Η ιστορία του Άντορ Λίλιενταλ, που ξεκίνησε από τα γραφεία εύρεσης εργασίας και τελικά σημαδεύτηκε από τη φιλική σχέση του με τον ιδιοφυή Αμερικανό.
Το 1992 ένα ξεχωριστό σκακιστικό ματς διεξήχθη στο Σβέτι Στεφάν του Μαυροβουνίου και το Βελιγράδι. Οι δύο θρύλοι του παιχνιδιού, ο Αμερικανός Μπόμπι Φίσερ και ο Σοβιετικός Μπόρις Σπάσκι, αποφάσισαν να σπάσουν το διεθνές εμπάργκο απέναντι στη Γιουγκοσλαβία και να παίξουν εκεί μια άτυπη ρεβάνς του ματς του 1972, που έφερε τον Φίσερ στον σκακιστικό Όλυμπο.
Μια από τις λεπτομέρειες αυτού του θυελλώδους από γεωπολιτική άποψη ματς (με δυο απάτριδες να αναμετρώνται σε μια χώρα που λίγα χρόνια μετά έμελλε να μην υπάρχει) είναι ότι στο κοινό, μεταξύ άλλων, βρέθηκε και ένας από τους πρώτους επίσημους γκραν μετρ του παιχνιδιού, ο ουγγρικής καταγωγής Σοβιετικός Άντορ Λίλιενταλ. Λέγεται ότι ο Φίσερ τον αναγνώρισε και του απευθύνθηκε με καθαρά φισερικό τρόπο: «Το πιόνι στο ε5 παίρνει το ζ6!». Ο Φίσερ εδώ αναφέρεται στην 20ή κίνηση του Λίλιενταλ απέναντι στον θρυλικό Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, με την οποία ο -τότε- Ούγγρος θυσιάζει την αφύλακτη βασίλισσά του στο γ2 με αντάλλαγμα μια νικηφόρο επίθεση. Η παρτίδα παίχτηκε στο τουρνουά του Χάστινγκς το 1935, 57 ολόκληρα χρόνια πριν ο Λίλιενταλ συναντήσει τον Φίσερ.
Ο Λίλιενταλ εναντίον του Ταρτακόβερ στην ισπανική Σίτζες
Ο Άντορ Λίλιενταλ έρχεται όντως από μακριά. Πρόκειται για μια τυπική φιγούρα μεταιχμιακού ανθρώπου. Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1911 στη Μόσχα, πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, και πέθανε στις 8 Μαΐου του 2010 στη Βουδαπέστη. Έζησε περισσότερο και από τη ίδια Σοβιετική Ένωση που τον καθόρισε δραστικά.
Μέχρι το 1935 η ζωή του Λίλιενταλ (σκακιστική και μη) είναι ένας ανίατος Μεσοπόλεμος. Ο Πρώτος Παγκόσμιος θα βρει την οικογένεια Λίλιενταλ διχασμένη, με τη μητέρα και τα παιδιά στην Ουγγαρία και τον πατέρα παγιδευμένο στη Ρωσία. Λυρική τραγουδίστρια, η Λεονόρα Λίλιενταλ θα χάσει από το σοκ του αποχωρισμού τη φωνή της και θα καταλήξει να ράβει, ίσα ίσα βγάζοντας τα προς το ζην. Περισσότερο ευπροσάρμοστος ο Άρνολντ θα βρει σύντομα νέα σύζυγο. Ο μικρός Άντορ θα βρεθεί από μικρός να παλεύει για την επιβίωση, βοηθώντας και την εγκαταλελειμμένη μητέρα του.
Οι Λίλιενταλ ζουν στο κέντρο της Βουδαπέστης, στην εβραϊκή συνοικία, όπου μαζί με τη φτώχεια έχουν να αντιμετωπίσουν και τις αντισημιτικές επιθέσεις. Στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας της ένδειας και των διωγμών,ο Άντορ θα γνωρίσει το σκάκι.
Το πώς ήρθε σε επαφή με το βασιλικό παιχνίδι το περιγράφει γλαφυρά στο αυτοσχεδιαστικό σχεδίασμα που συνοδεύει το βιβλίο με τις επιλεγμένες από τον ίδιο καλύτερες παρτίδες του (που κυκλοφορεί πλέον και στα αγγλικά σε μετάφραση του ακάματου Ντάγκλας Γκρίφιν από τις εκδόσεις Quality Press με τίτλο Chess Survivor. Andor Lilienthal). Έχοντας γίνει ράφτης στα 15 του, ο Άντορ πήγαινε από συνδικάτο σε συνδικάτο σε αναζήτηση δουλειάς. Αυτό φυσικά συνεπαγόταν και απίστευτες ώρες αναμονής, τις οποίες οι νεαροί επίδοξοι εργάτες γέμιζαν παίζοντας σκάκι. Ο Λίλιενταλ αρχικά βαριόταν να τους βλέπει, προτιμώντας το ποδόσφαιρο, γρήγορα ωστόσο εθίστηκε στο σκάκι. Η μητέρα του θα θυμόταν αργότερα πως ανήσυχη για το γεγονός ότι ο γιος της είχε πολύ καιρό να βρει δουλειά πήγε μια μέρα να δει τι γίνεται στην αναμονή. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι ο κανακάρης της έχανε τον καιρό του παίζοντας σκάκι. Ήταν η αρχή μιας ιστορίας που μάλλον καλά πήγε.
Ήταν η εποχή των καφενείων. Ο μέσος καλός σκακιστής έβγαζε μεροκάματο παίζοντας με στοιχήματα στα μεγάλα καφενεία. Εγκαταλείποντας τη ραπτική ο Λίλιενταλ εγκατέλειψε και την Βουδαπέστη και άρχισε να τριγυρνά στην Ευρώπη. Βιέννη, Βερολίνο, Παρίσι: μια σειρά μετακινήσεων από μεγαλούπολη σε μεγαλούπολη και από καφενείο σε καφενείο, όπου είχε την ευκαιρία να συναντήσει όλους τους μεγάλους. Σιμουλτανέ του Καπαμπλάνκα στη Βιέννη, ο Λάσκερ να μην παίζει εκείνη την περίοδο σκάκι αλλά Γκο (άλλο ένα παιχνίδι υψηλής στρατηγικής -δυσκολότερο κατά πολλούς από το σκάκι)στο Βερολίνο, μπλιτσάκια με τον Αλιέχιν στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς στο Παρίσι.
Η ζωή στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς δεν ήταν εύκολη. Πέρα από τις αναμετρήσεις επί χρήμασι με τους συναδέλφους τους, η άλλη πηγή εσόδων για τους σκακιστές ήταν τα φιλοδωρήματα του κοινού. Πολλοί ευκατάστατοι οικονομικά «φιλάνθρωποι» δεν είχαν πρόβλημα να ανοίξουν το πορτοφόλι τους ενισχύοντας τους ταλαντούχους πλην πένητες σκακιστές. Ωστόσο, για να επιτευχθεί ο σκοπός του μέγιστου δυνατού οφέλους, οι σκακιστές έπρεπε να είναι επινοητικοί, προσφέροντας όλο και περισσότερο καλό θέαμα. Το άκρον άωτον της επινοητικότητας το πέτυχαν ο Λίλιενταλ με τον Σεβιέλι Ταρτακόβερ: κατέληξαν να προσφέρουν το εξαιρετικό θέαμα δύο ιδιοφυϊών που παίζουν γρήγορο σκάκι (μπλιτς) χωρίς οπτική επαφή με τη σκακιέρα (μπλάιντ)!
Ουδένα κακόν αμιγές καλού, κατά το κοινώς λεγόμενο. Μέσα στη βοή και το πάθος του καφενείου ο Λίλιενταλ σφυρηλάτησε το επιθετικό εκείνο στυλ που θα οδηγήσει πέντε χρόνια αργότερα στη θυσία βασίλισσας επί του Καπαμπλάνκα -που δεν ήταν μάλιστα και η πρώτη στην καριέρα του. Ο Λίλιενταλ τα επόμενα χρόνια, αφού επιστρέψει στη Βουδαπέστη, θα εδραιώσει το όνομά του με συμμετοχές και επιτυχίες στα κυριότερα τουρνουά της εποχής.
Η καρδιά του σκακιού ωστόσο αρχίζει πλέον να χτυπά έκκεντρα της Ευρώπης -προς τη Σοβιετική Ένωση. Ήδη τα μεγάλα διεθνή τουρνουά που διεξάγονται στη Μόσχα κοινοποιούν στη Δύση πως κάτι τι με χαρακτήρα αναπόδραστο μέλλεται. Ο Λίλιενταλ θα καταλάβει το ιστορικό μομέντουμ και θα μετοικήσει στην Σοβιετική Ένωση. Στον δρόμο προς το τουρνουά της Μόσχας του 1935, το οποίο και θα σηματοδοτήσει τη σκακιστική του πολιτογράφηση ως Σοβιετικού σκακιστή (επίσημα θα λάβει την υπηκοότητα τέσσερα χρόνια αργότερα), ο Λίλιενταλ θα περάσει από τη Βαρσοβία, όπου θα συναντήσει για τελευταία φορά την αδερφή του Μάργκιτ, που δούλευε εκεί ως χορεύτρια (η Μάργκιτ θα κατέληγε ένα από τα εκατομμύρια θύματα του Ολοκαυτώματος).
Στη Σοβιετική Ένωση ο Λίλιενταλ θα κάνει το μεγάλο άλμα στην καριέρα του. Το στυλ του θα αποκτήσει ποζισιονέλ στοιχεία που δείχνουν την ωρίμανση και την προσαρμογή του σε όλες τις συνθήκες του παιχνιδιού. Κλασικό παράδειγμα αυτής της στυλιστικής ολοκλήρωσης είναι η παρτίδα του 19ου και τελευταίου γύρου του 12ου Σοβιετικού Πρωταθλήματος. Ο Λίλιενταλ με τα λευκά αντιμετωπίζει τον Ιγκόρ Μπονταρέφσκι, ο οποίος έχει προβάδισμα ενός πόντου στο τουρνουά και του αρκεί η ισοπαλία για να τερματίσει μόνος πρώτος.
Ο Λίλιενταλ, που πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσει, έχει να αντιμετωπίσει και μια επιπλέον δυσκολία: ο Μπονταρέφσκι, επιλέγοντας μια γαλλική Ρουμπινστάιν,θέλει να βάλει την παρτίδα από νωρίς σε έναν δρόμο απλοποίησης που οδηγεί στη νούλα.Εκεί ο Λίλιενταλ δεν θα πανικοβληθεί, κάνοντας το σύνηθες λάθοςνα οξύνει την κατάσταση χωρίς η θέση να το επιτρέπει. Αντίθετα, θα επιλέξει να οδηγήσει από νωρίς την παρτίδα σε φινάλε, προσδοκώντας μέσα από ένα μικρό πλεονέκτημα να κερδίσει τον αντίπαλό του εκμεταλλευόμενος και το γεγονός ότι σε μια θέση τόσο κοντά στην ισοπαλία είναι εύκολο να είναι κανείς λίγο πιο απρόσεκτος. Η ψυχολογική προσέγγιση απέδωσε καρπούς και ο Λίλιενταλ κέρδισε, τερματίζοντας μαζί με τον Μπονταρέφσκι στην πρώτη θέση του τουρνουά, με αποτέλεσμα να γίνει έτσι Σοβιετικός γκραν μετρ. Θα είναι η εδραίωση του Λίλιενταλ στην ελίτ του σοβιετικού σκακιού.
Ο Λίλιενταλ τη δεκαετία του ‘40
Το είπαμε όμως ήδη, ο Λίλιενταλ είναι μια μεταιχμιακή περίπτωση. Το ζενίθ του συμβαδίζει με την αλλαγή της εποχής, ο Μποτβίνικ είναι ήδη εδώ και ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τον Μεσοπόλεμο. Ο θάνατος του Αλιέχιν μετά τον πόλεμο θα αποκτήσει έτσι και μια μεταφορική σημασία. Το παλιό δεν θα παραδώσει ποτέ τη σκυτάλη στο νέο, το οποίο θα κυριαρχήσει με ένα άλμα, με μια τομή που δεν επιτρέπει συνέχειες. Δεν είναι ότι ο Λίλιενταλ υστερεί των εξελίξεων, είναι μάλλον ότι ακόμα και ενσωματωμένος στο νέο δεν μπορεί να ξεπεράσει το ιστορικό όριο μιας διαδικασίας που αλλάζει το σκάκι.
Το 1950 ο Άντορ Λίλιενταλ θα συμπεριληφθεί στους 27 σκακιστές που ανακηρύχθηκαν για πρώτη φορά γκραν μετρ από τη FIDE, και θα είναι ο τελευταίος από αυτούς που βρίσκονταν ακόμα στη ζωή το 2010. Μετά το 1950 ο Λίλιενταλ θα συνδυάσει την αγωνιστική του δράση με την ιδιότητα του «δεύτερου», κάτι μεταξύ προπονητή και συνεργάτη, αποτελώντας πολύτιμο σύμμαχο για τον ανερχόμενο τότε Τιγκράν Πετροσιάν. Ζώντας στο εξής μεταξύ Βουδαπέστης και Μόσχας, με τρεις γάμους και μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή, θα μείνει ως το τέλος μια από τις πλέον αγαπητές σκακιστικές φιγούρες.
Ας επιστρέψουμε όμως στον Φίσερ. Μετά το ματς της Σερβίας ο Φίσερ θα ζήσει ένα διάστημα στη Βουδαπέστη. Το σπίτι των Λίλιενταλ θα είναι -μαζί με αυτό των Πόλγκαρ- ένας από τους φιλόξενους προορισμούς του πρώην πρωταθλητή. Ο Μπόμπι θα περάσει ώρες επί ωρών με τον Άντορ συζητώντας για το σκάκι. Θα δημιουργηθεί μια φιλία. Το πόσο ισχυρή υπήρξε αυτή η φιλία φαίνεται σε μια δήλωση του Μπόρις Σπάσκι, όταν σε μια συνέντευξή του ρωτήθηκε αν παραβρέθηκε στην κηδεία του Αμερικανού. Ο Σπάσκι δυστυχώς δεν μπόρεσε να πάει -στην πραγματικότητα βέβαια δεν πήγαν και πολλοί, καθώς η ταχύτητα της πραγματοποίησής της στην Ισλανδία σε συνδυασμό με τη χιλιομετρική απόσταση δεν επέτρεψε πολλά πολλά. Ωστόσο, παρέθεσε το πόσο προσεκτικά σχεδίαζε την κηδείατου ο Φίσερ.Τόσο προσεκτικά που είχε και…λίστα προσκεκλημένων. Σ’ αυτήν χώρεσαν μόλις τρεις σκακιστές, ο Μπόρις Σπάσκι, με τον οποίοείναι στενά συνδεδεμένος ο ίδιος ο θρύλος γύρω από το όνομα του Μπόμπι Φίσερ, ο Λάγιος Πόρτις και ο Άντορ Λίλιενταλ.
Ο τάφος του Φίσερ λίγο έξω από το Σέλφος.