Εργατικός Αγώνας

Ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών: το παράδειγμα της Υγείας

Στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας για Δημόσιο, Ασφαλή και Ποιοτικό Σιδηρόδρομο, διοργανώθηκε με επιτυχία στις 29/5 στο ΑΠΘ εκδήλωση με θέμα: «Ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών: το παράδειγμα του σιδηροδρόμου».
Μία από τις εισηγήσεις, ήταν εκ μέρους του Εργατικού Αγώνα και όπου ανέπτυξε συνοπτικά τις επιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων και των νεοφιλελεύθερων προσαρμογών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Πιο αναλυτικά σημείωσε:

Η υποβάθμιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς ένα παρεπόμενο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, αλλά μια αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση και διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα υγείας. Από μαρξιστική σκοπιά, πρόκειται για μια διαδικασία οργανικής αναδιάρθρωσης του τομέα της υγείας, ώστε να διαμορφωθεί ένα πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Η αποδυνάμωση των δημόσιων δομών, είτε μέσω της υποχρηματοδότησης είτε μέσω της απαξίωσης του προσωπικού και των υποδομών, οδηγεί αναγκαστικά τα μεσαία και εργατικά στρώματα στην ιδιωτική αγορά υπηρεσιών υγείας. Δημιουργείται έτσι μια τεχνητή ανάγκη για ιδιωτικές λύσεις, ενισχύοντας την πελατειακή βάση του ιδιωτικού τομέα. Οι δύο τομείς δεν λειτουργούν συμπληρωματικά ή συνεργατικά, αλλά ανταγωνιστικά, καθώς η ενίσχυση του ενός προϋποθέτει την αποδυνάμωση του άλλου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής μπορεί να παρατηρηθεί στην επέκταση των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων, ιδίως κατά τη διάρκεια και μετά την οικονομική κρίση. Όσο τα δημόσια νοσοκομεία αντιμετώπιζαν ελλείψεις προσωπικού, καθυστερήσεις στα ραντεβού και μειωμένη διαθεσιμότητα μηχανημάτων, τα ιδιωτικά κέντρα είδαν εκρηκτική αύξηση στη ζήτηση των υπηρεσιών τους. Ο πληθυσμός, χωρίς πρακτική εναλλακτική, αναγκάστηκε να στραφεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμα και με προσωπική οικονομική επιβάρυνση.

Έτσι, η υποβάθμιση του ΕΣΥ δεν είναι παρενέργεια, αλλά βασικός μοχλός της ανασύνθεσης της υγειονομικής πολιτικής.

Πως όμως υποβαθμίζεις το Ε.Σ.Υ.;

Η υποβάθμιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) στην Ελλάδα έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας. Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, τα ασφάλιστρα υγείας αυξήθηκαν κατά 73,3% την περίοδο 2020–2023, με την ετήσια αύξηση να φτάνει το 28,3% το 2023 . Παράλληλα, οι ιδιωτικές δαπάνες για νοσοκομειακή περίθαλψη αυξήθηκαν κατά 16,5% το 2023, φτάνοντας τα 2,82 δισ. Ευρώ. πηγή

Η επιβάρυνση των νοικοκυριών για ιδιωτικές δαπάνες υγείας είναι επίσης αξιοσημείωτη. Το 2021, η μέση μηνιαία δαπάνη ανά νοικοκυριό για την υγεία ήταν 114,9 ευρώ, με το ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών να αυξάνεται από 6,5% το 2009 σε 8,1% το 2021 . Επιπλέον, το 2023, οι Έλληνες πλήρωσαν πάνω από 7 δισ. ευρώ για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στη συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας να αυξάνεται από 37,6% το 2022 σε 38,6% το 2023. πηγή

Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η υποβάθμιση του δημόσιου τομέα υγείας έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου οι πολίτες στρέφονται αναγκαστικά προς τον ιδιωτικό τομέα, ενισχύοντας τη θέση του στην αγορά.  Αυτή η  δυναμική υπογραμμίζει τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των δύο τομέων και τη μετατόπιση της υγειονομικής φροντίδας από δημόσιο αγαθό σε εμπορευματοποιημένη υπηρεσία. Για να απεικονίσουμε την εξέλιξη των δαπανών των νοικοκυριών για την ιδιωτική υγεία τα τελευταία 30 χρόνια, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα γράφημα που να παρουσιάζει τη μέση ετήσια δαπάνη ανά νοικοκυριό για την υγεία από το 1995 έως το 2025, χρησιμοποιώντας δεδομένα από την ΕΛΣΤΑΤ και άλλες αξιόπιστες πηγές. Αυτό το γράφημα θα δείξει την αυξανόμενη τάση των ιδιωτικών δαπανών υγείας και θα υπογραμμίσει την επίδραση της υποβάθμισης του ΕΣΥ στην οικονομική επιβάρυνση των πολιτών.

Τι εννοούμε όταν λέμε υποστελέχωση στο ΕΣΥ;

Οργανόγραμμα : δηλαδή ένα εργαλείο που ορίζει το εργατικό δυναμικό που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία ενός νοσοκομείου/ κλινικής. Οι κενές οργανικές θέσεις στο ΕΣΥ ξεπερνούν τις 45.000, με μείωση του αριθμού των μόνιμων εργαζομένων κατά 23.000 την τελευταία δεκαετία . Για να λειτουργήσει μια κλινική δεν αρκεί να έχει μόνο γιατρούς. Το παραϊατρικό προσωπικό είναι εξίσου σημαντικό και απαραίτητο. Η Ελλάδα διαθέτει μόλις 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 9,2 . Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα για ένα από τα μεγαλύτερα σε αριθμό κλινών νοσοκομείο της πόλης. Καταγράφονται ελλείψεις 30% σε όλες τις ειδικότητες, με τις χειρουργικές αίθουσες να λειτουργούν στο 43% της δυναμικότητάς τους λόγω έλλειψης προσωπικού. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερες από τις μισές δεν λειτουργούν, είτε λόγω έλλειψης εξειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού – είτε λόγω έλλειψης αναισθησιολόγων. Για να  το κάνουμε εικόνα, αυτό σημαίνει πως εάν έρθει ένα τρίτο ή τέταρτο περιστατικό που χρειάζεται χειρουργείο , ίσως να μην μπορέσει να μπει ή για να μπει , θα πρέπει η  αναισθησιολόγος να πηγαίνει μια στο ένα δωμάτιο, μια στο άλλο. Πόσο ασφαλές σας ακούγεται αυτό;

Αλλά δε χρειάζεται να φτάσετε μέχρι το χειρουργείο για να αντιληφθείτε την έλλειψη. Προσπαθήστε να κλείσετε ένα ραντεβού πχ για ορθοπεδικό ή για ρευματολόγο σε νοσοκομείο. Δεν θα  τα καταφέρετε – χωρίς να ψάξετε φίλο , θείο , ξάδερφο , να δουλεύει εκεί μέσα.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή πολύ απλά δεν υπάρχει προσωπικό ώστε να κάνει εξωτερικά ιατρεία και να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού.

Υλικοτεχνικά μέσα. Θα σας φέρω δυο παραδείγματα.  Σε μια πνευμονολογική κλινική νοσηλεύονται ως επι το πλείστον περιστατικά που ενδέχεται να  χρειαστούν μη επεμβατικό μηχανικό αερισμό , δηλαδή βοήθεια για να αναπνεύσουν καλύτερα , και να αποφύγουν την διασωλήνωση. Αυτό γίνεται με ειδικά μηχανήματα.  Πόσα μηχανήματά θα έπρεπε να έχει μια πνευμονολογική κλινική; Η απάντηση είναι όσα χρειάζονται για να καλύψουν τις ανάγκες όλων των ασθενών. Υπάρχουν; ΟΧΙ.  Αν έχεις x ασθενείς και χρειάζονται όλοι υποστήριξη ενώ εσύ έχεις λιγότερες μάσκες τι θα κάνεις ;

Όλα αυτά συμβαίνουν , δεν είναι αστικοί μύθοι. Βάλτε στη θέση των ασθενών , τον γονιό σας , και απαντήστε: πόσες μάσκες – πόσα μόνιτορ πρέπει να έχει μια κλινική.

Με το δεύτερο παράδειγμα θα ήθελα να γίνει σαφές τι εννοούμε όταν λέμε λειτουργούν ανταγωνιστικά αυτοί οι δυο τομείς , πως για την ανάπτυξη του ενός απαιτείται η υποβάθμιση του άλλου, και πως η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας είναι επιλογή με σκοπό την ενίσχυση της ιδιωτικής παροχής υγείας. Ας μιλήσουμε για τον υπέρηχο καρδιάς στην πρωτοβάθμια. Από την Ραφήνα μέχρι το Σούνιο , υπάρχουν 6 Κ.Υ, εκ των οποίων τα 2 έχουν υπερηχογράφο , αλλά υπέρηχους κάνει μόνο το ένα .

Δημιουργείται ένα κενό , καθώς υπάρχει μονός ένας δημόσιος πάροχος αυτής της υπηρεσίας , οπότε αναγκαστικά το κενό θα το καλύψει ο ιδιωτικός τομέας. Γιατί δεν έχουν εξοπλιστεί τα άλλα ΚΥ; Γιατί δεν έχουν υπέρηχο (έλλειψη υποδομών) και γιατί δεν είναι όλοι οι ειδικοί εκπαιδευμένοι σε αυτό ( η έλλειψή εκπαίδευσης – μετεκπαίδευσης είναι συχνό φαινόμενο ). Η εύκολη απάντηση  θα ήταν:  ο υπέρηχος κοστίζει , δεν μπορεί να πληρώσει το κράτος. Ποια είναι η πραγματικότητα όμως;

1. Σε ένα Κ.Υ. ( το ένα εξ αυτών που κάνει υπέρηχο στην ακτογραμμή που αναφέραμε ) κάνει την ημέρα 7 υπέρηχους. Στην περίπτωση αυτή τα χρήματα που πληρώνει ο ΕΟΠΠΥ πάνε στην υγειονομική περιφέρεια , πάνε δλδ από το κράτος στο κράτος.

2. Όταν ο ασθενής πάει σε ένα διαγνωστικό ιδιωτικό κέντρο , για τον υπέρηχο καρδιάς ,  ο ασθενής πληρώνει 15 ευρώ και ο ΕΟΠΠΥ 60. Δηλαδή πληρώνει το κράτος για κάθε ασθενή 60 ευρώ στον υπέρηχο.

3. Εάν ένας υπερηχογράφος κοστίζει 20.000- 30.000 , και οι ασθενείς κάνουν την εξέταση σε δωρεάν δομή του ΕΣΥ, αυτό σημαίνει πως σε 4-6 μήνες θα έχει γίνει απόσβεση. Αρά στην ουσία  η “οικονομία” θα βγει κερδισμένη.

4. Το πραγματικό ερώτημα είναι : γιατί δεν θέλουν να ενισχύσουν την παροχή αυτή; Μα προφανώς γιατί εάν ο κόσμος κάνει την εξέταση δωρεάν και άμεσα στο ΚΥ, το ιδιωτικό διαγνωστικό θα χάσει την χρηματοδότηση ουσιαστικά από τον ΕΟΠΠΥ, συνεπώς , δεν θέλουν διαφυγόντα κέρδη από την ιδιωτική υγεία . Ποιο είναι το συμπέρασμα;;: μα φυσικά η πριμοδότηση ιδιωτικής υγείας.

Αντίστοιχες καταστάσεις στις οποίες το ελληνικό  κράτος πληρώνει / πριμοδοτεί κλινικές και ιδιωτικά διαγνωστικά , συμβαίνουν κατά βάση στον τομέα της πρόληψης. Θα έχετε ακούσει για τα πολυδιαφημιζόμενα προγράμματα “προλαμβάνω”, τα οποία είναι επιδοτούμενα από την Ε.Ε. που σημαίνει ότι έχουν ημερομηνία λήξης, δεν πρόκειται για κάποια ουσιαστική παρέμβαση στην πρόληψη ασθενειών ( θέλω να πω ότι του χρόνου που θα χρειασθούν ξανά έλεγχο αν δε υπάρχει αυτό το πρόγραμμα τι θα γίνει;).  Στην ουσία πρόκειται για αποπληρωμένους κωδικούς τους οποίους εξαργυρώνεις σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα ( το πιο γνωστό είναι ο έλεγχος λιπιδαιμικου προφίλ). Το ερώτημα είναι : γιατί να χρηματοδοτήσεις ιδιωτικές κλινικές / κέντρα για μια εξέταση που μπορεί να γίνει σε ΚΥ ή σε νοσοκομεία αρκεί να υπάρχουν αντιδραστήρια και γιατροί; Επίσης βασικό στην διαδικασία αυτή είναι ότι χάνεται η ουσία της πρόληψης. Πολλοί ασθενείς πηγαίνουν κάνουν μια εξέταση , παίρνουν αποτέλεσμα, πάνε σε ένα γιατρό που προτείνεται από την εφαρμογή , ξεκινάν μια αγωγή , μετά δεν μπορούν να ξανάπανε εκεί γτ πχ είναι σε ιδιωτική κλινική, χάνεται το περιστατικό , σταματά η θεραπεία , ψάχνουν άλλους γιατρούς, συγχωρήστε με αλλά αυτό δεν είναι πρόληψη. Σε κάθε περίπτωση , και εδώ διαφαίνεται η πρόθεση για ενίσχυση μέσω προπληρωμένων κουπονιών ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων, παρα η ενίσχυση πχ με αντιδραστήρια ή γιατρούς ΚΥ ή νοσοκομείων για την παροχή της υπηρεσίας.

 

Όταν μιλάμε για εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της υγείας δεν θα πρέπει να αφήνουμε από έξω την εκπαίδευση των γιατρών.

Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: σε πιθανό έμφραγμα μέσα στην κλινική θα πρέπει να είμαστε σε θέση να τρέξουμε έναν αλγόριθμο για να σωθεί μια ζωή. Αυτό τον αλγόριθμο  υπάρχει πιθανότητα τον μάθουμε σε κάποια φάση σαν φοιτητές ( προφανώς και δεν αρκεί , θέλει συνεχή ανανέωση και γνώση) , στις περισσότερες περιπτώσεις πληρώνεις μονός μια εκπαίδευση της τάξης των 400-500 ευρώ. Πόσες φορές θα μπορέσει να δώσει ένας γιατρός το πόσο αυτό για να μάθει /θυμηθεί ώστε να τρέξει τον αλγόριθμο;  Σκεφτείτε ότι όλες οι διαδικασίες εκπαίδευσης είναι επί  πληρωμή, από σεμινάρια για υπέρηχο , μέχρι τα συνέδρια.

Εν κατακλείδι: Η ιδιωτική υγεία, χρηματοδοτείται στο μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων της από τον ΕΟΠΠΥ. Ως χώρα είμαστε υποασφαλιζόμενη με βάση τον ΟΟΣΑ , δηλαδή δεν ασφαλίζεται ιδιωτικά ο πολίτης (ακόμα δεν… προχωράει η ιδιωτική ασφάλιση στη χώρα μας), και τα περισσότερα έσοδα κλινικών προκύπτουν από ποσοστά που καλύπτει ο ΕΟΠΠΥ. Εάν από την άλλη υπήρχε ένα δωρεάν δημόσιο και σύγχρονο ΕΣΥ που να καλύπτει τις ανάγκες του λαού , θα μπορούσε ο τομέας της ιδιωτικής υγείας να αναπτυχθεί; Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η άνοδος των εσόδων τους προέκυψε κατά την κρίση, δηλαδή από την εποχή που άρχισε η εντονότερη αποδυνάμωση του ΕΣΥ, και όσο αυτό υποβαθμίζεται τόσο αυξάνονται τα έσοδα στον τομέα της ιδιωτικής υγείας.  Καταλήγουμε τελικά πως η υποβάθμιση του ΕΣΥ είναι μια επιλογή σε ένα γενικότερο πλαίσιο εμπορευματοποίησής / φιλελευθεροποίησης δημοσίων αγαθών . Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την παιδεία και με τις μεταφορές και με άλλα αγαθά. Το γιατί συμβαίνει αυτό, είναι μια διαφορετική συζήτηση που απαιτεί την κατανόηση των μηχανισμών με τους οποίους κινείται η οικονομία και ο κόσμος γύρω μας. Άλλη φορά όμως αυτά. Ελπίζω να μην σας κούρασα.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας