Καθώς απομένουν λίγες ημέρες πριν την από την «ενθρόνιση» του νέου Πλανητάρχη που ακούει στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ, το συναίσθημα της αβεβαιότητας που τροφοδοτεί η αστάθεια και το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του διαπερνά όλο τον πλανήτη.
Ιδιαίτερα όμως την εγγύτερη περιοχή στις ΗΠΑ, την υπόλοιπη αμερικανική κι ιδίως το λατινόφωνο τμήμα της, που πάντοτε ανήκε στην άμεση σφαίρα επιρροής και παρεμβάσεων του αμερικανικού παράγοντα. Κυρίως δε, όταν στην τρέχουσα περίσταση σε αρκετές από τούτες τις χώρες οι κυβερνήσεις τους έχουν προοδευτικές αποχρώσεις, που δεν ταιριάζουν με τον ακροδεξιό σχεδόν χρωματισμό της τραμπικής διακυβέρνησης. Εξάλλου, η επιλογή για το υπουργείο Εξωτερικών του Μάρκο Ρούμπιο, γνωστού για τις ακραίες θέσεις του στο μεταναστευτικό, τον ρεβανσισμό του απέναντι στην Κούβα και την πολεμόχαρη προσέγγισή του για τις εξωτερικές σχέσεις, αποτελεί ένα προοίμιο και ενδείκτη για το ποια θα είναι η κατευθυντήρια γραμμή των ΗΠΑ. Όμως τι θα πρέπει να περιμένουν και για ποιες σχέσεις θα πρέπει να προετοιμάζονται οι λατινόφωνες χώρες της Αμερικής;
Το πρώτο και κύριο στοιχείο που θα καθορίσει φυσικά την αντιμετώπιση της λατινόφωνης ηπείρου από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση είναι σαφώς η μετανάστευση. Αυτό το ζήτημα ήταν ο βασικός άξονας στον οποίον περιστράφηκε η εκστρατείας του εκλεγμένου προέδρου και θα καθορίσει και τις σχέσεις του με τα κράτη της περιοχής, καθώς σε διάφορους βαθμούς σε αυτό εμπλέκονται όλες σχεδόν οι χώρες της περιοχής. Όμως, πέρα από τούτο το μείζον θέμα, για τον απρόβλεπτο Τραμπ η κατάσταση στην περιοχή είναι πιο περίπλοκη απ’ ότι στην προηγούμενη θητεία του κι ίσως τον σπρώξει να μη γυρίσει ολότελα την πλάτη του στο «μαλακό υπογάστριο» της ηπείρου. Ένα δείγμα έδωσε πριν τα Χριστούγεννα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τη Μεξικανή πρόεδρο Κλαούντια Σέινμπαουμ, αλλά και τις εμπορικές εντάσεις που υπονόησαν την ανάκτηση του ελέγχου της Διώρυγας του Παναμά.
Επίσης ένας άλλος παράγοντας που θα βαρύνει αποφασιστικά για το ποιές χώρες θα υποστούν τα εκβιαστικά μέτρα της νέας κυβέρνησης Τραμπ θα είναι οι σχέσεις τους με την Κίνα και τη Ρωσία. Κυρίως στο στόχαστρο αυτό βρίσκονται η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Νικαράουα, η Ονδούρα και η Κόστα Ρίκα. Και φυσικά, η στάση που θα τηρήσουν ορισμένες, όπως το Μεξικό ή η Κόστα Ρίκα στο ζήτημα της καταπολέμησης των καρτέλ των ναρκωτικών.
Η πρώτη χώρα ίσως, μετά την Κούβα, που φυσικά κρατά την ανάσα της για τις προθέσεις του Τραμπ είναι η Βενεζουέλα. Στην πρώτη περίοδο της προεδρίας του, ο Τραμπ είχε εφαρμόσει σκληρές κυρώσεις απέναντι στο Καράκας. Σήμερα, με τον Νικολάς Μαδούρο να φέρεται αποφασισμένος να ορκισθεί στις 10 Ιανουαρίου για μία νέα θητεία, παρά τις βοερές καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία στις εκλογές της 28ης Ιουλίου, την φυγή του αντιπάλου του Εντμούντο Γκονσάλες Ουρούτια στην Ισπανία και τα επεισόδια και τις συλλήψεις που σπαράσσουν ακόμη τη χώρα.
Ο Τραμπ, που έχει κηρύξει πόλεμο στον Τσαβισμό, βρίσκεται αναγκασμένος να αντιμετωπίσει άλλη μία εκλογή Μαδούρο, όπως το 2018, αλλά πλέον έχει και την πείρα της παταγώδους αποτυχίας από τη στήριξη του ανδρείκελου Χουάν Γκουαϊδό, που όχι μόνο δεν έφερε αποτελέσματα, αλλά κυρίως γελοιοποίησε τους ξένους και δυνατούς υποστηρικτές του σε όλον τον κόσμο. Επίσης, μη λησμονούμε πως ο Τραμπ είναι και εκπρόσωπος του πανίσχυρου πετρελαϊκού λόμπι. Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν παρέτεινε πρόσφατα για άλλους έξι μήνες (έως τις 9 Μαΐου 2025) την άδεια σε πετρελαϊκές εταιρείες να δραστηριοποιούνται στη Βενεζουέλα και τούτη η σαφής κερδοφορία μεγάλων παικτών στον τομέα ( Halliburton, Schlumberger Limited, Baker Hughes Holdings, Weatherford International, Public Limited Company) θα βαρύνει ιδιαίτερα στην πολιτική του Τραμπ.
Κυρίως δε, εκείνο που θα βαρύνει ιδιαίτερα στις μελλοντικές σχέσεις του Τραμπ με τη Βενεζουέλα θα είναι το ζήτημα της μετανάστευσης. Όσο οι σκληρές κυρώσεις στο Καράκας εντείνουν τις κακουχίες του πληθυσμού, τόσο αυξάνεται το μεταναστευτικό ρεύμα από τη χώρα. Τούτη τη στιγμή, η Βενεζουέλα καταγράφει μία από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές τάσεις στον κόσμο (περίπου 8 εκατ. σύμφωνα με τον ΟΗΕ) και το ρεύμα τούτο ήδη αποτελεί μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα σε πολλές χώρες της Λ. Αμερικής και στις ΗΠΑ. Το γεγονός ότι ο Μαδούρο, μιλώντας για την εκλογή Τραμπ τη χαρακτήρισε «νέο ξεκίνημα», μπορεί να σημάνει πως επί τη βάσει αυτών των δύο συνιστωσών (πετρέλαιο και μετανάστευση) μπορεί να υπάρξει μία συνεννόηση- σε καμία περίπτωση προσέγγιση, δεδομένης της αδιαλλαξίας των Ρούμπιο και του ειδικού απεσταλμένου στην περιοχή Μαουρίσιο Κλάβερ-Καρόνε. Ενδεχομένως, τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν και δεν δωθεί κάποια λευκή επιταγή να ξεκινήσει έναν «αδιάλλακτο» όπως ο Γκουαϊδό. Οποιοδήποτε βήμα της κυβέρνησης των ΗΠΑ θα είναι, σε κάθε περίπτωση, καθοριστικό για το μέλλον της Βενεζουέλας, όπως συμβαίνει με τον κύριο σύμμαχο του Μαδούρο, την κουβανική κυβέρνηση του Μιγκέλ Ντίαζ-Κανέλ.
Η πρόεδρος του Μεξικού Κλαούντια Σέινμπαουμ ετοιμάζεται ήδη να αντιμετωπίσει μια από τις βασικές εκλογικές υποσχέσεις του Τραμπ, δηλ. την έναρξη μαζικών απελάσεων στο Μεξικό. Η ανταλλαγή μηνυμάτων με την Ουάσιγκτον ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Ο εκλεγμένος πρόεδρος απείλησε με πόλεμο δασμών, όπως έκανε και με τον προκάτοχό της Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, με άμεσες παρεμβάσεις μέσα στο έδαφος της γειτονικής χώρας για την εξάρθρωση των καρτέλ διακίνησης ναρκωτικών και, εν ολίγοις, ήδη έχει ενεργοποιήσει όλους τους μηχανισμούς πίεσης προς το Μεξικό.
Η αριστερή περιβαλλοντολόγος πρόεδρος, που ιδεολογικά βρίσκεται στους αντίποδες, τηρεί μία επιφυλακτική στάση και δηλώνει πρόθυμη για συνεργασία ως προς την ασφάλεια και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Βέβαια, ως κύρια προϋπόθεση και όριο θέτει την ακεραιότητα της μεξικανικής επικράτειας και κυριαρχίας. Ιδιαίτερα άτεγκτη ήταν στις δηλώσεις του Τραμπ για χαρακτηρισμό των καρτέλ ως «τρομοκρατικών οργανώσεων», δίνοντας λαβή για πολλά πιθανά σενάρια εισβολής, υπενθυμίζοντας πως τα όπλα εισέρχονται στο Μεξικό από τις ΗΠΑ και τα ναρκωτικά καταναλώνονται κατά βάση στο αμερικανικό έδαφος.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το Μεξικό είναι το πρώτο που ενδιαφέρεται να συνεργαστεί με τον Λευκό Οίκο, από τις αποφάσεις του οποίου εξαρτάται εξάλλου και η σταθερότητα της οικονομίας του, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Το προβάλλει και στα θέματα μεταναστευτικής πολιτικής. Η Σέινμπαουμ διαβεβαιώνει πως η χώρα είναι έτοιμη να υποδεχθεί απελαθέντες, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από τρίτες χώρες, όμως για να δουλέψει μακροπρόθεσμα αυτό απαιτεί και μία πιο γενναιόδωρη επένδυση από τις ΗΠΑ, ιδίως στο βόρειο τμήμα των υπόλοιπων χωρών της Κεντρική Αμερικής και στο δικό της κρατίδιο των Τσιάπας.
Ένα νέο μέτωπο κινδυνεύει να ανοίξει έπειτα από τις απειλές του Τραμπ για τη Διώρυγα του Παναμά, κρίνοντας πως οι δασμοί που επιβάλλονται στα αμερικανικά φορτία είναι καταχρηστικοί. Οι εμπρηστικές δηλώσεις, που αντανακλούν τις θεμελιώδεις προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης να προτάξει πάνω απ’ όλα την κερδοφορία και την παγκόσμια κυριαρχία του δικού της μεγάλου κεφαλαίου, έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στις χώρες της περιοχής. Γιατί οι ΗΠΑ του Τραμπ ήδη επισείουν την απειλή του εμπορικού πολέμου για να τις καθυποτάξουν στο άρμα των στρατηγικών επιλογών τους. Ιδίως οι υπαινιγμοί για τη Διώρυγα, πέρα από την απαράδεκτη πρόταση για τη διαωκεάνια οδό, η οποία θα παραβίαζε τις συνθήκες που υπέγραψαν το 1977 οι Τζίμι Κάρτερ και Ομάρ Τορρίχος, αποτελεί και απειλή πρώτου βαθμού για την εθνική κυριαρχία αυτών καθαυτών των χωρών στη Λατινική Αμερική. Εξ ου και η πλειοψηφία των χωρών της ηπείρου τάχθηκε υπέρ του Παναμά και του προέδρου του, Χοσέ Ραούλ Μουλίνο.
Εκείνος όμως που πήγε παραπέρα ήταν ο Κολομβιανός πρόεδρος, Γκουστάβο Πέτρο, του οποίου η χώρα ενδεχομένως να πληγεί ιδιαίτερα από τις πολιτικές Τραμπ σε δασμούς προϊόντων, τη μετανάστευση και τη μείωση της χρηματοδότησης για τη μάχη κατά των καρτέλ. Ο Πέτρο τόνισε πως εάν η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλει «να μιλήσουμε για επιχειρήσεις, θα πρέπει τότε να μιλήσουμε ένας προς έναν και προς όφελος του λαού μας, όμως η αξιοπρέπεια δεν θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης». Ο Πέτρο, του οποίου η χώρα πάντα ήταν η κυριότερη σύμμαχος στη Λ. Αμερική, προέτρεψε τον Τραμπ για συνεργασία, λέγοντας πως «εάν δεν μας θέλουν οι ΗΠΑ, εμείς πρέπει να κάνουμε όλη την Αμερική ευημερούσα», υπονοώντας πως η χώρα μπορεί να στραφεί και σε άλλους άξονες συνεργασίας -όπως πχ οι BRICS, των οποίων η Βραζιλία αποτελεί ένα βασικό στέλεχος.
Ιδιαίτερα τέτοιοι εναλλακτικοί μηχανισμοί στη Λατινική Αμερική, όπως οι BRICS και το Mercosur, αρχίζουν να προσλαμβάνουν ένα ειδικό βάρος στην ήπειρο, ενόψει του προστατευτισμού που αναμένεται να εφαρμόσει υπέρ των αμερικανικών προϊόντων ο Τραμπ. Οι χώρες της περιοχής, τη εξαιρέσει του ομογάλακτου με τον Τραμπ Αργεντινού προέδρου Χαβιέρ Μιλέι, προβλέπουν με ανησυχία έναν εμπορικό πόλεμο κι οι εναλλακτικές αγορές της Ε.Ε. ή της Κίνας κλπ θα αποτελέσουν μεν μία λύση, αλλά από την άλλη θα συνιστούν μόνη πηγή ανασφάλειας κι απειλής για την κυριαρχία και την οικονομία τους από πλευράς ΗΠΑ. Εξάλλου ο αμερικανικός οικονομικός και γεωστρατηγικός δεσποτισμός του Δόγματος Μονρόε για την ήπειρο δεν έχει πάψει να εφαρμόζεται. Απεναντίας, με την απ’ ευθείας ανάληψη της εξουσίας, μέσω Τραμπ και Μασκ, από το αμερικανικό κεφάλαιο, η απειλή γίνεται πιο κυνική κι αμείλικτη. Νωπές είναι ακόμη οι παρεμβάσεις του Ίλον Μασκ στη Βραζιλία για το Χ ή όπως στη Βολιβία και Βενεζουέλα για το λίθιο και τα άλλα σπάνια μεταλλεύματα που χρειάζονται τα οχήματα της Tesla.
Επιπλέον, χώρες όπως η Βραζιλία, που έχουν άμεσα συνδεδεμένο το νόμισμά τους με την ισοτιμία του δολαρίου, έχουν φλέγον ενδιαφέρον για το ύψος των αμερικανικών επιτοκίων που ενδέχεται να επηρεάσουν την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων και την ισοτιμία του δικού τους νομίσματος. Για τον λόγο τούτο η Μπραζίλια κοιτάζει άμεσα την προοπτική αντικατάστασης του αμερικανικού νομίσματος με άλλο στις εμπορικές συναλλαγές τους. Κάτι που ενδεχομένως, στην περίπτωση που ο Τραμπ κηρύξει πόλεμο δασμών, να χρειασθεί άμεσα στο μέλλον, ιδίως στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών με τους BRICS και της συμφωνίας Mercosur/E.E..
Ο μόνος φυσικά που δεν ανησυχεί αλλά είναι έμπλεος χαράς είναι ο Αργεντίνος ακροδεξιός Χαβιέρ Μιλέι. Συνδαιτυμόνας του Τραμπ στο Μαρ-α-Λαγκο για να γιορτάσουν την εκλογή του, ο Μιλέι περιμένει ακόμη περισσότερα από τον Αμερικανό φίλο του. Μία παρέμβαση ώστε το ΔΝΤ να εκταμιεύσει 15 δισεκ. δολάρια για να γεμίσουν τα αποθεματικά της Κεντρικής του Τράπεζας, τα οποία σήμερα είναι αρνητικά.
Η χώρα της Νότιας Αμερικής διαπραγματεύεται με το ΔΝΤ μια νέα συμφωνία για ν’ αντικαταστήσει αυτήν με την προηγούμενη κυβέρνηση του Αλβέρτο Φερνάντες για τους όρους αποπληρωμής του δανείου που συνήψε ο Μαουρίσιο Μάκρι το 2018. Ο Μιλέι έχει εφαρμόσει στυγερά για τη μεσαία τάξη και τους ευάλωτους οικονομικά μέτρα, μειώνοντας στα χαρτιά τον πληθωρισμό και την ακραία φτώχεια με κακοπληρωμένες εποχικές εργασίες. Ελπίζει ότι ο Αμερικανός θα τον στηρίξει, όπως έκανε και με τον Μάκρι, γιατί θεωρεί την Αργεντινή «στρατηγικό εταίρο» και «αξιόπιστο σύμμαχο», όπως είπε προ ημερών σε συνέντευξή του στην εφημερίδα, The Wall Street Journal.
Ο Μιλέι διαβεβαιώνει ότι ο τελικός του στόχος είναι να υπογράψει μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ εκτός της Mercosur, αλλά οι ευοίωνες προοπτικές θα μπορούσαν να καταρρεύσουν σε περίπτωση που ο Τραμπ πραγματώσει την βούλησή του να εμβαθύνει τον πόλεμο των δασμών με την Κίνα και την Ευρώπη.
Πηγή Κοσμοδρόμιο