Από την αρχή της χρονιάς, η Ελλάδα μετρά ήδη 454.000 στρέμματα καμένα μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Πρόκειται για την πέμπτη χειρότερη χρονιά των τελευταίων δύο δεκαετιών, πίσω μόνο από τις τεράστιες καταστροφές του 2007, του 2023, του 2021 και του 2012. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η εικόνα είναι ακόμα πιο ζοφερή, με 9 εκατομμύρια στρέμματα να έχουν γίνει στάχτη. Μόνο στην Ισπανία οι καμένες εκτάσεις ξεπερνούν τα 3,5 εκατομμύρια. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλώς ανησυχητικά, είναι αποκαλυπτικά για τις τεράστιες ευθύνες που βαραίνουν τις κυβερνήσεις και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το αφήγημα περί «ακραίων καιρικών φαινομένων» δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι το κλίμα έχει ήδη αλλάξει και ότι τέτοια φαινόμενα πλέον εμφανίζονται με κανονικότητα. Σε αυτές τις συνθήκες θα περίμενε κανείς ότι οι κυβερνήσεις θα ενίσχυαν αποφασιστικά την πρόληψη, τη δασοπροστασία, την πολιτική προστασία συνολικά. Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το αντίθετο μάλιστα. Σε συνθήκες στρατιωτικοποιημένης οικονομίας οι λαϊκές ανάγκες μπαίνουν στον προκρούστη των περικοπών και της λιτότητας, ώστε να περισσεύουν πόροι για πολεμικούς εξοπλισμούς και για τη θωράκιση των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων.
Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια στιγμή που καίγονται τα δάση, συζητιέται η φημολογούμενη προμήθεια αμερικανικών οπλικών συστημάτων ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την «ειρήνη στην Ουκρανία». Τα χρήματα αυτά θα βγουν από τα ταμεία των κρατών μελών της ΕΕ, δηλαδή από τις ίδιες κοινωνίες που βλέπουν τις ζωές τους και το περιβάλλον τους να παραδίδονται στις φλόγες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σε μια τέτοια κατεύθυνση στρατιωτικοποιημένης οικονομίας, μια πραγματική αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας και πρόληψης δεν πρόκειται να γίνει.
Η καταστροφή των δασών δεν είναι μια φυσική αναπόφευκτη καταστροφή. Είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που μετρά την αξία του φυσικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής με όρους κόστους και κέρδους. Είναι το αποτέλεσμα της στρατηγικής που ακολουθείται εδώ και χρόνια από την ΕΕ και τις εκάστοτε κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Η γη και τα δάση παραδίδονται στην εμπορευματοποίηση, ενώ οι υπηρεσίες δασοπροστασίας και πυροπροστασίας αποψιλώνονται από προσωπικό και υποδομές. Οι δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς πολλαπλασιάζονται, ενώ τα κονδύλια για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των καταστροφών παραμένουν καθηλωμένα.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η διέξοδος δεν μπορεί να βρεθεί σε διαχειριστικές αυταπάτες. Χρειάζεται να δυναμώσει ο αγώνας των εργαζομένων και του λαού για να μπουν μπροστά οι δικές μας ανάγκες. Να διεκδικήσουμε πολιτική προστασία με επαρκή στελέχωση και εξοπλισμό, πρόληψη που να προστατεύει τις ζωές μας και το περιβάλλον, σχεδιασμό που να υπηρετεί την κοινωνία και όχι την κερδοφορία μονοπολιακών ομίλων.
Οι φωτιές που κάθε καλοκαίρι αφήνουν πίσω τους καμένη γη είναι ο καθρέφτης ενός συστήματος θυσιάζει τον λαό και τη φύση για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Μόνο με οργανωμένο, μαχητικό κίνημα μπορεί να αλλάξει η πορεία, ώστε να ζήσουμε σε μια κοινωνία που θα προστατεύει τη ζωή και το περιβάλλον και όχι τα κέρδη των λίγων.