Εργατικός Αγώνας

ΚΕΚΡ: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και η ιδεολογική του αλχημεία

της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΕΚΡ

μετ. Δ. Κούλος, επιμ. Δ. Περδίκης

Ω, εκείνο το ντροπιαστικό 7ο Συνέδριο

Το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας δημοσίευσε πρόσφατα ένα άρθρο στο οποίο επικρίνει το Διεθνές Αντιφασιστικό Φόρουμ της Μόσχας. Με αυτό το κείμενο οι θεωρητικοί του ΚΚΕ έφτασαν για άλλη μια φορά στο ιδεολογικό ναδίρ, κατακρίνοντας το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935) για λάθη και για έναν προβληματικό (δηλαδή μη επιστημονικό) ορισμό του φασισμού. Ας έχουμε κατά νου ότι για την πλειονότητα των κομμάτων οι θεωρητικές θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς εκείνης της εποχής είχαν τότε κύρος και εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Η μελέτη και η ανάλυσή τους επικεντρώνονται πάνω απ’ όλα στο πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε στην πράξη σήμερα την εμπειρία που έχουν συσσωρεύσει οι κομμουνιστές σε πολλές δεκαετίες αγώνα. Και τώρα οι σύντροφοι από το ΚΚΕ δήλωσαν ανοιχτά σε όλους τους αντιφασίστες ότι αυτοί διαφωνούν! Πάνω απ’ όλα, η ιδεολογικη επιτροπή (Ι.Ε.) του ΚΚΕ στόχευσε τον ορισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που δόθηκε από τον Γκεόργκι Ντιμιτρόφ στο 7ο Συνέδριο, για τον φασισμό που ήταν στην εξουσία:

«Ο φασισμός είναι μια φανερή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου…

Ο φασισμός δεν είναι μια εξουσία υπεράνω των τάξεων, ούτε η εξουσία της μικροαστικής τάξης ή του λούμπεν προλεταριάτου πάνω στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Ο φασισμός είναι η εξουσία του ίδιου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Είναι μια οργάνωση για την τρομοκρατία της εργατικής τάξης και του επαναστατικού τμήματος της αγροτιάς και της διανόησης.

Ο φασισμός στην εξωτερική πολιτική είναι σοβινισμός στην πιο ωμή μορφή του, ο οποίος καλλιεργεί ζωώδες μίσος για τους άλλους λαούς.»

Οι θεωρητικοί του ΚΚΕ διαφωνούν με τον χαρακτηρισμό του Ντιμιτρόφ ότι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είναι ο κύριος χορηγός του φασισμού. Για να καταστήσει την άποψή του πιο πειστική, το ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι ο ορισμός του Ντιμιτρόφ δεν είναι μόνο λανθασμένος, αλλά και ξεπερασμένος. Προφανώς, αυτό το επιχείρημα απευθύνεται σε όσους συμφωνούν με τη θέση της Κομμιντέρν. Το επιχείρημα είναι ότι ο ορισμός ήταν από πολλές απόψεις συγκυριακός, δηλαδή δόθηκε σε μια εποχή που «οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σχεδίαζαν να καταστρέψουν το μοναδικό σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, ενώ η ΕΣΣΔ προσπαθούσε να διαιρέσει τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις μεταξύ τους».

Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, παρά την κριτική τους στις προτάσεις που διατύπωσε το 7ο Συνέδριο, η Ι.Ε.  του ΚΚΕ δεν έχει καταφέρει εδώ και καιρό να διατυπώσει τον δικό της ορισμό του φασισμού, κρυπτόμενη πίσω από την αναφορά στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928), το οποίο φέρεται να έδωσε θεμελιωδώς διαφορετικές ερμηνείες: «υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, η επίθεση της αστικής τάξης, ιμπεριαλιστική και αντιδραστική, παίρνει τη μορφή του φασισμού», ενώ «τα χαρακτηριστικά του φασισμού είχαν καθοριστεί λεπτομερώς στο ψήφισμα του 6ου Συνεδρίου της Κομμιντέρν για τη διεθνή κατάσταση».

Ωστόσο, αν δούμε πού μας κατευθύνει η Ι.Ε. του ΚΚΕ — δηλαδή στα υλικά του 6ου Συνεδρίου — διαπιστώνουμε ότι εκεί δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί ένας σαφής ορισμός και η ανάλυση του φαινομένου βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά του φασισμού αποκαλύφθηκαν και απαριθμήθηκαν: άμεση βία, αγώνας κατά του προλεταριακού κινήματος, επίτευξη πολιτικής ενότητας όλων των κυρίαρχων τάξεων (τράπεζες, μεγάλη βιομηχανία, αγροτικά συμφέροντα), εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας ευρέων στρωμάτων της μικροαστικής τάξης και ακόμη και εργατών, κοινωνική δημαγωγία κ.ά.

Γνωρίζουμε ότι το 1928 ο φασισμός δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, δεν είχε λάβει την πιο εξελιγμένη μορφή του, η οποία θα εμφανιζόταν αργότερα στη φασιστική Γερμανία. Ακόμη και η επιθετική εξωτερική πολιτική — ένα βασικό χαρακτηριστικό του φασισμού — δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί με σαφήνεια το 1928. Θυμόμαστε επίσης τη συμβουλή του Μαρξ να μελετάμε τα φαινόμενα στην ώριμη μορφή τους: «η ανατομία του ανθρώπου είναι το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου». Αυτό καθιστά απολύτως σαφές ότι το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήξερε για τον φασισμό πολύ περισσότερα από το 6ο. Η συσσώρευση γνώσης έπαιξε επίσης ρόλο. Πόσο μάλλον όταν οι άνθρωποι που ανέλυσαν τον φασισμό και στις δύο περιπτώσεις ήταν στην ουσία οι ίδιοι.

Στη δεκαετία του 1920, όταν οι κομμουνιστές δεν είχαν ακόμη μελετήσει σε βάθος τον φασισμό, κάθε σκληροπυρηνικό αστικό καθεστώς συχνά χαρακτηριζόταν ως φασιστικό. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί κομμουνιστές στα τέλη της δεκαετίας του 1920 πίστευαν ότι η Γερμανία της Βαϊμάρης ήταν ήδη τότε ένα φασιστικό κράτος. Ωστόσο, οι Γερμανοί (και άλλοι) κομμουνιστές επρόκειτο να δουν τον Χιτλερισμό — δηλαδή την πλήρως ανεπτυγμένη μορφή του φασισμού — μόνο μετά το 1933. Αυτό κατέστησε δυνατή τη θεωρητική διάκριση του φασισμού από άλλες μορφές αστικής δικτατορίας (δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Λένιν, κάθε αστικοδημοκρατικό κράτος είναι ταυτόχρονα και μια δικτατορία της αστικής τάξης), η οποία πάντοτε δρα ως μηχανισμός ταξικής καταπίεσης απέναντι στην εργατική τάξη, ακόμη κι αν δεν έχει ακόμη εξελιχθεί σε φασισμό. Μέσω της αναγνώρισης του φασισμού ως ιδιαίτερου φαινομένου, κατέστη δυνατή η επιλογή των πιο αποτελεσματικών μεθόδων πάλης ενάντια σε αυτήν ακριβώς τη μορφή της αστικής δικτατορίας — όπως ήταν, για παράδειγμα, οι τακτικές των λαϊκών μετώπων.

Ο φασισμός είναι προϊόν της εποχής του ιμπεριαλισμού, αποτελεί εργαλείο του, και είναι φανερό ότι ο βασικός του χορηγός είναι εκείνο το τμήμα του κεφαλαίου που διαμορφώθηκε ως η νέα κυρίαρχη δύναμη στην ιμπεριαλιστική εποχή, δηλαδή το χρηματιστικό κεφάλαιο. Ακόμη και αν σε μια χώρα υπάρχουν διαφορετικά αστικά στρώματα, στην εποχή του ιμπεριαλισμού κυριαρχούνται όλα από το χρηματιστικό κεφάλαιο — το ισχυρότερο τμήμα του οποίου συγκροτείται μέσα από τη συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου και αναλαμβάνει ολοένα και περισσότερες λειτουργίες άμεσης διαχείρισης της οικονομίας, ακόμη και μέσω του κρατικού μηχανισμού — ένας κίνδυνος για τον οποίο το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχε προειδοποιήσει επανειλημμένως.

Το επιχείρημα της Ι.Ε.  του ΚΚΕ ότι οι διατυπώσεις του 1935 υπαγορεύτηκαν από την αντιπαράθεση της ΕΣΣΔ με τον καπιταλιστικό κόσμο μοιάζει κάπως παράλογο, διότι οι ιμπεριαλιστές είχαν σκοπό να καταστρέψουν τη Σοβιετική Ένωση ήδη από το 1928 — και όμως οι συγγραφείς του κειμένου του ΚΚΕ θεωρούν αποδεκτό να επικαλούνται τις αποφάσεις του 6ου Συνεδρίου. Μήπως οι ιμπεριαλιστές μισούσαν λιγότερο την ΕΣΣΔ και την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1928 σε σχέση με το 1935; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο.

Πρέπει να ειπωθεί ότι η αντιπαραβολή των θέσεων των δύο τελευταίων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι μεθοδολογικά εσφαλμένη. Αντί να τηρηθεί η επιστημονική αρχή της ιστορικότητας και να παρουσιαστεί πώς ορισμένες αποφάσεις προκύπτουν από προηγούμενες, η Ι.Ε. ΚΚΕ επιλέγει τη μέθοδο των φιλελεύθερων, οι οποίοι, για παράδειγμα, αρέσκονται στο να αντιπαραθέτουν τα έργα του νεαρού και του ώριμου Μαρξ. Αυτό μπορεί να επηρεάζει ανώριμα μυαλά, αλλά εμείς είμαστε διαλεκτικοί και κατανοούμε τα φαινόμενα μέσα από την εξέλιξή τους.

Βλέπουμε ότι οι ισχυρισμοί του ΚΚΕ περί λανθασμένων εκτιμήσεων και ορισμών του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν αντέχουν στην εξέταση βασικών γεγονότων και έρχονται σε σύγκρουση με τη λογική.

Τι κινεί το ΚΚΕ, ο δογματισμός ή ο ηγεμονισμός;

Τι ωθεί το ΚΚΕ να επανέρχεται σήμερα στα επιχειρήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, να αμφισβητεί τον δοκιμασμένο ορισμό που αυτή έδωσε και να υποστηρίζει ότι η τακτική του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου ήταν λάθος; Πρόσφατα, το ΚΚΕ δημοσίευσε και σχετικό βίντεο με το ίδιο μήνυμα: «Solidnet | Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σύγχρονο Βίντεο του ΚΚΕ «Ιστορικά Συμπεράσματα για τα Αντιφασιστικά Μέτωπα. Σύγχρονη Πάλη Ενάντια στον Φασισμό (Αγγλικά, Ρωσικά).»

Πιστεύουμε ότι υπάρχουν αρκετά κίνητρα πίσω από αυτή την κατεύθυνση. Πρώτον, η ηγεσία του ΚΚΕ επιμένει σε μια μακροχρόνια αλλά λανθασμένη ιδεολογική γραμμή. Οι κομμουνιστές σε όλο τον κόσμο γνωρίζουν καλά αυτήν τη «θεωρητική καινοτομία» του ΚΚΕ, σύμφωνα με την οποία σχεδόν όλα τα καπιταλιστικά κράτη στην εποχή του ιμπεριαλισμού είναι ιμπεριαλιστικά λόγω της καθολικής κυριαρχίας των μονοπωλίων (η λεγόμενη «θεωρία της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας»). Το ΚΚΕ δεν φαίνεται να αποθαρρύνεται ούτε από το γεγονός ότι ο Λένιν μιλούσε ανοιχτά για μια «χούφτα ιμπεριαλιστικών κρατών» που λεηλατούν τον υπόλοιπο κόσμο.

Στο πλαίσιο αυτού του παλιού και ατεκμηρίωτου δόγματος, η Ι.Ε.  του ΚΚΕ φτάνει σήμερα στο σημείο να υποστηρίζει ότι όλα τα καπιταλιστικά κράτη (τα οποία θεωρούν ιμπεριαλιστικά) είναι εν δυνάμει έτοιμα να μετατραπούν σε φασιστικά. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την επιθυμία της ηγεσίας του ΚΚΕ να διαχωρίσει όλα τα καπιταλιστικά κράτη σε αστικοδημοκρατικά και φασιστικά;

Κατά τη γνώμη μας, οι σύντροφοι αποτυγχάνουν να διακρίνουν τον φασισμό στην εξουσία από την εμφάνιση στοιχείων φασιστικής ιδεολογίας ή πολιτικής. Το πρώτο φαινόμενο εξηγείται επαρκώς από τον ορισμό που έδωσε η Κομμουνιστική Διεθνής. Το δεύτερο, σε έναν βαθμό και με διάφορες μορφές, χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο σχεδόν όλα τα αστικά κράτη.

Όπως σημείωνε το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, «σήμερα οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικών χωρών δεν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και τον φασισμό». Είναι φυσικό ότι οι συνθήκες πάλης της εργατικής τάξης είναι πιο ευνοϊκές υπό το καθεστώς της (όποιας) δημοκρατίας. Ωστόσο, οι Έλληνες σύντροφοι παραμερίζουν απλώς αυτό το επιχείρημα. Αν ακολουθήσει κανείς τη λογική της ηγεσίας του ΚΚΕ, τότε όχι μόνο τα κράτη που διαθέτουν μια ανοιχτά τρομοκρατική δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου (όπως ορίζει ο Ντιμιτρόφ τον φασισμό), αλλά όλες οι ιμπεριαλιστικές χώρες, στις οποίες παρατηρούνται στοιχεία φασιστικής ιδεολογίας ή πολιτικής, πρέπει να θεωρούνται φασιστικές.

Έτσι, η έννοια του φασισμού αποδυναμώνεται και εκφυλίζεται, μετατρεπόμενη σχεδόν σε συνώνυμο του καπιταλισμού, και γίνεται εφαρμόσιμη σε κάθε αστικό καθεστώς, ανεξαρτήτως αν αυτό εκδηλώνεται ή όχι ως ανοιχτά τρομοκρατικό. Η χρήση αυτής της προβληματικής μεθόδου είναι εξαιρετικά επικίνδυνη: καθαρόαιμοι φασίστες, όπως στην Ουκρανία, μπορούν να παρουσιάζονται ως «νέα εθνικά κινήματα», ενώ κάθε καπιταλιστική χώρα μπορεί αυθαίρετα να κατηγορηθεί ως φασιστική. Με τέτοια «λογική», βλέπουμε ότι από την πλευρά του Μαρξιστικού-Λενινιστικού Κόμματος της Γερμανίας, το καθεστώς Άσαντ στη Συρία χαρακτηρίστηκε ως φασιστική δικτατορία, ενώ η βίαιη ανατροπή του από ισλαμιστές θεωρήθηκε… προοδευτική δημοκρατική επανάσταση. Αντίστοιχα, ορισμένα «αριστερίζοντα» στοιχεία κατηγορούν τον Λουκασένκο στη Λευκορωσία ως δικτάτορα και ως διολισθαίνοντα προς τον φασισμό — όπως ο Ζελένσκι.

Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο κίνητρο που ωθεί την Ι.Ε. του ΚΚΕ. Το σημερινό ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα προσπαθεί να οργανώσει το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, για το οποίο του αξίζουν ευχαριστίες. Από την άλλη πλευρά, αφού έλαβαν εύλογα συγχαρητήρια για την οργάνωση αρκετών συναντήσεων Solidnet κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, ως αναγνώριση της θεωρητικής τους ευφυΐας, άρχισαν να δείχνουν σημάδια μη ανοχής στις απόψεις των άλλων, μια μορφή κομμουνιστικής αλαζονείας, όταν οι σύντροφοι αποφασίζουν μονομερώς ποιος έχει δίκιο και ποιος πλανάται, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις αντιρρήσεις και τις εναλλακτικές απόψεις. Παρατηρήθηκαν προσπάθειες υποταγής του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Σε ένα σημείο, οι ηγέτες του ΚΚΕ άρχισαν να θεωρούν τον εαυτό τους «πρώτο μεταξύ ίσων», ξεχνώντας την ισότητα και επιδιώκοντας να συγκεντρώσουν δορυφόρους. Οι ηγέτες του ΚΚΕ απαιτούν απλώς από τα κομμουνιστικά κόμματα διάφορων χωρών να σταματήσουν να αμφισβητούν τη χρησιμότητα της ιδεολογικής τους αλχημείας. Αν ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός από όλες τις πλευρές και όλοι οι συμμετέχοντες είναι φασίστες, τότε δεν μπορεί να υπάρχουν ειδικές μέθοδοι πάλης ενάντια στον πραγματικό ζωντανό φασισμό. Το ΚΚΕ επαναλαμβάνει ότι μόνο η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές είναι ικανοί να αγωνιστούν ενάντια στον φασισμό και τον καπιταλισμό (παραπέμποντας στον Μπέρτολντ Μπρεχτ). Αλλά αν η εργατική τάξη σε κάποια χώρα δεν είναι ακόμη έτοιμη για ευρεία ανεξάρτητη δράση και οι κομμουνιστές δεν έχουν ακόμα κερδίσει την υποστήριξη των εργατικών μαζών, το ΚΚΕ δεν βλέπει κανένα λόγο να ενώσει τις διάφορες αντιφασιστικές δυνάμεις στον αγώνα ενάντια στην κύρια πηγή του κινδύνου και το λίκνο του φασισμού. Έτσι, οι θεωρητικοί του ΚΚΕ προωθούν ουσιαστικά μια στάση αναμονής, ακόμη και όταν υπάρχει σαφής αίσθηση του κινδύνου του φασισμού (σύμφωνα με τον ορισμό του Ντιμιτρόφ). Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τους Έλληνες θεωρητικούς (που θεωρούν την Κίνα και τις ΗΠΑ εξίσου ιμπεριαλιστικές), οι αντιφασίστες πρέπει να περιμένουν τη στιγμή που οι εργάτες θα ξεσηκωθούν και θα σαρώσουν τον καπιταλισμό στην Κίνα και τις ΗΠΑ, και τότε ο φασισμός δεν θα υπάρχει πια, και δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος.

Δέχεσαι επίθεση από φασίστες; Η κομμουνιστική ιδεολογία είναι απαγορευμένη, η μητρική γλώσσα καταστέλλεται, οι αντίπαλοι σκοτώνονται μαζικά και καίγονται ζωντανοί; Λοιπόν, σύμφωνα με όσους αμφισβητούν τις τακτικές της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η δημιουργία κοινού μετώπου ενάντια στην καφέ πανούκλα δεν έχει πολλές ελπίδες επιτυχίας. Υποτίθεται ότι πρέπει να περιμένουμε μέχρι να είναι έτοιμο το προλεταριάτο για επανάσταση. Αν τώρα αντισταθείς στον φασισμό, αν τον πολεμάς και αναζητάς αντιφασιστικούς συμμάχους σε άλλους πολιτικούς χώρους (δηλαδή όχι μόνο ανάμεσα στους κομμουνιστές), τότε το ΚΚΕ θα σε χαρακτηρίσει αμέσως εθνικιστή-σοβινιστή και ακόμη και συνεργό του ιμπεριαλισμού. Κι όμως, ο Λένιν ήδη στην εποχή του έλεγε: «Η άρνηση οποιασδήποτε δυνατότητας εθνικών πολέμων υπό τον ιμπεριαλισμό είναι θεωρητικά λανθασμένη, ιστορικά πασιφανώς εσφαλμένη, και πρακτικά ισοδυναμεί με ευρωπαϊκό σοβινισμό…»[1].

Το ΚΚΕ ως τροχοπέδη στον αγώνα κατά του φασισμού

Στην πράξη, όλα αυτά αναδεικνύονται από την κατάσταση γύρω από την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση (ΕΣΕ), την στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας (στην πραγματικότητα η Ουκρανία υποστηρίζεται από τον ιμπεριαλιστικό Δυτικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, μέλους του ΝΑΤΟ). Το Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα υπήρξε πάντα έντονα κριτικό απέναντι στο αστικό καθεστώς που έχει διαμορφωθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ωστόσο, έχουμε απαιτήσει να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις και να παραδεχτεί ότι, αντικειμενικά, μέχρι στιγμής μόνο αυτό το καθεστώς μπόρεσε το 2014 να οπλίσει τους αντιφασίστες στο Ντονμπάς, και το 2022 δέσμευσε τον στρατό του να αντιπαλέψει τον ουκρανικό Μπαντεροφασισμό, ο οποίος είναι στην ουσία μαριονέτα του δυτικού ιμπεριαλιστικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Χωρίς τη βοήθεια της αστικής Ρωσίας προς το αντιστεκόμενο Ντονμπάς, οι ναζιστές ταγματασφαλίτες θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν εκπληρώσει την υπόσχεσή τους «θα σας εξοντώσουμε όλους». Η εμπειρία της Οδησσού και οι κατασταλτικές ενέργειες στο Ντονμπάς δεν αφήνουν αμφιβολίες για τη σοβαρότητα των προθέσεών τους.

Η σημερινή Ουκρανία υπό τον Ζελένσκι είναι προφανώς μια φασιστική χώρα (σύμφωνα με τον επιστημονικό ορισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Πράγματι, οι πολιτικοί ηγέτες της Ουκρανίας παραδέχονται ανοιχτά ότι είναι οπαδοί του Μπαντέρα και του Σουχεβίτς, συμμάχων του Χίτλερ. Χορηγός του φασισμού σε αυτή την περίπτωση είναι το δυτικό χρηματιστικό κεφάλαιο. Η χώρα βρίσκεται στα χέρια των «ταγμάτων εφόδου», («περιφερειακά κέντρα στρατολόγησης»), των τραμπούκων του «Αζόφ» και άλλων φανατικών εθνικιστών, όλες οι κομμουνιστικές και εργατικές οργανώσεις έχουν απαγορευτεί, τα σοβιετικά και κομμουνιστικά σύμβολα έχουν τεθεί εκτός νόμου και η ρωσική γλώσσα έχει ουσιαστικά απαγορευτεί. Μια ολόκληρη θρησκευτική ομολογία, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, υφίσταται σοβαρότατες διακρίσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία για τον ανοιχτά τρομοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος Ζελένσκι. Παρατηρούνται επίσης εκδηλώσεις φασισμού στην ιδεολογία και την πολιτική στη σύγχρονη καπιταλιστική Ρωσία. Ωστόσο, μέχρι στιγμής πρόκειται για σποραδικές εκδηλώσεις που δεν έχουν εξελιχθεί σε κρατική πολιτική. Οι κομμουνιστές λειτουργούν νόμιμα, το εργατικό κίνημα υπάρχει (αν και μόνο σε εμβρυακή μορφή), τα μνημεία του Λένιν δεν κατεδαφίζονται μαζικά. Δεν υπάρχει φυλετικός, γλωσσικός ή θρησκευτικός διαχωρισμός στην κρατική πολιτική (αν και μεμονωμένα περιστατικά δεν είναι σπάνια). Το χρηματιστικό κεφάλαιο στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν παίρνει ανοιχτά τρομοκρατική μορφή κυριαρχίας, προφανώς γιατί δεν το θεωρεί αναγκαίο. Επιπλέον, η Ρωσική Ομοσπονδία, παρά την επιθυμία της κυρίαρχης τάξης να ευθυγραμμιστεί με τις ηγετικές δυτικές χώρες, διεξάγει την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση για να αποτρέψει μια στρατιωτική ήττα της Ρωσίας, για να αποδείξει ότι η ρωσική αστική τάξη είναι ικανή να εκμεταλλευτεί η ίδια τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους της χώρας και επιθυμεί να κάνει εμπόριο χωρίς κυρώσεις και περιορισμούς. Έτσι, η ΕΣΕ εκτελεί μια θετική προστατευτική λειτουργία, αφού η αποσύνθεση της Ρωσίας σίγουρα δεν συμφέρει την εργατική τάξη της Ρωσίας και του κόσμου. Παρά όλα αυτά, η Ρωσική Ομοσπονδία αποτελεί πραγματική αστική δικτατορία (με τη μορφή περιορισμένης αστικής δημοκρατίας). Όμως το να αντιταχθεί κανείς στις ενέργειές της για βοήθεια στο Ντονμπάς και την καταστολή του φασισμού στην Ουκρανία σημαίνει να βοηθά τους ναζί.

Ωστόσο, η Ι.Ε. του ΚΚΕ διαφωνεί με αυτή την αξιολόγηση της Ρωσίας. Καταγράφει σχολαστικά μια σειρά από ανησυχητικά φαινόμενα (από την επίσημη προώθηση των αντιδραστικών συγγραφέων Σολζενίτσιν και Ιλίν, μέχρι την παρουσία στο μέτωπο της εθνικιστικής Ομάδας Διείσδυσης και Αναγνώρισης «Ρούσιτς»). Αυτό αποτελεί μια προσπάθεια να εξισωθούν η Ουκρανία και η Ρωσία ως ουσιαστικά παρόμοια καθεστώτα. Με άλλα λόγια, η Ι.Ε. του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος δεν διακρίνει την κρατική πολιτική από τις φασιστικές τάσεις στην ιδεολογία και την πολιτική, οι οποίες υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα αστικά κράτη.

Τέτοιες εκτιμήσεις δεν θα έχαιραν ιδιαίτερης εκτιμήσεως από τους πολίτες του Ντονμπάς, οι οποίοι δέχονται πυρά από την Ουκρανία του Μπαντέρα με διάφορα όπλα από το 2014, όταν πραγματοποίησαν μια αντιφασιστική εξέγερση, της οποίας ο πυρήνας σχηματίστηκε από την εργατική τάξη, τους χειριστές τρακτέρ και τους ανθρακωρύχους. Ωστόσο, η αγνόηση των παθημάτων των λαών της πρώην ΕΣΣΔ είναι της μόδας μεταξύ των δυτικών πολιτικών, των οποίων οι ενέργειες χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο από την επιθυμία να πάρουν εκδίκηση για την ήττα τους από την ΕΣΣΔ το 1945. Είναι παράξενο ότι οι σύγχρονοι ηγέτες του ΚΚΕ βρέθηκαν ανάμεσα σε αυτούς τους πολιτικούς.

Οι ηγέτες του ΚΚΕ θεωρούν τη συνεχιζόμενη στρατιωτική σύγκρουση απλώς ως ένα να επρόκειτο για μία «μεταξύ ιμπεριαλιστών» και βλέπουν τους στόχους της Ρωσίας ως εξίσου αρπακτικούς με αυτούς των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αγνοούν το γεγονός ότι η καπιταλιστική Ρωσία υφίσταται τεράστιες ζημιές από τις δυτικές κυρώσεις και ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου (υπό πολύ μυστηριώδεις συνθήκες) έχασε τους αγωγούς Nord Stream, που αποτελούσαν την κύρια πηγή εισοδήματος για τους Ρώσους ολιγάρχες και τον προϋπολογισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ακόμη πιο αινιγματικό είναι το ότι οι αναλυτές του ΚΚΕ, που αυτοχαρακτηρίζονται ως αντιιμπεριαλιστές, κλείνουν τα μάτια στην επέκταση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην αγορά της ΕΕ, στη ζημιά που προκαλείται στην οικονομία και επομένως στα συμφέροντα της εργατικής τάξης των ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι, οι ΗΠΑ και η ΕΕ ασκούν πίεση και καταφεύγουν σε βίαιες μεθόδους έναντι της Ρωσίας εδώ και πολύ καιρό, και οι πραγματικοί στόχοι αυτής της πίεσης δεν είναι μυστικό. Μυστικό είναι το γιατί οι ηγέτες του ΚΚΕ αρνούνται να το δουν.

Το ΚΕΚΡ (Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας) πιστεύει ότι η ρωσική αστική τάξη, η οποία εξακολουθεί να τρέφει ιμπεριαλιστικές φαντασιώσεις, μάχεται σε αυτή την εν εξελίξει σύγκρουση για την επιβίωσή της και δεν θέλει να δει τη χώρα της διαμελισμένη και υποβιβασμένη σε ημικατεχόμενη αποικία ή εξαρτημένη. Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης των ιμπεριαλιστικών χωρών έχουν επανειλημμένα προτείνει ότι η Ρωσία πρέπει να διαμελιστεί σε αρκετά κομμάτια ώστε να διευκολυνθεί η υποταγή και η εκμετάλλευσή της. Γι’ αυτό το λόγο το αστικό καθεστώς στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει τη Δύση, η οποία έχει ξεκινήσει τη δημιουργία φασιστικού καθεστώτος στην Ουκρανία με σκοπό να ασκήσει πίεση στη Ρωσία και να την αποδυναμώσει. Παράλληλα, η ρωσική αστική τάξη εξαναγκάζεται να στηρίξει τους λαούς του Ντονμπάς και της Ουκρανίας στον αγώνα τους για απελευθέρωση από το φασιστικό ζυγό τύπου Μπαντέρα. Οι εργαζόμενοι της Ρωσίας γενικά υποστηρίζουν τους αντιφασιστικούς στόχους της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης, αναγνωρίζοντας ότι μια επιστροφή της χώρας σε καθεστώς εξάρτησης (όπως τη δεκαετία του 1990) και ο διαμελισμός της θα ήταν καταστροφικοί και θα αποτελούσαν θανάσιμο κίνδυνο για ολόκληρο τον λαό.

Το 2014 μια προλεταριακή επανάσταση στην ανατολική Ουκρανία ήταν αδύνατη για αντικειμενικούς λόγους, καθώς η εργατική τάξη της περιοχής δεν είχε ακόμη ωριμάσει αρκετά ώστε να δράσει αυτόνομα με σοσιαλιστικά συνθήματα. Ωστόσο, οι εργάτες του Ντονμπάς και οι κομμουνιστές κατάφεραν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με διάφορες άλλες αστικές, ορθόδοξες και ακόμα και φιλομοναρχικές αντιφασιστικές δυνάμεις και να αποκρούσουν την επίθεση των τιμωρητικών δυνάμεων του Μπαντέρα. Αυθόρμητα, επιστρατεύτηκε η δοκιμασμένη τακτική των λαϊκών μετώπων — κοινή δράση ενάντια στον φασισμό. Η τακτική αυτή απέδειξε την αξία της στις νέες συνθήκες του 21ου αιώνα· οι δυνάμεις του Μπαντέρα απέτυχαν να καταστρέψουν τις λαϊκές δημοκρατίες, οι οποίες εμπόδισαν τον γρήγορο εκφασισμό.

Κι όμως, αυτή η ζωντανή, μαχητική αντιφασιστική αντίσταση, που αποτελεί σωτηρία για τους λαούς, καταδικάζεται από την Ι.Ε.  του ΚΚΕ, η οποία θεωρείτη δημιουργία λαϊκών μετώπων αδιέξοδο και ουσιαστικά καλούν όσους επιθυμούν να αγωνιστούν ενάντια στον φασισμό να περιμένουν την εμφάνιση μιας «πεντακάθαρης» επαναστατικής κατάστασης, προκειμένου να πραγματοποιήσουν ένα υποδειγματικό προλεταριακό ξεσηκωμό που θα σαρώσει τον καπιταλισμό μαζί με όλα τα φασιστικά του γνωρίσματα. Μεταφορικά μιλώντας, οι θεωρητικοί του ΚΚΕ, που έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, επικαλούμενοι τις ανεπιτυχείς εφαρμογές της τακτικής των λαϊκών μετώπων σε ορισμένες χώρες — κυρίως στην Ελλάδα — αρνούνται την ίδια την ιδέα του κοινού μετώπου. Στην ουσία απορρίπτουν τη λενινιστική θεωρία των συμμαχιών και την αξιοποίηση των ρωγμών στο στρατόπεδο του καπιταλισμού. Σήμερα, η Ι.Ε.  του ΚΚΕ φτάνει στο σημείο να υπονοεί ότι πρέπει να περιμένουμε να ξεσπάσουν οι επαναστάσεις στις ΗΠΑ και στην Κίνα. Αξίζει, άραγε, μια τέτοια αναμονή;

Από ιστορική σκοπιά, η Κομιντέρν νίκησε στον πόλεμο (1939–1945) ενάντια στο φασιστικό Σύμφωνο Αντικομιντέρν. Ωστόσο, κατά την άποψη των ειδικών του ΚΚΕ, η Κομιντέρν δεν ενήργησε σωστά. Οι απόψεις των Ελλήνων αντιπάλων μας μοιάζουν σε ορισμένα σημεία με εκείνες των Ρώσων αντισοβιετικών: υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος κερδήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά αυτό δεν είχε καμία σχέση με τον σοσιαλισμό, καθώς ο λαός πολέμησε απλώς για την Πατρίδα του. Αν ακούσει κανείς τους Έλληνες συντρόφους, η Κομιντέρν νίκησε, αλλά νίκησε παρά τις «εσφαλμένες» τακτικές της δημιουργίας λαϊκών αντιφασιστικών μετώπων. Εμείς, τα μέλη του ΚΕΚΡ, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μια τέτοια αντίληψη του μαρξισμού ως μια νοσηρή παρωδία του μαρξισμού, ως μια τακτική επαναστατικής ρητορείας και μια στρατηγική δικαιολόγησης της υποχώρησης χωρίς αγώνα απέναντι στην πιο ξεδιάντροπη ιμπεριαλιστική αντίδραση.

Ερωτήματα που εκκρεμούν εδώ και χρόνια

Δεν θεωρούμε την Ι.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) ανόητη, που δεν καταλαβαίνει τις συνέπειες των ιδεολογικών της επιχειρημάτων. Καταβάλλονται έντονες προσπάθειες ώστε το προλεταριάτο, το οποίο έχει ανάγκη από οργανωτική βοήθεια εδώ και τώρα, να αδυνατίσει την άμυνά του. Γιατί το ΚΚΕ ζητά από τους λαούς να κρατήσουν αποστάσεις από τον άμεσο, υπαρκτό αντιφασιστικό αγώνα, τη στιγμή που εμφανίζονται στο πεδίο ευρύτερες αντιφασιστικές δυνάμεις; Δεν καταλαβαίνει η ηγεσία του ΚΚΕ ότι οι κομμουνιστές και το εργατικό κίνημα θα βρίσκονταν σε εκατό φορές καλύτερη θέση μέσα στις συνθήκες μιας, έστω και ακρωτηριασμένης και συνεχώς συρρικνούμενης, αστικής δημοκρατίας και στη νόμιμη δημόσια σφαίρα, παρά κάτω από φασιστικά καθεστώτα, στα δάση και την παρανομία, χωρίς ευρεία πρόσβαση στους εργάτες; Γιατί το κόμμα αυτό, που λειτουργεί νομίμως σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ — αυτού του ιμπεριαλιστικού μπλοκ — και που έχει το «πράσινο φως» από την κυρίαρχη τάξη της χώρας του να δρα πολιτικά και οικονομικά, να εκλέγεται όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, επιχειρεί να ελέγξει το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, απορρίπτοντας με αλαζονεία κάθε κριτική, ορίζοντας τους συμμάχους του ως τους μοναδικά σωστούς κομμουνιστές και λαμβάνοντας μέτρα που διασπούν τα κόμματα που δεν του είναι αρεστά;

Γιατί αποφεύγει τη θεωρητική συζήτηση και πετά απλώς έξω από τη συντακτική επιτροπή της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης τα κόμματα που εκφράζουν διαφωνίες; Τι δίνει στο ΚΚΕ το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του ηγέτη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος; Του έχει προσφέρει, άραγε, η πρόσφατη ιστορία (το τελευταίο τέταρτο του αιώνα) κάποιες αντικειμενικές προϋποθέσεις για πρόωρη επανάσταση; Κανείς δεν έχει ακούσει κάτι τέτοιο. Το θεωρητικό ερώτημα «Είναι δυνατή η επανάσταση στην Ελλάδα ως μεμονωμένη χώρα;» παραμένει ανοιχτό.

Το ΚΕΚΡ έχει διαπιστώσει επανειλημμένα καθυστερήσεις στη δημοσίευση των υλικών του κόμματος στο διεθνές μέσο Solidnet. Το ΚΕΚΡ γνωρίζει την πολιτική και υλική υποστήριξη που το ΚΚΕ έχει προσφέρει σε υπόπτους, πρώην μέλη του κόμματός μας, τα οποία πριν μερικά χρόνια προσπάθησαν να καταλάβουν τις διαδικτυακές πλατφόρμες του κόμματός μας. Παρατηρούμε ότι το ΚΚΕ αντιμετωπίζει με παρόμοιο τρόπο και άλλα κόμματα.

Μήπως η Ι.Ε. του ΚΚΕ υπερεκτιμά τις δυνατότητές της, θεωρώντας το κόμμα της ως αδιαμφισβήτητο διαιτητή που κολλάει ετικέτες και αποβάλλει ανεπιθύμητους από διεθνείς οργανώσεις; Ή μήπως οι ηγέτες του ΚΚΕ έχουν μετατρέψει τις αντιπολιτευτικές τους δραστηριότητες σε τρόπο ύπαρξης μέσα στην αστική κοινωνία; Κηρύσσοντας σε ένα διαμαρτυρόμενο εκλογικό σώμα, εξασφαλίζοντας επικοινωνία και διαμαρτυρίες δυσαρεστημένων, αλλά χωρίς να τολμούν να αμφισβητήσουν την ουσία του ιμπεριαλισμού από φόβο αντιποίνων.

Ναι, όλα αυτά προκαλούν πολλά ερωτήματα.

Κάποιος θα ήθελε να ελπίζει ότι υπάρχουν υγιείς δυνάμεις μέσα στο ΚΚΕ που θα βάλουν τέλος σε αυτήν την διογκούμενη πολιτική αλχημεία, η οποία προκαλεί σοβαρή ζημιά στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.

Επιστρέφοντας στην αρχή αυτού του άρθρου, ας θυμηθούμε ότι οι Έλληνες σύντροφοι δεν παραβρέθηκαν στο Αντιφασιστικό Φόρουμ. Πρώτον, επειδή διεξήχθη στην «πρωτεύουσα μιας καπιταλιστικής χώρας της οποίας η ηγεσία συμμετέχει ανοιχτά σε πόλεμο και χρησιμοποιεί τον αντιφασισμό ως κάλυψη». Και δεύτερον, επειδή διαφωνούν με τα βασικά συμπεράσματα του Φόρουμ.

Το ΚΕΚΡ, επίσης, έχει σοβαρές διαφορές με το KKΡΟ και με την Πλατφόρμα όσον αφορά την αξιολόγηση των γεγονότων και τον ρόλο της Ρωσίας και της Κίνας στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, αλλά θεώρησε καθήκον του να συμμετάσχει στο Φόρουμ και να εκφράσει την μαρξιστική οπτική στους συντρόφους στον κοινό αγώνα.

Οι Έλληνες σύντροφοι απέφυγαν τον αγώνα. Έλειψαν χαρακτηριστικά ανάμεσα στους αντιφασίστες, όπως και στον συνεχιζόμενο πόλεμο στο Ντονμπάς. Εκεί θα αντιμετώπιζαν ζωντανούς φασίστες, με τους οποίους μάχονται οι σύντροφοί μας, αλλά οι Έλληνες σύντροφοι δεν είναι εκεί. Θεωρούν ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται με τον σωστό τρόπο.

Ίσως υπάρχει κάτι λάθος στον τρόπο που διεξάγεται, αλλά η αποφυγή του αγώνα ενάντια στον φασισμό είναι ακόμα μεγαλύτερο λάθος. Για τους κομμουνιστές, αυτό είναι ντροπή.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας