Οι Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ εκτιμούν ότι η χώρα και ο κόσμος εισέρχονται σε μία περίοδο που “οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, οι πολεμικές αναμετρήσεις, η καπιταλιστική οικονομική κρίση είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μαζική ριζοσπαστικοποίηση εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, σε όξυνση της ταξικής πάλης ακόμα και σε αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Η όξυνση των όλων των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος αλληλεπιδρούν και μπορούν να δημιουργήσουν κατάσταση μεγάλης κίνησης μαζών δυνατότητας ακόμη και εξεγέρσεων ενδεχομένως και συνθηκών επαναστατικής κατάστασης”. Στη βάση αυτής της εκτίμησης το 22ο συνέδριο αφιερώνεται στο κομμουνιστικό κόμμα υπό τον τίτλο ΚΚΕ δυνατό σταθερό σε κάθε δοκιμασία έτοιμο στο κάλεσμα της ιστορίας για το σοσιαλισμό και στον τίτλο του δευτέρου κεφαλαίου Κομμουνιστικό κόμμα πανέτοιμο ικανό ιδεολογικά πολιτικά οργανωτικά να εγγυηθεί της εργατικής λαϊκής πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτή είναι η εκτίμηση της ηγεσίας του κόμματος για την ετοιμότητα του να ανταποκριθεί σε εν δυνάμει επαναστατικές συνθήκες τις οποίες αναμένει.
Προκύπτουν δύο ζητήματα προς απάντηση. Το πρώτο: τι σημαίνει πανέτοιμο κόμμα για να δράσει σε εν δυνάμει επαναστατικές συνθήκες και το δεύτερο: πότε προετοιμάζεται και μέσω ποιων διαδικασιών
Ο Λένιν, στην επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, έλεγε ότι στη Ρωσία ήταν πιο εύκολο από τις ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να ξεσπάσει η επανάσταση και πιο εύκολο να νικήσει. Η θέση αυτή επαληθεύτηκε με οδυνηρό τρόπο στη Γερμανία και στα κατοπινά χρόνια πολλές φορές.
Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες είναι λιγότερο τρωτές στην οικονομική κρίση και στη στοιχειακή δράση των εργατών και των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο και στην εξουσία του. Η δομή τους είναι πολύπλοκη η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι ενταγμένοι σε κόμματα, σε συνδικάτα και άλλου είδους οργανώσεις και επηρεάζονται από αστικές και μικροαστικές ιδεολογίες. Το κράτος έχει μεγάλες δυνατότητες να εξαρτά εργαζόμενους και να επηρεάζει τη συμπεριφορά τους μέσω του ασφαλιστικού συστήματος και των συντάξεων, της επιδοματικής πολιτικής σε σημαντικές κατηγορίες του πληθυσμού και, με αυτό τον τρόπο, να αξιοποιεί την ανασφάλεια τους. Οι αστικές τάξεις των διαφόρων χωρών έχουν μεγάλες εφεδρείες και οι δυνατότητες του διεθνούς κεφαλαίου να στηρίξει την αστική εξουσία σε κάποια χώρα που απειλείται ιδιαίτερα είναι μεγάλες. Κλασική περίπτωση είναι η δράση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των θεσμών της ΕΕ την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Αντίθετα, στην προεπαναστατική Ρωσία, όλα αυτά έλειπαν μεταξύ της κυβέρνησης και του λαού. Η δύναμη του κράτους βρισκόταν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τη μυστική αστυνομία, την καταπίεση και την αμάθεια, ενώ το πολιτικό σύστημα ουσιαστικά ήταν στα σπάργανα. Η επανάσταση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της μέρες μας έχει πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις και προϋποθέσεις από ό,τι στο παρελθόν, πολύ περισσότερα από ένα έμπειρο και καλά εξοπλισμένο κόμμα και την ικανότητα της ηγεσίας του να εμπνεύσει τους εργάτες, να τους συσπειρώσει και να τους ενσταλάξει ταξική συνείδηση, να συγκινήσει τα μικροαστικά στρώματα και να δημιουργήσει το κίνημα που θα ανατρέψει την αστική τάξη και θα φέρει τη νίκη.
Απαιτείται εργατική τάξη έμπειρη και αξιόμαχη στο μεγάλο τμήμα της, με αίσθηση της εκμετάλλευσης που υφίσταται και των δεινών της ίδιας και συνολικά της κοινωνίας και των αιτιών που τα προκαλούν και, παράλληλα, ένα διευρυμένο πρωτοπόρο τμήμα της με αφομοιωμένο καλά το σκοπό και τους όρους της επίτευξής του, τη στρατηγική, την τακτική και τα μέσα για τη νίκη της επανάστασης. Το εργατικό κίνημα πρέπει να είναι δικτυωμένο πλατιά σε όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στις μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις και οργανισμούς και ιδιαίτερα ισχυρό σε κλάδους μεγάλης στρατηγική σημασίας από οικονομική άποψη και από την άποψη της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Με ισχυρούς δεσμούς με τα μικροαστικά στρώματα και ιδιαίτερα τα ταξικά εγγύτερα και τους μικρομεσαίους αγρότες.
Ο Μαρξ στην εισαγωγή του έργου του Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου έγραφε με το γνωστό φιλοσοφικό ύφος των έργων της νεότητας του “Καμία τάξη δεν μπορεί να παίξει το ρόλο αυτό, να προκαλέσει στην ίδια και στη μάζα μια στιγμή ενθουσιασμού μια στιγμή όπου συναδελφώνεται τότε με την κοινωνία γενικά και συναντιέται με αυτή, συγχωνεύεται τότε με την κοινωνία, η κοινωνία νιώθει και βλέπεις σ’ αυτή τον καθολικό της εκπρόσωπο, τα δικαιώματα και οι διεκδικήσεις της είναι δικαιώματα και διεκδικήσεις της ίδιας της κοινωνίας, η τάξη αυτή είναι το κεφάλι και η καρδιά της κοινωνίας. Μόνο στο όνομα των γενικών δικαιωμάτων της κοινωνίας μια επιμέρους τάξη μπορεί να διεκδικήσει τη γενική κυριαρχία…. Για να εναρμονιστούν η επανάσταση ενός λαού και η χειραφέτηση μιας επιμέρους τάξης της κοινωνίας για να μπορέσει ένα από τα κοινωνικά της σύνολα να περάσει για το σύνολο της κοινωνίας πρέπει αντίθετα όλα τα ελαττώματα της κοινωνίας να συγκεντρώνονται σε μία άλλη τάξη πρέπει ένα συγκεκριμένο στρώμα να είναι υποκείμενο γενικού σκανδάλου, ενσάρκωση του γενικού φραγμού πρέπει μία ιδιαίτερη κοινωνική σφαίρα να προσωποποιεί το διαβόητο έγκλημα ολόκληρης της κοινωνίας έτσι ώστε απελευθέρωση από την σφαίρα αυτή να φαίνεται και σαν αυτοαπελευθέρωση από τις αλυσίδες”.
Εδώ ο συγγραφέας εισάγει πρώτον την έννοια της ηγεμονίας μιας τάξης, εν προκειμένω της εργατικής τάξης, κάτι που αργότερα έκανε με ποιο ολοκληρωμένο τρόπο ο Λένιν και άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες και έθεσε με τον τρόπο του ο Γκράμσι.
Συγκεκριμένα ο Λένιν στο Πρωταρχικό σχέδιο θέσεων για το αγροτικό ζήτημα έγραφε: Οι βιομηχανικοί εργάτες δεν μπορούν να εκπληρώσουν την κοσμοϊστορική αποστολή τους, της λύτρωσης της ανθρωπότητας από το ζυγό του κεφαλαίου και από τους πολέμους αν η εργάτες αυτοί κλειστούν στα στενά συντεχνιακά επαγγελματικά συμφέροντά τους και περιοριστούν με αυτοϊκανοποίηση στις προσπάθειες να καλυτερέψουν την κατάστασή τους που κάποτε είναι υποφερτά μικροαστική. Το προλεταριάτο μπορεί να είναι πραγματικά επαναστατική τάξη, τάξη που δρά πραγματικά σοσιαλιστικά μόνο με τον όρο ότι θα προβάλει και θα δρα σαν πρωτοπορία όλων των εργαζομένων και εκμεταλλευόμενων. Σαν αρχηγός τους στον αγώνα για την ανατροπή των εκμεταλλευτών.
Ο Μαρξ ανέδειξε πλευρές της επαναστατικής κατάστασης που αργότερα επεξεργάστηκε ολοκληρωμένα ο Λένιν: επανάσταση είναι αδύνατον να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Συνεχίζοντας έθεσε τα βασικά γνωρίσματα της επαναστατικής κατάστασης. 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους η μία είτε η άλλη κρίση των κορυφών η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που οδηγεί σε ρωγμή από όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και τον αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό τα κάτω στρώματα να μη θέλουν μα χρειάζεται ακόμα και οι κορυφές να μην μπορούν να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές» σε αυτοτελή ιστορική δράση… Το σύνολο αυτών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση… Δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση όπου οι αντικειμενικές αλλαγές που απορρυθμίσαμε συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση αρκετά ισχυρή ώστε να τσακίσει ή να εξασθενήσει σημαντικά την παλιά κυβέρνηση που ποτέ ακόμα και σε εποχή κρίσεων δεν “πέφτει” εάν δεν την “ρίξουν”.
Πως όμως αποκτά η εργατική τάξη ταξική συνείδηση; Επαναλαμβάνοντας ύμνους για την εργατική τάξη και φράσεις όπως αυτή παράγει τον πλούτο και αυτή πρέπει να τον διαχειρίζεται αλλά και να κυβερνήσει; Μήπως, όπως προτείνουν οι Θέσεις σε πολλά σημεία τους, να οργανωθεί η ιδεολογική δουλειά, να γίνουν διαλέξεις και να αναπτυχθεί οργανωμένη πολιτιστική δραστηριότητα, δράσεις που συνδέονται με πλήθος οργανωτικά μέτρα; Όλα αυτά είναι σ` ένα βαθμό θετικά, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα. Για το ίδιο το κόμμα και ενα στενό περίγυρο πιστών φίλων και οπαδών του έχουν αξία‧ για τα ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης η αξία τους είναι μικρή.
Η συνείδηση της εργατικής τάξης έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι αληθινά πολιτική συνείδηση αν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σε όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης βίας και κατάχρησης οποιεσδήποτε τάξεις και αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές και μάλιστα να απαντούν από σοσιαλδημοκρατική και όχι από οποιαδήποτε άλλη σκοπιά. Η συνείδηση της μάζας των εργατών δεν μπορεί να είναι αληθινά ταξική συνείδηση αν οι εργάτες δεν μάθουν σε συγκεκριμένα και τα πρώτο λόγο σε φλέγοντα επίκαιρα πολιτικά γεγονότα και περιστατικά να παρατηρούν την κάθε άλλη κοινωνική τάξη σε όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής ηθικής και πολιτικής ζωής τους. Γιατί η αυτεπίγνωση της εργατικής τάξης συνδέεται αδιάρρηκτα με την πλήρη σαφήνεια όχι τόσο το θεωρητικών αντιλήψεων για τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ όλων των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας όσο των αντιλήψεων για τις σχέσεις αυτές που έχουν αποκτηθεί με την πείρα της πολιτικής ζωής.
Η ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης δεν σχετίζεται μόνο με την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της και μία ορισμένη αντίληψη του ρόλου της στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά με τη γνώση συνολικά της κοινωνίας και των λειτουργιών της, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης που υφίστανται όλες οι τάξεις που αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης και την έκφραση εκ μέρους της εργατικής τάξης προς όλους τους καταπιεζόμενους, τη συμπαράσταση και την έμπρακτη αλληλεγγύη της. Μόνο έτσι μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες εμπιστοσύνης με τα τμήματα της κοινωνίας που εκμεταλλεύεται η άρχουσα τάξη, καθώς και προϋποθέσεις συνεργασίας και συμμαχίας μαζί τους. Στη συνέχεια αναφέρει:
“Για να γίνει όμως σοσιαλδημοκράτης ένας εργάτης πρέπει να έχει σαφή εικόνα της οικονομικής, επίσης και της κοινωνικοπολιτικής φυσιογνωμίας του τσιφλικά και του παππά, του ανώτερου αξιωματούχου, του αγρότη και του φοιτητή να ξέρει τις δυνατές και τις αδύνατες πλευρές τους. Αυτή όμως τη σαφή εικόνα δεν μπορεί να την έχει από κανένα βιβλίο, αυτή μπορούν να σου τη δώσουν μόνο οι ζωντανές εικόνες και αποκαλύψεις που γίνονται με βάση τα ζωντανά ακόμα ίχνη αυτού που συμβαίνει γύρω μας στη δοσμένη στιγμή”.
Αργότερα στον Αριστερισμό τόνιζε: “Όσο καιρό το ζήτημα ήταν να τραβήξουμε την πρωτοπορία του προλεταριάτου με το μέρος του κομμουνισμού στην πρώτη θέση έμπαινε η προπαγάνδα. Όταν πρόκειται για την πρακτική δράση των μαζών τότε πια με μόνη την προπαγανδιστική πρακτική πείρα, με μόνη την επανάληψη των αληθειών του “καθαρού” κομμουνισμού τίποτα δεν κάνεις”.
Το συμπέρασμα είναι προφανές: μόνο αν τραβηχτεί στη δράση εναντίον του κεφαλαίου η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και αγωνιστεί για το σοσιαλισμό με τις ζωντανές εμπειρίες που αποκομίζει και την επενέργεια του μαρξισμού αποκτά ταξική συνείδηση.
Το θέμα που ανακύπτει είναι με ποιες μορφές θα κινητοποιηθούν ενιαία οι πλατιές εργατικές μάζες και όχι μικρά τμήματά τους και με ποιο περιεχόμενο.
Η πείρα των τελευταίων δύο δεκαετιών από την κινητοποίηση της εργατικής τάξης της χώρας είναι με αρνητικό τρόπο διδακτική. Αποσπασματικοί αγώνες και κινητοποιήσεις με κορμό σωματεία που αναφέρονται σε κάποιο πολιτικό κόμμα ή μία ορισμένη πολιτική αντίληψη και επιδίωξη ,δεν μπορούν να συγκινήσουν ευρύτερες εργατικές μάζες‧ έχουν περιορισμένο εύρος και μαζικότητα και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ακολουθεί. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα πλατύ ισχυρό ενωτικό ταξικό κίνημα. Τα τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα και αρκετά δευτεροβάθμια είναι ευθυγραμμισμένα με την εργοδοσία και την κυβέρνηση και βαρύνονται με πλήθος αντεργατικές αποφάσεις ως και αθλιότητες. Οι δραστηριότητες που διοργανώνουν είναι παντελώς άμαζες. Το ΠΑΜΕ πορεύεται στη λογική «όλοι πίσω από τις πρωτοβουλίες μου», με συνέπεια εντελώς ξεχωριστές δραστηριότητες. Ξεχωριστά συσπειρώνονται και τα σωματεία που επηρεάζονται από το χώρο της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Έτσι οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν και σχεδόν κανείς δεν προβληματίζεται τη στιγμή που απαιτείται μία πραγματική πολιτική μαζών.
Ως προς το περιεχόμενο των αγώνων. Η οικονομική πάλη και τα κάθε είδους άμεσα αιτήματα βοηθούν τους εργαζόμενους να συμμετέχουν στους αγώνες και από αυτή την άποψη έχουν θετικό χαρακτήρα. Δεν διαμορφώνει όμως ταξική συνείδηση παρά μόνο αντίληψη της αντίθεσης του εργαζόμενου με τον εργοδότη του και, σε κάποιο βαθμό πολύ γενικό, με την κρατική πολιτική. Ούτε όμως και η παράθεση πλήθους οικονομικών αιτημάτων για κάθε είδους πρόβλημα και παράλληλα μία ορισμένη κριτική στην κυβέρνηση και επίκληση του σοσιαλισμού ως λύση όλων των προβλημάτων διαμορφώνει ταξική συνείδηση. Αντίθετα, ο αγώνας με αιτήματα και στόχους που ξεκινούν από τη ζέουσα πραγματικότητα, συναντούν πλατιά αποδοχή από τους εργαζόμενους, αλλά η υλοποίηση του συνόλου των αιτημάτων αυτών είναι ασύμβατη με την κυρίαρχη πολιτική και, σε σημαντικό βαθμό, αμφισβητούν την αστική κυριαρχία μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην ταξική συνειδητοποίηση ευρύτερων ταξικών δυνάμεων. Πάντα με την ουσιαστική συμβολή της μαρξιστικής ιδεολογίας και την αντιπαράθεσή της με την αστική.
Από πρακτική άποψη, υπάρχει λύση και είναι δοκιμασμένη. Κοινή δράση σε ενιαιομετωπική λογική από χιλιάδες σωματεία, επιτροπές, φορείς, ανένταχτους συνδικαλιστές και εργαζόμενους στη βάση από κοινού συμφωνημένων στόχων, αιτημάτων και τακτικής. Σε μία τέτοια περίπτωση κάθε συνδικαλιστική και πολιτική δύναμη διατηρεί την αυτοτέλεια της και τη δυνατότητα πέραν του κοινού πλαισίου να προωθεί και να ζυμώνει τις ιδιαίτερης προτάσεις και στόχους της. Έτσι θα δοθεί διέξοδος σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που γύρισαν την πλάτη στην κυβέρνηση και την αστική αντιπολίτευση, αλλά και την ευρύτερη αριστερά. Στον κόσμο αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει ένα σημαντικό ριζοσπαστισμό, αλλά και ασάφειες και απογοήτευση. Δεν απορρίπτουν μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα και το σύνολο των αστικών θεσμών ακόμα και τους σημαντικότερους πυλώνες του καθεστώτος, τη δικαιοσύνη, την προεδρία της δημοκρατίας, το κοινοβούλιο κ. ά. Όμως η βαθύτερη αιτία της κακοδαιμονίας και κα’ επέκταση εναντίον τίνων πρέπει να οργανωθεί η δράση και με ποιο στόχο δεν είναι σε αυτούς σαφής.
Από τη σκοπιά των παραπάνω και άλλων παραγόντων πρέπει να κριθεί η καλή προετοιμασία, αν όχι η ετοιμότητα του ΚΚΕ να ανταποκριθεί στο “κάλεσμα της ιστορίας για το σοσιαλισμό”. Ολοκληρωτικά έτοιμο προφανώς δεν μπορεί να είναι. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν ωριμάζουν ολοκληρωμένα στην περίοδο πριν την επαναστατική κατάσταση. Στην περίοδο της επαναστατικής κατάστασης είναι που οι εξελίξεις επιταχύνονται ιδιαίτερα και κορυφώνονται, η κινητικότητα των εργαζομένων είναι πολύ μεγαλύτερη, η κρίση του συστήματος αυξάνει και συμβάλλει ουσιαστικά στην ωρίμανση των συνειδήσεων. Τότε είναι που μία μέρα αντιστοιχεί χρονικά σε μήνες προηγούμενων περιόδων.
Όμως η κατάλληλη προετοιμασία του πολιτικού και του κοινωνικού υποκειμένου δεν μπορεί να είναι υπόθεση κάποιων μηνών ή κάποιων ελάχιστων ετών που θα διαρκέσει η επαναστατική κατάσταση. Αντίθετα τις προϋποθέσεις αυτές τις προετοιμάζει το κομμουνιστικό κόμμα και οι πρωτοπόρες δυνάμεις σε κάθε στιγμή της δράσης του σε οποιεσδήποτε συνθήκες και όχι μόνο στην επαναστατική κατάσταση. Οι αγώνες και οι δράσεις πρέπει να αναφέρονται σε ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες, η πολιτική του κόμματος να είναι πολιτική μαζών και το κόμμα της εργατικής τάξης, κόμμα των πλατιών εργατικών και λαϊκών μαζών και όχι κόμμα που στη δράση κινητοποιεί μια ομάδα πρωτοπόρων. Είναι προφανές ότι αυτό δεν ισχύει σήμερα.
Οι εργάτες και οι εργαζόμενοι γενικότερα έχουν σαφή αντίληψη της κατάστασης τους και όσων συμβαίνουν στην χώρα και είναι βαθύτατα δυσαρεστημένοι. Σε πολλές περιπτώσεις και για μεγάλα γεγονότα έδειξαν ετοιμότητα για δράση και συμμετοχή σε αγώνες. Συνήθως οι αγώνες αυτοί δεν αναπτύχθηκαν μέσω των διαδικασιών και των αποφάσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων και του οργανωμένου κινήματος. Στους καθαυτό εργατικούς αγώνες συνήθως εμπλέκονται μόνο οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι και το πιο ενδεικτικό στοιχείο είναι το πολύ μικρό ποσοστό απεργών στις πανεργατικές απεργίες και η μικρή συμμετοχή εργατών στις διαδηλώσεις. Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα της συμμετοχής στην δράση μικροαστικών στρωμάτων. Το πρόβλημα αυτό δεν τίθεται στο επίκεντρο των Θέσεων για το 22ο συνέδριο. Μάλιστα αναδεικνύεται ως “κριτήριο της ικανότητας και αποτελεσματικότητας του κόμματος” η διαδικασία ταξικής πολιτικής χειραφέτησης και διεύρυνσης πρωτοπόρων δυνάμεων στον αγώνα του κόμματος για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Μπορεί να μην είναι η στιγμή του σαλπίσματος άμεσης εφόδου είναι όμως απαραίτητη και αναγκαία η διαφώτιση για το σκοπό, το στόχο, τους όρους προϋποθέσεις της επαναστατικής ανατροπής.
Η θέση αυτή είναι απόρροια απόφασης του προγραμματικού συνεδρίου του κόμματος και δεν πρόκειται για κάποιο σφάλμα, για κάποια παραδρομή. Σε πλείστες περιπτώσεις παλαιότερα είχε τονιστεί ότι βασικό καθήκον του ΚΚΕ ολόκληρη αυτή την περίοδο πριν την επαναστατική κατάσταση είναι να διατηρήσει την ανεξαρτησία του απέναντι στο ταξικό αντίπαλο, ώστε να δράσει την αποφασιστική στιγμή. Στις θέσεις της ΚΕ για το 19ο συνέδριο συγκεκριμένα γινόταν αναφορά στα καθήκοντα του κόμματος για τη σοσιαλιστική επανάσταση αναφέροντας τέσσερα βασικά καθήκοντα. Τη συγκέντρωση της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ αποφασισμένης για την επανάσταση, τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα στρώματα, τη στήριξη του επαναστατημένου λαού από δυνάμεις στρατιωτικές που διαφοροποιούνται, την εξασφάλιση συντριπτικής υπεροχής των επαναστατών στην αποφασιστική στιγμή. Εκεί τονίζεται με σαφήνεια ότι τα καθήκοντα αυτά υλοποιούνται μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Η χρήση της λέξης υλοποιούνται είναι ενδεικτική: δεν ολοκληρώνονται τότε αλλά τότε υλοποιούνται.
Τα καθήκοντα αυτά δεν αντιμετωπίζονται σαν μία διαρκής προσπάθεια να υλοποιηθούν βήμα το βήμα, με μεγάλες δυσκολίες, κόπο και πισωγυρίσματα, σε μία διαρκή σύγκρουση με την αστική εξουσία και όλους τους μηχανισμούς της, αλλά θα υλοποιηθούν στις επαναστατικές συνθήκες. “Σ ΄αυτές της συνθήκες, τονίζεται, γίνεται καθοριστικός ο ρόλος της οργανωτικής και πολιτικής ετοιμότητας της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος, του κομμουνιστικού κόμματος, για τη συσπείρωση και των επαναστατών, τον προσανατολισμό της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα του βιομηχανικού προλεταριάτου, την προσέλκυση των πρωτοπόρων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων”.
Τα μαθήματα της ιστορίας φαίνεται ότι ξεχνιούνται. Η δύναμη της αστικής τάξης, της κυβέρνησης και ως όλων των μηχανισμών της εξουσίας, της αμαρτωλής σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού που ανθεί (και θα φροντίσουν να τον αναζωογονήσουν περισσότερο για να χτυπήσουν το επαναστατικό κίνημα) υποτιμούνται απαράδεκτα.
Με αυτή τη λογική προετοιμάζεται, όσο προετοιμάζεται, η πολιτική πρωτοπορία για την επαναστατική ανατροπή: διαμορφώνει ένα πρωτοπόρο τμήμα εργατών και εργαζομένων σαφώς μειοψηφικό και θεωρεί ότι, όταν ξεσπάσει επαναστατική κατάσταση, θα τα διαμορφώσει όλα. Αυτό οδηγεί πιθανότατα, θα οδηγήσει, αν οδηγήσει, σε μία μειοψηφική εξέγερση με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.







