Εργατικός Αγώνας

Η αμφισβήτηση του κόμματος νέου τύπου

Του Γεράσιμου Αραβανή.

Στην εποχή μας, όπως ήδη σημειώσαμε, βρίσκεται σε έξαρση, είτε ανοιχτά, δημόσια, είτε συγκαλυμμένα, ώστε να μην προκαλεί ιδιαίτερα, μια αμφισβήτηση της αναγκαιότητας του κόμματος νέου τύπου, τις περισσότερες φορές μάλιστα γίνεται στο όνομα του Λένιν και της αποκατάστασης της «ουσίας» του λενινισμού. Συνήθως τρία είναι τα βασικά επιχειρήματα που αμφισβητούν τη θεωρία και την αναγκαιότητα του κόμματος νέου τύπου.

Το πρώτο Αμφισβητείται η θέση που διατύπωσε ο Λένιν και άλλοι, ότι η εργατική τάξη μπορεί να διεξάγει μόνη της, με τις δυνάμεις της μόνο συνδικαλιστικό αγώνα και όχι ολοκληρωμένο πολιτικό και ιδεολογικό και ότι τη δυνατότητα αυτή την αποκτά μόνο με την παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας της.

Χρεώνουν μάλιστα στη θέση αυτή που είναι η καρδιά της θεωρίας του κόμματος νέου τύπου ότι είναι πηγή όλων των δεινών του σοσιαλισμού, αρχής γενομένης από την υποκατάσταση της τάξης από το κόμμα, την αδρανοποίηση της εργατικής τάξης, ότι είναι βασική αιτία της αποτυχίας του εγχειρήματος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ο αιώνα.

Ουσιαστικά επαναφέρουν με άλλο τρόπο και όχι με τον ίδιο χαρακτήρα και με τις ίδιες προθέσεις τη γνωστή αστική αντίληψη, ότι όλα τα δεινά που συσσώρευσε ο κομμουνισμός δεν είναι αποτέλεσμα των αντιλήψεων και της πρακτικής των επιγόνων, αλλά ότι υπάρχουν στον ίδιο τον λενινισμό και στην εποχή του Στάλιν εκδηλώθηκαν με τη γνωστή σφοδρότητα. Η συνέπεια αυτών των αντιλήψεων είναι να εγκαταλειφθεί η θεωρία και η ανάγκη του κόμματος νέου τύπου, ακρογωνιαίος λίθος του λενινισμού. Αν κανείς παρακολουθήσει προσεκτικά τα γραφόμενά τους θα δει ότι δεν περιορίζονται μόνο στη θεωρία του κόμματος, αλλά αμφισβητούν και άλλες πλευρές σημαντικές, ουσιαστικά τον ίδιο τον λενινισμό και τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ας το δούμε συγκεκριμένα. Γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του «Επιστροφή στο μέλλον»: «Το ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα δεν είναι άσχετο με ορισμένες πλευρές της ίδιας της λενινιστικής κληρονομιάς. Ασφαλώς δεν έχουν δίκιο ότι ο Λένιν (ή και ο Μαρξ) οδηγούσε αναπόδραστα στον Στάλιν. Ωστόσο, άλλο τόσο εξωπραγματικό είναι να υποστηρίξει κανείς ότι του ήταν εντελώς ξένος. Ορισμένα στοιχεία του «σταλινισμού» ενυπήρχαν ήδη στο Λένιν και στον ίδιο τον μαρξισμό ως εμβρυακές, δευτερεύουσες τάσεις… Η κυριότερη από αυτές αφορά στη σχέση κόμματος- εργατικής τάξης και συμπυκνώθηκε στον περίφημο αφορισμό του Τι να κάνουμε ότι ο σοσιαλισμός «μπαίνει στην εργατική τάξη απέξω», από τη σοσιαλιστική διανόηση.

Στη συνέχεια προχωρεί περισσότερο και χαρακτηρίζει τη θέση αυτή, ότι, δηλ., η πολιτική συνείδηση έρχεται «απέξω» σύμφωνα με το πνεύμα του Λένιν, ως προγραμματική διακήρυξη μιας μικροαστικής διανόησης, που φαντασιώνεται τον επιστήμονα μηχανικό του σοσιαλισμού που θέλει να καταλάβει την εξουσία χρησιμοποιώντας την εργατική τάξη ως πολιορκητικό κριό σήμερα και ως απλό οικοδόμο – εκτελεστή του σοσιαλιστικού σχεδίου αύριο. Η θέση αυτή δεν είναι, σύμφωνα με τον ΠΠ, μόνο ιδεαλιστική στο φιλοσοφικό πεδίο, αλλά είναι και πολιτικά αντιδραστική, «καθώς περιέχει εν σπέρματι όλη τη λογική του γραφειοκρατικού σφετερισμού, της υποκατάστασης της τάξης από το κόμμα και του κόμματος από το Πολιτικό Γραφείο». Και είναι ιδεαλιστική η θέση αυτή, διότι «εάν δεν υπήρχαν στην εργατική τάξη εμβρυακά ενστικτώδη ατελή στοιχεία σοσιαλιστικής ιδεολογίας, οποιαδήποτε προσπάθεια να της καρφώσουμε με τη βαριά στο κεφάλι το σοσιαλισμό θα αποτύγχανε…».

Δεν σχολιάζουμε τους βαρείς χαρακτηρισμούς και τις ισοπεδωτικές φράσεις, λέμε όμως ότι δεν αποδεικνύει κάτι ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι στην εργατική τάξη υπάρχουν εμβρυακά στοιχεία σοσιαλισμού και γι αυτό έγινε δυνατό το μπόλιασμα της σοσιαλιστικής θεωρίας στους εργάτες… και αυτό διότι η σοσιαλιστική θεωρία δεν μπορεί παρά να δημιουργηθεί μόνο την εποχή του καπιταλισμού, την εποχή που η εργατική τάξη έχει σχετικά αναπτυχθεί, τότε μόνο αν διαδοθεί η θεωρία του σοσιαλισμού στην εργατική τάξη μπορεί να βρει πλατιά απήχηση και λόγω ακριβώς των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης. Στην εποχή της φεουδαρχίας φυσικά δεν υπήρχε επιστημονικός σοσιαλισμός και βεβαίως δεν υπήρχε η τάξη στην οποία θα έβρισκε απήχηση, όπως δεν πρόκειται να βρει απήχηση ο σοσιαλισμός σε καμιά περίπτωση στην αστική τάξη γιατί είναι παντελώς αντίθετος με τα συμφέροντα της, αλλά μόνο στην εργατική τάξη και πάνω στο έδαφος των εμπειριών της, της θέσης του εργάτη απέναντι στον εργοδότη, των ίδιων των όρων της ζωής της. Αυτή η εμβρυακή συνείδηση φτάνει μόνο ως την άμυνα του εργάτη και των εργατών απέναντι στον ξεχωριστό επιχειρηματία και γενικότερα στους επιχειρηματίες. «Συχνά μας λένε, έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε η εργατική τάξη τείνει αυθόρμητα προς το σοσιαλισμό. Αυτό είναι ολότελα σωστό, με την έννοια, ότι η σοσιαλιστική θεωρία καθορίζει πιο βαθιά και πιο σωστά από κάθε άλλη θεωρία τις αιτίες των συμφορών της εργατικής τάξης και γι’ αυτό οι εργάτες την αφομοιώνουν τόσο εύκολα, αρκεί μόνο η θεωρία αυτή να μην τα διπλώνει μπροστά στο αυθόρμητο, αρκεί μόνο να υποτάσσει η ίδια το αυθόρμητο… ». Για να διαμορφωθεί σοσιαλιστική συνείδηση πρέπει να επιδράσει ο μαρξισμός από την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό κόμμα.

Επιπλέον το απόσπασμα του Κάουτσκι και οι αντίστοιχες τοποθετήσεις του Λένιν δεν περιέχουν καμία αντίφαση μεταξύ τους. Απλώς είναι πιο εύκολο να καταγγείλει κανείς τον Κάουτσκι παρά τον Λένιν, τον Λένιν τον καταγγέλλεις με πιο προσεκτικό τρόπο. Ο Λένιν συμφωνεί στη λογική που εκφράζει ο Κάουτσκι γι’ αυτό εξάλλου παραθέτει και το σχετικό απόσπασμα. Αυτό το αποδεικνύει το αμέσως επόμενο απόσπασμα από το Τι να κάνουμε. Γράφει: «δεν μπορούσε να υπάρχει ακόμη σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μέσα στους εργάτες. Η συνείδηση αυτή μπορούσε να έρθει σ’ αυτούς μόνο απέξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνουν, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση να αναπτύξει παρά μόνο τρε»ϊντγιουνιονιστική συνείδηση, δηλαδή την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να ενωθεί σε σωματεία, να κάνει αγώνα ενάντια στα αφεντικά, να παλεύει για να αποσπάσει από την κυβέρνηση τον άλφα ή το βήτα απαραίτητο νόμο για τους εργάτες κ.λπ.».

Ούτε βέβαια και η προσπάθεια να αντιπαραθέσει το προηγούμενο απόσπασμα με άλλο σημείο του Τι να κάνουμε έχει καμιά βάση. Ο ισχυρισμός του ΠΠ ότι το κόμμα και η τάξη αποκτούν τη γνώση με την ενεργή συμμετοχή τους στους πολιτικούς αγώνες δεν έχει καμία σχέση με το απόσπασμα του Λένιν με το οποίο το συνδέει. Το κόμμα, αν είναι πραγματικά εργατικό, πρωτοπορία της εργατικής τάξης, έχει τη γνώση της μαρξιστικής θεωρίας και μέσα στην πολιτική πάλη η θεωρητική γνώση μπαίνει στην δοκιμασία της πράξης, βγαίνουν τα ανάλογα συμπεράσματα, πλουτίζεται η γνώση, αντίθετα η εργατική τάξη δεν διαθέτει τη γνώση και δεν μπορεί να την αποκτήσει μέσα στους αγώνες αν το Κομμουνιστικό κόμμα δεν φωτίσει με τη θεωρία, τα προβλήματα, τις κοινωνικές αντιθέσεις, δεν δώσει προοπτική στον αγώνα. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη από μόνη της δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να διαθέτει μια ολοκληρωμένη θεωρία και σχέδιο για το σοσιαλισμό δεν σημαίνει «ότι οι εργάτες, έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε, δεν συμμετέχουν στην επεξεργασία αυτής της θεωρίας. Συμμετέχουν, όχι όμως ως εργάτες, αλλά ως θεωρητικοί του σοσιαλισμού, συμμετέχουν με άλλα λόγια, μόνο όταν και στο βαθμό που κατορθώνουν λίγο-πολύ να κατακτήσουν τις γνώσεις του αιώνα τους και να προωθήσουν αυτές τις γνώσεις ».

Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η εργατική τάξη είναι πολύ ανομοιογενής, διακρίνεται από μια μεγάλη διαστρωμάτωση και διατρέχουν τις γραμμές της σοβαρές αντιθέσεις. Για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να εκφράζεται από ένα μόνο κόμμα αλλά από πολλά. Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του αυτό ο ΠΠ καταφεύγει στον Τρότσκι και στο έργο του «Προδομένη επανάσταση». Εκεί ο Τρότσκι αναφέρει ότι: οι τάξεις, προφανώς και η εργατική τάξη, σπαράσσονται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Το κόμμα είναι μερίδα της τάξης, η τάξη έχει πολλές μερίδες, τότε η τάξη μπορεί να γεννήσει πολλά κόμματα. Όλα αυτά εμπεριέχουν μια πολύ μεγάλη αφαίρεση. Είναι η μισή αλήθεια. Φυσικά η εργατική τάξη είναι ανομοιογενής, υπάρχουν στις γραμμές της αντιθέσεις, παραβλέπει όμως εντελώς το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία τάξη, τα στοιχεία που ενώνουν τα τμήματα της είναι πολύ περισσότερα και πολύ πιο ισχυρά από τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στο πλαίσιο της και σε συνθήκες κατάλληλες, ταξικών αγώνων, θετικού συσχετισμού και ιδεολογικής και πολιτικής διαφώτισης μπορεί να διαμορφωθεί ισχυρή ενότητα στις γραμμές της. Με δύο λόγια η αντίθεσή της εργατικής τάξης με την αστική τάξη είναι η κύρια αντίθεσή στον καπιταλισμό και είναι αγεφύρωτη, ενώ οι αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα.

Το φαινόμενο της ομοιογένειας στις γραμμές εργατικής τάξης δεν είναι σημερινό φαινόμενο, αντίθετα είναι πολύ παλιό, από τη γέννηση της ακόμη, έστω και αν τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο Λένιν στα 1920 στο έργο του Αριστερισμός έγραφε: Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το «καθαρό» προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο, από το μισοπρολετάριο ως τον μισοαγρότη και τον μικροβιοτέχνη, το μικρονοικοκύρη γενικά, από τον μικρό ως το μεσαίο αγρότη κ.λπ., αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κ.λπ. Από τη διαπίστωση αυτή δεν οδηγείται ο Λένιν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά ότι «απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το Κομμουνιστικό του κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων». Απορρέει με δύο λόγια η ανάγκη της κοινής δράσης, η ανάγκη των συμφωνιών και των συνεργασιών, της διαμόρφωσης πολιτικών και κοινωνικών μετώπων όπως λέμε στις μέρες μας.

Στα πλαίσια της μισθωτής εργασίας σαφώς και μπορούν να υπάρχουν διαφορετικά κόμματα, εκφράζοντας τμήματα των μισθωτών με σχετικά ιδιαίτερα συμφέροντά. Ακόμη και στην ίδια την εργατική τάξη είναι δυνατόν αυτό. Δεν μπορούν όμως να υπάρχουν πολλά κόμματα που να καθοδηγούνται από τις θεωρία του μαρξισμού λενινισμού και να εκφράζουν το γενικό συμφέρον της εργατικής τάξης, «που εκπροσωπούν πέραν των άμεσων συμφερόντων και το μέλλον του κινήματος», όπως αναφέρει το Κομμουνιστικό μανιφέστο. Θα μπορούσε σε μια συγκυρία, για ένα διάστημα και για ειδικούς λόγους αυτό να είναι δυνατόν, όχι όμως για μεγάλο διάστημα και για πάντα, ώστε να πάρει και το χαρακτήρα προγραμματικής θέσης. Αν συμπίπτουν δύο κόμματα απόλυτα, στην ιδεολογία, τη στρατηγική, τους στόχους που επιδιώκουν και δεν συντρέχουν κάποιοι ειδικοί και για ένα διάστημα λόγοι, τότε γιατί δεν έχουν ενοποιηθεί;

Με δύο λόγια ένα κόμμα μπορεί να εκφράσει το γενικό συμφέρον ολόκληρης της τάξης και την προοπτική της, το κόμμα που καθοδηγείται από τη θεωρία του μαρξισμού λενινισμού, τα άλλα κόμματα εργατικού ή μικροαστικού χαρακτήρα που ενδεχομένως συμπράττουν στα πλαίσια μιας συμμαχίας θα εκφράζουν τα συμφέροντα επιμέρους τμημάτων της εργατικής τάξης, κυρίως της μισθωτής εργασίας και των μικροαστικών στρωμάτων.

Για να στηρίξει περισσότερο ο ΠΠ την άποψη του καταφεύγει σε ένα ισχυρισμό που από μαρξιστική άποψη δεν είναι ορθός. «Οι κοινωνικές αντιθέσεις, γράφει, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διατρέχουν την εργασία, θα συνεχίσουν να υπάρχουν όχι μόνο στη μεταβατική περίοδο της εργατικής δημοκρατίας, αλλά και στον ίδιο τον κομμουνισμό, μάλιστα, θα αποτελούν την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης του. Η κυριότερη από αυτές θα αφορά την αναπόφευκτη διατήρηση στοιχείων τεχνικού καταμερισμού εργασίας σε επαγγέλματα και ειδικότητες, χωρίς τον οποίον είναι αδιανόητη η εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών, εκτός αν πρόκειται οι κοινωνικές ανάγκες να οπισθοδρομήσουν στη λίθινη εποχή».

Oμαρξισμός θέλει το σύνολο των ταξικών και γενικότερα των κοινωνικών αντιθέσεων να χαρακτηρίζει τη μεταβατική περίοδο, ενδεχομένως ορισμένες και ως ένα βαθμό και την κατώτερη φάση και κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Σε καμιά περίπτωση όμως την ανώτερη φάση της, τον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός προϋποθέτει το ξεπέρασμα του συνόλου των αντιθέσεων και τις αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Στον κομμουνισμό όλοι οι άνθρωποι εργάζονται με βάση τις δυνατότητες τους και καθένας αμείβεται σύμφωνα με τις ανάγκες του. Έχουν όλοι την ίδια σχέση με τα μέσα παραγωγής και όλοι από κοινού τα διαχειρίζονται συλλογικά, καθότι όλοι θα έχουν τις αναγκαίες δυνατότητες γι’ αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι η αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίες έχει ξεπεραστεί. Σε καμιά περίπτωση οι αντιθέσεις δεν είναι η κινητήρια δύναμη της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Το τρίτο επιχείρημα είναι πιθανόν το πιο σημαντικό με την έννοια ότι όλα τα υπόλοιπα επιχειρήματα σε αυτό στηρίζονται, εκεί έχουν την αφετηρία τους. Το επιχείρημα αυτό, εν’ ολίγοις λέει το εξής: Ο καπιταλισμός δεν βρίσκεται πλέον στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Μετά την κρίση του 1973- 1975 ουσιαστικά πέρασε σε νέο στάδιο ανάπτυξης με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε τέτοιο βαθμό που η αναπροσαρμογή της στρατηγικής του Κομμουνιστικού κινήματος είναι αναγκαιότητα. Την άποψη αυτή περιέχουν πιο συγκροτημένα τα προγραμματικά κείμενα του ΝΑΡ.

Ας δούμε όμως πώς τοποθετεί το συγκεκριμένο ζήτημα ο ΠΠ που εκφράζει την ίδια ή παρόμοια με τον το ΝΑΡ άποψη. Βλέπει ο καπιταλισμός να χωρίζεται σε τρία στάδια, σε τρεις εποχές, όπως αναφέρει. Η πρώτη και η δεύτερη συμπίπτουν με τα στάδια που δέχεται ο μαρξισμός, το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και το ιμπεριαλιστικό. Ο ΠΠ βλέπει και τρίτο στάδιο, αυτό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που αντικαθιστά τον ιμπεριαλισμό.

Στο πρώτο στάδιο περιγράφει τον Κομμουνισμό ως κίνημα και λίγο ως κόμμα, στο δεύτερο στάδιο, που μάλιστα σημειώνει ότι ο Λένιν προχώρησε στην επανίδρυση του μαρξισμού, χρειαζόταν ένα πιο σφιχτό, πιο πειθαρχημένο κόμμα, σταθερό χέρι στο τιμόνι την ώρα της τρικυμίας και το τρίτο, το σύγχρονο στάδιο, την «Τρίτη εποχή» κατά το οποίο ο καπιταλισμός γίνεται ολοκληρωτικός, απλώνεται σε όλο τον κόσμο με τη μορφή «υπερδικτύου των δικτύων» συνδυάζοντας στον ανώτατο βαθμό την ευλύγιστη οργάνωση και τη διαρκή αποδόμηση, τον ορθολογισμό του μέρους με τον ανορθολογισμού του συνόλου, την ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς με τον κατακερματισμό της παραγωγής και της ίδιας της εργατικής τάξης. «Σε αυτό τον «νέο» καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί και ένα «νέο», Κομμουνιστικό κίνημα, όχι λιγότερο ευλύγιστο από τον αντίπαλό του, τόσο στην αντίληψη του για την πολιτική στρατηγική, όσο και στις μετωπικές μορφές οργάνωσης του. Μετά τον κομμουνισμό- κίνημα και τον κομμουνισμό-κόμμα, το πολιτικό κέντρο βάρους πέφτει στον κομμουνισμό-μέτωπο. Ένας κομμουνισμός με «δικτυακή» μορφή, στενά συνεργαζόμενων, αλλά και διαφορετικών κομμάτων και ρευμάτων, με αντιθέσεις και αναπόφευκτους ανταγωνισμούς». Αυτή είναι η θέση.

Το πρώτο και βασικό θέμα είναι αν όντως ο καπιταλισμός πέρασε σε νέο στάδιο με τα χαρακτηριστικά που ο συγγραφέας περιγράφει. Γεγονός είναι ότι ο ιμπεριαλισμός σήμερα δεν είναι ο ιμπεριαλισμός της δεκαετίας του ’50 και του ’60, περισσότερο του μεσοπολέμου και του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Υπάρχουν σημαντικές αλλαγές, είναι όμως τέτοιες που να μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη για νέο στάδιο; Η ύπαρξη ξεχωριστού σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού προϋποθέτει τη διατήρηση μεν του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα, την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής κ.λπ., αλλά βαθιές αλλαγές στα επιμέρους χαρακτηριστικά του που διαμορφώνουν μια νέα ποιότητα στο ίδιο τον καπιταλιστικό σχηματισμό. Θεωρούμε ότι σε όλους τους τομείς υπάρχουν σημαντικές αλλαγές ποσοτικές, όχι όμως διαμόρφωση μιας νέας ποιότητας, νέο στάδιο. Κρίνοντας τον καπιταλισμό σήμερα με βάση τα πέντε χαρακτηριστικά που ο Λένιν έθεσε, θεωρούμε ότι διατηρούνται τα ίδια, φυσικά σε διαφορετικές διαστάσεις, ο ιμπεριαλισμός είναι πολύ πιο ώριμος.

Ο Λένιν δίνοντας έναν ορισμό του ιμπεριαλισμού έθεσε τα παρακάτω πέντε βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. 1) Τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, η οποία έχει φθάσει σε πολύ υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε δημιουργήθηκαν μονοπώλια τα οποία έχουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. 2) Συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο και τη δημιουργία της χρηματιστικής ολιγαρχίας. 3) Ότι παίρνει προτεραιότητα η εξαγωγή κεφαλαίου σε διάκριση με το προηγούμενο στάδιο που κυριαρχούσε η εξαγωγή εμπορευμάτων. 4) Ότι συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) ότι το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις έχει τελειώσει. «Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες», γράφει στο έργο του Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Κανένα από τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα δεν έπαψε να υπάρχει ή δεν έχει υποβαθμιστεί. Οπωσδήποτε τα μονοπώλια πολλαπλασιάστηκαν καθώς και η δύναμη τους και ελέγχουν πολύ μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικής ζωής σε όλο τον πλανήτη, το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει γίνει πανίσχυρο, καθώς και η εξαγωγή κεφαλαίων κ.λπ. Όλα αυτά όμως συνηγορούν για πολύ πιο ώριμο ιμπεριαλισμό και όχι για μια νέα ποιότητα, ένα νέο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συνολικά θεωρούμε ότι η επιχειρηματολογία που δίνει ο συγγραφέας, αλλά και το ΝΑΡ στα ντοκουμέντα του δεν πείθουν για κάτι διαφορετικό. Ως εκ τούτου την αντίληψη για νέο στάδιο του καπιταλισμού δεν την θεωρούμε ορθή.

Συνέπεια αυτής της θέσης του συγγραφέα είναι να αντιμετωπίζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο το Κομμουνιστικό κόμμα από ότι το περιέγραψε και το εφάρμοσε ο Λένιν και να υποβαθμίζεται μάλιστα σε εξαιρετικό βαθμό ο ρόλος του. Στο κείμενο εργασίας του ΝΑΡ για τον πανελλαδικό σώμα που ασχολήθηκε με το «Υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στη νέα εποχή» διαβάζουμε: Οι πρωτοπορίες ποικίλλουν ως προς το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης και συγκρότησης. Υπάρχουν πρωτοπορίες του πολιτικού αγώνα για τα οικονομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης (τα σχήματα- συσπείρωσης σε χώρους εργασίας και σπουδών ή σε γειτονιές και πόλεις). Πρωτοπορίες που συγκροτούνται στη βάση της αντίθεσης με την κυρίαρχη στρατηγική του αστικού συνασπισμού εξουσίας σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Τέτοιες είναι τα συνολικά πολιτικά μέτωπα και τέλος πρωτοπορίες που η βάση συγκρότησής τους εδράζεται κατά κύριο λόγο σε στρατηγικά και θεωρητικά στοιχεία (κομμουνιστικά ή άλλα εργατικά κόμματα). Καθεμία από αυτές τις διαδικασίες- μορφές που συγκροτούν τις πρωτοπορίες του εργατικού κινήματος έχει την αυτοτέλεια της, την ειδική αξία της, το ειδικό βάρος της, αλλά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Δεν μπορούμε να καταργούμε αυτές τις διαφορές, αντιμετωπίζοντας ισοπεδωτικά τα επίπεδα των πρωτοποριών ούτε να τα χωρίζουμε με σινικά τείχη. Αλλά ούτε να τα αντιμετωπίζουμε με τη λογική των «ομόκεντρων κύκλων» ή μιας άτεγκτης πυραμίδας με το κόμμα στην κορυφή, να μη βλέπουμε τις βαθύτατες αλληλεπιδράσεις τους, τη διαλεκτική ιεραρχημένη σχέση τους. Σε αυτή τη σχέση, το κόμμα είναι ο πρωταρχικός και το μέτωπο είναι ο καθοριστικός και πολιτικά αποφασιστικός παράγοντας. Στη σχέση του με τη συνολική επαναστατική πάλη, με την αντικαπιταλιστική δράση της τάξης, το μέτωπο είναι το πρωταρχικό, ενώ η συνολική επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι το καθοριστικό…».

Από τα παραπάνω προκύπτουν ορισμένα πολύ βασικά συμπεράσματα. Δεν υπάρχει μια πρωτοπορία, αλλά πολλές και μάλιστα έχει γίνει ένας ορισμένος καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ τους. Χρεώνεται σε καθεμία από αυτές συγκεκριμένος τομέας. Το κόμμα ή τα κόμματα αναλαμβάνουν τα στρατηγικά και θεωρητικά ζητήματα και εκεί τελειώνει ο ρόλος τους. Κάτι δηλαδή σαν ένας μηχανισμός ο οποίος διαμορφώνει τα στρατηγικά σχέδια και μελετάει τα ιδεολογικά προβλήματα, το μέτωπο αναλαμβάνει την πολιτική δράση, είναι ο αποφασιστικός πολιτικός παράγοντας και το αντικαπιταλιστικό μαζικό κίνημα παίρνει την ευθύνη τη σύνδεση με τις εργατικές μάζες και τα καθήκοντα της δράσης. Μάλιστα κατά το κείμενο ιδεολογία και πολιτική παράγει και τον αντικαπιταλιστικό μαζικό κίνημα στην εργατική τάξη και το λαό. Το ερώτημα είναι τι είδους ιδεολογία και τι είδους πολιτική μπορεί να παράξει; Οι πρωτοπορίες, κατά το κείμενο, εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης και της συγκρότησής τους. Έχουμε εδώ δηλαδή πρωτοπορίες πρώτης και δεύτερης ίσως και τρίτης κατηγορίας, αλλά παρόλα αυτά είναι όλες πρωτοπορίες. Το ΚΚ, κατά το κείμενο, δεν είναι πρωτοπορία σε κάθε τομέα και σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και δράσης. Είναι ένα στοιχείο δίπλα σε πολλά άλλα, σε μικροαστικά κόμματα, σ’ ένα μετωπικό σχήμα που συμμετέχουν διάφορες πολιτικές δυνάμεις και μαζί η αντικαπιταλιστική πτέρυγα του εργατικού κινήματος. Η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα, «πρωτοπόρο αγωνιστή» έχει εγκαταλειφθεί. Όλα τα κόμματα εργατικού ή μικροαστικού χαρακτήρα που συμμετέχουν στο μέτωπο είναι πρωτοπορίες. Τώρα πως είναι δυνατόν ένα μικροαστικό κόμμα από την άποψη της ιδεολογίας, της στρατηγικής και της συγκρότησης του να είναι πρωτοπορία για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό είναι ένα άλλο θέμα. Όλα αυτά ισοδυναμούν με απόρριψη του λενινισμού, του κόμματος και του ρόλου του, υποβάθμιση του συνειδητού υπέρ του αυθόρμητου, έχουν ένα συνδικαλιστικό, ελευθεριακό χαρακτήρα, γυρίζουν το κίνημα πίσω.

Οι αντιλήψεις αυτές δεν ισχύουν και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Κατά το κείμενο του ΝΑΡ που προαναφέραμε «στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό του 21ου αιώνα, η εργατική τάξη είναι πολύ πιο μορφωμένη, μεγάλο τμήμα της ασκεί συνθέτη εργασία με ανεβασμένα διανοητικά στοιχεία και η πλειοψηφία όσων δρουν στα πεδία της επιστήμης και της θεωρίας εντάσσονται σε αυτήν ή την προσεγγίζουν. Η παραγωγή επαναστατικής πολιτικής και θεωρίας πρέπει επομένως να αντιμετωπιστεί ως δραστηριότητα που μπορεί να αναδειχθεί από τα ίδια της τα σπλάχνα και την αγωνιστική της κίνηση, ως οργανικό στοιχείο αυτής της κίνησης».

Με βάση αυτή τη θέση η εργατική τάξη μπορεί από μόνη της μέσα από τα ίδια της τα σπλάχνα να διαμορφώσει την επαναστατική θεωρία, την επαναστατική πολιτική, το στρατηγικό σχέδιο και την τακτική για να πραγματοποιήσει το σοσιαλισμό. Ο λόγος είναι ότι η σημερινή εργατική τάξη είναι πιο μορφωμένη και ασκεί σύνθετη εργασία με ανεβασμένα διανοητικά στοιχεία. Μάλλον οι συγγραφείς και όλοι μας πρέπει να ξανασκεφτούμε σε ποια κατάσταση βρίσκεται η εργατική τάξη σήμερα, σε ποιες συνθήκες ζει, ποια είναι τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά προβλήματα που τη βασανίζουν. Δεν νομίζουμε ότι μπορεί κάποιος να υποστηρίξει σοβαρά ότι η εργατική τάξη μέσα από τους αγώνες της, μόνη της χωρίς πολιτικό κόμμα μπορεί να συγκροτηθεί σε τάξη για τον εαυτό της και να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Αμφιβάλλουν για αυτό και οι ίδιοι οι σύντροφοι του ΝΑΡ γιατί λίγο πιο κάτω γράφουν ότι «η δυνατότητα αυτή (η παραγωγή θεωρίας και ιδεολογίας) μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη συμβολή των ειδικών πολιτικών, θεωρητικών πρωτοποριών, που αποτελούν αναγκαία και αναγεννώμενη μορφή κίνησης της επαναστατικής πράξης». Είναι επίσης ένα πρόβλημα ότι η πλειοψηφία όσων ασχολούνται στο πεδίο της θεωρίας και της επιστήμης εντάσσονται στην εργατική τάξη, το ζήτημα αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Η γενίκευση αυτή έχει προβλήματα, αφήστε ότι η άποψη, ότι οι επιστήμονες και διανοούμενοι, οι μορφωμένοι εργαζόμενοι μπορούν να διαμορφώσουν επαναστατική θεωρία, αυτό μπορούν να το κάνουν οι μαρξιστές διανοούμενοι και επιστήμονες.

Να προσθέσουμε επίσης το εξής. Η αντίληψη ότι το Κομμουνιστικό κόμμα, γενικά, είναι το κέντρο του κύκλου και ουσιαστικά από καθέδρας, δίνει οδηγίες και εντολές προς τους πάντες είναι δυσφήμηση για το Κομμουνιστικό κίνημα, για όλα τα Κομμουνιστικά κόμματα παρά και τις αδυναμίες που παρουσίασαν, είναι εκχυδαϊσμός της λενινιστικής θεωρίας. Το Κομμουνιστικό κόμμα δεν δίνει εντολές στην εργατική τάξη, ζει και αγωνίζεται μαζί της, παρακολουθεί τον αγώνα της, εξάγει συμπεράσματα και τα συζητά μαζί της, έχει μια συνεχή διαλεκτική σχέση, στέκει ένα βήμα πιο μπροστά από την τάξη και το εργατικό κίνημα και δεν παρεμβαίνει από καθέδρας. Αντίστοιχα το Κομμουνιστικό κόμμα διαμορφώνει τις σχέσεις του με τις σύμμαχες πολιτικές δυνάμεις στα πλαίσια του μετώπου, με σεβασμό στην αυτοτέλεια τους και με συναγωνιστικές σχέσεις, κατ’ αντιστοιχία διαμορφώνονται οι σχέσεις της εργατικής τάξης και των οργάνων της με τα μικροαστικά στρώματα. Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης μέσα στο μέτωπο κερδίζεται πρακτικά και ουσιαστικά μέσα στους πολιτικούς αγώνες.

Βεβαίως υπάρχουν οι εξελίξεις στον υπαρκτό σοσιαλισμό, ο εκφυλισμός των Κομμουνιστικών κομμάτων, η αποστέωση των κρατικών οργάνων εξουσίας και η αποπολιτικοποίηση και ιδιώτευση της εργατικής τάξης. Αυτό είναι ένα μεγάλο ερέθισμα για τις επεξεργασίες σήμερα. Δεν νομίζουμε όμως ότι το γεγονός αυτό μπορεί και πρέπει να μας οδηγήσει στην απόρριψη του κόμματος νέου τύπου και στην εγκατάλειψη της λενινιστικής θεωρίας. Η εκτροπή του κόμματος της εργατικής τάξης από το ρόλο και το χαρακτήρα του, ως πρωτοπορίας της τάξης την οποία δεν πρέπει να υποκαθιστά και αυτό ισχύει στον ένα ή τον άλλο βαθμό για όλα τα Κομμουνιστικά κόμματα, πρέπει να είναι πηγή διδαγμάτων σήμερα τα οποία θα ενσωματωθούν στα θεωρία, όχι όμως συλλήβδην απόρριψη του θεωρίας. Εξάλλου με ποιού είδους κόμμα έκαναν οι μπολσεβίκοι επανάσταση και γιατί το κόμμα τους για τριάντα ολόκληρα χρόνια διατηρούσε το χαρακτήρα του; Δεν θα μπορούσε αυτό να συνεχίσει και στο μέλλον;

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας