Εργατικός Αγώνας

Το παραγωγικό μοντέλο, οι μεταρρυθμίσεις και η πάλη για το σοσιαλισμό

Σε πρόσφατο φύλλο του ο Ριζοσπάστης φιλοξένησε άρθρο στελέχους του ΚΚΕ με τίτλο “Για τη γερασμένη συζήτηση σχετικά με το νέο παραγωγικό μοντέλο”. Το θέμα είναι σημαντικό όπως και η αντιμετώπισή του από τον αρθρογράφο (Γρηγόρης Λιονής, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ) είναι ενδεικτική του τρόπου σκέψης του και της πολιτικής που χαράσσει η εφημερίδα και το ΚΚΕ.

Ο αρθρογράφος ανακατώνει όλες τις απόψεις για το θέμα στην ίδια κατσαρόλα έτσι ώστε να είναι γιαυτόν πολύ πιο εύκολο να τις αντιμετωπίσει και να καταλήξει ότι η άποψή του είναι ορθή.

1. Δεν θεωρεί καθόλου ο αρθρογράφος πρόβλημα την, σχεδόν, εκμηδένιση της αγροτικής οικονομίας και συρρίκνωση της μεταποίησης καθώς και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Αντίθετα τις θεωρεί φυσιολογική εξέλιξη από την οποία η χώρα, όσο το κεφάλαιο κυβερνά, πρέπει να περάσει και οι εργαζόμενοι να υφίστανται  τις σοβαρές συνέπειες.

Συγκεκριμένα τονίζει ότι “ Το παραγωγικό μοντέλο δεν οφείλεται σε αυθαίρετες πολιτικές επιλογές. Το κεφάλαιο επενδύει σε τουρισμό, μεταφορές και εγκατάσταση ΑΠΕ γιατί είναι οι πιο κερδοφόροι γιατί είναι οι κλάδοι που εδώ έχουν τη μεγαλύτερη κερδοφορία. Για αυτό και στον καπιταλισμό οι επενδύσεις στους κλάδους αυτούς θα συνεχιστούν όσο το κέρδος είναι συγκριτικά μεγαλύτερο”. Έτσι απλά, το κεφάλαιο σε κάθε χώρα και πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα μόνο του αποφασίζει που θα επενδύσει με βάση τη μεγαλύτερη κερδοφορία. Άλλοι παράγοντες δεν επιδρούν, όπως το κράτος, οι  συμμαχίες της χώρας και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτές. Η αντίληψη αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να ταιριάξει στον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού του 19ου αιώνα. Όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει βαθιά από τότε.

Η αντίληψη – καπιταλισμό έχουμε, αστικό είναι το κράτος, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του κεφαλαίου υπηρετεί – είναι μια τεράστια αφαίρεση ως προς το ρόλο του κράτους και τη θέση και το χαρακτήρα της χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Το ΚΚΕ, που κατά τη σημερινή ηγεσία του πορεύονταν σε λάθος δρόμο,  ήδη από την εποχή της σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ, περισσότερο από την ένταξη σε αυτή και  σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και το Ευρώ, προειδοποιούσε ότι  οι εργαζόμενοι της χώρας θα μετατραπούν σε γκαρσόνια της Ευρώπης. Με τόσο απλό τρόπο περιέγραφε την προοπτική της χώρας εντός της ΕΕ. Όχι γιατί είχε μαντικές ικανότητες αλλά γιατί εφαρμόζοντας τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού  γνώριζε ποιες σχέσεις διαμορφώνονται εντός  της ΕΟΚ-ΕΕ και ποια  είναι θέση της χώρας.

Η Ελλάδα δεν συμμετέχει με ισότιμους όρους στην ΕΕ εκτός και αν κάποιος δεχθεί ότι  οι ισχυρισμοί Σημίτη πως  η χώρα συμμετέχει ισότιμα στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα της ΕΕ είναι πραγματικοί. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει. Η χώρα μας συμμετέχει ως εξαρτημένη χώρα –  οικονομικά και πολιτικά. Οι πολυεθνικές  των χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης ΕΕ διαμόρφωσαν ένα καταμερισμό εργασίας σχετικά με το ποιοι κλάδοι και σε ποια χώρα θα αναπτυχθούν. Στην Ελλάδα οι πόροι για την ανάπτυξη της οικονομίας θα κατευθυνθούν στον τουρισμό, στις ΑΠΕ, στις μεταφορές. Επίπλέον η χώρα θα αξιοποιηθεί ως ενεργειακός κόμβος. Έτσι οδηγηθήκαμε στην συρρίκνωση, έως εκμηδένιση, της αγροτικής οικονομίας,  σε σοβαρά πλήγματα στη βιομηχανία.  Η Ελλάδα μετατράπηκε σε χώρα παραθερισμού, εξοχικής κατοικίας, ξεπουλήματος της γης,  οικοπεδοποίησης και οικοδομής και γενικού ξεπουλήματος. Η ελληνική ολιγαρχία για τα δικά της συμφέροντα ευθυγραμμίστηκε απολύτως και υπερθεμάτισε. Η Γερμανία και άλλες χώρες αναπτυγμένες  είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα την εκβιομηχάνιση τους, οι οικονομίες τους είχαν ωριμάσει από την άποψη αυτή, όμως για την Ελλάδα κάτι τέτοιο δεν συνέβη, η βιομηχανία αναπτύχθηκε δυναμικά μόνο στις δεκαετίας του 1960-1970 ιδιαίτερα σε ορισμένους κλάδους και είχε μεγάλα περιθώρια ακόμη ανάπτυξης. Το ίδιο  ισχύει για την γεωργία και την κτηνοτροφία.

Η αντίληψη ότι το ελληνικό κεφάλαιο κατά τη βούληση και για το συμφέρον του, χωρίς καμία παρέμβαση, επενδύει στους τομείς της οικονομίας που αποφέρουν κέρδη είναι λανθασμένη. Κατευθύνθηκε στους τομείς της οικονομίας που του έδωσε ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας, τα συμφέροντα δηλαδή των ευρωπαϊκών πολυεθνικών με τα οποία συμπράττει  εθελουσίως η ολιγαρχία της χώρας, εις βάρος των συμφερόντων του ελληνικού λαού και της προοπτικής του.

2. Μια σχετική κλαδική διαφοροποίηση, αναφέρει ο αρθρογράφος, δεν συνιστά νέο παραγωγικό μοντέλο αφού δεν αλλάζουν οι ουσιαστικοί όροι της καπιταλιστικής παραγωγής και η ανάγκη ολοένα και μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Μάλιστα η παραγωγική ανασυγκρότηση θα αξιοποιηθεί για να δικαιολογηθούν ο νέος γύρος επίθεσης στους εργαζόμενους και τα μεγάλα πακέτα στήριξης το κεφαλαίου … αποτελεί εργαλείο χειραγώγησης των εργαζομένων την επόμενη μέρα.

Τόσο αφοπλιστικό επιχείρημα, και την ίδια στιγμή ομολογία που κατακεραυνώνει κάθε συζήτηση περί παραγωγικού μοντέλου, ότι δεν αλλάζουν οι βασικοί όροι της καπιταλιστικής παραγωγής και της εκμετάλλευσης της εργασίας. Όμως μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού αλλάζουν οι βασικοί όροι της καπιταλιστικής παραγωγής.  Πριν από αυτή δεν έχουν κανένα νόημα αιτήματα, δράσεις και γενικά συζήτηση για το θέμα αυτό. Περισσότερο θα λειτουργήσουν τα αιτήματα αυτά σε βάρος των εργαζόμενων και θα οδηγήσουν στη χειραγώγηση τους, ενώ παράλληλα αποτελούν έκφραση των αντιθέσεων εντός της αστικής τάξης και υποδαυλίζονται –  υποκινούνται από κλάδους της οικονομίας που δεν ωφελούνται ιδιαίτερα από την πολιτική ανάπτυξης που ακολουθείται. Ενσυνείδητα ή όχι όσοι θέτουν θέμα παραγωγικού μοντέλου συντάσσονται υπέρ του «αδικημένου» τμήματος του κεφαλαίου, κατά τον αρθρογράφο.

Όμως η πορεία ανάπτυξης της χώρας έχει ιδιαίτερα αρνητικές επίπτωσεις. Αυτό πρέπει να αφήσει αδιάφορους τους εργάτες, τους εργαζόμενους, τους κομμουνιστές και τους προοδευτικούς ανθρώπους; Μία χώρα με ελάχιστη αγροτική παραγωγή, συρρικνωμένη  βιομηχανία, γενικά αδύναμη  παραγωγική βάση που για  να θρέψει τον πληθυσμό της εισάγει τα περισσότερα τρόφιμα και με τους κρίσιμους τομείς ελεγχόμενους από τις πολυεθνικές και καταχρεωμένη πώς θα αντιμετωπίσει μία σοβαρή κρίση που ήδη διαφαίνεται;

Οι σχέσεις εργασίας και εκμετάλλευσης είναι βάση για τη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης και πάνω στη βάση αυτή επιδρά η μαρξιστική θεωρία για την ερμηνεία του κόσμου και  την αναγκαιότητα της σοσιαλισμού. Το εργοστάσιο έφερε τα μεγάλα εργατικά κινήματα και τα κομμουνιστικά κόμματα. Οι σχέσεις εργασίας και  εκμετάλλευσης στη βιομηχανία, η γραμμή παραγωγής και αντίστοιχα οι  συνθήκες  στον επισιτισμό και τον τουρισμό – και γενικά στις υπηρεσίες –  δεν έχουν καμία αντιστοιχία. Αυτό δεν πρέπει να απασχολήσει τους κομμουνιστές;

Τι είδους από παραγωγική άποψη χώρα θα παραλάβει η εργατική εξουσία όταν με τον αγώνα του εργατών και του λαού αναδειχθεί – δεν πρέπει να απασχολεί τους κομμουνιστές σήμερα; Μια ενδεχόμενη μεγάλη κρίση που θα πλήξει τη χώρα και γενικότερα,  πως θα αντιμετωπιστεί;

3.  Με παρόμοιο τρόπο το ΚΚΕ τοποθετείται για όλα τα αιτήματα και τους στόχους που άμεσα δεν αμφισβητούν την εξουσία της αστικής τάξης. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την θέση του ότι δημόσιο και ιδιωτικό δεν έχουν καμία διαφορά τη στιγμή που λειτουργούν με όρους αγοράς και είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου το οποίο  με την ίδια άνεση κερδοσκοπεί σε βάρος των εργαζόμενων. Ούτε καν για τα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες που στηρίζουν άμεσα τη ζωή των εργαζομένων, όπως η παιδεία, η υγεία, οι  μεταφορές, η ενέργεια – κανένα θέμα επανακρατικοποίησης τους δεν θέτει. Το αίτημα να περάσουν οι σιδηρόδρομοι στο δημόσιο, να εκσυγχρονιστούν και με λόγο στην ανάπτυξη και τη λειτουργία τους από τους εργαζόμενους και την κοινωνία, θεωρείται από το ΚΚΕ ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος στην πολιτική του κεφαλαίου.

Όμως ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις κατά το Λένιν – και για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα – έχει τεράστια σημασία, αν φυσικά αυτές εντάσσονται σε μία στρατηγική σύγκρουσης με την αστική πολιτική και την αστική κυριαρχία και δεν περιορίζονται σε μια απλή βελτίωση της ζωής των εργαζομένων που συνήθως κινείται στα όρια της ανοχής του κεφαλαίου.

Επί πλέον η προβολή σημαντικών πολιτικών στόχων που η υλοποίησή τους δεν προϋποθέτει άμεσα εργατική εξουσία, όμως την αμφισβητούν σοβαρά την αστική εξουσία και για αυτό απορρίπτονται συλλήβδην από τις κυβερνήσεις και το κεφάλαιο ενώ παράλληλα βρίσκουν πλατιά απήχηση –  κάποιοι πλειοψηφική  στους εργαζόμενους και το λαό – απορρίπτονται από το ΚΚΕ. Για παράδειγμα, το αίτημα απειθαρχίας στις αποφάσεις της ΕΕ στην προοπτική της αποδέσμευσης έχει σημαντική λαϊκή αποδοχή όταν το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης το απορρίπτουν. Το ΚΚΕ μάλιστα έχει κατ’ επανάληψη ισχυριστεί ότι εκτός ευρώ και ΕΕ ο λαός και η χώρα θα καταστραφούν. Το ίδιο ισχύει και για πλήθος άλλων κρίσιμων αιτημάτων, από την άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους ως την αμφισβήτηση του ατλαντικού προσανατολισμού της χώρας, την απομάκρυνση των βάσεων και της εξόδου από το ΝΑΤΟ, της κρατικοποίησης τομέων στρατηγικής σημασίας της οικονομίας την επάνοδο στο δημόσιο ολοκληρωτικά των κοινωνικών αγαθών που παραδόθηκαν στο κεφάλαιο κλπ.

4. Το σύνολο των στόχων αυτών εντός του καπιταλισμού δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα, ούτε καν κάποιοι σημαντικοί. Είναι στόχοι που μπορούν όμως να συνθέσουν πρόγραμμα πάλης, που οι αγώνες στη βάση του μπορούν να δώσουν ορισμένες κατακτήσεις ή να αποσοβήσουν, έστω  μερικώς, επώδυνα για τους εργαζόμενους μέτρα και να εμποδίσουν την  επιδείνωση της ζωής τους, ενώ  θα παροξύνουν την κρίση του συστήματος. Στη βάση αυτών των αγώνων και με την επίδραση της μαρξιστικής θεωρίας θα διαμορφώνεται το κίνημα της επαναστατικής ανατροπής.

Ο άλλος δρόμος είναι η συντήρηση δυνάμεων και η αναμονή της επαναστατικής κρίσης για να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας.  Είναι σαφέστατα δρόμος που δεν μπορεί να συνδέσει τον πολιτικό φορέα και πολύ περισσότερο να επηρεάσει τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.   Η υποστήριξη της γραμμής συμπόρευσης με το κομμουνιστικό κόμμα χωρίς  καμία πολιτική συμμαχιών είναι γραμμή μειοψηφική και δεν μπορεί να διαμορφώσει όρους κατάκτησης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, πολύ περισσότερο της μεγάλης μάζας το μισθωτών και του λαού. Έτσι επιδιώκεται η επανάσταση ως προϊόν της δράσης ενός κόμματος σαφώς μειοψηφικού. Στις σημερινές συνθήκες όπου οι εργάτες είναι οργανωμένοι ή ακολουθούν πολλά κόμματα αυτό απαιτεί πολιτική και κοινωνική συμμαχία προφανώς στη βάση των συμφερόντων των κοινωνικών δυνάμεων και ηγεμονία της εργατικής τάξης. Και από τη στιγμή που δεν διανύουμε περίοδο επαναστατικής εφόδου η τακτική αυτή προσιδιάζει, κατά κάποιον τρόπο, με την πολιτική της Β΄ Διεθνούς, συνεχείς αναφορές στο σοσιαλισμό, χωρίς τη διαμόρφωση των αναγκαίων όρων για αυτόν και απώλεια σημαντικών ευκαιριών σε περιόδους πολιτικής ρευστότητας και κρίσης της  αστικής ηγεμονίας με μετάθεση του στρατηγικού στόχου στο απώτερο μέλλον.

Ο αρθρογράφος επιλέγει τον πιο απλό και γλαφυρό τρόπο για να περιγράψει το δρόμο αυτόν αναφέροντας:

Η συζήτηση για το νέο παραγωγικό μοντέλο είναι παραπλανητική.  Η πραγματικότητα του καπιταλισμού είναι δεδομένη και με μία λέξη αποδίδεται από την εκμετάλλευση. Στον καπιταλισμό νόμος είναι  η παραγωγή υπεραξίας, η νόμιμη κλοπή του εργάτη από τον εργοδότη ανεξάρτητα από κλαδικές διαφοροποιήσεις από την κλαδική ανισομετρία από τις όποιες διεθνείς σχέσεις με άλλες χώρες.  Έτσι ακόμα κι αν  άλλαζαν η κλαδική κατανομή των επενδύσεων του κεφαλαίου και η κλαδική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους δεν θα ήταν πολύ διαφορετική…..Η συζήτηση για νέο παραγωγικό μοντέλο είναι πραγματικά γερασμένη.  Οποιαδήποτε καπιταλιστική ανάπτυξη δεν μπορεί να αναιρέσει τη φύση της ως εκμεταλλευτικής, να αναιρέσει την ανάγκη αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης δεν μπορεί επίσης να μεταβάλλει το κέρδος ως κίνητρο και το ποσοστό του ως κριτήριο επιλογής των επενδύσεων, οδηγεί στη συγκεκριμένη κλαδική διάρθρωση της εγχώριας οικονομίας… για αυτό και η λύση για τους εργαζόμενους δεν είναι η αναμονή για ένα τάχα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα τους λύσει τα προβλήματα .Πραγματικά νέο παραγωγικό μοντέλο είναι μόνο ο διαφορετικός δρόμος ανάπτυξης προτείνει το ΚΚΕ, ο δρόμος της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του κέρδους, ο δρόμος της εργατικής εξουσίας και τους σοσιαλισμού.

Όμως αυτή η λογική δεν είναι τίποτα περισσότερο από παράθεση βασικών θέσεων της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού, τίποτα περισσότερο από ζύμωση της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού. Η στρατηγική και  τακτική για να φτάσει η εργατική τάξη στον τελικό της σκοπό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, ο αρθρογράφος την αγνοεί και το ΚΚΕ δυστυχώς την υποτιμά και την απορρίπτει. Όσο είναι λάθος να μένει η όλη δράση στη διεκδίκηση μεταρρυθμίσεων και να μη συνδέεται με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού άλλο τόσο μπορεί και μεγαλύτερο λάθος είναι να τις υποτιμά και να θεωρεί κάποιος ότι με ένα άλμα και ξαφνικά θα φτάσει στην εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό χωρίς όρους και προϋποθέσεις.

5.  Μπορεί κάποιος εύκολα στην αντίληψη του αρθρογράφου  να διακρίνει ορισμένα ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα και αποκλίσεις από τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία.

α) Σχετικά με τον ιμπεριαλισμό. Αντιλαμβάνεται τον ιμπεριαλισμό ως επεμβάσεις, πολέμους, εξαγωγή κεφαλαίων κλπ όχι όμως ως τον ιμπεριαλισμό που περιέγραψε ο Λένιν. Δηλαδή από την μια μεριά ως μία αλυσίδα κρατών που περιλαμβάνει λίγες μεγάλες χώρες – ισχυρές και ανεπτυγμένες που ηγεμονεύουν τον πλανήτη, καθορίζουν το παγκόσμιο και περιφερειακό γίγνεσθαι, καθορίζουν το γενικό πλαίσιο των σχέσεων  – και από την άλλη τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών που αποτελείται από χώρες εξαρτημένες και από  χώρες που ασκούν  περιφερειακή επίδραση όχι αυτοτελώς, αλλά  στηριζόμενες σε κάποια ιμπεριαλιστική δύναμη ή σε ένα μπλοκ δυνάμεων.

β) Αδυναμία αποτύπωσης της συγκεκριμένης σε κάθε περίπτωση κατάστασης,  των αντιθέσεων που τη χαρακτηρίζουν και του συσχετισμούμε αποτέλεσμα να διαμορφώνουν στρεβλή εικόνα.

γ) Άρνηση της ανάγκης συγκεκριμένης στρατηγικής και τακτικής για την προσέγγιση της επαναστατικής διαδικασίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο μένει ένα τεράστιο κενό ανάμεσα στην τρέχουσα δράση συνήθως με οικονομικές διεκδικήσεις και ιδεολογική  ζύμωση και το στρατηγικό στόχο.

δ) Άρνηση του ρόλου και της σημασίας των μεταρρυθμίσεων γενικά και των μεγάλων πολιτικών στόχων, στοιχεία που θα συγκροτήσουν επαναστατική τακτική, θα ωριμάσουν τις συνθήκες και θα διαμορφώσουν τα επαναστατικό υποκείμενο.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας