Η κυβέρνηση, το αστικό κράτος, οργάνωσε με δημόσια δαπάνη την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου. Τα μέσα ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιοόφωνο, εφημερίδες) επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου υπερβολή, για να παρουσιάσουν έναν μέτριο καλλιτέχνη σαν εθνικό σύμβολο πολιτισμού. Όμως ο Σαββόπουλος δεν υπήρξε ποτέ μορφή εμβληματική, ούτε εκφραστής των συλλογικών αγώνων του λαού. Παρόλο που η πρώτη φάση της δημιουργίας του δέθηκε με στιγμές του λαϊκού κινήματος, συνολικά ούτε τραγούδησε για τις ήττες και τις ελπίδες του, ούτε ύψωσε φωνή απέναντι στην εξουσία, ούτε συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός συλλογικού πολιτισμικού αισθήματος.
Αντίθετα, συμβόλισε τη σταδιακή ενσωμάτωση ενός πάλαι ποτέ «αντισυμβατικού» καλλιτέχνη στην αστική κανονικότητα, στην ευκολία του μικροαστικού βολέματος και της ιδεολογικής συμμόρφωσης.
Το έργο του, παρά τη δημοφιλία της σε ορισμένους κύκλους, έμεινε εγκλωβισμένο σε έναν ατομικό, εγωκεντρικό συναισθηματισμό χωρίς κοινωνική ρίζα. Δεν εξέφρασε τα μεγάλα συλλογικά βιώματα, τις αντιστάσεις ή τις αγωνίες μιας εποχής.
Το κράτος σήμερα, ανίκανο να γεννήσει πολιτισμό ύψους και βάθους, επιλέγει να επιβραβεύει τον συμβιβασμό και την αποδοχή, παρουσιάζοντάς τα ως «ελευθερία». Έτσι, η επίσημη αποθέωση του Νιόνιου δεν αφορά την τέχνη του, αλλά την εικόνα που θέλει να προβάλει η εξουσία: ενός «διανοούμενου» που εγκαταλείπει την αμφισβήτηση και προσαρμόζεται, ενός καλλιτέχνη που μετατρέπει τη σιωπή σε αρετή και την αποστασιοποίηση σε πολιτισμική αξία.
Η κρατική τηλεόραση και κρατικό ραδιόφωνο, αναπαράγουν τα τραγούδια του σαν να πρόκειται για εθνική μουσική κληρονομιά. Μόνο που πίσω από τη συνεχή αυτή ανακύκλωση κρύβεται η ένδεια μιας εποχής που δεν έχει τίποτα αυθεντικό να προτείνει.
Στην αντίπερα όχθη, ακομα και μέσα στις αντιφάσεις του, ο Μίκης Θεοδωράκης έβαλε την ιστορία και το έργο του κάτω από το σφυροδρέπανο, αναλογιζόμενος τα μεγάλα και τα ουσιαστικά. Υπέταξε την προσωπικότητά του στην υπόθεση του Λαού, στη μουσική και στην πολιτική που υπηρετούσε: την κοινωνική απελευθέρωση. Δεν ήταν άγιος, ούτε αλάνθαστος, όμως ταυτίστηκε με την Ιστορία του λαού του. Αντίθετα, ο Σαββόπουλος έγινε το σύμβολο μιας εποχής όπου η υποταγή βαφτίζεται δημιουργία και η αφομοίωση θεωρείται πολιτισμός.
Η επιλογή του κράτους να οργανώσει την κηδεία του με δημόσια δαπάνη φανερώνει και κάτι ακόμη: το άγχος ενός πολιτικού συστήματος που δεν διαθέτει πλέον αληθινά σύμβολα και προσπαθεί να τα κατασκευάσει τεχνητά.
Η επισημότητα, οι κυβερνητικές παρουσίες, τα διθυραμβικά σχόλια δεν προκύπτουν από λαϊκή ανάγκη, αλλά από την αγωνία της εξουσίας να αντιγράψει την αυθεντικότητα που συνόδευσε την κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε, το ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα αποχαιρέτησαν έναν δημιουργό που είχε γίνει κομμάτι του λαού. Σήμερα, το αστικό κράτος στήνει μια σκηνοθετημένη «λαϊκή τελετή» για έναν καλλιτέχνη που εξέφρασε κυρίως την απομάκρυνση από αυτόν τον λαό. Κι έτσι, μέσα από το τελετουργικό της εξουσίας, προβάλλεται ξανά η πολιτιστική φτώχεια, η ιδεολογική κενότητα και ο φόβος ενός συστήματος που δυσκολεύεται πια να εγκλωβίσει τις λαικές μάζες.







