Το κείμενο της ομιλίας του Λένιν στο 2ο πανρωσικό συνέδριο των Επιτροπών Πολιτικής Διαφώτισης που ακολουθεί εκφωνήθηκε στις 17 του Οκτώβρη 1921 ακριβώς στη στροφή της πολιτικής του κόμματος του Μπολσεβίκων από τον πολεμικό κομμουνισμό στην εφαρμογή της νέας οικονομικής πολιτικής (ΝΕΠ).
Ο γιορτασμός των 100 χρόνων της οκτωβριανής επανάστασης στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο πυροδότησε πλήθος συζητήσεις, εκδόσεις και αφιερώματα. Ένα από τα κεντρικά θέματα που απασχολούν τη συζήτηση αυτή είναι η ΝΕΠ, το περιεχόμενό της, η πολιτική της ουσίας και η αναγκαιότητα της, αν μπορεί μια πολιτική ανάλογη να εφαρμοστεί στις μέρες μας κατά τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Στα ερωτήματα αυτά το συγκεκριμένο κείμενο δίνει σαφείς απαντήσεις χρήσιμες για τη χάραξη της επαναστατικής στρατηγικής στην εποχή μας. Ο Εργατικός Αγώνας το παραθέτει ως ουσιαστική συμβολή στη συζήτηση και τον προβληματισμό που αναπτύσσεται.
Η Νέα Οικονομική Πολιτική και τα καθήκοντα των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης
Εισήγηση στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης
17 του Οχτώβρη 1921
Σύντροφοι! Θα ήθελα να αφιερώσω τη σημερινή εισήγηση ή, πιο σωστά, τη σημερινή συζήτηση στη νέα οικονομική πολιτική καιτα καθήκοντα των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης, όπως τα εννοώ εγώ σε συνδυασμό μ’ αυτή την πολιτική. Πιστεύω πώς θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος, αν οι εισηγήσεις σχετικά με ζητήματα που βρίσκονται έξω από τα πλαίσια του άλφα ή του βήτα συνεδρίου περιορίζονται σε μια απλή ενημέρωση για το τι γίνεται γενικά στο Κόμμα ή στη Σοβιετική Δημοκρατία.
Απότομη στροφή της σοβιετικής εξουσίας και του ΚΚΡ
Χωρίς καθόλου να αρνούμαι τη χρησιμότητα μιας τέτοιας ενημέρωσης και χωρίς να αρνούμαι τη χρησιμότητα των συσκέψεων γιατα διάφορα ζητήματα, ωστόσο βρίσκω πως η κυριότερη αδυναμία στη δουλειά των περισσότερων συνεδρίων μας είναι η έλλειψη άμεσης, κατευθείαν σύνδεσης με τα πρακτικά καθήκοντα που αντιμετωπίζουν. Και θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτές τις αδυναμίες σε σχέση με τη νέα οικονομική πολιτική και απ’ αφορμή τη νέα οικονομική πολιτική.
Για τη νέα οικονομική πολιτική θα μιλήσω σε σύντομες και γενικές γραμμές. Η τεράστια πλειοψηφία από σας, σύντροφοι, είστε κομμουνιστές, και παρόλο που μερικοί είναι πολύ νεαροί, είστε κομμουνιστές που έκαναν μεγάλη δουλειά στα πλαίσια της γενικής μας πολιτικής κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασής μας. Και ακριβώς γιατί πραγματοποιήσατε ένα μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς, δεν μπορείτε παρά να βλέπετε τι απότομη στροφή έκανε η Σοβιετική μας εξουσία και το Κομμουνιστικό κόμμα μας, περνώντας στην οικονομική εκείνη πολιτική που την ονομάζουν «νέα», σε σχέση με την προηγούμενη μας οικονομική πολιτική.
Στο βάθος όμως η πολιτική αυτή περιέχει περισσότερα παλιά στοιχεία, απ’ ό,τι η προηγούμενη οικονομική μας πολιτική.
Πώς γίνεται αυτό; Γιατί, η προηγούμενη οικονομική μας πολιτική, αν δεν μπορούμε να πούμε: υπολόγιζε (γενικά στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε δεν υπολογίζαμε και πολύ), τουλάχιστο ως ένα βαθμό προϋπόθετε — μπορούμε να πούμε προϋπόθετε αλογάριαστα — πως η παλιά οικονομία της Ρωσίας θα περάσει αμέσως σε μια παραγωγή και κατανομή κρατική πάνω σε κομμουνιστικές αρχές.
Αν θυμηθούμε την προηγούμενη οικονομική μας φιλολογία, αν θυμηθούμε τι έγραφαν οι κομμουνιστές πριν πάρουν στα χέρια τους την εξουσία στη Ρωσία και αμέσως ύστερα από την κατάληψη της εξουσίας, λόγου χάρη, στις αρχές τού 1918, όταν τέλειωσε η πρώτη πολιτική έφοδος ενάντια στην παλιά Ρωσία με τεράστια επιτυχία, όταν είχε δημιουργηθεί η Σοβιετική Δημοκρατία, όταν η Ρωσία, αν και σακατεμένη, βγήκε ωστόσο από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και βγήκε με λιγότερες ζημιές απ’ όσες θα είχε αν συνέχιζε, ακολουθώντας τη συμβουλή των ιμπεριαλιστών καιτων μενσεβίκων μαζί με τους εσέρους, «να υπερασπίζετε την πατρίδα», τότε θα δούμε ότι στην πρώτη περίοδο, που μόλις είχαμε κάνει το πρώτο βήμα στην οργάνωση τής Σοβιετικής εξουσίας και μόλις είχαμε βγει από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, μιλούσαμε για τα καθήκοντά μας στον τομέα της οικονομικής οικοδόμησης με πολύ πιο μεγάλη φρόνηση και περίσκεψη απ’ ό,τι κάναμε στο δεύτερο εξάμηνο του 1918 και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 1919 και ολόκληρου του 1920.
Η ΠΚΕΕ για το ρόλο της αγροτιάς — στο 1918
Και αν ακόμη μερικοί από σας δεν ήταν τότε δραστήρια στελέχη του Κόμματος και της Σοβιετικής εξουσίας θα μπορούσαν ωστόσο να διαβάσουν και ασφαλώς θα διάβασαν μερικές αποφάσεις, σαν την απόφαση που πήρε η Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή στα τέλη του Απρίλη 1918. Η απόφαση αυτή τόνιζε την ανάγκη να προσεχτεί η αγροτική οικονομία και βασιζόταν σε μια εισήγηση, που υπολόγιζε το ρόλο του κρατικού καπιταλισμού στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην περίπτωση που η χώρα είναι αγροτική, σε μια εισήγηση που τόνιζε τη σημασία της προσωπικής, της ατομικής, της ιδιωτικής ευθύνης, που τόνιζε τη σημασία του παράγοντα αυτού στο ζήτημα της διοίκησης της χώρας, σε αντίθεση με τα πολιτικά καθήκοντα της οργάνωσης της εξουσίας και τα στρατιωτικά καθήκοντα.
Το λάθος μας
Στις αρχές του 1918 υπολογίζαμε πως θα έχουμε μια ορισμένη περίοδο που η ειρηνική οικοδόμηση θα είναι δυνατή. Με τη σύναψη της ειρήνης του Μπρεστ νομίσαμε πως ο κίνδυνος απομακρύνθηκε και πως μπορούσαμε να αρχίσουμε την ειρηνική οικοδόμηση. Μα γελαστήκαμε, γιατί στα 1918 μας απείλησε — μαζί με την εξέγερση του τσεχοσλοβακικού σώματος και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, που κράτησε ως το 1920 — ένας πραγματικός κίνδυνος πολέμου. Εν μέρει κάτω από την επίδραση των προβλημάτων του πολέμου που μας πλημμύρισαν και της απελπιστικής, θα έλεγε κανείς, κατάστασης που βρισκόταν τότε η Δημοκρατία κατά τη λήξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, κάτω από την επίδραση αυτών των παραγόντων και πολλών άλλων κάναμε το λάθος να αποφασίσουμε να περάσουμε αμέσως στην κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή των προϊόντων. Πιστέψαμε πως οι αγρότες με το σύστημα της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων θα μας εξασφαλίσουν το ψωμί που χρειαζόμαστε, και μείς θα το κατανέμουμε στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, κι’ έτσι θα έχουμε κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή.
Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε σχηματίσει στο μυαλό μας ένα τέτοιο ακριβώς συγκεκριμένο και καθαρό σχέδιο, άλλα τέτοιο περίπου ήταν το πνεύμα με το όποιο δρούσαμε. Αυτή, δυστυχώς, είναι η αλήθεια. Λέω: δυστυχώς, γιατί ή λιγόχρονη πείρα μάς έπεισε πως ήταν λαθεμένη αυτή η ενέργεια που ερχόταν σε αντίφαση με αυτά που γράφαμε πριν σχετικά με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, υπολογίζοντας πως χωρίς μια περίοδο σοσιαλιστικού υπολογισμού και ελέγχου δεν μπορούσε να φτάσουμε ούτε στην πιο χαμηλή βαθμίδα του κομμουνισμού. Στις θεωρητικές εργασίες μας, αρχίζοντας από το 1917, όταν το πρόβλημα της ανάληψης της εξουσίας ήταν στην ημερήσια διάταξη και οι μπολσεβίκοι το παρουσίασαν σε ολόκληρο το λαό, στη φιλολογία μας υπογραμμιζόταν κατηγορηματικά πως είναι απαραίτητο το μακρόχρονο και περίπλοκο πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία (και θα είναι τόσο πιο μακρόχρονο, όσο λιγότερο η κοινωνία αυτή είναι αναπτυγμένη), πέρασμα διαμέσου του σοσιαλιστικού υπολογισμού και του ελέγχου, έστω σε μια τουλάχιστο πρόσβαση που οδηγεί στην κομμουνιστική κοινωνία.
Στρατηγική υποχώρηση
Αυτό το πράγμα σαν να το ξεχάσαμε, όταν μέσα στον πυρετό του εμφυλίου πολέμου χρειάστηκε να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα στον τομέα της οικοδόμησης. Και η ουσία της νέας οικονομικής μας πολιτικής σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται, ότι δηλαδή στο σημείο αυτό πάθαμε σοβαρή ήττα και αρχίσαμε να κάνουμε στρατηγική υποχώρηση: «Εφόσον δεν μας τσάκισαν τελειωτικά, ας υποχωρήσουμε κι ας αρχίσουμε την αναδιοργάνωση από την αρχή, μα πιο σταθερά». Καμιά αμφιβολία δεν μπορούν να έχουν οι κομμουνιστές πως πάθαμε πάρα πολύ βαριά οικονομική ήττα στο οικονομικό μέτωπο, μια και συνειδητά βάζουν ζήτημα για τη νέα οικονομική πολιτική. Και στο σημείο αυτό είναι βέβαια αναπόφευκτο να βρεθεί μια μερίδα ανθρώπων σε μια κατάσταση απογοήτευσης, σχεδόν πανικού, και εξαιτίας της υποχώρησης να αρχίσουν οι άνθρωποι αυτοί να πανικοβάλλονται. Αυτό το πράγμα είναι αναπόφευκτο. Ξέρουμε πως, όταν ο Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε, η νίκη του άρχιζε από τη στιγμή που το έβαζε στα πόδια μπροστά στον εχθρό, και κάθε φορά σε κάθε μέτωπο μια μερίδα ανθρώπων περνούσε αυτή την περίοδο του πανικού. Μα κάθε φορά — και στο μέτωπο του Κολτσάκ και στο μέτωπο του Ντενίκιν και στο μέτωπο του Γιουντένιτς και στο πολωνικό μέτωπο και στο μέτωπο του Βράνγκελ — κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο: αφού μας τις έβρεχαν για καλά μια και κάποτε περισσότερες φορές, εμείς επαληθεύαμε την παροιμία: «ένας δαρμένος αξίζει όσο αξίζουν δυο άδαρτοι». Αφού τις τρώγαμε μια φορά, αρχίζαμε την επίθεση σιγά, συστηματικά και προσεκτικά.
Βέβαια, τα προβλήματα στο οικονομικό μέτωπο είναι πολύ πιο δύσκολα από τα προβλήματα του πολεμικού μετώπου, μα υπάρχει μια γενική ομοιότητα στα βασικά γνωρίσματα της στρατηγικής. Στο οικονομικό μέτωπο, προσπαθώντας να περάσουμε στον κομμουνισμό, πάθαμε την άνοιξη του 1921 μια ήττα πιο σοβαρή απ’ όλες τις ήττες που μας προξένησε ο Κολτσάκ, ο Ντενίκιν είτε ο Πιλσούδσκι, μια ήττα πολύ πιο σοβαρή, πολύ πιο ουσιαστική κι’ επικίνδυνη. Η ήττα αυτή εκφράστηκε με το γεγονός ότι η οικονομική μας πολιτική στους ανώτερους κρίκους της ήταν ξεκομμένη από τους κατώτερους και δεν οδήγησε στην άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων, που το πρόγραμμα του Κόμματός μας έβαζε σαν βασικό και άμεσο καθήκον.
Το σύστημα της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων του χωριού, αυτός ο άμεσος κομμουνιστικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων οικοδόμησης στην πόλη, εμπόδιζε την άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων και στάθηκε η βασική αιτία της βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης που αντιμετωπίσαμε την άνοιξη του 1921. Να γιατί χρειάστηκε να γίνει αυτό που, από την άποψη της γραμμής μας, της πολιτικής μας, δεν μπορεί να το πούμε διαφορετικά, παρά σοβαρότατη ήττα και υποχώρηση. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να πούμε πως η υποχώρηση αυτή μοιάζει με μια υποχώρηση του Κόκκινου Στρατού, με πλήρη τάξη σε προκαθορισμένες θέσεις. Είναι αλήθεια πως οι θέσεις ήταν προκαθορισμένες. Αυτό μπορούμε να το ελέγξουμε, αν αντιπαραβάλουμε τις αποφάσεις που πήρε το Κόμμα μας την άνοιξη του 1921 με την απόφαση του Απρίλη του 1918 που ανάφερα πιο πάνω. Οι θέσεις προκαθορίστηκαν, μα η υποχώρηση προς αυτές τις θέσεις έγινε (και σε πολλά μέρη των επαρχιών γίνεται και τώρα) με αρκετή και μάλιστα υπερβολική αταξία.
Το νόημα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής
Κι’ εδώ ακριβώς το καθήκον των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης να καταπολεμήσουν αυτή την αταξία μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Το βασικό ζήτημα, από την άποψη της νέας οικονομικής πολιτικής, είναι να μπορέσουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα να επωφεληθούμε από την κατάσταση αυτή που δημιουργήθηκε.
Η νέα οικονομική πολιτική σημαίνει αντικατάσταση της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων με φόρο, σημαίνει πέρασμα στην επαναφορά του καπιταλισμού σε σημαντικό βαθμό. Σε ποιον ακριβώς βαθμό δεν ξέρουμε. Οι συμφωνίες εκχώρησης με καπιταλιστές του εξωτερικού (είναι αλήθεια πως ως τώρα συνάψαμε πολύ λίγες τέτοιες συμφωνίες, κυρίως σε σύγκριση με τις προτάσεις που κάναμε), η εκμίσθωση σε ιδιώτες καπιταλιστές αποτελεί ακριβώς την άμεση επαναφορά του καπιταλισμού κι’ αυτό συνδέεται με τις βάσεις της νέας οικονομικής πολιτικής. Γιατί η κατάργηση της υποχρεωτικής παράδοσης των πλεονασμάτων σημαίνει για τους αγρότες ότι θα μπορούν να πουλούν τα πλεονάσματα των αγροτικών προϊόντων τους που δεν τα πήρε η φορολογία, γιατί η φορολογία παίρνει μόνο ένα μικρό μέρος των προϊόντων. Οι αγρότες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος όλου του πληθυσμού και όλης της οικονομίας, και γι’ αυτό το λόγο ο καπιταλισμός δεν μπορεί, παρά να αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος του ελεύθερου εμπορίου.
Αυτό είναι το πιο βασικό αλφαβητάριο της οικονομίας που το διδάσκουν στα πρώτα μαθήματα της οικονομικής επιστήμης, μα που στη χώρα μας το διδάσκει επιπλέον και ο κάθε μαυραγορίτης, αυτό το υποκείμενο που μας μαθαίνει πολύ καλά την οικονομία, ανεξάρτητα από την οικονομική και πολιτική επιστήμη. Και από την άποψη της στρατηγικής το βασικό ζήτημα είναι ποιος θα επωφεληθεί γρηγορότερα απ’ αυτή τη νέα κατάσταση. Όλο το ζήτημα είναι με ποιόν θα πάει η αγροτιά — με το προλεταριάτο, που πάει να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία, ή μετον καπιταλιστή που λέει: «Ας γυρίσουμε πίσω, έτσι είμαστε πιο ασφαλισμένοι, κι’ αυτά περί σοσιαλισμού είναι επινοήσεις».
Ποιος θα νικήσει —Ο καπιταλιστής ή η σοβιετική εξουσία;
Να σε τι συνίσταται όλος ο σημερινός πόλεμος: ποιος θα νικήσει, ποιος θα κερδίσει γρηγορότερα — ο καπιταλιστής που του ανοίγουμε την πόρτα ή μάλλον κάμποσες πόρτες (και πολλές άλλες πόρτες, που οι ίδιοι δεν τις ξέρουμε και που ανοίγονται χωρίς εμάς και εναντίον μας) ή η προλεταριακή εξουσία. Πού μπορεί να στηριχτεί ή εξουσία αυτή οικονομικά; Από τη μια πλευρά, στη βελτίωση της κατάστασης του πληθυσμού. Κι’ από την άποψη αυτή πρέπει να θυμηθούμε τους αγρότες. Είναι εντελώς αναμφισβήτητο και ολοφάνερο πως παρά το μεγάλο αυτό κακό, όπως είναι η πείνα, η βελτίωση της κατάστασης του πληθυσμού, αν εξαιρεθεί αυτό το κακό, έγινε ακριβώς με την αλλαγή της οικονομικής μας πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά, αν θα κερδίσει ο καπιταλισμός, θα αναπτύσσεται και η βιομηχανική παραγωγή, και μαζί της θα αναπτύσσεται και το προλεταριάτο. Οι καπιταλιστές θα κερδίζουν από την πολιτική μας και θα δημιουργούν βιομηχανικό προλεταριάτο, που στη χώρα μας από τον πόλεμο και την απίστευτη καταστροφή και την ερήμωση αποταξικοποιήθηκε, δηλ. ξέφυγε από την ταξική του τροχιά κι’ έπαψε να υπάρχει σαν προλεταριάτο. Προλεταριάτο λέγεται η τάξη που ασχολείται με την παραγωγή των υλικών αγαθών στις επιχειρήσεις της μεγάλης καπιταλιστικής βιομηχανίας. Αφού η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία έχει καταστραφεί, αφού οι φάμπρικες και τα εργοστάσια έχουν σταματήσει, προλεταριάτο δεν υπάρχει. Τυπικά κάποτε θεωρούνταν προλεταριάτο, μα δεν ήταν συνδεμένο με οικονομικές ρίζες.
Αν ο καπιταλισμός αναβιώσει, θα πει πως αναβιώνει και η τάξη του προλεταριάτου που παράγει υλικά αγαθά χρήσιμα για την κοινωνία, που εργάζεται στις φάμπρικες της μεγάλης εκμηχανισμένης παραγωγής και δεν κάνει μαύρη αγορά, δεν φτιάχνει αναπτήρες για πούλημα, δεν ασχολείται με άλλες «δουλειές» που δεν είναι και τόσο ωφέλιμες, μα εξαιρετικά αναπόφευκτες στις συνθήκες της εξάρθρωσης της βιομηχανίας μας.
Όλο το ζήτημα είναι: ποιος ποιον θα ξεπεράσει; Αν προλάβουν οι καπιταλιστές να οργανωθούν νωρίτερα, τότε δεν χωράει καμιά συζήτηση πως θα κυνηγήσουν τους κομμουνιστές. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτά τα πράγματα νηφάλια: ποιος ποιον; Ή η προλεταριακή εξουσία, στηριζόμενη στην αγροτιά θα καταφέρει να βάλει ένα γερό χαλινάρι στους κύριους καπιταλιστές, ώστε να κατευθύνει τον καπιταλισμό στο κρατικό κανάλι και να δημιουργήσει έναν καπιταλισμό που να πειθαρχεί στο κράτος και να το υπηρετεί; Το ερώτημα αυτό πρέπει να μπαίνει νηφάλια. Εδώ κάθε Ιδεολογία, κάθε λογής κρίσεις για πολιτικές ελευθερίες είναι απ’ αυτές τις κρίσεις, που μπορεί να βρει κανείς ένα σωρό, ιδιαίτερα στη Ρωσία του εξωτερικού, τη Ρωσία αρ. 2, όπου υπάρχουν δεκάδες καθημερινές εφημερίδες όλων των πολιτικών κομμάτων, όπου όλες αυτές οι ελευθερίες εξυμνούνται σε όλους τους τόνους και σε όλες τις φωνές που υπάρχουν στον κόσμο. Όλα αυτά είναι φλυαρίες, κενές φράσεις. Αυτές οι κενές φράσεις δεν πρέπει να μας παρασύρουν.
Ο αγώνας θα γίνει ακόμη πιο σκληρός
Σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια δώσαμε πολλές σοβαρές μάχες και διδαχτήκαμε πως άλλο πράγμα είναι μια σοβαρή μάχη κι’ άλλο οι φλυαρίες που γίνονται με την ευκαιρία μιας σοβαρής μάχης, που γίνονται ιδιαίτερα από ανθρώπους οι όποιοι είναι έξω από το χορό. Πρέπει να ξέρει κανείς να αφαιρείται απ’ όλη αυτή την ιδεολογία, απ’ αυτές τις φλυαρίες και να βλέπει την ουσία της υπόθεσης. Και η ουσία της υπόθεσης είναι ότι η πάλη είναι και θα γίνει ακόμη πιο απεγνωσμένη, ακόμη πιο σκληρή, απ’ ό,τι ήταν η πάλη με τον Κολτσάκ και τον Ντενίκιν. Και τούτο γιατί η πάλη εκείνη, η ένοπλη πάλη, είναι κάτι το συνηθισμένο. Οι πόλεμοι υπάρχουν εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια, υπήρχαν πάντα. Έχει γίνει τεράστια πρόοδος στον τομέα της τέχνης να σκοτώνει κανείς ανθρώπους στον πόλεμο.
Είναι αλήθεια πως στα επιτελεία σχεδόν κάθε τσιφλικά υπήρχαν εσέροι και μενσεβίκοι που κόβονταν για τα λαϊκά δίκαια, για τη Συντακτική Συνέλευση και κατηγορούσαν τους μπολσεβίκους πως παραβίασαν όλες τις ελευθερίες.
Ωστόσο, είναι πιο εύκολο να λύσει κανείς ένα στρατιωτικό πρόβλημα, παρά αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα, το στρατιωτικό πρόβλημα μπορεί να λυθεί με μια έφοδο, με μια επιδρομή, με τον ενθουσιασμό, με τη χρησιμοποίηση καθαρά φυσικής δύναμης ενός μεγάλου αριθμού εργατών και αγροτών, που είδαν πως ο τσιφλικάς τούς επιτίθεται. Τώρα δεν υπάρχουν τσιφλικάδες που να δρουν ανοιχτά. Από τους διάφορους Βράνγκελ, Κολτσάκ, Ντενίκιν, άλλοι πήγαν να βρουν τον Νικόλαο Ρομάνοφ, άλλοι κρύφτηκαν σε ασφαλή μέρη στο εξωτερικό. Αυτόν το φανερό εχθρό — όπως ήταν πριν ο τσιφλικάς και ο καπιταλιστής — ο λαός δεν τον βλέπει. Τέτοια καθαρή εικόνα πως ο εχθρός είναι πια ανάμεσά μας και ότι ο εχθρός αυτός παραμένει ο ίδιος, πως η επανάσταση βρίσκεται μπροστά σε κάποια άβυσσο, μπροστά στην όποια βρέθηκαν όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις και έκαναν πίσω, τέτοια σαφή αντίληψη ο λαός δεν μπορεί να έχει, γιατί παραδέρνει μέσα σε βαθιά σκοτάδια και υποφέρει από μεγάλη αγραμματοσύνη. Και είναι δύσκολο να πούμε πόσον καιρό θα χρειαστούν οι διάφορες έκτακτες επιτροπές για να εξαλείψουν με έκτακτα μέτρα αυτή την αγραμματοσύνη.
Πώς μπορεί να καταλάβει ο λαός μας πως εδώ πια, ανάμεσά μας, στη θέση του Κολτσάκ, του Βράνγκελ, του Ντενίκιν, βρίσκεται ο εχθρός που χαντάκωσε όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις; Γιατί, αν οι καπιταλιστές μάς νικήσουν, αυτό θα σήμαινε επιστροφή στην παλιά κατάσταση, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την πείρα όλων των προηγούμενων επαναστάσεων. Το καθήκον του Κόμματός μας είναι να γίνει σε όλους συνείδηση το γεγονός ότι οεχθρός που βρίσκεται ανάμεσά μας είναι ο αναρχικός καπιταλισμός και η αναρχική ανταλλαγή εμπορευμάτων. Πρέπει να έχουμε σαφή αντίληψη της ουσίας του αγώνα και να φροντίσουμε ώστε και οι πιο πλατιές μάζες των εργατών και αγροτών να καταλάβουν καλά αυτή την ουσία του αγώνα — «ποιος ποιόν; ποιος θα νικήσει;». Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η πιο σκληρή, η πιο λυσσαλέα πάλη, όπου το προλεταριάτο βρίσκεται στην ανάγκη να παλεύει με όλο τον κόσμο, γιατί όλος ο κόσμος πήγε ενάντιά μας, υποστηρίζοντας τον Κολτσάκ και τον Ντενίκιν.
Η αστική τάξη όλου του κόσμου υποστηρίζει τώρα την αστική τάξη της Ρωσίας, παραμένοντας πολύ πιο δυνατή από μας. Αυτό κάθε άλλο παρά πανικό μάς προξενεί, γιατί και στρατιωτικές δυνάμεις είχαν επίσης περισσότερες, ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό για να μας τσακίσουν στον πόλεμο, αν και στον πόλεμο, έχοντας ασύγκριτη υπεροχή σε πυροβολικό ή αεροπλάνα, ήταν πολύ πιο εύκολο να μας τσακίσουν. Γι’ αυτό θα ήταν ίσως αρκετό, η άλφα ή η βήτα καπιταλιστική χώρα που μας πολεμούσε, να κινητοποιήσει έγκαιρα αρκετά σώματα στρατού και να μη λυπηθεί να δανείσει μερικά εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στον Κολτσάκ.
Μα κι αυτό δεν βοήθησε, γιατί σιγά-σιγά κατάλαβαν οι μάζες των άγγλων στρατιωτών που ήρθαν στο Αρχάνγκελσκ, και οι μάζες των ναυτών που εξανάγκασαν το γαλλικό στόλο να φύγει από την Οδησσό ότι αυτοί έχουν άδικο κι’ εμείς έχουμε δίκιο. Τώρα εκδηλώθηκαν ενάντιά μας δυνάμεις που εξακολουθούν να είναι πιο ισχυρές από τις δικές μας. Και για να βγούμε κι’ εδώ νικητές, πρέπει απαραίτητα να στηριχτούμε στην τελευταία πηγή δυνάμεων. Και η τελευταία πηγή δυνάμεων είναι η μάζα των εργατών και των αγροτών, η συνειδητότητά τους, η οργάνωσή τους.
Η οργανωμένη προλεταριακή εξουσία — και οι πρωτοπόροι εργάτες και μια μικρή μερίδα πρωτοπόροι αγρότες θα κατανοήσουν αυτό το καθήκον και θα μπορέσουν να οργανώσουν γύρω τους ένα λαϊκό κίνημα — και τότε θα βγούμε νικητές.
Ή δεν θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον — και τότε ο εχθρός που έχει περισσότερες δυνάμεις από την άποψη της τεχνικής, θα μας συντρίψει αναπόφευκτα.
Είναι άραγε αυτή η μάχη η τελευταία;
Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας σκληρός πόλεμος. Το προλεταριάτο νίκησε σε μια χώρα, μα παραμένει πιο αδύνατο σε διεθνή κλίμακα. Πρέπει να συνενώσει γύρω του όλους τους εργάτες και τους αγρότες, κάνοντάς τους συνείδηση το γεγονός πως ο πόλεμος δεν τέλειωσε. Αν στο τραγούδι λέμε ότι «αυτή είναι η τελευταία και αποφασιστική μας μάχη», εδώ δυστυχώς έχουμε μια μικρή αναλήθεια — δυστυχώς δεν είναι αυτή η τελευταία και αποφασιστική μας μάχη. Ή θα καταφέρετε να ενώσετε στον αγώνα αυτό τους εργάτες και τους αγρότες, ή δεν θα έχετε επιτυχία.
Η Ιστορία δεν γνώρισε ποτέ ως τώρα έναν αγώνα παρόμοιο μ’ αυτόν που βλέπουμε σήμερα, πόλεμο όμως των αγροτών με τους τσιφλικάδες γνώρισε πολλές φορές η Ιστορία από τις αρχές του δουλοκτητικού συστήματος και δω. Τέτοιοι πόλεμοι έγιναν πολλές φορές, μα δεν έγινε ποτέ ένας πόλεμος κρατικής εξουσίας ενάντια στην αστική τάξη της ίδιας της χώρας της και ενάντια στην ενωμένη αστική τάξη όλων των χωρών.
Η έκβαση του αγώνα εξαρτιέται από το αν θα οργανώσουμε τη μικρή αγροτιά στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων, υποστηρίζοντας αυτή την ανάπτυξη με την προλεταριακή εξουσία, ή θα την υποτάξουν οι καπιταλιστές. Σε δεκάδες επαναστάσεις παρουσιάστηκε το ίδιο πρόβλημα, μα τέτοιο πόλεμο δεν είδε ακόμη ο κόσμος. Ο λαός δεν μπορούσε να έχει πείρα από τέτιους πολέμους. Πρέπει να τη δημιουργήσουμε την πείρα αυτή μονάχοι μας και για να τη δημιουργήσουμε δεν μπορούμε να στηριχτούμε, παρά μόνο στη συνείδηση των εργατών και των αγροτών. Να ποιο είναι το βασικό σύνθημα και η μέγιστη δυσκολία αυτού του καθήκοντος.
Δεν πρέπει να υπολογίζουμε σε ένα άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό
Δεν πρέπει να υπολογίζουμε σε ένα άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό. Πρέπει να στηρίζουμε την οικοδόμηση στο προσωπικό ενδιαφέρον του αγρότη. Μας λένε: «Το προσωπικό ενδιαφέρον του αγρότη σημαίνει αναβίωση της ατομικής ιδιοκτησίας». Όχι, εμείς ποτέ δεν καταργήσαμε την προσωπική Ιδιοκτησία στα είδη κατανάλωσης και στα εργαλεία όσον αφορά τους αγρότες. Καταργήσαμε την ατομική Ιδιοκτησία της γης, μα ο αγρότης και προηγούμενα οργάνωνε το νοικοκυριό του χωρίς να είναι η γη ατομική του Ιδιοκτησία, όπως λόγου χάρη σε νοικιασμένη γη. Το σύστημα αυτό υπήρχε σε πάρα πολλές χώρες. Εδώ τίποτε το ακατόρθωτο δεν υπάρχει από οικονομική άποψη. Η δυσκολία είναι πώς να κεντρίσουμε το προσωπικό ενδιαφέρον. Πρέπει επίσης να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του κάθε ειδικού έτσι, που να έχει συμφέρον από την ανάπτυξη της παραγωγής.
Ξέραμε πώς να το κάνουμε αυτό; Όχι δεν ξέραμε! Πιστεύαμε πως σε μια χώρα με αποταξικοποιημένο προλεταριάτο θα μπορούσαμε να ρυθμίζουμε την παραγωγή και την κατανομή με μια απλή κομμουνιστική προσταγή. Θα χρειαστεί να αλλάξουμε πορεία, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε το προλεταριάτο να κατανοήσει αυτό το πέρασμα. Τέτοια προβλήματα ποτέ άλλοτε δεν έβαλε η Ιστορία. Αν δοκιμάζαμε να λύσουμε το πρόβλημα αυτό κατευθείαν, με κατά μέτωπο, ας πούμε, επίθεση, θα αποτυχαίναμε. Τέτοια λάθη γίνονται σε κάθε πόλεμο και δεν τα θεωρούν λάθη. Αν δεν πέτυχε η κατά μέτωπο επίθεση, θα περάσουμε στην τακτική του ελιγμού, στη μέθοδο της πολιορκίας και του λαγουμιού.
Η αρχή του προσωπικού ενδιαφέροντος και της ευθύνης
Λέμε λοιπόν πως πρέπει να στηρίζουμε την ανασυγκρότηση κάθε μεγάλου κλάδου της λαϊκής οικονομίας στο προσωπικό ενδιαφέρον. Τα ζητήματα να συζητούνται από κοινού, μα η ευθύνη να είναι ατομική. Εξαιτίας της αδυναμίας να εφαρμόζουμε αυτή την αρχή, σκοντάψουμε στο κάθε βήμα μας. Ολόκληρη η νέα οίκονομική πολιτική απαιτείνα γίνεται ο διαχωρισμός αύτός με απόλυτη αυστηρότητα, με απόλυτη σαφήνεια. Όταν ο λαός πέρασε στις νέες οικονομικές συνθήκες, άρχισε ανυπόμονα να συζητά: τι θα βγει απ’ αυτό το πράγμα και πώς πρέπει να οργανώσει τη δουλιά του με καινούργιο τρόπο. Τίποτε δεν μπορούσε να αρχίσει, χωρίς να περάσει από γενική συζήτηση, γιατί δεκάδες κι’ εκατοντάδες χρόνια απαγόρευαν στο λαό να κάνει οποιεσδήποτε συζητήσεις, και η επανάσταση δεν μπορούσε διαφορετικά να τραβήξει μπροστά, παρά περνώντας μια περίοδο όπου συζητούνται σε παλλαϊκές συγκεντρώσεις όλα τα ζητήματα.
Αυτό δημιουργούσε από πολλές απόψεις σύγχυση. Αυτή ήταν η κατάσταση, που ήταν αναπόφευκτη, πρέπει όμως να πούμε ότι δεν είναι καθόλου επικίνδυνη. Αν μάθουμε έγκαιρα να ξεχωρίζουμε από τη μέθοδο των συγκεντρώσεων, τι χρειάζεται για τις συγκεντρώσεις και τι χρειάζεται για τη διακυβέρνηση, τότε και μόνο τότε θα μπορέσουμε να κάνουμε τη Σοβιετική Δημοκρατία να βρεθεί στο ύψος που απαιτούν οι περιστάσεις. Μα δυστυχώς δεν μάθαμε ακόμη να το κάνουμε αυτό και οι εργασίες των περισσότερων συνεδρίων δεν έχουν καθόλου πρακτικό περιεχόμενο.
Έχουμε πληθώρα συνεδρίων, που ξεπερνάμε όλα τα κράτη του κόσμου. Καμιά από τις Λαοκρατικές Δημοκρατίες δεν έχει τόσα συνέδρια όσα εμείς, μα ούτε και μπορεί να επιτρέψει ένα τέτοιο πράγμα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χώρα μας είναι μια χώρα που έχασε πολλά και εξαθλιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, και πρέπει να τη μάθουμε να κάνει τις συγκεντρώσεις της έτσι, ώστε να μη συγχέει, καθώς είπα, αυτό που χρειάζεται για τις συγκεντρώσεις μ’ εκείνο που χρειάζεται για τη διακυβέρνηση. Κάνε συγκεντρώσεις, μα κυβέρνα χωρίς την παραμικρή ταλάντευση, κυβέρνα σταθερότερα απ’ ό,τι ο καπιταλιστής που κυβερνούσε πριν από σένα. Διαφορετικά δεν μπορείς να τον νικήσεις. Οφείλεις να θυμάσαι πως η διακυβέρνηση πρέπει να είναι πολύ πιο αυστηρή, πολύ πιο σταθερή από πριν.
Στον Κόκκινο Στρατό ύστερα από μια πολύμηνη περίοδο συγκεντρώσεων η πειθαρχία ήταν τέτοια που δεν υστερούσε από την πειθαρχία του παλιού στρατού. Εφαρμόζονταν αυστηρά, σκληρά μέτρα, που έφταναν ως τον τουφεκισμό, μέτρα που ούτε και τα ήξερε η προηγούμενη κυβέρνηση. Οι μικροαστοί έγραφαν και ξεφώνιζαν: «Ορίστε, οι μπολσεβίκοι καθιέρωσαν την ποινή του τουφεκισμού». Οφείλουμε να πούμε: «Μάλιστα, την καθιερώσαμε, και την καθιερώσαμε με πλήρη επίγνωση του πράγματος».
Οφείλουμε να πούμε πως ή πρέπει να εξοντωθούν, και νομίζουμε πως πρέπει να εξοντωθούν εκείνοι που θέλουν να εξοντώσουν εμάς, και τότε θα επιζήσει η Σοβιετική μας Δημοκρατία — ή αντίθετα θα επιζήσουν οι καπιταλιστές και θα χαθεί η Δημοκρατία. Σε μια χώρα που έχει εξαθλιωθεί ή θα εξοντωθούν εκείνοι που δεν μπορούν να πειθαρχήσουν, ή θα εξοντωθεί ολόκληρη η εργατοαγροτική Δημοκρατία. Και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα εκλογής, όπως δεν μπορεί να υπάρχει και κανένας συναισθηματισμός. Ο συναισθηματισμός δεν είναι μικρότερο έγκλημα από το φιλοτομαρισμό σε ώρα πολέμου. Όποιος παραβαίνει το καθεστώς της πειθαρχίας, μπάζει στο περιβάλλον του τον εχθρό.
Να γιατί λέω πως η νέα οικονομική πολιτική έχει σημασία ακόμη κι’ από την πλευρά της μελέτης. Εδώ μιλάτε για τον τρόπο που πρέπει να διαβάζει κανείς. Πρέπει να φτάσετε ως το σημείο να πείτε πως όποιος δεν μαθαίνει, δεν έχει θέση ανάμεσά μας. Όταν πια φτάσουμε στον κομμουνισμό, η εκπαίδευση θα έχει πιο ήπιο χαρακτήρα. Μα τονίζω πως τώρα η εκπαίδευση δεν μπορεί να μην είναι αυστηρή — αλλιώς πάμε χαμένοι.
Θα μπορέσουμε να εργαστούμε για τον εαυτό μας;
Είχαμε λιποταξίες από το στρατό, το ίδιο κι’ από το μέτωπο της δουλειάς: πρώτα δούλευες για τον καπιταλιστή, για τον εκμεταλλευτή, και είναι ευνόητο πως δούλευες άσχημα, τώρα όμως δουλεύεις για τον εαυτό σου, για την εργατοαγροτική εξουσία. Μην ξεχνάς ότι πρέπει να λυθεί το πρόβλημα, αν θα μπορέσουμε να εργαστούμε για τον εαυτό μας, γιατί αλλιώς — το ξαναλέω — η Δημοκρατία μας πάει χαμένη. Και λέμε, όπως λέγαμε στο στρατό: ή θα εξοντωθούν όλοι όσοι ήθελαν να μας εξοντώσουν, κι’ εδώ θα εφαρμόσουμε τα πιο σκληρά πειθαρχικά μέτρα, ή θα σώσουμε τη χώρα και η Δημοκρατία μας θα ζήσει.
Να ποια πρέπει να είναι η γραμμή μας, να γιατί (ανάμεσα στ’ άλλα) μας χρειάζεται η νέα οικονομική πολιτική.
Μάθετε όλοι να διευθύνετε οικονομικές επιχειρήσεις. Δίπλα σας θα βρίσκονται οι καπιταλιστές, δίπλα σας θα βρίσκονται και οι ξένοι καπιταλιστές που τους εκχωρήσαμε και τους νοικιάσαμε τις επιχειρήσεις μας. ΟΙ άνθρωποι αυτοί θα βγάλουν από σας κέρδη εκατό τα εκατό, θα θησαυρίσουν δίπλα σας. Ας θησαυρίζουν, εσείς όμως μάθετε απ’ αυτούς να διευθύνετε την οικονομία, γιατί μόνο τότε θα μπορέσετε να οικοδομήσετε την κομμουνιστική Δημοκρατία. Από την άποψη της ανάγκης να διδαχτείτε γρήγορα, κάθε αμέλεια είναι έγκλημα ασυγχώρητο. Και πρέπει να μάθετε αυτή την επιστήμη, επιστήμη δύσκολη, βαριά, κάποτε μάλιστα σκληρή, γιατί δενυπάρχει άλλη διέξοδος.
Πρέπει να μην ξεχνάτε πως η Σοβιετική μας χώρα, που έχει εξαθλιωθεί ύστερα από τις πολύχρονες δοκιμασίες, δεν περιβάλλεται από μια σοσιαλιστική Γαλλία ή μια σοσιαλιστική Αγγλία, που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν με την υψηλή τους τεχνική και την υψηλή τους βιομηχανία. Όχι! Πρέπει να μην ξεχνάμε πως τώρα όλη η υψηλή τους τεχνική, όλη η υψηλή τους βιομηχανία ανήκει στους καπιταλιστές που δρουν ενάντιά μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην καθημερινή μας δουλειά πρέπει είτε να εντείνουμε στο έπακρο τις δυνάμεις μας, είτε μας περιμένει αναπόφευκτη καταστροφή.
Όλος ο κόσμος εξαιτίας των σημερινών συνθηκών αναπτύσσεται γρηγορότερα από το δικό μας. Ο καπιταλιστικός κόσμος, αναπτυσσόμενος, κατευθύνει όλες τις δυνάμεις του ενάντιά μας. Να πώς μπαίνει το ζήτημα! Να γιατί στον αγώνα αυτό πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή.
Με το χαμηλό επίπεδο του πολιτισμού που έχουμε δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε τον καπιταλισμό με μια κατά μέτωπο επίθεση. Αν το επίπεδο του πολιτισμού μας ήταν διαφορετικό, το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί πιο άμεσα, και ίσως άλλες χώρες να το λύσουν μ’ αυτό τον τρόπο, όταν θα έρθει ο καιρός να οικοδομήσουν τις κομμουνιστικές Δημοκρατίες τους. Εμείς όμως δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα με άμεσο τρόπο.
Το κράτος πρέπει να μάθει να εμπορεύεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η βιομηχανία να Ικανοποιεί την αγροτιά, ώστε η αγροτιά να ικανοποιεί με το εμπόριο τις ανάγκες της. Πρέπει να οργανώσουμε τη δουλειά έτσι, ώστε ο κάθε εργαζόμενος να βάλει τα δυνατά του για τη στερέωση του εργατοαγροτικού κράτους. Μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί η μεγάλη βιομηχανία.
Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση των μαζών και όχι μόνο να γίνει συνείδηση των μαζών, μα και να το κάνουν πράξη. Να από πού —λέω— απορρέουν τα καθήκοντα της Γενικής Διεύθυνσης πολιτικής διαφώτισης. Ύστερα από κάθε βαθιά πολιτική αλλαγή, ο λαός χρειάζεται πολύ καιρό για να αφομοιώσει αυτή την αλλαγή. Κι’ εδώ μπαίνει το ερώτημα, αν κατάλαβε καλά ο λαός τα μαθήματα που πήρε. Με βαθιά μας λύπη πρέπει να πούμε πως η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Αν ο λαός καταλαβαίνει τα μαθήματα θα φτάναμε πολύ πιο γρήγορα, πολύ πιο σύντομα στη δημιουργία μιας μεγάλης βιομηχανίας.
Αφού λύθηκε το πρόβλημα της μεγαλύτερης στον κόσμο πολιτικής αλλαγής, μπήκαν μπροστά μας άλλα προβλήματα— προβλήματα πολιτιστικά, που μπορούμε να τα ονομάσουμε «μικροζητήματα». Αυτή την πολιτική αλλαγή πρέπει να την ξαναδουλέψουμε, να την κάνουμε κατανοητή στις μάζες του πληθυσμού, να τα καταφέρουμε ώστε αυτή η πολιτική αλλαγή να μη μείνει μια απλή διακήρυξη.
Ξεπερασμένες μέθοδοι
Υπήρξε καιρός που χρειάζονταν αυτές οι διακηρύξεις, οι δηλώσεις, τα μανιφέστα και τα διατάγματα. Απ’ όλα αυτά έχουμε τώρα αρκετά. Υπήρξε καιρός που τα πράγματα αυτά ήταν απαραίτητα για να δείξουμε στο λαό πώς και τι θέλουμε να φτιάξουμε, τι καινούργια και πρωτοφανή πράγματα θέλουμε να φτιάξουμε. Μα επιτρέπεται τάχα να εξακολουθούμε να λέμε στο λαό τι θέλουμε να φτιάξουμε; Δεν επιτρέπεται! Στην περίπτωση αυτή κι’ ο πιο απλός εργάτης θα αρχίσει να μας κοροϊδεύει. Θα πει: «Τι κάθεσαι και μας λες όλη την ώρα γι’ αυτά που θέλεις να φτιάξεις, δείξε μας καλύτερα με έργα πώς και τι μπορείς να φτιάξεις. Αν δεν μπορείς, οι δρόμοι μας χωρίζουν, άμε στο διάβολο!». Και θα έχει δίκιο.
Πέρασε η εποχή που έπρεπε να προβάλλουμε από πολιτική σκοπιά τα μεγάλα καθήκοντα, και ήρθε η εποχή που τα καθήκοντα αυτά πρέπει να τα κάνουμε πράξη. Τώρα μπαίνουν μπροστά μας καθήκοντα πολιτιστικού χαρακτήρα, καθήκοντα αφομοίωσης της πολιτικής πείρας που πρέπει και μπορεί να πραγματοποιηθεί στη ζωή. Η εξαφάνιση όλων των πολιτικών κατακτήσεων της Σοβιετικής εξουσίας, η δημιουργία γι’ αυτές οικονομικής βάσης. Αυτή η βάση δεν υπάρχει. Και μ’ αυτήν ακριβώς πρέπει να καταπιαστούμε.
Το πρόβλημα της πολιτιστικής ανόδου είναι από τα πιο άμεσα. Και αυτό είναι καθήκον της Επιτροπής πολιτικής διαφώτισης, αν μπορέσει να εξυπηρετήσει την «πολιτική διαφώτιση», όπως λέει και ο τίτλος που διάλεξε. Δεν είναι δύσκολο πράγμα να φτιάξεις έναν τίτλο, τι γίνεται όμως με την εκπλήρωση της αποστολής; Ας ελπίσουμε πως ύστερα απ’ αυτό το συνέδριο θα πάρουμε σχετικά με το παραπάνω ζήτημα συγκεκριμένα στοιχεία. Στη χώρα μας η Επιτροπή για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης συστάθηκε στις 19 του Ιούλη 1920. Σκόπιμα προτού να έρθω στο συνέδριο, διάβασα το σχετικό διάταγμα. Πανρωσική επιτροπή για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης… Επιπλέον: Έκτακτη επιτροπή για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης. Ας ελπίσουμε πως, ύστερα από το συνέδριο αυτό, θα πάρουμε στοιχεία που θα δείχνουν τι ακριβώς έγινε σ’ αυτό τον τομέα και σε πόσα κυβερνεία και πώς θα έχουμε μια ακριβή έκθεση. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι αναγκαστήκαμε να συστήσουμε Έκτακτη επιτροπή για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης, αποδείχνει πως είμαστε άνθρωποι (πώς να το πούμε πιο μαλακά;) περίπου ημιάγριοι, γιατί σε μια χώρα που δεν υπάρχουν ημιάγριοι άνθρωποι, θα ήταν ντροπή να δημιουργείται Έκτακτη επιτροπή για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης — σε μια τέτοια χώρα η αγραμματοσύνη εξαλείφεται στα σχολεία. Εκεί υπάρχουν σχολεία της προκοπής όπου μαθαίνει ο κόσμος. Τι μαθαίνει; Πρώτα πρώτα ανάγνωση και γραφή. Μα αν αυτό το στοιχειώδες πρόβλημα δεν λυθεί, είναι αστείο να μιλάμε για νέα οικονομική πολιτική.
Το πιο μεγάλο θαύμα
Τι σόι νέα πολιτική είναι αυτή; Καλύτερα να εφαρμόσουμε όπως-όπως την παλιά, αν βρισκόμαστε στην ανάγκη να παίρνουμε έκτακτα μέτρα για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης. Αυτό είναι ολοφάνερο. Μα πιο ολοφάνερο είναι ότι κάναμε θαύματα και στον πολεμικό τομέα και σε άλλους τομείς. Ανάμεσα σ’ αυτά τα θαύματα το πιο μεγάλο θα ήταν, νομίζω, να καταργήσουμε οριστικά την ίδια την Επιτροπή για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης. Και να μη ξαναπαρουσιαστούν κάτι τέτοια σχέδια σαν αυτό που άκουσα εδώ για αποχωρισμό από το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας. Αν είναι έτσι, αν εμβαθύνετε στο πρόβλημα, τότε θα συμφωνήσετε πως πρέπει να συσταθεί μια έκτακτη επιτροπή για την εξάλειψη μερικών κακών σχεδίων.
Επιπλέον: δεν αρκεί να εξαλειφθεί η αγραμματοσύνη, χρειάζεται να οικοδομηθεί και η σοβιετική οικονομία, και στον τομέα αυτό δεν μπορείς να πας μακριά μόνο με την ανάγνωση και τη γραφή. Έχουμε ανάγκη από μια τεράστια άνοδο του πολιτιστικού μας επιπέδου. Πρέπει να μπορεί ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί στην πράξη την ικανότητά του για ανάγνωση και γραφή, πρέπει να έχει κάτι να διαβάσει, πρέπει να έχει στη διάθεσή του εφημερίδες και προπαγανδιστικές μπροσούρες που να κατανέμονται σωστά και να φτάνουν ως το λαό, πρέπει να μη χάνονται στο δρόμο σε σημείο που να μη διαβάζονται πάνω από τις μισές και να χρησιμοποιούνται για διάφορες ανάγκες στα γραφεία, ενώ στα χέρια του λαού, ίσως, να μη φτάνει ούτε και το ένα τέταρτο. Πρέπει να μάθουμε να χρησιμοποιούμε αυτά τα πενιχρά μέσα που διαθέτουμε.
Να γιατί σε σύνδεση με τη νέα οικονομική πολιτική πρέπει ακούραστα να προωθούμε την ιδέα πως η πολιτική μόρφωση απαιτεί οπωσδήποτε την ανύψωση του πολιτισμού. Πρέπει να πετύχουμε, ώστε η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης να συντελέσει στην ανύψωση του πολιτισμού, ώστε ο αγρότης να αποκτήσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αυτή την ικανότητα γραφής και ανάγνωσης για τη βελτίωση του νοικοκυριού του και του κράτους του.
Οι σοβιετικοί νόμοι είναι πολύ καλοί, γιατί δίνουν σε όλους τη δυνατότητα να καταπολεμήσουν τη γραφειοκρατία και την κωλυσιεργία, δυνατότητα που κανένα καπιταλιστικό κράτος δεν δίνει στον εργάτη και στον αγρότη. Μα χρησιμοποιεί κανείς αυτή τη δυνατότητα; Σχεδόν κανείς! Και όχι μόνο ο αγρότης, μα κι’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κομμουνιστών δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τους σοβιετικούς νόμους στην πάλη ενάντια στην κωλυσιεργία, στη γραφειοκρατία, ή ενάντια σ’ ένα καθαρά ρωσικό φαινόμενο, όπως είναι η δωροδοκία. Τι εμποδίζει την πάλη ενάντια σ’ αυτό το φαινόμενο; Οι νόμοι μας; Η προπαγάνδα μας; Αντίθετα! Νόμους έχουμε όσους θέλετε! Γιατί λοιπόν δεν σημειώνουμε προόδους σ’ αυτή την πάλη; Διότι δεν είναι δυνατό η πάλη αυτή να γίνεται μόνο με την προπαγάνδα, μπορεί όμως να ολοκληρωθεί μόνο με τη βοήθεια της ίδιας της λαϊκής μάζας. Στη χώρα μας οι κομμουνιστές, τουλάχιστο οι μισοί, δεν ξέρουν να παλεύουν, αφήνουμε πια εκείνους που μπαίνουν εμπόδιο στην πάλη. Είναι αλήθεια ότι από τους εκατό οι ενενήντα εννιά είστε κομμουνιστές και ξέρετε πως σχετικά με τους κομμουνιστές που μπαίνουν εμπόδιο παίρνουμε μέτρα με τα οποία ασχολείται η επιτροπή για την εκκαθάριση του Κόμματος, και υπάρχει ελπίδα πως 100 χιλιάδες περίπου μέλη θα τα απομακρύνουμε από το Κόμμα μας. Μερικοί μιλούν για 200 χιλιάδες και οι τελευταίοι αυτοί μου αρέσουν περισσότερο.
Ελπίζω πως θα διαγράψουμε απότο Κόμμα μας 100 ως 200 χιλιάδες κομμουνιστές που παρεισέφρησαν στο Κόμμα και που όχι μόνο δεν ξέρουν να παλεύουν ενάντια στην κωλυσιεργία και στη δωροδοκία, μα εμποδίζουν και την καταπολέμησή τους.
Τα καθήκοντα των μελών των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης
Το γεγονός ότι θα εκκαθαρίσουμε το Κόμμα μας από 100-200 χιλιάδες, θα μας βγει σε καλό, μα αυτό είναι ένα μηδαμινό μέρος εκείνου που πρέπει να φτιάξουμε. Οι Επιτροπές πολιτικής διαφώτισης πρέπει να προσαρμόσουν όλη τους τη δουλειά σ’ αυτό το σκοπό. Πρέπει να καταπολεμήσουμε την αγραμματοσύνη, άλλα δεν είναι αρκετή μόνο η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής· χρειάζεται και ο πολιτισμός εκείνος που μας διδάσκει να καταπολεμούμε την κωλυσιεργία και τη δωροδοκία. Πρόκειται για πληγές που με καμιά πολεμική νίκη και με κανένα πολιτικό μετασχηματισμό δεν γιατρεύονται. Στην ουσία οι πληγές αυτές δεν γιατρεύονται με πολεμικές νίκες και πολιτικούς μετασχηματισμούς, άλλα μόνο με το ανέβασμα του πολιτιστικού επιπέδου. Και το καθήκον αυτό ανατίθεται στις Επιτροπές πολιτικής διαφώτισης.
Τα μέλη των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης πρέπει να νιώθουν τα καθήκοντά τους όχι σαν υπάλληλοι, πράγμα που επίσης παρατηρείται πολύ συχνά, όταν λόγου χάρη γίνεται λόγος για το αν ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής πολιτικής διαφώτισης ενός κυβερνείου μπορεί να παίρνει μέρος στις οικονομικές συσκέψεις των κυβερνείων. Με συγχωρείτε, άλλα πουθενά δεν χρειάζεται να παίρνετε μέρος, πρέπει όμως να εκτελείτε τα καθήκοντά σας σαν άπλοι πολίτες. Αν μπείτε σε κάποια υπηρεσία, θα γραφειοκρατικοποιηθείτε, ενώ αν θα ασχοληθείτε με το λαό και με την πολιτική του μόρφωση, θα δείτε από την πείρα ότι σ’ ένα λαό ανεβασμένο πολιτικά δεν χωράει δωροδοκία, σε μας όμως τη συναντάς σε κάθε βήμα. Θα σας ρωτήσουν: τι να κάνουμε για να μπει τέρμα στη δωροδοκία, για να μη δωροδοκείται ο τάδε της Εκτελεστικής Επιτροπής, μάθετέ μας, πώς να το πετύχουμε; Κι’ αν τα μέλη των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης απαντήσουν: «Αυτό δεν είναι της αρμοδιότητάς μας», «έχουμε εκδώσει γι’ αυτή την υπόθεση μπροσούρες και προκηρύξεις», ο λαός θα σας πει: «Δεν είστε καλά μέλη του Κόμματος: είναι αλήθεια, πως αυτό δεν είναι της αρμοδιότητάς σας, υπάρχει γι’ αυτό η Εργατοαγροτική Επιθεώρηση, μα εσείς είστε και μέλη του Κόμματος». Εσείς διαλέξατε τον τίτλο της Επιτροπής πολιτικής διαφώτισης. Όταν παίρνατε τον τίτλο αυτό, σας είχαν προειδοποιήσει, μην παρακυνηγάτε τους τίτλους, διαλέξτε έναν τίτλο απλό. Εσείς όμως θέλατε να πάρετε τον τίτλο: Επιτροπή πολιτικής διαφώτισης, μα ο τίτλος αυτός κλείνει μέσα του πολλές υποχρεώσεις. Εσείς λοιπόν δεν πήρατε τον τίτλο ανθρώπων που μαθαίνουν στο λαό την αλφαβήτα, άλλα τον τίτλο της Επιτροπής πολιτικής διαφώτισης. Μπορούν να σας πουν: «Κάνετε πολύ καλά που μαθαίνετε το λαό να γράφει, να διαβάζει, να κάνει οικονομική καμπάνια· όλα αυτά είναι πολύ καλά, αυτό όμως δεν είναι πολιτική διαφώτιση, γιατί πολιτική διαφώτιση σημαίνει γενική συνόψιση των συμπερασμάτων».
Προπαγάνδα ενάντια στη βαρβαρότητα και ενάντια σε τέτοιες πληγές όπως η δωροδοκία κάνουμε, και ελπίζω πως κάνετε και σεις, μα η πολιτική διαφώτιση δεν εξαντλείται μ’ αυτή την προπαγάνδα. Πολιτική διαφώτιση σημαίνει πρακτικό αποτέλεσμα, σημαίνει να μάθεις στο λαό τον τρόπο που θα το πετύχει αυτό το πράγμα και να παρουσιάζεις στους άλλους σχετικά παραδείγματα όχι σαν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, μα σαν απλός πολίτης που, όντας πολιτικά πιο ανεβασμένος από τους άλλους, ξέρει όχι μόνο να καταφέρεται ενάντια σε κάθε τακτική κωλυσιεργίας — αυτό πολύ συνηθίζεται σ’ εμάς εδώ — μα και να δείχνει πρακτικά, με ποιο τρόπο μπορεί να υπερνικηθεί αυτό το κακό. Είναι μια τέχνη πολύ δύσκολη, που δεν μπορεί κανείς να την κατακτήσει χωρίς τη γενική άνοδο του πολιτισμού, χωρίς να κάνει τη μάζα των εργατών πιο πολιτισμένη από τη σημερινή! Σ’ αυτό ακριβώς το καθήκον της Γενικής Διεύθυνσης πολιτικής διαφώτισης θα ήθελα να επιστήσω περισσότερο την προσοχή σας.
Θέλω να συνοψίσω όσα είπα και να βγάλω πρακτικά συμπεράσματα για όλα τα καθήκοντα που αντιμετωπίζουν οι Επιτροπές πολιτικής διαφώτισης των κυβερνείων.
Οι τρεις βασικοί εχθροί
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρεις βασικοί εχθροί που έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από τον υπηρεσιακό ρόλο του και την αποστολή του, που έχει να αντιμετωπίσει ο κάθε πολιτικός διαφωτιστής, αν ο άνθρωπος αυτός είναι κομμουνιστής και τέτοιοι είναι οι περισσότεροι. Οι τρεις βασικοί εχθροί που στέκουν μπροστά του είναι οι έξης: πρώτος εχθρός — η κομμουνιστική υπεροψία, δεύτερος — η αγραμματοσύνη και τρίτος — η δωροδοκία.
Ο πρώτος εχθρός — Η κομμουνιστική υπεροψία
Κομμουνιστική υπεροψία έχει ο άνθρωπος που φαντάζεται, όντας στις γραμμές του Κομμουνιστικού κόμματος απ’ όπου δεν έχει διαγράφει ακόμη, πως όλα τα προβλήματα μπορεί να τα λύσει με κομμουνιστικά διατάγματα. Όσον καιρό είναι μέλος του Κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, ή εργάζεται σε κάποια κρατική υπηρεσία, φαντάζεται πως αυτό του δίνει το δικαίωμα να μιλά για τα αποτελέσματα της πολιτικής διαφώτισης. Κάθε άλλο! Πρόκειται μόνο για κομμουνιστική υπεροψία. Να μάθουμε να μορφώνουμε το λαό πολιτικά, να τι χρειάζεται και μείς αυτό δεν το μάθαμε ακόμη, δεν το αντιμετωπίζουμε σωστά.
Ο δεύτερος εχθρός — Η αγραμματοσύνη
Σχετικά με το δεύτερο εχθρό — την αγραμματοσύνη — μπορώ να πω ότι όσο στη χώρα μας υπάρχει ένα τέτοιο φαινόμενο σαν την αγραμματοσύνη, είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλάμε για πολιτική διαφώτιση. Αυτό δεν είναι πολιτικό καθήκον, άλλα ένας όρος χωρίς τον όποιο δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτική. Ο αγράμματος άνθρωπος στέκει έξω από την πολιτική, πρώτα πρέπει να του μάθουμε την αλφαβήτα. Χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική, χωρίς αυτό υπάρχουν μόνο φήμες, κουτσομπολιά, παραμύθια, προλήψεις, μα όχι πολιτική.
Ο τρίτος εχθρός — Η δωροδοκία
Τέλος, όταν υπάρχει ένα τέτοιο φαινόμενο σαν τη δωροδοκία, όταν είναι ενδεχόμενο ένα τέτοιο πράγμα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολιτική. Σ’ αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει ούτε και κατά προσέγγιση πολιτική, σ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να γίνεται πολιτική, γιατί όλα τα μέτρα θα είναι ανεδαφικά και δεν θα φέρουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Ένας νόμος θα χειροτερέψει την κατάσταση, αν πρόκειται να εφαρμόζεται πρακτικά σε συνθήκες που θα είναι ανεκτή και θα ευνοείται η δωροδοκία. Σε τέτοιες συνθήκες δεν μπορείς να κάνεις καμιά πολιτική, δεν υπάρχει ο βασικός όρος για να μπορέσεις να ασχοληθείς με την πολιτική. Για να είμαστε σε θέση να προβάλλουμε μπροστά στο λαό τα πολιτικά μας καθήκοντα, για να μπορέσουμε να πούμε στις λαϊκές μάζες: «να ποια καθήκοντα πρέπει να εκπληρώσουμε» (κι’ αυτό θα έπρεπε να το κάνουμε!), πρέπει να καταλάβουμε πως στο σημείο αυτό χρειάζεται να ανυψώσουμε το πολιτιστικό επίπεδο των μαζών. Και πρέπει να φτάσουμε σ’ αυτό το ορισμένο πολιτιστικό επίπεδο. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε στην πράξη τα καθήκοντά μας.
Η διαφορά ανάμεσα στα πολεμικά και στα πολιτιστικά καθήκοντα
Το πολιτιστικό καθήκον δεν μπορεί να εκπληρωθεί τόσο γρήγορα, όσο τα πολιτικά και πολεμικά καθήκοντα. Πρέπει να καταλάβουμε πως οι προϋποθέσεις για να πάμε μπροστά είναι τώρα διαφορετικές. Πολιτικά μπορείς να νικήσεις σε περίοδο όξυνσης της κρίσης μέσα σε μερικές εβδομάδες. Στον πόλεμο μπορείς να νικήσεις μέσα σε μερικούς μήνες, στον πολιτιστικό τομέα όμως είναι αδύνατο να νικήσεις σ’ ένα τέτοιο χρονικό διάστημα, από την ίδια τη φύση του ζητήματος χρειάζεται εδώ ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο, και πρέπει να προσαρμοστούμε σ’ αυτό το μακρόχρονο διάστημα, κανονίζοντας ανάλογα τη δουλειά μας, επιδεικνύοντας μεγάλο πείσμα, επιμονή και σύστημα. Χωρίς αυτά τα προσόντα δεν μπορούμε ούτε και να καταπιαστούμε με την πολιτική διαφώτιση. Και τα αποτελέσματα της πολιτικής διαφώτισης, μπορούν να μετρηθούν μόνο με τη βελτίωση της οικονομίας. Δεν χρειάζεται μόνο να εξαλείψουμε την αγραμματοσύνη, να εξαλείψουμε τη δωροδοκία, που έχει τις ρίζες της στην αγραμματοσύνη, μα πρέπει η προπαγάνδα μας, οι οδηγίες μας, οι μπροσούρες μας να αφομοιώνονται στην πράξη από το λαό με αποτέλεσμα τη βελτίωση της λαϊκής οικονομίας.
Να ποια είναι τα καθήκοντα των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης σε σύνδεση με τη νέα οικονομική μας πολιτική και θα ήθελα να ελπίζω πως, χάρη στο συνέδριό μας, θα σημειώσουμε στον τομέα αυτό μεγαλύτερη επιτυχία.
«2ο Πανρωσικό συνέδριο των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης. Δελτίο του συνεδρίου»
τευχ. 2, 19 του Οχτώβρη 1921
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το δοκίμιο του δελτίου, διορθωμένο από τον Β. I. Λένιν
Διαβάστε το on line πατώντας την εικόνα