμφωνία αυτή αναγνώρισε δημόσια ο Γ. Παπανδρέου, μιλώντας στο λαό της Αθήνας, στο Σύνταγμα, στις 18/10/1944. Επρόκειτο, φυσικά, για έναν ελιγμό. Όταν ήρθε η στιγμή να δοθούν λύσεις, ο Γ. Παπανδρέου, υπακούοντας πιστά στις εντολές των Εγγλέζων, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ και να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις των πραιτοριανών της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Έτσι, υποχρεωτικά, φτάσαμε στη δεκεμβριανή σύγκρουση, αφού η άλλη λύση θα ήταν η πλήρης υποταγή του ΕΑΜικού κινήματος, η παράδοση στον αντίπαλο άνευ όρων, η συνθηκολόγηση, η υποταγή και η προδοσία των πόθων του ελληνικού λαού.

Η μάχη του Δεκέμβρη κράτησε τριάντα τρεις μέρες. Στις 5 Γενάρη του 1945 άρχισε η υποχώρηση και σύμπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ έξω από την πρωτεύουσα, ύστερα από σκληρές μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα, η υπεροχή των οποίων υπήρξε συντριπτική. Στις 11/1 υπογράφηκε η συμφωνία ανακωχής, που ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για τον ΕΛΑΣ κι ένα μήνα αργότερα ο ΕΛΑΣ οδηγήθηκε στην παράδοση των όπλων, με τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Όταν υποχωρούσαν από την Αθήνα οι ΕΛΑΣίτες και ο λαός που τους ακολουθούσε τραγουδούσαν:

«- Μας πήραν την Αθήνα – τραλά, λαλά, λαλά!

– Μας πήραν την Αθήνα – τραλά, λαλά, λαλά!

– Μας πήραν την Αθήνα – Τζουμ, τραλά, λαλά

– Μονάχα για ένα μήνα – Κάπα, Κάπα, Εψιλον, Κούκου, Κούκου, Ε».

Τούτο το τραγουδάκι δεν απεικονίζει μονάχα την αισιοδοξία ενός λαού που μάχεται. Αποτελεί και μια διαχρονική υπόσχεση, ένα καθήκον προς τις μελλοντικές γενιές να υλοποιήσουν το όραμα και να κάνουν το λαό αφέντη στον τόπο του. Αυτό είναι το μήνυμα του Δεκέμβρη.

***

«Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη.
Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως».

*

Σε κάθε βήμα, πρόσεχε, κάτου απ’ το χώμα
ζούνε οι νεκροί μας, ζούνε οι σκοτωμένοι μας,
μην τους χτυπήσεις την καρδιά με το βήμα σου, πρόσεχε,
γιατί αγρυπνάνε πάντα οι σκοτωμένοι,
γιατί ακούνε οι σκοτωμένοι,
οι σκοτωμένοι βλέπουν και κρίνουν.

*

Δεν έχω καιρό να κουραστώ. Δεν έχω καιρό να σταυρώσω τα χέρια μου.
Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ, να μη μισώ, να μη θέλω, να μη σκοτώνομαι.
Δος μου το χέρι σου – κι απ’ την αρχή – μιαν άλλη αρχή.

*

Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς.
Περπάτα.

*

Βήματα, βήματα,
βήματα σαν τις σάλπιγγες της δικαιοσύνης,
βήματα σαν τα τύμπανα της ελπίδας,
είμαστε πολλοί, είμαστε όλοι,
βήματα που βαδίζουν σίγουρα στο μέλλον.
Ο ήλιος είναι το ζήτω του λαού καρφωμένο στο διάστημα,
ετούτες οι φωνές θα μείνουν τυπωμένες στην πρόσοψη της ιστορίας,
ένας δεν έχει χέρια- του φυτρώνουν φτερά,
ένας πηδάει τη μάντρα,
τα λεωφορεία σταμάτησαν μπρος σ’ ένα τείχος από ζήτω,
τρέχουνε τα καρότσια των αναπήρων σπρωγμένα από τα ζήτω,
η ευτυχία λοιπόν δεν είναι παραμύθι- περπατά.

*

Ακούστε πώς σφυρίζει τούτος ο άνεμος.
Είναι μεγάλος τούτος ο άνεμος, είναι χαρούμενος
φεγγοβολάει από χιλιάδες περιστέρια
φεγγοβολάει από τα μάτια των ηρώων μας
φεγγοβολάει απ’ τη θυσία, απ’ την ελπίδα και το μέλλον.
Χρειάζονται χιλιάδες στόματα μαζί για να τον πούνε αυτόν τον άνεμο.

*

Ετούτος ο λαός δε γονατίζει
παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.
Και αν είναι να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει.

 

Από τις «Γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας