Οι εργαζόμενοι και οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται για ακόμα μια φορά αντιμέτωποι με κυβερνητικές επιλογές που αποδεικνύουν την αδυναμία του κράτους να διαχειριστεί κρίσιμες καταστάσεις, να προστατεύσει τη ζωική παραγωγή και να διασφαλίσει τα δικαιώματα των παραγωγών. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για την ευλογιά αποτελεί ομολογία αυτής της αδυναμίας, καθώς αναμασά υπάρχουσες διατάξεις και περιλαμβάνει μέτρα επικίνδυνα και αναποτελεσματικά.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να αγνοεί τις ανάγκες των παραγωγών. Δεν παρέχεται επιστημονική καθοδήγηση στους κτηνοτρόφους, ενώ απειλούνται για «παράνομους εμβολιασμούς», χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επαλήθευσης. Ταυτόχρονα, δεν γίνεται ουσιαστικός έλεγχος σε βιομηχανίες, σφαγεία, λιμεναρχεία και άλλους κρίσιμους χώρους, αφήνοντας τον κίνδυνο διασποράς ανεξέλεγκτο.
Οι αποζημιώσεις, που παρουσιάζονται ως άμεσες, ήδη καθυστερούν έως και επτά μήνες, παρά τη νομική υποχρέωση καταβολής εντός διμήνου. Τα χρονοδιαγράμματα για θανάτωση και ταφή κοπαδιών εντός 72 ωρών είναι ανέφικτα λόγω υποστελέχωσης υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο το προσωπικό, που μπορεί να κατηγορηθεί αναίτια για καθυστερήσεις.
Η υποστελέχωση και οι συνεχείς μετακινήσεις προσωπικού εντείνονται. Αντί να γίνουν μόνιμες προσλήψεις, η κυβέρνηση επιστρατεύει στρατιωτικούς και ιδιώτες κτηνιάτρους και μετατρέπει εθελοντικές μετακινήσεις σε υποχρεωτικές, ακόμη και για οκτώ μήνες, με απειλές πειθαρχικών μέτρων. Ταυτόχρονα, το κτηνιατρικό προσωπικό καλείται να μετρά κοπάδια ενώ κάνει ελέγχους για ευλογιά, μια πρακτική που θεωρείται αντιεπιστημονική και επικίνδυνη για διασπορά της νόσου.
Μαρτυρίες εργαζομένων δείχνουν καθυστερήσεις στη θανάτωση κοπαδιών έως 15–20 ημέρες, απουσία ιχνηλασιμότητας ζωοτροφών από χώρες με έξαρση και σοβαρή υποβάθμιση των εργαστηρίων αναφοράς, που έχουν χάσει έως και 25% του προσωπικού τους.
Στο θέμα του εμβολιασμού, η κυβέρνηση φαίνεται να υπακούει στα συμφέροντα μεγάλων βιομηχάνων, οι οποίοι φοβούνται απώλεια αγορών, αντί να προστατεύει τους παραγωγούς και τη δημόσια υγεία. Η «επιστημονική επιτροπή» κατηγορείται ότι λειτουργεί περισσότερο ως εκφραστής συμφερόντων παρά ως φορέας επιστημονικών δεδομένων.
Οι πολιτικές ευθύνες είναι σαφείς: αρμόδιοι υπουργοί επιδεικνύουν ειρωνεία προς τους κτηνοτρόφους, ενώ διαχρονικά αγνοούνται αιτήματα όπως η σύνδεση των επιδοτήσεων με την πραγματική παραγωγή. Αν δεν γίνει έγκαιρος εμβολιασμός, οι προβλέψεις για την επόμενη περίοδο είναι ολέθριες. Η διάδοση της νόσου μέχρι την Κεφαλονιά αποτελεί ανησυχητικό σημάδι.
Tο ΓΕΩΤΕΕ καλείται να πάρει ανοιχτή θέση κατά της κυβέρνησης και να διεκδικήσει πλήρη μέτρα αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού.
Τέλος, το κεντρικό ερώτημα παραμένει: ποιος πραγματικά ωφελείται από την εξωστρέφεια της φέτας; Σαφώς όχι οι κτηνοτρόφοι ούτε η λαϊκή κατανάλωση, αλλά οι μεγαλοεξαγωγείς. Ο κοινωνικός πλούτος πρέπει να επιστρέφει σε αυτούς που τον παράγουν: στους εργαζόμενους και στους παραγωγούς, και όχι σε λίγες οικονομικές ελίτ.
Η αλληλεγγύη των εργαζομένων, κτηνοτρόφων, αγροτών καθώς και η οργανωμένη πάλη τους είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματα, την παραγωγή και τη ζωή των ανθρώπων που παράγουν τον πλούτο.







