Εργατικός Αγώνας

Η συμφωνία ΕΕ–Mercosur: εργαλείο συγκέντρωσης κεφαλαίου και πίεσης στους εργαζόμενους και την αγροτιά

Η συμφωνία ΕΕ–Mercosur αποτελεί μια μεγάλη εμπορική σύμπραξη ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες της Mercosur (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη), η οποία μετά από δεκαετίες διαπραγματεύσεων στοχεύει στη δημιουργία μιας εκτεταμένης ζώνης ελεύθερου εμπορίου που θα καλύπτει σχεδόν 800 εκατομμύρια ανθρώπους. Στο επίκεντρό της βρίσκεται η κατάργηση ή δραστική μείωση δασμών στο μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων που ανταλλάσσονται μεταξύ των δύο μπλοκ. Για την ΕΕ αυτό σημαίνει ότι πάνω από το 90% των βιομηχανικών εξαγωγών της θα εισέρχονται στην αγορά της Νότιας Αμερικής χωρίς τελωνειακούς φραγμούς, ενώ αντίστοιχα οι χώρες της Mercosur θα έχουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά για αγροτικά προϊόντα όπως το βόειο κρέας, η αιθανόλη, η ζάχαρη, το ρύζι και τα πουλερικά μέσω διευρυμένων ποσοστώσεων και μειωμένων δασμών. Η πρόβλεψη περιλαμβάνει ρυθμίσεις για προστασία σε περίπτωση απότομης αύξησης εισαγωγών, καθώς και διακηρύξεις συνεργασίας για περιβάλλον και εργασιακά, χωρίς όμως να θίγεται η βασική δομή του ελεύθερου εμπορίου και της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Μια μαρξιστική ανάγνωση της συμφωνίας δεν την αντιμετωπίζει ως τεχνικό ζήτημα εμπορικής πολιτικής, αλλά ως μηχανισμό διεύρυνσης της δράσης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Το κεφάλαιο, για να συνεχίσει να αυξάνει την κερδοφορία του, αναζητά νέες αγορές, φθηνότερες πρώτες ύλες, ευνοϊκότερους όρους παραγωγής και νέους τομείς εμπορικής αξιοποίησης της εργασίας και της φύσης. Μια συμφωνία όπως η ΕΕ–Mercosur λειτουργεί ακριβώς σε αυτή τη λογική: αφαιρεί εμπόδια στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, μειώνει το κόστος για τους μεγάλους εξαγωγικούς ομίλους, θεσμοθετεί ανταγωνισμό όπου οι ισχυροί θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο και ενσωματώνει χώρες και τομείς παραγωγής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας όπου η υπεραξία αποσπάται προς όφελος των πιο ισχυρών κεφαλαίων.

Οι επίσημες διακηρύξεις περί «αμοιβαίου οφέλους» ουσιαστικά περιγράφουν το όφελος για τα τμήματα του κεφαλαίου που ήδη έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν διεθνώς: για την ΕΕ πρόκειται κυρίως για βιομηχανίες υψηλής προστιθέμενης αξίας : αυτοκινητοβιομηχανίες, χημική βιομηχανία, μηχανολογικό εξοπλισμό, φαρμακευτικά, αλλά και για την αγροδιατροφή υψηλής ποιότητας, όπως κρασί, τυριά και ελαιόλαδο. Οι χώρες της Mercosur από την άλλη εξάγουν φθηνότερες πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα, αυξάνοντας την παραγωγή τους μέσω εντατικοποίησης της εργασίας και επέκτασης της καλλιεργήσιμης γης, με επιπτώσεις που μετατοπίζονται πάνω στο περιβάλλον και τους εργαζόμενους. Η παραγόμενη υπεραξία διαρρέει προς τους μεγάλους ομίλους, ενώ οι φτωχότεροι παραγωγοί (είτε στη Λατινική Αμερική είτε στην Ευρώπη) πιέζονται να συμπιέσουν το δικό τους κόστος για να ανταγωνιστούν. Η συμφωνία, ακόμη και με ρήτρες ασφαλείας, δεν προστατεύει τους πιο αδύναμους κρίκους αλλά ρυθμίζει την αγορά έτσι ώστε ο ανταγωνισμός να λειτουργεί υπέρ των ισχυρών.

Μια τέτοια συμφωνία βρίσκει φυσικά υποστηρικτές μέσα στην κάθε εθνική αστική τάξη. Στην Ελλάδα ειδικά, δύο τμήματα έχουν συγκεκριμένο συμφέρον να την προωθήσουν. Πρώτον, οι εφοπλιστές. Η αύξηση του διηπειρωτικού εμπορίου σημαίνει μεγαλύτερες θαλάσσιες μεταφορές και υψηλότερους όγκους φορτίου. Με δεδομένο ότι η ελληνική ναυτιλία ελέγχει μεγάλο μέρος του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευμάτων, κάθε τέτοια διεύρυνση της αγοράς μεταφράζεται άμεσα σε αύξηση κερδοφορίας τους. Δεύτερον, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα (iδιαίτερα στο ελαιόλαδο, το κρασί, τα τυριά και τα ποιοτικά τρόφιμα) βλέπουν στη Mercosur μια τεράστια αγορά όπου η μείωση δασμών μπορεί να τους επιτρέψει να διεισδύσουν πιο εύκολα και να αυξήσουν τα μερίδιά τους. Αυτές οι επιχειρήσεις, που ήδη έχουν κεφαλαιακή ισχύ και οργανωμένες εξαγωγικές δομές, επιδιώκουν τη συμφωνία ως μέσο διεύρυνσης της αγοράς τους και επομένως πιέζουν πολιτικά προς την κατεύθυνση της επικύρωσης και εφαρμογής της.

Συνολικά, η συμφωνία ΕΕ–Mercosur είναι μια στρατηγική του διεθνοποιημένου κεφαλαίου που οργανώνει τον ανταγωνισμό προς όφελος των ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων και αναδιαμορφώνει την παραγωγή και το εμπόριο σε βάρος μικρότερων παραγωγών, εργαζομένων και οικοσυστημάτων. Η ελληνική αστική τάξη (ιδιαίτερα οι εφοπλιστές και οι εξαγωγικές αγροδιατροφικές εταιρείες) στέκεται υπέρ της, όχι επειδή αποτελεί «ευκαιρία για όλους», αλλά επειδή αποκομίζει μετρήσιμα οφέλη σε κερδοφορία και διεθνή ισχύ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια συμφωνία που, κάτω από το πέπλο της ανάπτυξης και της συνεργασίας, προωθεί την επέκταση και συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενισχύοντας τις ταξικές αντιθέσεις και εμβαθύνοντας τη σχέση εξάρτησης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας