Εργατικός Αγώνας

Χριστούγεννα στο τζάκι το φτωχικό

«Φτώχεια και των γονέων» στη φαμελιά. Ο πατέρας κάθε μέρα στη βιοπάλη, στην οικοδομή  και στις δουλειές του ποδαριού  κι η μάνα στο σπίτι, με τρία παιδιά, να φροντίζει και να νοιάζεται όλα. Ένα τζάκι στο χειμωνιάτικο ήτανε για να ζεσταίνει τους χειμώνες, αλλά ξύλα δεν υπήρχανε εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων του 196… Κι ο πατέρας, που είχε μάθει από παιδάκι να πιάνει τη ζωή απ’ τα μαλλιά, πήρε το καροτσάκι του, αυτό που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια και κουβάλαγε ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί στα χρόνια κείνα (μέσα σ’ άλλα πολλά δούλευε και αχθοφόρος) πήγε στο κοντινό ξυλουργείο και γύρισε με το καρότσι φορτωμένο με δυο τσουβάλια χοντρό πριονίδι. Μετά, πήρε έναν παλιό ντενεκέ του λαδιού, του έκοψε από πάνω όλο το καπάκι και στο κάτω μέρος του ντενεκέ, στη μία πλευρά, άνοιξε ένα τετράγωνο μικρό «πορτάκι». Κατόπιν, πήρε ένα πολύ χοντρό σιδεροσωλήνα, τον έστησε όρθιο μέσα στον ντενεκέ και άρχισε να τον γεμίζει με πριονίδι. Κάθε τόσο σταμάταγε και στούμπαγε το πριονίδι μέσα στον ντενεκέ για να πατικωθεί, μέχρι που γέμισε ο ντενεκές ως απάνω. Έβγαλε προσεχτικά τον σωλήνα, για να μην γκρεμίσει το πριονίδι, κι έμεινε στη μέση του πατικωμένου πριονιδιού μια στρογγυλή «καμινάδα». Τέλος, εκεί χαμηλά που είχε ανοίξει το πορτάκι, έσκαψε λίγο με τα δάχτυλά του το πριονίδι και άνοιξε μια τρύπα μέχρι που συνάντησε την στρογγυλή «καμινάδα».

«Έτοιμη η σόμπα μας»!!! είπε στα  τρία αδέρφια, που απορημένα κοίταγαν χωρίς να μπορούν να καταλάβουν,  πώς ένας ντενεκές με πριονίδι θα γινότανε σόμπα!!! Γιατί σόμπα ακούγανε, μα σόμπα δε βλέπανε! Εκεί στα ξένα σπίτια που πηγαίνανε καμιά  φορά, βλέπανε τις στρογγυλές ξυλόσομπες  και τις στόφες με τις σωλήνες, που τις «ταΐζανε» ξύλα και γουργουρίζανε από τη φωτιά ζεσταίνοντας όλο το σπίτι. Δεν μπορούσανε, λοιπόν, να καταλάβουνε τι σόι σόμπα ήτανε αυτή  με το πριονίδι που έφτιαξε ο πατέρας.

«Ελάτε τώρα να δείτε»! είπε ο πατέρας, που κατάλαβε την απορία τους.

Σήκωσε τον γεμάτο με πριονίδι ντενεκέ, τον έμπασε στο σπίτι και τον έβαλε στο μικρό τζάκι, στο χειμωνιάτικο. Πήρε μετά ένα σπίρτο, το άναψε και έβαλε φωτιά στο πριονίδι, που ήτανε στην μικρή πορτούλα χαμηλά. Όταν εκείνο «έπιασε», η φλόγα άρχισε να βγαίνει από την στρογγυλή καμινάδα στο κέντρο του ντενεκέ, καίγοντας και το πριονίδι γύρω της, το οποίο, επειδή ήτανε πατικωμένο, δεν καιγότανε όλο μεμιάς αλλά σιγά – σιγά, από μέσα προς τα έξω. Έτσι ζεσταινότανε και ο ντενεκές εξωτερικά και σκόρπιζε μια γλυκιά θαλπωρή γύρω του.

Μαζευτήκανε, λοιπόν, εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, όλοι, γύρω από την αυτοσχέδια αυτή σόμπα του πριονιδιού, γελάσανε, μιλήσανε, είπανε ιστορίες, παραμύθια και αινίγματα και ο ντενεκές όλο και ζεσταινότανε πιο πολύ. Είπε και η μάνα ιστορίες με τους καλικαντζάρους που τις θυμότανε απ’ τη μάνα της και τη γιαγιά της, είπε και για τον Χριστούλη που απόψε θα γεννιότανε μέσα στα άχυρα σ’ εκείνη την κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ και πόσο πολύ παρηγορηθήκανε τα παιδιά γιατί κι ο Χριστούλης ήτανε ένα φτωχό παιδάκι, που δεν είχε, καν, ένα ντενεκέ με πριονίδι για να ζεσταθεί.

Περάσανε ώρες, χωρίς να το έχουνε καταλάβει, όταν ο πατέρας άρχισε να λέει εκείνο το αστείο παραμύθι με το Γιάννη τον χαζούλη, που δούλευε σε χασάπικο και τον έστειλε ο χασάπης να πλύνει τις πατσές στη θάλασσα και του τις πήρε το κύμα τις πατσές κι εκείνος είδε ένα καράβι που πέρναγε κοντά και άρχισε να φωνάζει και ο καπετάνιος νόμισε πως κάποιος πνίγεται και πλησίασε το καράβι και ρώτησε, ο καπετάνιος, τον Γιάννη, «Τι θέλεις; Γιατί φωνάζεις;» κι εκείνος του είπε «Μπάρμπα, μου πιάνεις τις πατσές εκεί πέρα;». Σηκώνει το χέρι, τότε,  ο καπετάνιος «Τι ’ναι αυτά που λες;  Γύρισες ολόκληρο καράβι για να σου μαζέψει τις πατσές;» του φωνάζει και του σβουράει μια μπούφλα. Βάζει τα κλάματα ο Γιάννης και ρωτάει:

-Και τι να λέω, καπετάνιο; Τι να λέω;

-Να λες:

«Ώρα καλή στην πρύμνη σας

κι αέρας στα πανιά σας

κι ούτε πουλί πετούμενο

να μη βρεθεί μπροστά σας»!

-Εντάξει , καπετάνιο, αυτό θα λέω!

Κι εκεί απάνω κάνει έτσι το πριονίδι, που είχε καεί το περισσότερο, και γκρεμίζεται (όσο είχε απομείνει) μέσα στον ντενεκέ  και πιάνει όλο φωτιά και ανεβάζει μια ωραία φλόγα ο ντενεκές και ζεστάθηκε καλά όλο το χειμωνιάτικο.

«Ετοιμαστείτε να πάτε στα κρεβάτια σας για ύπνο, γιατί τώρα θα σβήσει ο ντενεκές» είπε η μάνα.

«Έλα, πατέρα, προλαβαίνουμε να μας πεις λίγο ακόμα για τον χαζούλη τον Γιαννάκη», είπανε τα παιδιά. «Ε, καλά , λίγο ακόμα», είπε ο πατέρας:

«Λοιπόν, ο Γιαννάκης αφού έχασε τις πατσές, φοβήθηκε να γυρίσει στο χασάπικο και έφυγε γι’ άλλο χωριό. Στο δρόμο, μέρα ήτανε ακόμα, συναντάει κάτι κυνηγούς. Θυμήθηκε το ξύλο που είχε φάει από τον καπετάνιο και αυτό που του είχε πει, στήνεται μπροστά στους κυνηγούς καμαρωτός, βάζει τα χέρια στη μέση και φωνάζει δυνατά:

«Ώρα καλή στην πρύμνη σας

κι αέρας στα πανιά σας

κι ούτε πουλί πετούμενο

να μη βρεθεί μπροστά σας»!

«Τι λες, βρε χρουσούζη»; του λένε οι κυνηγοί. «Είσαι με τα καλά σου; Εμείς πάμε για κυνήγι και συ μας λες να μη βρεθεί πουλί πετούμενο μπροστά μας»; Πάρε και τούτη  πάρε και την άλλη, τον ταράξανε στις καρπαζές. «Μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό»! Βάζει τα κλάματα ο Γιάννης … «Και τι να λέω, βρε παιδιά; Τι να λέω;». Να λες: «Πέντε-πέντε την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα».

«Ε καλά, αυτό θα λέω» λέει ο Γιάννης.

Τώρα η φλόγα του πριονιδιού είχε πέσει και μόνο κόκκινο απ’ τη φωτιά πριονίδι είχε μείνει κάτω στο ντενεκέ που σε λίγο θα έσβηνε κι αυτό. Το πετρέλαιο στη λάμπα που ήτανε πάνω στο τζάκι κόντευε κι αυτό να σωθεί, αλλά το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα έκαιγε λαμπερό μιας και η μάνα το είχε γεμίσει το ποτηράκι ως απάνω με λάδι και είχε βάλει και καινούριο λουμινάκι, μέρα που θα ξημέρωνε.

Κοίταξε ο πατέρας μια φορά τον ντενεκέ, μια φορά τα παιδιά, πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

«Πάει – πάει ο Γιάννης έφτασε κοντά σ’ ένα άλλο χωριό. Βλέπει ερχότανε μια κηδεία.  Μπροστά  πηγαίνανε τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα σα σημαίες σηκωμένα ψηλά, πίσω ο παπάς με το θυμιατήρι στο χέρι, παραπίσω τέσσερις με τον πεθαμένο στον ώμο, πιο πίσω η χήρα που έκλαιγε κι τσίριζε και παραπίσω όλοι οι χωριανοί που ακολουθάγανε τον πεθαμένο στο νεκροταφείο.

Πάει ο Γιάννης και στέκεται μπροστά στον παπά. Σταμάτησε η κηδεία.

«Πέντε-πέντε την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα» λέει βροντοφώναχτα ο Γιάννης, θυμώντας αυτό που του είχανε πει να λέει οι κυνηγοί.

«Μπα που να φας τη γλώσσα σου», φωνάζει ο παπάς κι αρχίζουνε, όλοι μαζί, να κυνηγάνε το Γιάννη, που ’φυγε πιλάλα τον κατήφορο.

«Άντε τώρα, έσβησε το πριγιονίδι. Πηγαίν’τε στα κρεβάτια σας, είπε η μάνα… Πρέπει να κοιμηθούμε, γιατί το πρωί θα ξυπνήσουμε αχάραγα να πάμε στην εκκλησία που γεννιέται ο Χριστούλης. Αύριο βράδυ, θα σας πει ο πατέρας σας και το άλλο παραμύθι».

Βαρυγκομώντας, πήρανε τα παιδιά μια τελευταία πύρα απ’ τον ζεστό ακόμα ντενεκέ και πήγανε να ξαπλώσουνε, οι δυο μικροί στην καμαρούλα κι ο μεγάλος στη … σάλα. Κουκουλωθήκανε κάτω από τις βαριές βελέντζες (όλες προίκα της μάνας υφασμένες στον αργαλειό της  μαζί με τα όνειρά της, όταν ήτανε κορίτσι στο χωριό), κλείσανε τα μάτια και ζωντάνεψε όλο το παραμύθι με τον Γιάννη τον χαζούλη. Πού και πού πηγαίνανε με τη φαντασία τους και… στη Βηθλεέμ, για να προσκυνήσουνε το νεογέννητο Χριστούλη μαζί με τους τσοπάνηδες.  Το μυαλό τους συμπλήρωνε τις ιστορίες που ακούσανε στο τζάκι και ο ντενεκές με το αναμμένο «πριγιονίδι» (έτσι το πρόφερε η μάνα), κατά τρόπο θαυμαστό, ήτανε εκεί στο πλάι του κρεβατιού και τα ζέσταινε.

Από κείνη την πρώτη τη φορά ο ντενεκές με το πριονίδι έκαιγε κάθε μέρα μέσα στο τζάκι και όταν τέλειωνε το πριονίδι, παίρνανε τα παιδιά το καρότσι, και δυο-τρία σακιά από λινάτσα και πηγαίνανε στο ξυλουργείο για να τα γεμίσουνε πριονίδι.

Με το που μπαίνανε στο ξυλουργείο τα έπαιρνε η όμορφη μυρουδιά του ξύλου και τα ξεκουφαίνανε οι κορδέλες που το κόβανε κατά πώς θέλανε οι μαστόροι, αλλά και η πλάνη που το πλάνιζε, για να γίνει λείο και λεπτοκαμωμένο.

Οι άνθρωποι των ξυλουργείων  πάντα δεχούντανε τα αδέρφια, καλοσυνάτα και τους δείχνανε από πού να πάρουνε πριονίδι. Το χοντρό πριονίδι ήτανε σωρωμένο γύρω από την πλάνη και το ψιλό στις κορδέλες. Άμα βρίσκανε ψιλό πριονίδι το προτιμάγανε, γιατί ήτανε πιο φτούριο: Καιγότανε πιο αργά από το χοντρό στον ντενεκέ.

Μερικές φορές δεν βρίσκανε πριονίδι, γιατί κάποιοι άλλοι «φτωχοπρόδρομοι» το είχανε μαζέψει πιο πριν και τότε μπορεί να βγάζανε κάποια βράδια  χωρίς φωτιά, μέχρι να γίνει η επόμενη «επιχείρηση πριονίδι». Όταν, λοιπόν, βρίσκανε πριονίδι, ο ένας έπαιρνε το ξυλόφτυαρο που είχανε στο ξυλουργείο για να μαζεύουνε οι εργάτες το πριονίδι κι ο άλλος κράταγε ανοιχτό το σακί. Φτυαριά-φτυαριά γεμίζανε τα σακιά, τα σέρνανε μέχρι το καρότσι απ’  έξω, τα φορτώνανε, και ύστερα ο μεγαλύτερος  έπιανε τα χερούλια και, ή τραβηχτά ή σπρωχτά (κατά πώς βόλευε), φέρνανε τα τσουβάλια με το πριονίδι στο σπίτι. Τα ξεφορτώνανε και τα πηγαίνανε στην καλύβα, πίσω από το σπίτι.

(Η καλύβα ήταν μια παράγκα από λαμαρίνες και παλιά κόντρα – πλακέ που την είχε φτιάξει ο πατέρας για αποθήκη κολλητά στο σπίτι. Εκεί βάζανε το καλοκαίρι και τη λαμαρινένια σκάφη για το «μπάνιο» και το λούσιμο της βδομάδας.)

Μιας και είχανε μάθει την τεχνική από τον πατέρα, φτιάχνανε έναν ντενεκέ πριονίδι κάθε μέρα (μερικές φορές και δύο) και «ζεσταινούντανε» στις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα. Αυτό το ταπεινό και άχρηστο πριονίδι που θα το πετάγανε οι ξυλουργοί αν δεν το παίρνανε, τους ζέσταινε   και τους έδινε ζωή και παρηγοριά στους δύσκολους εκείνους χειμώνες του ’60. Και το σπουδαιότερο: Τους μάζευε όλους μαζί γύρω από την ισχνή φωτιά του και έκανε το μικρό χτυποκάρδι τού καθένα, μεγάλο χτυποκάρδι ΟΛΩΝ. Εκεί, γύρω από το τζάκι που δεν είχε ξύλα να κάψει, παρά έναν σκουριασμένο ντενεκέ με πριονίδι, γινούντανε Οικογένεια και, ΟΛΟΙ μαζί, πλάθανε το μεγάλο Παραμύθι της  Ζωής.

 

ΥΓ1: Όταν ήτανε μικροί, ντρεπούντανε για τη φτώχεια τους.  Σήμερα που τη χάσανε τη νοσταλγούνε και καμαρώνουνε που γεννήθηκαν στις φασκιές της.

ΥΓ2: Το καροτσάκι ήτανε πάντα αραγμένο στο δρόμο μπροστά στο φτωχόσπιτο και γινότανε παιδική χαρά για τα παιδιά της γειτονιάς. Ώσπου, κάποια στιγμή, κάηκε κι αυτό στο τζάκι.

 

Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους!

 

Σπάρτη 19-12-2024

 

Βαγγέλης Μητράκος

 

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας