Το μεγάλο σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών που έχει συγκλονίσει εκατομμύρια Έλληνες, πρωτίστως νέους, οδήγησε και θα οδηγήσει σε μεγάλη στροφή την πολιτική ζωή και το πολιτικό σύστημα. Ήδη τις μεγάλες συνέπειες του δέχεται κυρίως η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που μοιράστηκαν κυβερνητικές ευθύνες. Τίθεται στο επίκεντρο των συζητήσεων και των διεκδικήσεων πέραν των κυβερνητικών ευθυνών για την απόπειρα συγκάλυψης η απαξίωση του σιδηροδρόμου μέσω του κατακερματισμού του σε κερδοφόρο και μη κερδοφόρο τμήμα και της εκχώρησης του κερδοφόρου στην ιταλική εταιρεία Ferrovie έναντι 45 εκατομμύρια ευρώ, αλλά και όσα επακολούθησαν που κατέληξαν στη μετωπική σύγκρουση του τρένου με τους 57 νεκρούς.
Η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση έχει τεράστιες ευθύνες για το έγκλημα, αφού αποφάσεις και ντιρεκτίβες της από το 1991 ως το 2012 επέβαλαν την ιδιωτικοποίηση την οποία υλοποίησαν κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ- ΝΔ -ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΟΣ, ενώ τα μνημόνια μείωσαν δραματικά το προσωπικό και τους κρατικούς πόρους στο σιδηρόδρομο Η απαξίωση του σιδηροδρόμου την ίδια χρονική περίοδο δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ, την προηγμένη ΕΕ και άλλες καπιταλιστικές χώρες. Τα τελευταία χρόνια οι νεκροί στους σιδηροδρόμους αυξάνονται χρόνο με το χρόνο στην ΕΕ και από 683 το 2021 πήγαν στους 805 το 2022 και 840 το 2023. Στην Ελλάδα που ίσως είναι η πιο ακραία περίπτωση οι κρατικές δαπάνες συντήρησης του τρένου φτάνουν τις 20.000€ ανά χιλιόμετρο διαδρομής ετησίως, ενώ στην ΕΕ που και εκεί είναι ανεπαρκείς φτάνουν τα 170.000 ευρώ. Σήμερα που η ΕΕ απαντά στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με στροφή στην πολεμική οικονομία τον ευρωστρατό και την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας με πρώτο βήμα την έγκριση 800 δισεκατομμυρίων και κατ’ άλλους πάνω από ένα τρις είναι αναμενόμενο η λιτότητα να γίνει πιο αιματηρή και να χτυπήσει αλύπητα τις κοινωνικές δαπάνες και μαζί το τρένο, τα νοσοκομεία, την παιδεία, τους δήμους κλπ.
Στις συζητήσεις εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της χώρας εμφανίζεται η ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρόμου ως κύρια αιτία από κοινού με αυτή της λιτότητας που διογκώνει τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών. Το αίτημα να επανακρατικοποιηθεί ο σιδηρόδρομος και να αναπτυχθεί με τους αναγκαίους πόρους να γίνει ασφαλής και σύγχρονος και οι εργαζόμενοι του και η ελληνική κοινωνία να έχουν ουσιαστικό λόγο στην λειτουργία του είναι πλέον στα στόματα χιλιάδων ανθρώπων. Συνειδητοποιείται η ρίζα του κακού και πρέπει να συνειδητοποιηθεί πιο ολοκληρωμένα, η πολιτική δηλαδή των κυβερνήσεων, της ΕΕ και του πολυεθνικού κεφαλαίου που συντρίβει πλατιά τμήματα της κοινωνίας διογκώνοντας τα καπιταλιστικά κέρδη. Το αίτημα για δημόσιο σιδηρόδρομο, δημόσια όλα τα κοινωνικά αγαθά, δημόσια παιδεία και υγεία στο επίπεδο των σημερινών αναγκών, αύξηση των πόρων για τη νέα γενιά και τους απόμαχους της δουλειάς, ουσιαστική βελτίωση των κρατικών υποδομών πρέπει να κινητοποιήσουν κάθε εργαζόμενο να προβληθούν από τα σωματεία και τους μαζικούς φορείς και να τα διεκδικήσουν.
Το αίτημα αυτό όμως συναντά αντιδράσεις και δεν αναφερόμαστε στη ΝΔ και σε άλλες αστικές δυνάμεις όσο στις θέσεις αριστερών κομμάτων και ιδίως του ΚΚΕ. Σε πρόσφατο δημοσίευμα του Ριζοσπάστη αναφέρεται: Το 2020 το γερμανικό κράτος παρενέβη για τη διάσωση της κραταιάς «Lufthansa» από την καπιταλιστική κρίση και την πανδημία. Ο γερμανικός λαός πλήρωσε από την τσέπη του 9 δισ. ευρώ για να αγοράσει το κράτος το 20% του αερομεταφορέα, αποκτώντας δικαίωμα βέτο στις σημαντικές αποφάσεις. Αυτήν την έμμεση κρατικοποίηση ακολούθησε σκληρή επίθεση στους εργαζόμενους, με μειώσεις μισθών έως και 20% και μέτρα για το «πλεονάζον προσωπικό», στο όνομα του «να σταθεί η εταιρεία στα πόδια της». Και αφού -γίνει αναφορά στα κέρδη που αποκόμισε το κεφάλαιο από τη διάσωση μεγάλων εταιρειών στην εποχή της κρίσης οι οποίες επανήλθαν φυσικά εξ ολοκλήρου στους ιδιοκτήτες τους αποφαίνεται. Στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας, λοιπόν, οι «επανακρατικοποιήσεις» είναι μία από τις επιλογές του αστικού κράτους για τη «διάσωση» στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, όχι για τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού, που πληρώνουν έτσι κι αλλιώς τα σπασμένα, αλλά για το «καλό» της οικονομίας του κέρδους και των καπιταλιστών μετόχων. Αυτό επιβεβαιώνει η διεθνής πείρα, φανερώνοντας ότι η πάλη για Μεταφορές, νερό, Υγεία, Παιδεία (και άλλα πολλά) στην υπηρεσία των λαϊκών κοινωνικών αναγκών δεν περνάει μέσα από «λύσεις» βγαλμένες από τα «χρονοντούλαπα» του καπιταλισμού, αλλά από τη σύγκρουση με την καπιταλιστική οικονομία και το κράτος που την υπερασπίζεται. Σε πλείστες άλλες περιπτώσεις την ίδια ακριβώς θέση διατυπώνει το ΚΚΕ και για αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες γίνονται με πρωτοβουλία του κράτους και βασική επιδίωξη να ενισχυθεί το κεφάλαιο. Κοινή συνισταμένη των θέσεων αυτών είναι η αντίληψη ότι στον καπιταλισμό οι κρατικές επιχειρήσεις και οργανισμοί λειτουργούν με τους όρους της αγοράς και ουσιαστικά υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια η πάλη για την υπεράσπιση των λαϊκών και κοινωνικών αναγκών δεν περνάει μέσα από «λύσεις» βγαλμένες από τα «χρονοντούλαπα» του καπιταλισμού, αλλά από τη σύγκρουση με την καπιταλιστική οικονομία και το κράτος που την υπερασπίζεται.
Όμως η πείρα έδειξε με ατράνταχτα στοιχεία ότι οι ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο κυρίως το νερό οι συγκοινωνίες κ.α. οδήγησαν στην εκτόξευση των τιμολογίων τους, στην υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και στην απαξίωση του σταθερού κεφαλαίου σε τέτοιο βαθμό που σε πολλές περιπτώσεις και κάτω από τις έντονες λαϊκές αντιδράσεις οι κυβερνήσεις επανάφεραν τις επιχειρήσεις αυτές σε δημόσιο έλεγχο. Επιπλέον οι αγώνες των εργαζομένων για καλύτερες και πιο φθηνές υπηρεσίες είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί αν πρόκειται για δημόσιες επιχειρήσεις παρά για ιδιωτικές.
Το αίτημα του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου αν τεθεί πλατιά και το προωθήσει το εργατικό συνδικαλιστικό κινήματος συμβάλλει σοβαρά στην αναζωογόνηση του, θα κινήσει τους αγώνες και θα συσπειρώσει ευρύτερα τους εργαζόμενους προκαλώντας μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές ζυμώσεις. Η δυναμική που μπορεί να αποκτήσει ένα τέτοιο αίτημα αν γίνει υπόθεση του εργατικού κινήματος μπορεί να είναι μεγάλη και ιδιαίτερα σε σύγκριση με την γενική διεκδίκηση μείωσης της τιμής του αγαθού που παράγεται από ιδιωτική εταιρεία που προτείνει η εφημερίδα.
Η σύγκρουση με την καπιταλιστική οικονομία και το κράτος που αναφέρει ο Ριζοσπάστης είναι κάτι εντελώς γενικό και αφηρημένο ενώ η επαναφορά στο δημόσιο, ιδιαίτερα στις κατάλληλες συνθήκες είναι αίτημα ζωντανό και άμεσο που κινητοποιεί, διαμορφώνει κίνημα και αλλάζει τα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια ισχυρός παράγοντας είναι η εργατική λαϊκή κινητοποίηση.
Ο καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει τη στασιμότητα του εφαρμόζει μία νέα πολιτική, τη νεοφιλελεύθερη. Επιδίωξε να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, να αξιοποιήσει τα τεράστια λιμνάζοντα κεφάλαια εκτινάσσοντας την πλασματική οικονομία και παραδίδοντας στο μεγάλο κεφάλαιο ολόκληρους τομείς της οικονομίας στους οποίους αποκλειστικά σχεδόν δραστηριοποιούνταν το κράτος. Πέρα από κερδοφόρες μονοπωλιακές επιχειρήσεις και οργανισμούς στο ιδιωτικό κεφάλαιο εκχωρήθηκαν γη και ακίνητα, άνοιξε στη δράση του όλους τους τομείς κοινωνικού ενδιαφέροντος. Είναι μια στρατηγική επιλογή ανάσας για το κεφάλαιο. Η σημασία των τομέων αυτών για τα κέρδη του κεφαλαίου και γενικότερα για τη σταθερότητα του συστήματος ήταν και παραμένει μεγάλη και αυτός είναι ο λόγος που η πολιτική αυτή συνεχίζεται και εντείνεται. Κάθε προσπάθεια του εργατικού και λαϊκού κινήματος για επανακρατικοποίηση τέτοιων τομέων είναι προφανές ότι αντιστρατεύεται κεντρικές επιλογές του κράτους και των θεσμών του. Από αυτή την άποψη πέρα από τη συμβολή του στην ανακούφιση των εργαζομένων αποκτά χαρακτήρας ανοιχτής σύγκρουσης με το σύστημα και τις κεντρικές επιλογές του, έχει ισχυρά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Μεταρρυθμίσεις και επαναστατική στρατηγική
Το ΚΚΕ απορρίπτει τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις, αφού θεωρεί ότι βγαίνουν από τα χρονοντούλαπα του καπιταλισμού και επί της ουσίας εξυπηρετούν το κεφάλαιο. Θεωρεί ότι είναι το πεδίο του καπιταλισμού, επικράτεια του και σε κάθε περίπτωση με οποιουσδήποτε όρους και σε οποιασδήποτε συνθήκες θα αποβεί υπέρ του καπιταλισμού. Αδυνατεί να αντιληφθεί τη δυναμική που μπορεί να αναπτύξουν τέτοια αιτήματα με την κατάλληλη πολιτική.
Επειδή συχνά αναφερόμαστε στο Λένιν χρήσιμο είναι να θυμηθούμε το εξής απόσπασμα από το Τι να κάνουμε: Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία περιλάμβανε και περιλαμβάνει πάντα στην δράση της την πάλη για μεταρρυθμίσεις. Χρησιμοποιεί όμως την «οικονομική» ζύμωση όχι μόνο για να ζητάει από την κυβέρνηση να παρθούν διάφορα μέτρα, αλλά επίσης (και κατά πρώτο λόγο) για να ζητάει από αυτήν να πάψει να είναι απολυταρχική. Εκτός απ’ αυτό, θεωρεί υποχρέωση της να ζητάει από την κυβέρνηση αυτό το πράγμα ορμώμενη όχι μόνο από την οικονομική πάλη, αλλά και απ’ όλες γενικά τις εκδηλώσεις της κοινωνικοπολιτικής ζωής. Με δυο λόγια, υποτάσσει τον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις, σαν ένα μέρος του όλου, στον επαναστατικό αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό. Άπαντα τόμος 6 σελίδα 63
Είναι φανερό ότι στον όρο μεταρρυθμίσεις δεν συμπεριλαμβάνει ο Λένιν μόνο και κυρίως τις αμοιβές και οικονομικές διεκδικήσεις που θεωρούνται και είναι πιο εύκολες, πιο ‘’οικονομικές” και περισσότερο αξιοποιήσιμες από το κεφάλαιο, αλλά αναφέρεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Για τον Λένιν και για τους κομμουνιστές ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις εντάσσεται στον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή.
Υπάρχουν όμως μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις ανώδυνες για την κυρίαρχη τάξη και μεταρρυθμίσεις που είναι απειλή γι’ αυτή, μεταρρυθμίσεις που εύκολα ή δυσκολότερα μπορεί να ενσωματώσει και να απορροφήσει και άλλες που δεν πρόκειται να αποδεχτεί. Τέτοιες είναι όσες στοχεύουν τις κεντρικές επιλογές, τους βασικούς πυλώνες της στρατηγικής της και αυτές κατά βάση είναι πολιτικές. Τις πρώτες ευκολότερα μπορεί να τις αποδεχτεί ανάλογα με τις συνθήκες, τις δεύτερες είναι εξαιρετικά δύσκολο και σε κάθε περίπτωση αν αποδεχθεί κάποιες και σε κάποιο βαθμό θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να τις αποστραγγίσει από κάθε ανατρεπτικό περιεχόμενο και να τις ενσωματώσει εξαργυρώνοντας από τους εργαζόμενους τη “μεγαλοψυχία” της. Διδακτικό παράδειγμα είναι η τύχη της Εργατικής Συμμετοχής στις μεγάλες επιχειρήσεις στην Ευρώπη μεταπολεμικά που οδήγησαν στον ταξικό ευνουχισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και του κινήματος γενικότερα.
Σε κάθε περίπτωση κεντρικό ζήτημα είναι αν το εργατικό κίνημα και η πολιτική πρωτοπορία αντιλαμβάνονται τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ως διεκδικήσεις του κινήματος ενταγμένες στη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας ή ως κυβερνητικό πρόγραμμα, σε τελική ανάλυση, που μπορεί να υλοποιηθεί εν μέρει τουλάχιστον, εντός του καπιταλισμού από κάποια προοδευτική κυβέρνηση και η οποία τίθεται ως στόχος προγραμματικός. Αυτό το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα το πλήρωσε ακριβά.
Το ΚΚΕ απέρριψε προγραμματικά με το 19ο συνέδριο του τις μεταρρυθμίσεις και όλο το πρόγραμμα μεγάλων πολιτικών διεκδικήσεων που ψήφισε το 15ο συνέδριο του, το οποίο ενέτασσε στη στρατηγική ανατροπής της εξουσίας. Αυτό έγινε με συνεδριακή απόφαση διότι πριν ίσχυαν μεν οι αποφάσεις του 15ου συνεδρίου παραβιάζονταν όμως συλλήβδην. Ήταν ένα καλά δομημένο στις βασικές γραμμές του πλαίσιο που έθετε σε αμφισβήτηση τους βασικούς πυλώνες του συστήματος τον εύρωατλαντικό προσανατολισμό με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και τις βάσεις, την αμφισβήτηση της ευρωενωσιακής πολιτικής με στόχο την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ, γενικότερα την απεμπλοκή από το καθεστώς της εξάρτησης, το καθεστώς αναπαραγωγής του κεφαλαίου και τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, την εναντίωση στις ιδιωτικοποιήσεις και την επανένταξη στο δημόσιο σημαντικών τομέων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που είχαν ιδιωτικοποιηθεί καθώς και δημόσιων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Πλέον την τακτική και στρατηγική του ΚΚΕ χαρακτηρίζει η προβολή άμεσων αιτημάτων και στόχων ανακούφισης, η άρνηση προβολής και διεκδίκησης μεγάλων πολιτικών διεκδικήσεων που θα έθεταν σε αμφισβήτηση τη στρατηγική ανάπτυξης του κεφαλαίου και παράλληλα περιορίζεται σε γενική πολιτική ζύμωση με εκτενείς αναφορές στο σοσιαλισμό και στην ιστορική διαδρομή και συνέπεια του κόμματος εφαρμόζοντας μία τακτική κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά στα όρια ανοχής του συστήματος.
Τα αποτελέσματα εφαρμογής αυτής της πολιτικής με βάση και τα προσυνεδριακά κείμενα του 22ου συνεδρίου που δημοσιεύτηκαν δεν είναι ενθαρρυντικά κρίνοντας με τους ποιοτικούς δείκτες που κρίνει ένα επαναστατικό κόμμα, πλην της ανόδου του εκλογικού ποσοστού σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του πολιτικού συστήματος και κατάρρευσης κεντρώων και κεντροαριστερών κομμάτων.
Μία στρατηγική που συνδέει τις άμεσες διεκδικήσεις με μεγάλους πολιτικούς στόχους που ξεπερνούν την ανοχή και τα όρια του συστήματος και εντάσσονται οργανικά στην πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ωριμάζει τις επαναστατικές δυνάμεις διευρύνει την επιρροή τους και παρεμποδίζει την εφαρμογή της πολιτικής του κεφαλαίου οξύνοντας την κρίση του συστήματος.