Το Νεπάλ, αν και δεν υπήρξε ποτέ τυπική αποικία, βρέθηκε διαχρονικά στη δίνη ανταγωνισμών. Στον Αγγλο-Νεπαλικό πόλεμο (1814-1816) ηττήθηκε και με τη Συνθήκη του Sugauli παραχώρησε εδάφη στη Βρετανία, μετατράπηκε σε ημι-προτεκτοράτο και τέθηκε υπό τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας στις εξωτερικές του υποθέσεις, ενώ χιλιάδες Γκούρκα στρατολογήθηκαν για τις βρετανικές πολεμικές εκστρατείες. Μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947, η νέα περιφερειακή δύναμη ανέλαβε τον κύριο ρόλο επιτήρησης του Νεπάλ, με τη συνθήκη «φιλίας και συνεργασίας» του 1950 να καθιερώνει την εξάρτηση του Κατμαντού από το Νέο Δελχί σε οικονομικό, εμπορικό και στρατιωτικό επίπεδο, προωθώντας ταυτόχρονα τις φιλοδοξίες της Ινδίας να εξελιχθεί σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Η Κίνα, μετά την κατάληψη του Θιβέτ, επενέβη για να αμφισβητήσει την ινδική κυριαρχία και να εντάξει το Νεπάλ στη δική της σφαίρα επιρροής, ενώ οι ΗΠΑ μέσω αναπτυξιακής βοήθειας και στρατιωτικών προγραμμάτων, κυρίως στο πλαίσιο περιορισμού της Κίνας, επέτειναν τον γεωστρατηγικό ανταγωνισμό. Στον Ψυχρό Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση διατήρησε περιορισμένη παρουσία μέσω τεχνικής και ενεργειακής βοήθειας.
Η δεκαετία του ’90 και ο εμφύλιος πόλεμος (1996-2006) έδειξαν καθαρά τον ρόλο των ξένων δυνάμεων στη διαμόρφωση της εσωτερικής κατάστασης: η Ινδία εναλλάσσονταν ανάμεσα στην υποστήριξη και την καταστολή των ανταρτών, οι ΗΠΑ χαρακτήρισαν το αντάρτικο «τρομοκρατικό», ενώ η Κίνα εκμεταλλεύτηκε την αποσταθεροποίηση για να πιέσει το Νέο Δελχί. Σήμερα, η Ινδία παραμένει βασικός επικυριάρχος, η Κίνα επεκτείνει την παρουσία της μέσω επενδύσεων και υποδομών, και οι ΗΠΑ εισήγαγαν το MCC Compact, ένα εργαλείο γεωστρατηγικού ελέγχου που συνδέει τον νεπαλέζικο υδροηλεκτρικό πλούτο με την ινδική αγορά, αποκλείει την Κίνα από κρίσιμες υποδομές και ενσωματώνει το Νεπάλ στη στρατηγική Ινδο–Ειρηνικού.
Η πρόσφατη λαϊκή εξέγερση ξέσπασε πάνω σε βαθιά κοινωνική κρίση: φτώχεια, ανεργία, ακρίβεια και διαφθορά. Η συμφωνία MCC λειτούργησε ως καταλύτης, προκαλώντας οργή γιατί θεωρήθηκε εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Η νεολαία και οι αριστερές οργανώσεις πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις, απαιτώντας απελευθέρωση από τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις και οικοδόμηση κυρίαρχης λαϊκής εξουσίας. Η εξέγερση είχε διπλό χαρακτήρα: κοινωνικό και πολιτικο-εθνικό, καθιστώντας τη σταθμό στη σύγχρονη πορεία του Νεπάλ.
Η κυβέρνηση Πρατσάντα, πρώην ηγέτης του μαοϊκού αντάρτικου και επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος Νεπάλ (Maoist Centre), σχηματίζει συνασπισμούς με το φιλοϊνδικό και φιλοδυτικό κόμμα Nepali Congress, υιοθετώντας πολιτική «ουδέτερης» διαχείρισης που στην πράξη ευνοεί τις ΗΠΑ και την Ινδία. Αν και διατηρεί συνεργασίες με την Κίνα στο πλαίσιο της Belt and Road Initiative, η γεωγραφική και ιστορική εξάρτηση από την Ινδία περιορίζει τη δυνατότητα αυτονομίας, με την κυβέρνηση να ισορροπεί εντυπωσιακά ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις αλλά στην πράξη να γέρνει προς τον ινδο-αμερικανικό άξονα.
Το Νεπάλ, με πληθυσμό γύρω στα 30 εκατομμύρια και αφθονία πλουτοπαραγωγικών πόρων ( υδροηλεκτρική ενέργεια, γεωργία, δάση και ξυλεία, ορυκτός πλούτος) διαθέτει τις υλικές προϋποθέσεις για ανάπτυξη σοσιαλιστικής οικονομίας που θα απελευθερώνει τη χώρα από δεσμά και εξαρτήσεις. Η γραμμή της σοσιαλιστικής επαναστάσης αναδεικύεται από την ίδια τη ζωή ως η μοναδική ρεαλιστική διέξοδος.