Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται σε μια νέα φάση της στρατηγικής τους για παγκόσμια ηγεμονία. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Κίνα, επιδιώκουν να εδραιώσουν μια νέα γεωπολιτική αρχιτεκτονική που θα τους εξασφαλίζει πλήρη έλεγχο στους δρόμους και στις πηγές της ενέργειας. Η περικύκλωση, η πίεση και η στρατιωτική επιρροή συνδυάζονται με οικονομικά και τεχνολογικά μέσα, ώστε να περιοριστούν οι ανταγωνιστές τους στη Ρωσία, στο Ιράν και στην Κίνα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο νέος άξονας εμπορίου, ενέργειας και ασφάλειας που διαμορφώνεται στον Νότιο Καύκασο και την Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί μια ακόμη απόπειρα ανασχεδιασμού του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη προς όφελος του αμερικανικού κεφαλαίου. Η συμφωνία ανάμεσα σε Αζερμπαϊτζάν και Αρμενία, που χαιρετίστηκε από την Ουάσιγκτον, ανοίγει τον δρόμο για την εγκαθίδρυση μιας ζώνης επενδύσεων και ελέγχου με προφανή αντικειμενικό σκοπό τη γεωπολιτική συγκράτηση της Ρωσίας και την παρεμπόδιση των κινεζικών και ιρανικών διαδρόμων μεταφοράς.
Η αμερικανική πολιτική δεν αφορά μόνο τους αγωγούς ή την προμήθεια φυσικού αερίου. Αφορά την εγκατάσταση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας που θα επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να καθορίζει ποιος προμηθεύει, ποιος αγοράζει και ποιος θα ελέγχει τις ενεργειακές υποδομές της Ευρώπης και της Μεσογείου. Η αποδυνάμωση της Μόσχας λόγω Ουκρανίας και οι δυσκολίες της Κίνας στην αλυσίδα εφοδιασμού δημιουργούν για τις Ηνωμένες Πολιτείες ένα πρόσκαιρο παράθυρο ευκαιρίας που αξιοποιείται μεθοδικά.
Η Τουρκία επιχειρεί να τοποθετηθεί στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων. Επιδιώκει να μετατραπεί σε κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου και σπάνιων ορυκτών, αναλαμβάνοντας ρόλο περιφερειακού μεσάζοντα στα σχέδια της Ουάσιγκτον. Η συνεργασία της με το Μπακού, η ενεργειακή προσέγγιση με την Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Σομαλία, αλλά και η παρουσία τουρκικών γεωτρυπάνων στην Ανατολική Μεσόγειο εντάσσονται στη λογική ενός κράτους που θέλει να κερδίσει από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Πίσω από τα λόγια περί «ενεργειακής συνεργασίας» κρύβεται το ξεπούλημα των φυσικών πόρων και η βαθύτερη πρόσδεση της Άγκυρας στη Δύση. Η υπόθεση των σπάνιων γαιών στο Εσκισεχίρ αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης. Τα κοιτάσματα δημητρίου, πρασεοδύμιου και νεοδύμιου, που αποτελούν κρίσιμες πρώτες ύλες για την αμυντική βιομηχανία και την υψηλή τεχνολογία, παρουσιάζονται τώρα ως το νέο γεωοικονομικό χαρτί των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να περιορίσουν την κυριαρχία της Κίνας στις σπάνιες γαίες και να εγκαθιδρύσουν μια δική τους αλυσίδα παραγωγής υπό αμερικανικό έλεγχο.
Η Τουρκία, μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες συνεργασίας με το Πεκίνο και τη Μόσχα, στρέφεται εκ νέου στη Δύση. Η συμφωνία για τη δημιουργία διυλιστηρίου σπάνιων γαιών με καναδικά και ελβετικά κεφάλαια και η επιδίωξη διεθνούς πιστοποίησης μέσω του αυστραλιανού JORC Code δείχνουν ότι η Άγκυρα προετοιμάζει την πλήρη ένταξή της στο νέο ενεργειακό πλέγμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η σιωπή του τουρκικού Υπουργείου Ενέργειας δεν κρύβει την ουσία. Η τουρκική αστική τάξη, μπροστά στην οικονομική κρίση και την πολιτική αστάθεια, επιχειρεί να επανατοποθετηθεί ως αξιόπιστος εταίρος του δυτικού ιμπεριαλισμού, προσφέροντας στρατηγικές πρώτες ύλες και γεωγραφικά πλεονεκτήματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, αποκτούν ένα ακόμα εργαλείο για να ασκήσουν πίεση στη Ρωσία, να απομονώσουν το Ιράν και να παρεμποδίσουν την επέκταση της Κίνας στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
Ο νέος ενεργειακός άξονας της Ουάσιγκτον δεν αποτελεί κίνηση για την «ενεργειακή σταθερότητα» της περιοχής. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο στον συνεχιζόμενο ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που μετατρέπει την Ανατολική Μεσόγειο και τον Καύκασο σε πεδία αντιπαράθεσης και συγκρούσεων. Οι λαοί της περιοχής δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από αυτά τα σχέδια. Αντίθετα, βρίσκονται αντιμέτωποι με νέους κινδύνους, στρατιωτικές εντάσεις και οικονομική εξάρτηση.
Η μόνη απάντηση απέναντι σε αυτή τη στρατηγική είναι η κοινή πάλη των λαών ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και στα συμφέροντα που τους γεννούν. Η ειρήνη, η ανεξαρτησία και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορούν να υπάρξουν όσο η ενέργεια και ο φυσικός πλούτος παραμένουν στα χέρια των πολυεθνικών και των κυβερνήσεων που υπηρετούν τα σχέδιά τους.