Στα τέλη του 18ου αιώνα, γεννήθηκε ένας σπουδαίος άνθρωπος, πιστός στην ιδέα της Επανάστασης, όπως είχε διαμορφωθεί με τους ιστορικούς όρους της εποχής. Γεννήθηκε γάλλος πολίτης – μιας Γαλλίας που, έστω και μετά την ήττα των γιακωβίνων ήταν μάνα της επανάστασης. Πέθανε βρετανός υπήκοος – κάτοικος μιας ασήμαντης για τους βρετανούς αποικίας τους, την εποχή της βασίλισσας Βικτώριας, που «είναι πάντα τόσο νέα κι όμορφη στους εγγλέζικους πίνακες», όπως ειρωνικά έγραφε ο ίδιος. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος ανεξάρτητα από τις υπηκοότητες που όρισαν το … γραφειοκρατικό κομμάτι της ύπαρξής του, είχε διαλέξει πατρίδα, είχε διαλέξει σε ποιο έθνος ήθελε ο ίδιος να ανήκει. Ονομαζόταν Διονύσιος Σολωμός και ανάμεσα στις άλλες, εξαίρετες παρακαταθήκες που μας άφησε, μας άφησε και τούτη την πασίγνωστη φράση: «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό αυτό που είναι αληθές».
Το ελληνικό κράτος – και κανένα κράτος εδώ που τα λέμε, από τη στιγμή που αποτελεί μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας – δεν τήρησε ποτέ αυτό τον όρο. Τη γενέθλια πράξη της σύστασης του ελληνικού έθνους – κράτους την έντυσε με τόσους πολλούς μύθους, τη στόλισε με τόσα πολλά ψεύτικα στολίδια, που τελικά την έκανε ιστορικά αγνώριστη. Δε θα σταθώ αναλυτικά σ` αυτό το κείμενο – μικρή συμβολή στον εορτασμό της ημέρας στην αποδόμηση αυτών των μύθων. Θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω τη διαδρομή μιας ανθρώπινης συλλογικότητας με παλαιότατη ιστορική διαδρομή προς το μετασχηματισμό της σε έθνος.
Μιλάμε βέβαια για το ελληνικό έθνος. Θα πρέπει, θαρρώ, πρώτα – πρώτα, να αποσαφηνιστούν ορισμένα θεωρητικά ζητήματα, για το τί σημαίνει έθνος, αλλά και πως ο όρος αυτός γίνεται αντιληπτός από διαφορετικά – και μεταξύ τους κάποτε αντικρουόμενα – ιδεολογικά ρεύματα.
Ας υπενθυμίσω το μαρξιστικό ορισμό του έθνους, όπως, ως τελικό αποκρυστάλλωμα της σκέψης των κλασικών, διατυπώνεται από το Στάλιν: Το έθνος αποτελεί ιστορική κατηγορία που εμφανίζεται την εποχή της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Ορίζει τις μεγάλες ανθρώπινες συλλογικότητες, όροι για τη συγκρότηση των οποίων σε έθνος είναι οι ακόλουθοι: α) ο κοινός γεωγραφικός χώρος, β) η ενιαία αγορά (σσ. υπό την έννοια της κοινής οικονομικής ζωής), γ) η κοινή γλώσσα και δ) η κοινή συνείδηση. Πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη στη συγκρότηση των εθνών υπήρξε η – προοδευτική, σύμφωνα με τα μέτρα της τότε εποχής – αστική τάξη.
Πριν προχωρήσω στην ιδιαίτερη περίπτωση του ελληνικού έθνους, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο φαινομενικά αντιφατικές, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, με εξ ίσου επικίνδυνο πολιτικό αποτέλεσμα ψευδοεπιστημονικές θεωρήσεις και απόψεις για το έθνος.
Η πρώτη είναι η αντίληψη που θεωρεί ότι στοιχείο συγκρότησης των εθνών είναι το «όμαιμον», η κοινή φυλετική καταγωγή των μελών του. Πρόκειται για την «παραδοσιακή» θεωρία που, αν την τραβήξουμε στα άκρα της, θα οδηγηθούμε στον εθνικισμό και στις ρατσιστικές δηλητηριώδεις ανοησίες περί «ανώτερων» και «κατώτερων» φυλών και εθνών.
Η δεύτερη είναι η «μεταμοντέρνα» άποψη, σύμφωνα με την οποία το έθνος αποτελεί μια «φαντασιακή κοινότητα». Είναι μια άποψη ιδιαίτερα διαδομένη στους κύκλους των λόγιων εκφραστών της κοσμοπολίτικης μερίδας της άρχουσας τάξης, αλλά και πολλών εκπροσώπων της αναθεωρητικής αλλά και ορισμένων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Δηλαδή, το έθνος συγκροτείται μόνο στη βάση της κοινής συνείδησης του «συν – ανήκειν». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο κομβικός, οπωσδήποτε, ρόλος που παίζει η κοινή συνείδηση στη συγκρότηση των εθνών αποσπάται από το υλικό – οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή διαμορφώνεται. Σε τελευταία ανάλυση, στρεβλώνεται η αντικειμενική σχέση ανάμεσα στο «είναι» και στο «νοείν», θεωρούμενη ως σχέση κυριαρχίας του δεύτερου απέναντι στο πρώτο. Πρόκειται δηλαδή για πεντακάθαρο ιδεαλισμό.
Επανέρχομαι στην περίπτωση του ελληνικού έθνους. Η μαρξιστική διανόηση βρέθηκε μπροστά στο καθήκον να συγκεράσει δύο παράγοντες: από τη μια την – επιστημονικά ολόσωστη – μαρξιστική θεώρηση για το έθνος και, από την άλλη, την ελληνική πραγματικότητα: διότι, το ελληνικό έθνος συγκροτείται σαφώς σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, όμως σε ένα χώρο αεί οικούμενο, έμφορτο από ιστορικές και πολιτισμικές μνήμες που, με κύριο φορέα τη γλώσσα, περνούν από τη μια γενιά στην άλλη, από τη μια εθνολογική – φυλετική ομάδα στην άλλη, έτσι ώστε, ιστορικά, να παρουσιάζεται μια αδιάλειπτη συνέχεια, στο πεδίο του πολιτισμού, των συμπεριφορών, της νοοτροπίας. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι οι πληθυσμοί που κατοίκησαν ιστορικά τον ελλαδικό χώρο – και την ευρύτερη γειτονική περιοχή στην οποία εξακτινώθηκαν – δεν γνώρισαν τις ρήξεις και τις α – συνέχειες που συνεπάγεται η ιστορικότητα του χρόνου, η διαδοχή των κοινωνικών – οικονομικών συστημάτων κλπ.
Θα προσπαθήσω να κωδικοποιήσω τη θέση που έχει διατυπώσει ο μέγιστος των Ελλήνων ιστορικών και εξαίρετος μαρξιστής (παρά τις τελικές πολιτικές του επιλογές), ο Νίκος Σβορώνος: σχηματικά, αλλά πιστεύω όχι μακριά από τη σκέψη του, ο Σβορώνος φρονεί ότι ναι μεν το ελληνικό έθνος συγκροτείται στη βάση των κοινών μαρξιστικών αποδοχών, ελληνισμός όμως υπήρχε πάντα. Τούτο διότι πάντοτε οι πληθυσμοί που κατοικούσαν τον ελλαδικό χώρο είχαν συνείδηση της ένταξής τους σε μια ξεχωριστή κοινότητα που τους διαφοροποιούσε από τον εθνολογικό, αλλά και κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό τους περίγυρο.
Ελληνικό έθνος, θαρρώ, είναι ένας όρος που μπορεί να ταυτιστεί, χωρίς κίνδυνο αντιεπιστημονικού ολισθήματος, με τον όρο «νεότερος ελληνισμός». Πράγματι, η μακρά διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού έθνους, για ειδικούς ιστορικούς λόγους, συντελείται μέσα σε συνθήκες πολλαπλής ξενικής κατάκτησης: λατινικής (ήτοι: φράγκικης, βενετικής, γενοβέζικης, ακόμα και … καταλανικής), αλλά και – κυρίως – οθωμανικής. Θα προσπαθήσω να σταθώ αναλυτικά σ` αυτή τη μακραίωνη διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα και αποκρυσταλλώνεται στη μεγάλη επανάσταση των Ελλήνων.
Το είπα και παραπάνω: η ελληνική χερσόνησος, μαζί και οι περιοχές στις οποίες εξακτινώθηκε κατά καιρούς ο ελληνικός κόσμος, είναι «αιεί οικούμενες». Προφανώς, λόγω και της γεωγραφικής τους θέσης, έχουν αποτελέσει κατά καιρούς σταυροδρόμι λαών και εθνοτήτων. Θα πιάσω την άκρη του νήματος από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του συγκεκριμένου κράτους στη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια της ζωής του οποίου ο όρος «Έλληνας» ήταν σχεδόν απαγορευμένος, αφού ταυτιζόταν με τον οπαδό της παλιάς θρησκείας. Ωστόσο, αφού δεχόμαστε ότι μια από τις τέσσερις προϋποθέσεις συγκρότησης του έθνους είναι ο κοινός γεωγραφικός χώρος, δεν μπορούμε παρά να αναχθούμε στην εποχή του Βυζαντίου, οπότε σιγά – σιγά οριοθετείται ο χώρος μέσα στον οποίο θα συγκροτηθεί ο νεότερος ελληνισμός. Αυτό συμβαίνει από πολύ νωρίς, με τη διαίρεση του ενιαίου ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό, χονδρικά με διαχωριστική γραμμή τον 20ο μεσημβρινό, που διασχίζει την Αδριατική θάλασσα και το Ιόνιο Πέλαγος. Η διαδικασία οριοθέτησης του χώρου συνεχίζεται με την αποκοπή των ανατολικών και βορειοαφρικανικών περιοχών λόγω των κατακτήσεων του Ισλάμ και την ανάδυση των πρώτων σλαβικών κρατών και του βουλγαρικού κράτους στα βόρεια Βαλκάνια. Θα ακολουθήσει, από τον 11ο αιώνα, η επέλαση των Σελτζούκων και η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, πλην παραλίων, οπότε αναγκαστικά το ενδιαφέρον της αυτοκρατορίας στρέφεται προς τον αμιγώς ελλαδικό χώρο, παρά το διάλειμμα της Φραγκοκρατίας αλλά και μετά από αυτό. Έτσι, όταν επισυμβεί η Οθωμανική κατάκτηση,, η καρδιά πια του ελληνικού κόσμου είναι, σε αδρές γραμμές, το σημερινό έθνος – κράτος Ελλάδα, η ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, μαζί με τα μικρασιατικά παράλια.
Τί συνείδηση έχει για τον εαυτό του αυτό το πρόπλασμα του ελληνικού έθνους; Είπα προηγουμένως ότι οι βυζαντινοί δεν ονόμαζαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Τους ονόμαζαν όμως οι δυτικοί: «i greci e i mori», «οι Έλληνες και οι Μαύροι – οι σαρακηνοί» είναι οι εχθροί της Βενετίας σ` ένα λαϊκό μεσαιωνικό βενετσιάνικο τραγούδι. Υποπτεύομαι ότι η χρήση του όρου από τους δυτικούς έχει και ένα σαφές πολιτικό συμπαραδηλούμενο: από τη στιγμή που είναι «Έλληνες» δεν είναι «Ρωμαίοι», δεν είναι δηλαδή γνήσιοι κληρονόμοι της αυτοκρατορίας. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.
Μια ενδιαφέρουσα αναφορά σε αυτόν τον πρώιμο ελληνισμό βρίσκουμε σ` ένα απροσδόκητο – και πολύ ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου – κείμενο. Το 1953, σε συνθήκες υπερορίας, το ΚΚΕ εκπονεί ένα Σχέδιο Προγράμματος, στο οποίο προτάσσει μια εξιστόρηση για τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού έθνους. Το Πρόγραμμα ανάγει τις απαρχές του νέου ελληνισμού στο Βυζάντιο, υπό την έννοια ότι εκεί και τότε εντοπίζει και τα πρώτα φύτρα καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ευρύτερη περιοχή. Προσωπικά, θεωρώ λίγο παρακινδυνευμένη αυτή την εκτίμηση. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Προγράμματος στην – όπως το ίδιο την ονομάζει – «ρωμέϊκη – γκρέκικη λαότητα», την οποία θεωρεί πρόπλασμα του ελληνικού έθνους. Αντιγράφω από το Πρόγραμμα: Μέσα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τον πιο ισχυρό παράγοντα αποτελούσε η ρωμέικη-γκραίκικη λαότητα, που συνδέονταν ιστορικά-λαογραφικά, τόσο με την αρχαία Ελλάδα και την αλεξανδρινή-ελληνιστική εποχή όσο και με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξη ανατολική εκκλησία. Η λαότητα αυτή, που τη συγκροτούσαν κυρίως οι μεγάλες μάζες της αγροτιάς, η φτωχολογιά στις πόλεις και οι συντεχνίες με τα εμπορικά στοιχεία που άρχισαν να αναπτύσσονται, είχε την ίδια γλώσσα, τη ρωμέικη λαϊκή γλώσσα (δημοτική) , που προέρχονταν, βασικά, από την αρχαία ελληνική και από την ελληνική της ελληνιστικής περιόδου, είχε την ίδια θρησκεία, την ορθόδοξη-βυζαντινή, που χρησιμοποιούσε και αυτή την ελληνική – εκκλησιαστική γλώσσα των ευαγγελίων, είχε, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, κοινές ιστορικές παραδόσεις και γεωγραφικά ζούσε στον ίδιο χώρο.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις πληθυσμιακές εκείνες ομάδες που ο Σβορώνος ονομάζει «ελληνισμό». Αξίζει, θαρρώ, να δούμε ότι αυτή η «λαότητα» δεν έχει οπωσδήποτε φυλετική ομοιογένεια. Έχουν προηγηθεί – και οπωσδήποτε θα ακολουθήσουν – εισβολές αλλά και ειρηνικές εγκαταστάσεις στον ελλαδικό χώρο, από τις οποίες θα ξεχωρίσω τις παρακάτω:
– τους σλαβικούς εποικισμούς του 6ου – 7ου αιώνα και τις σκλαβηνίες, νησίδες σλαβικού πληθυσμού, κυρίως στη νότια Ελλάδα και μάλιστα στην Πελοπόννησο. Οι σκλαβηνίες παραμένουν ως ζώντες οργανισμοί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αρκετά βαθιά μέσα στο χρόνο. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (13ος αι.), οι σλάβοι της Γιάννιτσας, χωριού έξω από την Καλαμάτα, ξεσηκώνονται και πολιορκούν το φράγκικο κάστρο των Βιλλεαρδουϊνων. Ο Άγγελος Τερζάκης έχει μεταπλάσει θαυμάσια το επεισόδιο στην «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ». Ο ναυπλιώτης συγγραφέας έχει «αρπάξει» ένα ολόκληρο χωριό από τα μυθιστορήματα του Τολστόϊ και το έχει μεταφυτεύσει στη μεσσηνιακή γη. Οι σκλαβηνίες προοδευτικά συγχωνεύονται με τους ντόπιους πληθυσμούς. Η παρουσία τους έχει αφήσει ισχυρά γλωσσικά ίχνη στα τοπωνύμια της Πελοποννήσου.
– τους Βλαχόφωνους της Πίνδου, νομάδες των Βαλκανίων, που περαιώθηκαν μέσω των ορεινών όγκων από το βαλκανικό βορρά στον ελλαδικό χώρο.
– τους αλβανικούς εποικισμούς (14ος – 15ος αιώνας): οι λεγόμενοι αρβανίτες, με συγκεκριμένο εποικιστικό πρόγραμμα των αυτοκρατόρων. Ενσωματώνονται γρήγορα στον ελληνικό κόσμο, με κριτήριο τη θρησκεία, αναπτύσσουν εμπόριο και προκόβουν. Συμμετέχουν πολύ ενεργά στην επανάσταση. Η γλώσσα τους διατηρείται μέχρι και σήμερα.
– Τους Φράγκους και Βενετούς: πρόκειται κυρίως για εκπροσώπους της διοίκησης και της άρχουσας τάξης. Εθνολογικά, το ποσοστό δεν είμαι μεγάλο, υπάρχουν όμως ολόκληρες οικογένειες, ακόμα και ευγενών, που «εξελληνίζονται» γλωσσικά και γίνονται ορθόδοξοι θρησκευτικά (με βασικό παράδειγμα τους Σολωμούς και τους Καποδίστριες). Να επισημάνω εδώ ότι φράγκικα και βενετσιάνικα επώνυμα που απαντώνται στον ευρύτερο νησιωτικό χώρο _ Κυκλάδες, Κρήτη, Ιόνια νησιά) ΔΕΝ σημαίνουν απαραίτητα αντίστοιχη καταγωγή‧ συνήθως πρόκειται για απόγονους δουλοπάροικων ενός άρχοντα).
Προχώρησα λίγο στο χρόνο. Για να επανέλθω στο όψιμο Βυζάντιο: επανεμφανίζεται ο όρος «’Ελληνας», χρησιμοποιείται όμως κυρίως από τους λόγιους (Γεώργιος Πλήθων – Γεμιστός).
Ξαναγυρίζω στο ζήτημα των ξενικών κυριαρχιών. Ξεχωρίζω, ως προς τη διάρκεια και την έκταση, τις δυο από αυτές: οθωμανική και βενετική. Η δεύτερη είναι η μόνη από τις δυτικές κυριαρχίες που «ήρθε για να μείνει»: 467 χρόνια στην Κρήτη – 411 στην Κέρκυρα (περισσότερα από όσα οι οθωμανοί στην υπόλοιπη Ελλάδα). Μέσα στο πλαίσιό τους, η «ρωμέϊκη – γκρέκικη λαότητα» ξεκόβει από τους λοιπούς πληθυσμούς που συναπάρτιζαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η διοίκηση και στις μεν και στις δε χώρες βρίσκεται στα χέρια των «αλλοεθνών». Στα χέρια των ίδιων, βρίσκεται και ένα μεγάλο μέρος από το κυρίαρχο μέσο παραγωγής στις μεταβατικές, ανάμεσα στη φεουδαρχία και τον καπιταλισμό, κοινωνίες των οθωμανοκρατούμενων και λατινοκρατούμενων περιοχών του ελληνισμού: δηλαδή η γη. Τούτο όμως ούτε απόλυτο είναι ούτε πρέπει να μας αποσπά από το γεγονός ότι, μέσα στο ίδιο το υπό διαμόρφωση έθνος, εκδηλώνεται μια έντονη και σαφής ταξική διαφοροποίηση και ότι τμήματα της άρχουσας τάξης του εμπλέκονται στενά με τις ξενικές διοικήσεις, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο.
Οθωμανοί
Μέχρι την ολοκλήρωση των κατακτήσεών τους (τέλος 16ου αιώνα), η γη στην Οθωμανική αυτοκρατορία ανήκει στο Σουλτάνο, ως εκπρόσωπο του κοινού. Αυτός, με τη σειρά του, εκχωρεί μεγάλα τμήματα γης σε αξιωματούχους του για να εισπράττουν τους φόρους, με την υποχρέωση να του παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία. Αυτά τα τμήματα γης ονομάζονται τιμάρια και την ψιλή τους κυριότητα έχει πάντα ο Σουλτάνος. Ο τιμαριούχος (αυτός δηλαδή που εισπράττει τους φόρους τους) δεν έχει το δικαίωμα ούτε να τα πουλήσει ούτε να τα κληροδοτήσει στα παιδιά του.
Με το τέλος των κατακτήσεων, καθώς δεν προστίθενται νέα εδάφη στην αυτοκρατορία, ώστε να μοιραστούν σε νέους τιμαριούχους, τα παλιά τιμάρια γίνονται ιδιωτικά και κληρονομητά, αποσπώνται δηλαδή από την κυριότητα του σουλτάνου. Η νέα αυτή μορφή γαιοκτησίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία, είναι η σημαντικότερη εκδήλωση της φεουδαρχίας στον οθωμανικό χώρο και ονομάζεται «τσιφλίκι». Το τσιφλίκι μοιάζει με το δυτικό φέουδο ως προς την εσωτερική λειτουργία του, αλλά η παραγωγή προορίζεται για τη διεθνή αγορά. Ακόμα, οι τσιφλικάδες δεν είναι οθωμανοί.
Η σκληρότητα του οθωμανικού καθεστώτος οφείλεται στον έντονα συντηρητικό χαρακτήρα των κοινωνικών δομών της αυτοκρατορίας. Επί πλέον, το γεγονός ότι η οικονομία της αυτοκρατορίας παραμένει αγροτική – φεουδαρχική, σε μια εποχή που ο υπόλοιπος κόσμος βαδίζει προς τον καπιταλισμό, καθώς και το γεγονός ότι η αυτοκρατορία είναι υποχρεωμένη να συναλλάσσεται με εκχρηματισμένες οικονομίες, δημιουργεί στην Πύλη (τη σουλτανική διοίκηση) άσβεστη δίψα για χρήμα: έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των φόρων είναι σε χρήμα, κάτι που δυσκολεύει αφάνταστα τους υπηκόους της αυτοκρατορίας.
Στο πεδίο της διοίκησης: Οι Οθωμανοί διαίρεσαν τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας σε «έθνη» («μιλλιέτ») με διαχωριστικό κριτήριο τη θρησκεία και ανώτατο εκπρόσωπο κάθε «έθνους» το θρησκευτικό αρχηγό. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης απέκτησε πολιτικό αξίωμα και πολιτική ισχύ, διότι θεωρήθηκε πολιτικός ηγέτης των ελληνορθόδοξων.
Γενικά, οι Οθωμανοί δεν απαγόρευσαν την άσκηση λατρείας από τους πληθυσμούς που πίστευαν τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες (χριστιανούς, εβραίους). Οι μαζικοί εξισλαμισμοί που έγιναν τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης αποσκοπούσαν στη δημιουργία ισχυρού και φανατικού κρατικού μηχανισμού που θα επάνδρωνε το στρατό και τη διοίκηση (σώματα γενιτσάρων). Σταμάτησαν όμως σχετικά σύντομα, διότι οι μουσουλμάνοι δεν πλήρωναν φόρους και έτσι το κράτος δεν μάζευε χρήματα.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση, οι Έλληνες αναδιπλώνονται από τους παραδοσιακούς χώρους όπου ζούσαν (πεδιάδες – παράλια) προς τα βουνά και τα νησιά. Εκεί, ελλείψει εκτεταμένων εδαφών προς καλλιέργεια, στρέφονται κυρίως προς τη βιοτεχνία και το εμπόριο (θαλασσινό και εμπόριο με καραβάνια μέσω των ορεινών δρόμων). Το ελληνικό εμπόριο στηρίζεται από την οθωμανική διοίκηση, (γι` αυτό παρέχονται και ειδικά φορολογικά προνόμια σε ορισμένες περιοχές) ακριβώς επειδή οι ίδιοι οι οθωμανοί δεν ασχολούνται με αστικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά μόνο με τον πόλεμο και, κατά δεύτερο λόγο, με τη διοίκηση. Εξ άλλου, και στη διοίκηση, χρησιμοποιούν το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης.
Μέσα σε αυτό το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο διαμορφώνονται οι κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα του ελληνισμού. Σχηματικά, η κοινωνία των υπόδουλων Ελλήνων διαρθρώνεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Φαναριώτες. Πρόκειται για την εμπορική και διοικητική αριστοκρατία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (πήραν το όνομά τους από τη συνοικία Φανάρι). Οι οθωμανοί τους χρησιμοποιούσαν σε υψηλές διοικητικές θέσεις, σημαντικότερες από τις οποίες είναι: α) μεγάλος δραγουμάνος της Πύλης (υπουργός εξωτερικών της αυτοκρατορίας), β) δραγουμάνος του στόλου (υπαρχηγός του στόλου), γ) ηγεμόνας στην ημιαυτόνομη περιοχή της Μολδοβλαχίας (σημερινή Ρουμανία – από τις αρχές του 18ου αιώνα).
– Τσιφλικάδες, εκμισθωτές φόρων, τοπάρχες: δεν πρόκειται για ενιαία κοινωνική τάξη, αλλά για κοινωνικά στρώματα που χαρακτηρίζονται από μεγάλη οικονομική επιφάνεια και από την εμπλοκή τους με τον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό, γι` αυτό και είναι ιδιαίτερα αντιπαθείς στους έλληνες.
– Αστική τάξη (υπό διαμόρφωση): έμποροι και καραβοκύρηδες που πλουτίζουν και προκόβουν. Όταν το οθωμανικό οικονομικό και διοικητικό πλαίσιο τους γίνεται ασφυκτικό, εγκαθίστανται στο εξωτερικό, όπου συγκροτούν ανθηρές οικονομικά παροικίες. Πρόκειται για την πιο ριζοσπαστική κοινωνική μερίδα του ελληνισμού που, αργότερα, θα καθοδηγήσει την ελληνική επανάσταση.
– Αγροτιά: εδώ, συμπεριλαμβάνονται οι ακτήμονες αγρότες, οι καλλιεργητές που έχουν μικρό δικό τους κλήρο και οι «κολλήγοι» (εξαρτημένοι χωρικοί) των τσφλικιών. Είναι το πιο καταπιεσμένο κοινωνικό στρώμα και, γι` αυτό το λόγο, το πιο μαχητικό στη διάρκεια της επανάστασης. Από τις γραμμές του, προέρχεται η «δύναμη κρούσης» της, δηλαδή τα αντάρτικά σώματα των κλεφτών.
Βενετοκρατούμενες χώρες
Υπάρχει ένας μύθος σύμφωνα με τον οποίο η βενετσιάνικη κατάκτηση ήταν ηπιότερη από την οθωμανική. Κατά τη γνώμη μου, ο μύθος αυτός εδράζεται, εν μέρει, στην … ακατάσχετη σιελόρροια της άρχουσας τάξης «μας» απέναντι σε ό,τι προέρχεται από την Εσπερία.. Η εμπεριστατωμένη ιστορική έρευνα όμως αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα: στα Ιόνια νησιά, αλλά και στην Κρήτη, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που είχε επιβάλει η βενετική διοίκηση ήταν ασφυκτικές, κυρίως με οικονομικούς όρους για τους ντόπιους πληθυσμούς. Η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας, αν και θεωρείται, ιστορικά, η γενέτειρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επέβαλε στις κτήσεις της Ανατολής θεσμούς πολύ όμοιους με εκείνους της φεουδαρχικής δυτικής Ευρώπης. Καθιέρωσε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύστημα γαιοκτησίας, που την πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του συναντάμε στην Κέρκυρα και διαίρεσε την κοινωνία σε αυστηρά οριοθετημένες κοινωνικές τάξεις, σύμφωνα με τα δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα. Αυτό ωστόσο το περίπλοκο σύστημα γαιοκτησίας είναι ενσωματωμένο στις ανάγκες του βενετικού εμπορίου και λειτουργεί με σκοπό την εξυπηρέτησή του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, στα πλαίσια αυτά, η Βενετία είχε επιβάλει στις κτήσεις της του Λεβάντε (εν προκειμένω διοικητικός όρος που υποδηλώνει τις δαλματικές ακτές, τα Ιόνια νησιά και, μέχρι το 1669, την Κρήτη) τη λεγόμενη «Αρχή της Κυριάρχου». σύμφωνα με την οποία όλα τα προϊόντα των κτήσεων της Γαληνοτάτης έπρεπε να προωθηθούν στην ίδια τη Βενετία και από εκεί να διατεθούν στο διεθνές εμπόριο. Το γεγονός αυτό, μαζί με τη βαριά φορολογία που επιβαλλόταν στα νησιά, δημιουργούσε μια ασφυκτική κατάσταση που, μεταξύ άλλων, δυσκόλευε την τοπική ανάπτυξη του εμπορίου και την άνθιση μιας ντόπιας αστικής τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική κινητικότητα και την ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης και αντίστοιχων διεκδικήσεων στα νησιά.
Με βάση αυτή την πολύ σύντομη περιγραφή λοιπόν του ελλαδικού χώρου και του ελληνικού κόσμου, υπό την επικυριαρχία ξενικών δυνάμεων, ας δούμε αν και κατά πόσο ισχύουν, στην περίπτωσή μας, τα μαρξιστικά κριτήρια για τη συγκρότηση του έθνους:
– Κοινός χώρος: πρόκειται, λίγο πολύ, για το σημερινό χώρο της ελληνικής κρατικής οντότητας, μοιρασμένο σε δυο βασικές ξενικές διοικήσεις. Οπωσδήποτε όμως, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, οι δυο υποπεριοχές (υπό οθωμανική και βενετική διοίκηση) δεν είναι αποκομμένες η μια από την άλλη, οικονομικά κυρίως, αλλά και πολιτισμικά.
– Κοινή αγορά: και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε κοινωνίες σε διαδικασία μετάβασης, αλλά με σημαντικές διαφορές. Οι βενετοκρατούμενες χώρες είναι πολύ κοντά στη δυτικού τύπου φεουδαρχία‧ αντίθετα, στις οθωμανοκρατούμενες ισχύει μια «ανατολικού τύπου» φεουδαρχία, με την ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης εμπορίου από τους κατακτημένους πληθυσμούς, για λόγους που ανέπτυξα παραπάνω. Εδώ, διαπιστώνεται και ένα ιστορικό παράδοξο: πρώτα αναπτύσσει – ακριβώς λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου και της διαμόρφωσης αστικών στρωμάτων – εθνική συνείδηση το συλλογικό σώμα των κυριαρχούμενων και περίπου έναν αιώνα μετά το συλλογικό σώμα των κυριάρχων. Ανάμεσα σ` αυτές τις δυο διοικητικές οντότητες, υπάρχει γεωγραφική σύνδεση, και στενές οικονομικές σχέσεις, καθώς τα νησιά είναι πολλές φορές διατροφικά εξαρτημένα από την οθωμανική ενδοχώρα.
– Γλώσσα: τα ελληνικά, στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, μιλιούνται \ ως lingua franca. Δεν απαγορεύονται από την οθωμανική διοίκηση, κάθε άλλο, ενώ στις βενετοκρατούμενες χώρες, κυριαρχούν επίσης. Εδώ μάλιστα, παρά την απόλυτη κυριαρχία των ιταλικών στη διοίκηση, τα δικαιοπρακτικά έγγραφα κλπ., η ελληνική γλώσσα εξελίσσεται – λόγω και της μεγάλης ανάπτυξης της λογοτεχνίας και του θεάτρου στην αναγεννησιακή Κρήτη – κατά το γλαφυρότερο και πλουσιότερο τρόπο‧ αυτά τα ιδιώματα θα αποτελέσουν και τη βάση της νέας ελληνικής γλώσσας.
– Συνείδηση: στη διαμόρφωση κοινής συνείδησης, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το ρόλο που παίζει, αρχικά τουλάχιστον, η θρησκεία, όχι στη δογματική μεταφυσική της διάσταση, αλλά ως ενοποιητικός παράγοντας. Η εκκλησία παίζει σημαντικό πολιτικό ρόλο και στη μια και στην άλλη περίπτωση. Ταυτόχρονα, το ορθόδοξο δόγμα λειτουργεί σε αντίθεση με την ισλαμική θρησκεία ή/και το καθολικό δόγμα των κυριάρχων .Το βασικό όμως στοιχείο το οποίο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο οικοδομείται η εθνική συνείδηση είναι τούτο (όπως το έχω περιγράψει σε παλαιότερο σημέιωμά μου): «Το ελληνικό έθνος, χτίζεται σε συνθήκες πολλαπλής καταπίεσης και αναγκαστικής άμυνας απέναντι σε ένα πλέγμα κυριαρχιών (εθνικών και ταξικών) και εξαρτήσεων. Έτσι, ένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την κοινή ιστορική εμπειρία, την κοινή του, σε τελική ανάλυση, συνείδηση, είναι ένα πνεύμα διαρκούς αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, που μπορεί να εκδηλωθεί με σχήματα που ξεκινούν από την απλή απειθαρχία και φτάνουν στην εξέγερση και την επανάσταση. Περισσότερο και από τη γλώσσα – παλαιότατη και με πλουσιότατο πολιτισμικό φορτίο ενώνει το «Βασίλη», του δημοτικού τραγουδιού που «δεν θέλει να κάτσει φρόνιμα να γίνει νοικοκύρης» και βγαίνει στα βουνά, με τον αρβανίτη καπετάνιο από την Ύδρα, τον κοντραμπατζή που τάβαλε με το ναύαρχο Νέλσον έξω από το λιμάνι της αποκλεισμένης Μασσαλίας και που ποτέ του δεν μίλησε ελληνικά, σε ένα ενιαίο έθνος. Μαζί τους, ενώνει και τον – καθόλου λεπταίσθητο και κατά τα δυτικά πρότυπα «πολιτισμένο», παρά τα θρυλούμενα, ζακυνθινό «ρέμπελο» του 1624 , το μυθικό Χαρίδημο των κρητικών βουνών, όλες τις εθνότητες, τις λαότητες, τις φυλετικές ομάδες, που συνοίκησαν τον ελλαδικό χώρο, που μίλησαν ελληνικά, που πλήρωσαν τις ίδιες δεκάτες και τα ίδια χαράτσια και που υποχρεώθηκαν αρνήθηκαν να υπηρετήσουν τους ίδιους αφέντες».
Τα φύτρα μιας ακατέργαστης εξεγερσιακής κουλτούρας, χωρίς ακόμα εθνικό προσανατολισμό, αλλά οπωσδήποτε με στοιχεία έντονης ταξικής δυσφορίας, τα συναντάμε στην αγροτιά και στην κλεφτουριά, που αποτέλεσε, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, τη ραχοκοκοκαλιά και τον αιμοδότη της. Εθνική συνείδηση όμως για το 18ο και το 19ο αιώνα, σημαίνει αστική τάξη. Αυτή η αστική τάξη , κατά τη διάρκεια της συγκρότησης και ανόδου της, χρειάζεται ενιαία αγορά. Μορφοποιεί λοιπόν την εθνική ιδεολογία, επηρεασμένη και από το γαλλικό διαφωτισμό και τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, εντάσσοντας σε αυτή και την ιστορική συνέχεια από την αρχαία Ελλάδα (όχι τόσο από το Βυζάντιο, για λόγους που ξεφεύγουν από τις προϋποθέσεις αυτού του σημειώματος. Αυτή η αστική τάξη θα αποτελέσει και την πολιτική καθοδήγηση της Επανάστασης, φτάνοντάς την μέχρι το σημείο που ο ιστορικός της ρόλος της επέτρεψε.
Σύμφωνα πάντα με το Νίκο Σβορώνο, τις παραμονές της μεγάλης Επανάστασης του `21, το ελληνικό έθνος είναι ένα συντελεσμένο έθνος. Ωστόσο, η διαδικασία της εθνογένεσης δε σταματά με το πάτημα ενός κουμπιού και οι διαδικασίες της συνύπαρξης, του «συνανήκειν», θα συνεχιστούν πολλά χρόνια μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, ακόμα και στον αιώνα μας – και δε σχετίζονται πάντα με την εδαφική διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας. Μια μάλλον ευτράπελη και ευφρόσυνη πλευρά αυτών των διαδικασιών αποτυπώνεται με χάρη στο θεατρικό του Δημ. Βυζάντιου «Βαβυλωνία». Τα πράγματα βέβαια πολλές φορές δεν ήταν καθόλου έτσι, δεν τέλειωναν με γενικευμένο γλέντι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Ναι, το «έθνος οφείλει να θεωρεί εθνικόν ότι είναι αληθές». Πολύ περισσότερο το έθνος σήμερα, στο οποίο η εργατική τάξη και το πολιτικό της υποκείμενο οφείλουν να κατακτήσουν την ηγεμονία. Η ιστορία του `21, εξαιρετικά διδακτική για τον ιστορικό που θέλει να μελετήσει τις διαδικασίες εθνογένεσης, είναι επίσης από μόνη της, πέρα από τα ψιμμύθια με τα οποία την έχει φορτώσει η άρχουσα τάξη, αποδυναμώνοντας, στην ουσία, το νόημά της, εξαιρετικά διδακτική για το λαό μας, για όλους τους λαούς. Όταν έρθει η ώρα λοιπόν, ας «μεθύσουμε με τ` αθάνατο κρασί του `21»‧ κι ας μην ξεχνάμε ότι «αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι – πάντα είν` ο ίδιος ο λαός».
Δώρα Μόσχου