Η νέα αντιπαράθεση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα μεταφέρεται στη θάλασσα. Από τις 14 Οκτωβρίου, η Ουάσιγκτον θέτει σε εφαρμογή δασμούς για πλοία κινεζικής κατασκευής ή διαχείρισης, με το πρόσχημα της προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Οι επιβαρύνσεις θα υπολογίζονται ανά καθαρό τόνο ή ανά εμπορευματοκιβώτιο και θα αυξάνονται σταδιακά κάθε χρόνο έως το 2028.
Η απάντηση του Πεκίνου ήρθε άμεσα. Με προεδρικό διάταγμα, θεσπίζονται αντίμετρα που στοχεύουν πλοία χωρών οι οποίες επιβάλλουν «μεροληπτικούς περιορισμούς» σε κινεζικές ναυτιλιακές δραστηριότητες. Στην πράξη, αυτό σημαίνει αυξημένα τέλη, καθυστερήσεις στη φορτοεκφόρτωση, ακόμη και περιορισμούς πρόσβασης σε βασικά κινεζικά λιμάνια για αμερικανικά και συμμαχικά πλοία.
Η ένταση δεν είναι τυχαία. Η ναυτιλία αποτελεί τον σκελετό του παγκόσμιου εμπορίου, καθώς πάνω από το 80% του όγκου των προϊόντων μεταφέρεται δια θαλάσσης. Οποιαδήποτε αύξηση του κόστους μεταφορών μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αυξήσεις στις τιμές, πιέζοντας τελικά τους καταναλωτές και τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο.
Οι μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες ήδη καταρτίζουν εναλλακτικά σχέδια. Ο κινεζικός κολοσσός COSCO υπολογίζει ότι οι αμερικανικοί δασμοί θα αυξήσουν το λειτουργικό του κόστος κατά 1,5 δισ. δολάρια, ενώ ευρωπαϊκοί όμιλοι εξετάζουν τη χρήση μη κινεζικών πλοίων ή διαδρομών που αποφεύγουν αμερικανικά λιμάνια. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες, που είχαν μόλις αρχίσει να σταθεροποιούνται μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, μπαίνουν ξανά σε τροχιά αστάθειας.
Πίσω από τις κινήσεις αυτές, βρίσκεται η ουσία του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρούν να αναχαιτίσουν τη ραγδαία επέκταση της Κίνας σε στρατηγικούς τομείς, όπως η ναυπηγική, η μεταφορά εμπορευμάτων και ο έλεγχος των λιμενικών υποδομών. Το Πεκίνο, με τη σειρά του, επιδιώκει να κατοχυρώσει την οικονομική και τεχνολογική του αυτοδυναμία, αξιοποιώντας την τεράστια παραγωγική βάση και τα δίκτυα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού.
Η σύγκρουση δεν είναι ιδεολογική, αλλά οικονομική. Πρόκειται για τη μάχη δύο πόλων που ανταγωνίζονται για τον έλεγχο των πόρων, των μεταφορών και της τεχνολογίας, με κριτήριο την κερδοφορία των μονοπωλίων τους. Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που παρουσιαζόταν ως εποχή ειρήνης και συνεργασίας, αποδεικνύεται ότι ήταν η φάση κυριαρχίας των πιο ισχυρών – δυτικών – κεφαλαίων.
Οι λαοί, εγκλωβισμένοι στις συνέπειες αυτής της αντιπαράθεσης, βλέπουν την ακρίβεια να εκτοξεύεται, τις εργασιακές σχέσεις να επιδεινώνονται και τις κυβερνήσεις να ενισχύουν τα κατασταλτικά και στρατιωτικά τους μέσα. Ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, είτε με τη μορφή δασμών είτε με τη μορφή πολέμου, έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα: να πληρώνουν οι πολλοί για τα κέρδη των λίγων.