της Δώρας Μόσχου
«Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. Και υπάρχει τέτοιο παράδειγμα. Όταν κινδύνευσαν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας μας από την επίθεση του Μουσολίνι, ο Ζαχαριάδης μέσα από τη φυλακή έγραψε εκείνο το περίφημο γράμμα του που καλούσε όλους τους Έλληνες να μετατρέψουν κάθε γιοφύρι και χωριό σε κάστρο του απελευθερωτικού αγώνα. (…)
«(…)Όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανο-Ιταλο-Βουλγάρους φασίστες, εμείς πολεμήσαμε νομίζω και με το παραπάνω στην περίοδο αυτή και όχι μόνο τους Γερμανο-Ιταλούς φασίστες. Εμείς πολεμήσαμε και τους Βουλγάρους φασίστες, πρώτα πρώτα με το όπλο σε Μακεδονία και Θράκη και έχουμε ένα σωρό θύματα εκτελεσμένων. (…)
«(…) Εκείνη την περίοδο ακριβώς (σσ. Τον Απρίλη του `44) στη Λακωνία πήρα μια πληροφορία ότι θα περάσει ένας Γερμανός στρατηγός με το επιτελείο του και ένα τμήμα γερμανικό για να επιθεωρήσει τα έργα που γίνονταν στη Νότια Πελοπόννησο και με ρώτησαν οι Άγγλοι τι θα κάνουμε, θα τους χτυπήσουμε ή όχι. Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί ένα Γερμανό στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά. Είχαν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις. Στο Κούρνοβο ανατινάχτηκε μια αμαξοστοιχία και εκτελέστηκαν 120 στελέχη του ΚΚΕ που είχαν κάνει και στην Ακροναυπλία. Σε τέτοιες στιγμές δεν χωρούν δισταγμοί και αδίσταχτα είπα, χτυπήστε τους. Πέρασαν, δεν έχω ακριβώς την εφημερίδα και ξεχνώ το όνομα του στρατηγού, τον χτύπησαν, σκοτώθηκαν ο Γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι Γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του κόμματος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από το Χαϊδάρι. (…)
«(…)Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας». (Από τη συγκλονιστική απολογία του Νίκου Μπελογιάννη).
«Μια Κυριακή – ποιος το περίμενε πως θάταν Κυριακή», στις 30 του Μάρτη του 1952, ο άνθρωπος που εκφώνησε αυτή τη μνημειώδη απολογία, στάθηκε παληκαρίσια απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα, δολοφονημένος από την αστική τάξη και τους αμερικάνους προστάτες και συμμάχους της. Στα 35 χρόνια της σύντομης ζωής του, ο Νίκος Μπελογιάννης πρόλαβε να γίνει θρύλος για το ΚΚΕ, για το λαό μας, για το παγκόσμιο κομμουνιστικό και λαϊκό κίνημα. Η ζωή, η δράση και ο θάνατός του συμπύκνωσαν όχι μόνο την ιδεολογία και τη δράση των κομμουνιστών, αλλά και τις ιδιότητες του νέου τύπου ανθρώπου που πρέπει να διαπλάθεται μέσα από τις γραμμές ενός Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μέσα από τη ζωή και τη δράση του, προβάλλει ο αγωνιστής, αλλά και ο λόγιος. Προβάλλει ο πατριώτης «της καρδιάς και του αίματος»: ο απελευθερωτής της Καλαμάτας από τους ναζί, ο άνθρωπος που, σε μια συνθήκη αρχαίας τραγωδίας, θα πάρει την απόφαση να βάλει την πατρίδα πάνω από τους φίλους, πάνω από τους αγαπημένους, πάνω από τους συντρόφους. Αλλά ποια πατρίδα: Εκείνη όπου η εργατική τάξη έχει ανυψωθεί σε ηγέτιδα δύναμη και πολεμά για την εθνική αλλά και την κοινωνική ελευθερία.
Καμμιά εβδομηνταριά χρόνια μετά, ένας αστός πολιτευτής που έχει αναδειχτεί πρόεδρος του ελληνικού κοινοβουλίου με τις ψήφους όλων των αστικών κομμάτων, εγχειρίζει σε αμερικάνο γερουσιαστή (που, αργότερα, θα φορτωθεί επάνω του το μισό αμερικανικό ποινικό κώδικα για μια σειρά οικονομικά εγκλήματα) ένα χάρτη της Ελλάδας μ` αυτά τα λόγια: «Από την Κέρκυρα μέχρι το Καστελόριζο και από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη, παραδίδουμε την Ελλάδα στα χέρια σας και ξέρουμε ότι βρίσκεται σε καλά χέρια». Για το φαιδρό – αν υπάρχει – του πράγματος και διακινδυνεύοντας να δώσουμε ιδέες στην άρχουσα τάξη της χώρας μας, από την παράδοση γλύτωσαν τουλάχιστον … οι Οθωνοί. Για να σοβαρευτούμε όμως: ο εν λόγω πολιτευτής, λίγα χρόνια νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει, εμμέσως πλην σαφώς, το Νίκο Μπελογιάννη «κατάσκοπο»῾ επίσης, στην ίδια συγκυρία, είχε αφήσει αιχμές σύμφωνα με τις οποίες ενίοτε είναι δικαιολογημένη η θανατική ποινή…
Ο κ. Τασούλας λοιπόν – διότι περί αυτού πρόκειται – ο ίδιος που παρέδωσε την Ελλάδα σαν να ήταν του παππού του το τσιφλίκι στο γερουσιαστή – λαμόγιο, είχε το θράσος να μιλήσει απαξιωτικά γι` αυτόν που την αγάπησε «με την καρδιά του και με το αίμα του». Ο κ. Τασούλας προαλείφεται για πρόεδρος της Δημοκρατίας και κατά πάσα βεβαιότητα θα γίνει κιόλας. Και μάλιστα ως ενωτικό στοιχείο για το έθνος, όπως ακούσαμε από τα πρωθυπουργικά χείλη…
Να μην αναφερθούμε σε άλλες – όχι λίγες – αμαρτίες του κ. Τασούλα. Για πρόεδρος της – αστικής – δημοκρατίας τους, ό,τι πρέπει είναι. Εμείς όμως να μην ξεχνάμε τα τιμαλφή μας. Να συντηρούμε την ιστορική μνήμη του λαού μας, της τάξης μας. Να σταθούμε με κάθε τρόπο απέναντι στη στρέβλωση των εννοιών και των αξιών. Και «να πάρουμε μαζί μας πολύ νερό: το μέλλον θα έχει πολύ ξηρασία»…