της Δώρας Μόσχου
Ήταν ένα παιδί αγροτικής οικογένειας από το Λιδωρίκι, γεννημένο το 1797. Ξύπνιος ρουμελιώτης, πριν την έκρηξη της Μεγάλης Επανάστασης των Ελλήνων, έκανε περιουσία από το εμπόριο και από τη συλλογή φόρων. Όταν η επανάσταση ξέσπασε, πήρε μέρος και πολέμησε γενναία, με τα καλά, τα άσχημα και τις αντιφάσεις του. Ήταν αντικαποδιστριακός και αντικολοκοτρωνικός. Στα αιτήματά του για την αποκατάσταση των αγωνιστών της Επανάστασης, εμφιλοχωρούσε και μια ορισμένη ιδιοτέλεια, που αφορούσε στενά τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς.
Τον λέγαν Γιάννη Μακρυγιάννη κι έμαθε γράμματα στα 50 του, για να γράψει τα απομνημονεύματά του. Μας άφησε έτσι ένα εκπληκτικής ομορφιάς κείμενο που δεν έχει μόνο ιστορική, αλλά και υψηλή λογοτεχνική αξία. Αυτό όμως που τον ανέδειξε σε εμβληματική μορφή του νέου ελληνισμού, είναι ο δραστήριος ρόλος που έπαιξε, μαζί με το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη στην προετοιμασία και εκδήλωση της συνταγματικής επανάστασης της 3ης του Σεπτέμβρη του 1843. Λαός και στρατός ενωμένος, κατέβηκαν στον αδιαμόρφωτο ακόμα χώρο μπροστά από τα – Βαυαρικού γούστου – τότε ανάκτορα (σημερινό ελληνικό κοινοβούλιο) και με την κραυγή «Σύνταμα – Σύνταμα», ανάγκασαν τον Όθωνα να παραχωρήσει το πρώτο σύνταγμα στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Η πλατεία Συντάγματος λοιπόν, καρδιά της ελληνικής επικράτειας, γεννήθηκε από μια μαζική διαδήλωση‧ πήρε το όνομά της από μια μαζική διαδήλωση. Πολλές άλλες διαδηλώσεις ακολούθησαν. Τον 20ο αιώνα τοποθετήθηκε εκεί το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη – ένα μνημείο, που κακά τα ψέματα, η άρχουσα τάξη έκοψε κι έραψε στα μέτρα της. Έγραψε επάνω τα ονόματα μαχών και νικών που θεωρούσε ότι μπορούσε να τις κάνει δικές της – απουσιάζουν προκλητικά οι νεκροί της Εθνικής Αντίστασης, ενώ υπάρχει χώρος για τις μάχες που έδωσαν τμήματα του ελληνικού στρατού στην … Κορέα.
Ακόμα κι έτσι όμως, ο άγνωστος στρατιώτης είναι παιδί του ελληνικού λαού. Είναι ο «Μιχαλιός» του Καρυωτάκη, που γύρισε σπίτι του σ` ένα φέρετρο που δεν τον χωρούσε. Είναι ο νεκρός στρατιώτης του Μπρεχτ, που τον σηκώνουν από τον τάφο για να πάει στη μάχη και να ξανασκοτωθεί. Κι η πλατεία Συντάγματος απόκτησε ένα χαρακτήρα διπλό, μια αντανάκλαση των δυο κόσμων που συγκρούονται σε κάθε εκμεταλλευτική κοινωνία: είναι η πλατεία των επισήμων, των παρελάσεων, των καταθέσεων στεφάνου από μεγαλόσχημους ξένους ηγέτες, η πλατεία – προαύλιο του «Ναού της Δημοκρατίας» (τους). Είναι όμως κι η πλατεία των μεγάλων λαϊκών διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, των απεργιών πείνας, των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής. Εκεί που πάντα ο στρατηγός Μακρυγιάννης ορκίζεται πάνω στο σπαθί του…
101 χρόνια μετά τη συνταγματική επανάσταση του 1843, νέα κορίτσια κι αγόρια, πάλι στην πλατεία Συντάγματος, στις 3 του Δεκέμβρη, κρατάνε ένα πανό με τα αθάνατα λόγια ενός πρωτομάστορα της Επανάστασης, του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου: «Όταν ο λαός αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Πολλά από αυτά τα παιδιά, σε λίγη ώρα είναι νεκρά, από τα πυρά του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού και από τις σφαίρες της ελληνικής άρχουσας τάξης, της προδοτικής, της απούσας από την αντίσταση του λαού μας ενάντια στον κατακτητή. Έτσι ξεκινά ο μεγάλος Δεκέμβρης του `44 κι έτσι ανεβαίνει στα χείλη του ελληνικού λαού ο στίχος «Τόχουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα…).
Κατά την ταπεινότατη γνώμη της γράφουσας, αυτές είναι οι δυο κορυφαίες στιγμές της πλατείας Συντάγματος, που γεννήθηκε από μια εξέγερση και ανατράφηκε με το αίμα του λαού μας. Και όποιος έχει σκοπό να αποκόψει το λαό μας από τις μνήμες, το αίμα και την ιστορία του, ας φοβάται, όπως γράφει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης «το σπαθί και τον όρκο του Μακρυγιάννη».







