Εργατικός Αγώνας

Οι νέες τεχνολογίες και η εργατική τάξη (μέρος 9ο)

Ο Εργατικός Αγώνας επιχειρεί να ανοίξει μια συζήτηση για την προοπτική της εργατικής τάξης στο σύγχρονο κόσμο με την είσοδο των νέων τεχνολογιών και τις νέες εργασιακές σχέσεις που αυτές επιβάλλουν. Στα πλαίσια αυτά, δημοσιεύει μια εργασία του Γεράσιμου Αραβανή υπό τον γενικό τίτλο «Οι νέες τεχνολογίες, οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους και την καπιταλιστική οικονομία, η προοπτική της εργατικής τάξης». Η εργασία δημοσιεύεται σε «αυτοτελή» επιμέρους τμήματα και, με την ολοκλήρωσή της, θα δοθεί στο σύνολό της με τη μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου. Σήμερα δημοσιεύουμε το ένατο μέρος:

H οικονομία του μετακαπιταλισμού

Σημαντική πλευρά των θεωριών του μετακαπιταλισμού είναι ο χαρακτήρας της οικονομικής του βάσης, οι σχέσεις παραγωγής και διανομής, οι σχέσεις ιδιοκτησίας και γενικότερα το σύνολο των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.

Αναδύεται ένα νέο οικονομικό μοντέλο, γράφει ο Rifkin- ο συνεργασιακός κοινόκτητος χώρος- που πρόκειται να αναδιαμορφώσει τον τρόπο ζωής μας. Ήδη βιώνουμε την ανάδυση μιας υβριδικής οικονομίας, που αποτελείται κατά ένα μέρος από την καπιταλιστική αγορά και κατά ένα άλλο μέρος από το συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο. Τα δύο συστήματα συχνά λειτουργούν παράλληλα και μερικές φορές ανταγωνιστικά. Βρίσκουν σημεία συνέργειας στην περιφέρειά τους, όπου μπορούν να προσθέσουν αξία το ένα στο άλλο, ενώ αποκομίζουν κάποια οφέλη. Σε άλλες περιπτώσεις λειτουργούν τελείως ανταγωνιστικά καθώς προσπαθούν το ένα να απορροφήσει το άλλο. Η πάλη ανάμεσα σε αυτά τα δύο ανταγωνιστικά παραδειγματικά οικονομικά μοντέλα πρόκειται να έχει μεγάλη διάρκεια και συνεπάγεται σκληρή αντιπαράθεση.[1] και συνεχίζει Ο συνεργασιακός κοινόκτητος χώρος βρίσκεται σε ανοδική πορεία και γύρω στο 2050 θα έχει πιθανώς αναδειχθεί σε κυρίαρχο ρυθμιστή της οικονομικής δραστηριότητας στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Ένα όλο και καλύτερα οργανωμένο και πιο έξυπνο καπιταλιστικό σύστημα θα εξακολουθεί να επιβιώνει στις παρυφές της νέας οικονομίας, καθώς θα βρίσκει να εκμεταλλευτεί αρκετά ευαίσθητα σημεία, κατά κύριο λόγο σαν διαχειριστής διαδικτυακών υπηρεσιών και λύσεων, που θα του επιτρέπουν να ευημερεί σαν ισχυρός περιφερειακός παίκτης στη νέα οικονομική εποχή, αλλά δεν θα έχει πλέον πρωτεύοντα ρόλο.[2]

Με βάση τα παραπάνω που με δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις είναι κοινός τόπος για το σύνολο των μετακαπιταλιστών οι κοινωνίες ήδη βρίσκονται στον μετακαπιταλισμό ή σε μια διαδικασία διαμόρφωσης του. Ήδη υπάρχει στην οικονομία των χωρών του καπιταλισμού, αν και όχι κυρίαρχος ακόμη, ο μετακαπιταλιστικός τομέας που πιο συνεχώς δυναμώνει σε βάρος του καπιταλιστικού. Το ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ο συγγραφέας στη συνέχεια γράφοντας: Ένα νέο οικονομικό μοντέλο αναδύεται στο λυκόφως της καπιταλιστικής περιόδου, που φαίνεται πιο κατάλληλο για την οργάνωση μιας κοινωνίας στην οποία όλο και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες θα παρέχονται σχεδόν δωρεάν[3].

Ο συνεργασιακός κοινόκτητος χώρος, ένα χώρος στον οποίο κυριαρχεί το συνεργατικό πνεύμα μεταξύ των ανθρώπων, εξαφανίστηκαν ή εξαφανίζονται σταθερά οι ανταγωνισμοί και έχει κοινωνικά χαρακτηριστικά, βρίσκεται εκεί όπου δισεκατομμύρια ανθρώπων επιδίδονται σε βαθύτατα κοινωνικές εκφάνσεις της ζωής.[4] Ο χώρος αυτός συναποτελείται από εκατομμύρια αυτοδιαχειριζόμενους στην πλειονότητά τους οργανισμούς, με δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας και περιλαμβάνει φιλανθρωπικές οργανώσεις, θρησκευτικά σωματεία, καλλιτεχνικές και για πολιτιστικές ομάδες, μορφωτικά ιδρύματα, ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία, συνεταιρισμούς καταναλωτών και παραγωγών, πιστωτικές ενώσεις, οργανισμούς υγείας, ομάδες στήριξης, ενώσεις κοινοβίων και μια σχεδόν ατελείωτη σειρά από άλλα επίσημα και ανεπίσημα ιδρύματα που παράγουν το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινωνίας.[5] Όλοι αυτοί οι κάθε είδους οργανισμοί και πρωτοβουλίες, πολύ διαφορετικού χαρακτήρα, θεσμοθετημένοι ή άτυποι, ιδιωτικές επιχειρήσεις ή φιλανθρωπικά ιδρύματα συναποτελούν τον συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο, κατά το συγγραφέα.

Δεν είμαι όμως μόνο αυτοί. Σε άλλο σημείο του βιβλίου αναφέρει και πλήθος άλλων επιχειρήσεων που λειτουργούν στη λογική του «διαμοιρασμού». Π.χ. η εταιρία Airbnb και η HomeAway συμπεριλαμβάνονται από το συγγραφέα στις εταιρείες «διαμοιρασμού», επειδή, όπως αναφέρει, συνδέουν εκατομμύρια ανθρώπους που διαθέτουν χώρους προς ενοικίαση με πιθανούς χρήστες, άρα συμβάλουν στον «διαμοιρασμό». Ο αριθμός των εταιρειών που λειτουργούν με αντίστοιχη λογική σε όλους τους τομείς της οικονομίας και συμπεριλαμβάνονται στον συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο είναι τεράστιος και αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο τμήμα του. Ας δούμε όμως ένα παράδειγμα. Τι ακριβώς είναι η Airbnb; Η εταιρεία αυτή γνωρίζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Μπήκε στο διαδίκτυο το 2008, έπειτα από τρία χρόνια λειτουργίας διέθετε στην ιστοσελίδα της 110.000 δωμάτια προς ενοικίαση και αυτός ο κατάλογος συνεχώς μεγαλώνει με τον εκπληκτικό ρυθμό 1000 δωμάτια ημερησίως. Ως σήμερα τρία εκατομμύρια πελάτες της Airbnb έχουν κλείσει 10 εκατ. διανυκτερεύσεις σε 33.000 πόλεις και 192 χώρες. Οι κρατήσεις αυξάνονται με τον τρομακτικό αριθμό του 500% ετησίως. Η Airbnbθα ξεπεράσει τις γνωστές αλυσίδες Hilton και InterContinental, τις δύο μεγαλύτερες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στον κόσμο.[6]

Είναι φανερό ότι η πρόκειται για αμιγώς καπιταλιστική επιχείρηση που η δράση της δεν αναπτύσσεται κατά τον παραδοσιακό τρόπο, δεν διαθέτει ξενοδοχεία και δεν ενοικιάζει δωμάτια. Μέσω του διαδικτύου φέρνει σε επαφή ιδιοκτήτες δωματίων τα οποία διαθέτει σε ενδιαφερόμενους κυρίως για διακοπές και φυσικά εισπράττει το 15% από το συνολικό τίμημα της εμπορικής συναλλαγής. Παρόμοια είναι η δραστηριότητα της Μπούκινγκ και πολλών άλλων. Ουσιαστικά είναι εταιρίες του συνεργασιακού κοινόκτητου χώρου. Οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν, έστω και όχι με τον επικρατούντα, καπιταλιστικό χαρακτήρα. Εξάλλου δεν έχει και ιδιαίτερη δυσκολία να το αποδεχτεί και ο Ρίφκιν αναφερόμενος στην ευρύτατη γκάμα κάθε είδους επιχειρήσεων τις οποίες εντάσσει στον συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο. Κάποιες δραστηριότητες αποτελούν αντικείμενο διαμοιρασμού με την έννοια της προσφοράς δώρων, όπως το Couchsurfing. Άλλες έχουν ανάμεικτο χαρακτήρα, και συνδυάζουν την προσφορά δώρων και ανταλλαγές με κάποιου είδους αποζημίωση. Και τέλος άλλες είναι καθαρά κερδοσκοπικές επιχειρήσεις όπως το eBay. Αν σκεφτούμε ότι μια συνεργασιακή οικονομία προσφέρει συγχρόνως δώρα, αναδιανομή και ανακύκλωση με ή χωρίς αποζημίωση, τότε όλες είναι καλυμμένες.[7] Αναρωτιέται κανείς τι διαφορετικό κάνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και γενικότερα ο καπιταλιστικός τομέας της οικονομίας. Κάνοντας λόγο για την κοινωνική επιχειρηματικότητα αναφέρεται με σαφήνεια στην αρμονική συμπόρευση και την διαπλοκή του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα και του μη κερδοσκοπικού, όπως τον ονομάζει και γράφει: Η κοινωνική επιχειρηματικότητα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τις μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που συνιστούν τη βάση του κοινόκτητου χώρου ως τις παραδοσιακές μετοχικές εταιρίες που αποτελούν τις κυρίαρχες επιχειρήσεις της αγοράς. Τα δύο μοντέλα – οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και οι κερδοσκοπικές εταιρείες- δεν αλληλεπιδρούν απλά στις παρυφές όπου συναντώνται η οικονομία της αγοράς με την κοινωνική οικονομία αλλά παίρνουν επίσης κάποια από τα χαρακτηριστικά ή μια της άλλης, δυσχεραίνοντας τη διάκριση σε κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι το ευρύ πλαίσιο μέσα στο οποίο ότι κερδοσκοπικός και ο μη κερδοσκοπικός κόσμος δημιουργούν επιχειρηματικές ρυθμίσεις και πρωτόκολλα όλων των ειδών για να συμβιώσει ένας εμπορικός χώρος δύο επιπέδων που αποτελείται συγχρόνως από την οικονομία της αγοράς και από τον συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο[8].

Ο ισχυρισμός των μετακαπιταλιστών ότι ο συνεργασιακός τομέας θα υποσκελίσει και θα επικρατήσει σε βάρος του καπιταλιστικού είναι εντελώς αστήρικτος. Πλήθος παραδειγμάτων, ιστορικά, συνηγορούν για το αντίθετο. Όλες αυτές οι δραστηριότητες απορροφήθηκαν από το μεγάλο κεφάλαιο και ενσωματώθηκαν σταδιακά ή οδηγήθηκαν σε μαρασμό και ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν πρόκειται για ένα άλλο είδος οικονομίας, αλλά για ένα σχετικά διαφορετικό, ως προς τη λειτουργία του, τύπο καπιταλιστικής οικονομίας.

 

Θεωρούμε ότι το κεφάλαιο δεν κάνει κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο, αλλά αξιοποιεί σύγχρονα προβλήματα και ανάγκες των εργαζομένων, τάσεις και συμπεριφορές που διαμορφώνονται ώστε να δραστηριοποιηθεί αποτελεσματικά και δεν αναπτύσσεται καμιά ριζικά διαφορετική οικονομία ένας νέος τρόπος παραγωγής. Η επίθεση στα δικαιώματά, τις κατακτήσεις και τα εισοδήματα των εργαζομένων και η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων τους στις αναπτυγμένες χώρες και ακόμη μεγαλύτερου στις υπόλοιπες, ιδιαίτερα στις συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού, τους οδήγησε στην αναζήτηση πιο οικονομικών λύσεων. Σημειώνεται σημαντική υποχώρηση κοινωνικών προτύπων που κυριάρχησαν τις περασμένες δεκαετίες. Η διαφοροποίηση αυτή διαφοροποιεί τις συμπεριφορές και τις επιδιώξεις σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού και το κεφάλαιο μελετά αυτές τις εξελίξεις και προσπαθεί να τις αξιοποιήσει, ενώ το κράτος δέχεται και ενδεχομένως ενισχύει αυτή τη δραστηριότητα, τουλάχιστον όσο δεν του δημιουργεί πρόβλημα και εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της οικονομικής ολιγαρχίας.

Στις μέρες μας και ιδιαίτερα στην περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με τα εκρηκτικά προβλήματα της ανεργίας, που στην Ελλάδα η πραγματική ανεργία έφθασε και ξεπέρασε το 35% και της φτώχειας η εκτόνωση των αντιδράσεων και η διαχείριση της δυσαρέσκειας τους ήταν καίριο πρόβλημα για τις κυβερνήσεις. Η προσπάθεια αυτή του κράτους και του κεφαλαίου βρήκε διάφορες μορφές. Η ενίσχυση ανέργων να ανοίξουν την «επιχείρηση» τους που το πιθανότερο ήταν να κλείσει σε λίγους μήνες, η ενίσχυση πρωτοβουλιών για κάθε είδους συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών δραστηριοτήτων που τις περισσότερες φορές ήταν θνησιγενείς βρήκαν μεγάλη προβολή και χρησιμοποιήθηκαν πλατιά. Η Ε.Ε. γι’ αυτό το σκοπό προσφέρει σημαντικά ποσά μαζί και τεχνογνωσία και ενθαρρύνει τέτοιες πρωτοβουλίες. Η κοινωνική οικονομία είναι παλιά υπόθεση, η οποία δεν μπόρεσε να επιβιώσει ως τέτοια, αντίθετα μετατράπηκε σε καπιταλιστική οικονομία και το κεφάλαιο την απορρόφησε. Η σοσιαλδημοκρατία διαθέτει σημαντική πείρα από τη δράση της στον τομέα αυτό μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιώντας τα βήματα που έχουν γίνει, το πρώτο θεσμικό πλαίσιο σημειωτέον δημιουργήθηκε το 2011 από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., προσπαθεί να δώσει ευρύτερες διαστάσεις και το προβάλλει ως κάτι το εντελώς διαφορετικό από τον ιδιωτικό αλλά και τον κρατικό τομέα που όμως, όπως λένε, συμβάλλει στις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα να αναπτύσσεται και να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες, όπως σημείωσε ο Χαρίτσης σε ημερίδα του υπουργείου εργασίας για την κοινωνική οικονομία.

Ενδεχομένως η μεγαλύτερη συνεισφορά του συνεργασιακού κοινόκτητου χώρου και του διαμοιρασμού στον καπιταλισμό να είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων μετατρέποντας κάθε τι σε εμπόρευμα και τους πολίτες σε μικροεπιχειρηματίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, τονίζει ο AlecRoss, η συνεργατική οικονομία έχει μετατρέψει σε οικονομική δοσοληψία αυτό που ίσως κάποτε εθεωρείτο απλή χάρη. Αυτό ελάχιστη σχέση έχει με «συνεργατικότητα» ή «διαμοιρασμό». Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιχειρήσεις της συνεργατικής οικονομίας δεν είναι τίποτε παραπάνω από επιχειρήσεις. Στο βαθμό που όντως υπάρχει μια υποκείμενη ιδεολογία αυτή δεν έχει να κάνει με τη συνεργασία ή τη δημιουργία κοινότητας…, είναι η οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού, που ενθαρρύνει την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών σε μια αγορά χωρίς κρατική ρύθμιση[9].

Η ανάπτυξη του συνεργασιακού κοινόκτητου χώρου δεν είναι κυρίως υπόθεση των απλών ανθρώπων καθώς την ενισχύουν αποτελεσματικά οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι κρατικοί οργανισμοί, οι κυβερνήσεις με τους νόμους που ψηφίζουν, τους πόρους που διαθέτουν και γενικότερα τα θετικά μέτρα που παίρνουν, τα μεγάλα κρατικά πανεπιστήμια που δημιουργούν ακόμη και σχολές για να εκπαιδεύουν τα στελέχη τη κοινωνικής οικονομίας ή διασυνδέονται απευθείας με τις πολυεθνικές για να τον προωθήσουν. Πολύμορφα επίσης συμβάλει η SiliconValley.

Η παραγωγή τεχνολογικών ανακαλύψεων είτε γίνεται στα πλαίσια των πολυεθνικών ή μέσω των χρηματοδοτήσεων από τα κράτη που δημιουργούν ολόκληρα προγράμματα και χρηματοδοτούν απευθείας τις εταιρίες. Στην ρομποτική η Ιαπωνική κυβέρνηση αφιερώνει όλο και περισσότερους πόρους. Στις ΗΠΑ ο Ομπάμα κήρυξε την έναρξη εθνικής πρωτοβουλίας ρομποτικής με χρηματοδότηση εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, η Γαλλία διαθέτει 126,9 εκατ. δολάρια για αυτό το σκοπό[10] . Οι μεγάλες πολυεθνικές αυξάνουν συνεχώς τις επενδύσεις και τις εξαγορές επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Το Δεκέμβρη του 2013 η Google εξαγόρασε την BostonDynamics μια κορυφαία εταιρεία ρομποτικού σχεδιασμού που έχει συνάψει συμβόλαια με το Πεντάγωνο. Επίσης εξαγόρασε την εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης DeepMind[11]. Οι μικρές εταιρίες μεγαλώνουν, καινοτομούν, δημιουργούν με κάποιο τρόπο ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο ή ένα καινοτόμο νέο προϊόν και κατόπιν είτε έρχεται κάποιος μεγάλος και ρίχνει σε αυτές κάμποσα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών και μπαίνουν στο χρηματιστήριο και γίνονται μεγα-εταιρείες όπως η Facebook , η Google, η Apple, είτε τις εξαγοράζει μια μεγα-εταιρεία και γίνονται τμήματα της Facebook ή της Google[12]

Το μεγαλύτερο μέρος της εταιρικής έρευνας και ανάπτυξης στην ρομποτική λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό μεγάλων εταιρειών όπως η Google, η Toyota και η Honda αλλά με γοργό ρυθμό αυξάνεται και η χρηματοδότηση της ρομποτικής μέσω κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών [13].

Νομίζουμε ότι δεν αμφισβητείται ότι η νέα τεχνολογία ελέγχεται καθ’ ολοκληρία από το πολυεθνικό κεφάλαιο και γι αυτό έχει όλες τις δυνατότητες μέσω της τεράστιας οικονομικής του δύναμης να εξαγοράζει ότι θεωρεί χρήσιμο, ιδιαίτερα τεχνολογικές πατέντες και διπλώματα ευρεσιτεχνίας και μέσω της νομοθεσίας προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνολογίας να τα προστατεύει.

Είναι πράγματι μεγάλη αφέλεια να θεωρούν οι μετακαπιταλιστές ότι οι πολυεθνικές, το αστικό κράτος, οι διάφοροι οργανισμοί, τα δημόσια ΑΕΙ και όχι μόνο συμβάλλουν τα μέγιστα και με κάθε μέσον για να αναπτυχθεί μια νέα οικονομία σε βάρος της καπιταλιστικής και να έρθει ο μετακαπιταλισμός. Το κράτος δεν έπαψε και δεν θα πάψει όσο υπάρχουν τάξεις να είναι όργανο κυριαρχίας μιας τάξης πάνω στις αντίπαλες της και φυσικά πολύ περισσότερο το αστικό κράτος.

Μέσω του «διαμοιρασμού» και του «συνεργασιακού» κοινόκτητου χώρου δεν δημιουργείται μια ριζικά διαφορετική οικονομική βάση, απλώς συντελείται η αξιοποίηση από το κεφάλαιο των νέων τάσεων και συμπεριφορών στα πλαίσια των κοινωνιών, τις εντάσσει στις οικονομικές δραστηριότητές του αυξάνοντας τα κέρδη και σταθεροποιώντας την κυριαρχία του.

Ο Rifkin επιχειρεί να θεμελιώσει την ιδέα για το συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο μέχρι και την κυριαρχία του στα συνεργατικά φαινόμενα μεταξύ των μελών των κοινωνιών από τη φεουδαρχία και ύστερα. Έχουμε εθιστεί σε τέτοιο βαθμό στην ιδέα ότι η καπιταλιστική αγορά και το κράτος αποτελούν τα δυο μοναδικά μέσα οργάνωσης του οικονομικού βίου ώστε παραβλέπουμε το άλλο οργανωτικό μοντέλο ανάμεσά μας, στο οποίο στηριζόμαστε στην καθημερινή μας ζωή για την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών που δεν παρέχουν η αγορά και το κράτος… Ο συνεργασιακός κοινόκτητος χώρος συνιστά την αρχαιότερη μορφή θεσμοθετημένης και αυτοδιαχειριζόμενης δραστηριότητας στον κόσμο.[14]

Αφού αναφέρει ότι απαντάται από την εποχή της φεουδαρχίας σε αγροτικές κοινότητες που λειτουργούσαν δημοκρατικά σημειώνει ότι αυτό καθιστούσε τον κοινόκτητο χώρο μια αυτοδιαχειριζόμενη οικονομική επιχείρηση.[15] Σε αυτό το φαινόμενο ο Rifkin προσπαθεί να δώσει διαστάσεις, μέχρι που να το καταστήσει κυρίαρχο στις οικονομίες και τις κοινωνίες έναντι του καπιταλισμού και των καπιταλιστικών σχέσεων. Ο συγγραφές όμως στέκει στην επιφάνεια των φαινομένων και αποφεύγει να καταπιαστεί με την ουσία τους. Δεν ασχολείται με καίριας σημασίας ζητήματα όπως ποιος ήταν ο χαρακτήρας των συνεργατικών δραστηριοτήτων, ποια η σχέση τους με την εξουσία κάθε φορά, σε ποιες λαϊκές ανάγκες απαντούσε, αν το πολεμούσε η κρατική εξουσία ή είχε την ανοχή και ως ένα βαθμό την στήριξή της;

Ας δούμε ως παράδειγμα την περίπτωση των γεωργικών συνεταιρισμών στην οποία και το βιβλίο αναφέρεται. Οι συνεταιρισμοί στην Ελλάδα, επί παραδείγματι, γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη τον 20ο αιώνα όταν μετά τις απαλλοτριώσεις των μεγάλων γαιοκτησιών, μοιράστηκε η γη στους ακτήμονες δημιουργώντας μια θάλασσα μικροαγροτών. Ήταν μια αναγκαία κίνηση από πλευράς τους κράτους και της κυρίαρχης τάξης, όχι για λόγους κοινωνικούς, λόγους δικαιοσύνης, αλλά κυρίως για λόγους οικονομικούς, για την τόνωση της αγροτικής οικονομίας και την αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Τότε οι συνεταιρισμοί γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη. Συγκέντρωσαν την πλειοψηφία των αγροτών για από κοινού ή με συνεργασία καλλιέργειας και κυρίως εμπορίας των προϊόντων. Ήταν ένα μέσο άμυνας τους απέναντι στους μεγαλέμπορους και τους μεσάζοντες και στην κρατική αδιαφορία απέναντί τους. Ήταν μια προσπάθεια επιβίωσης, ένα μέσο άμυνας όπως όλες οι συνεργατικές δραστηριότητες και τίποτα περισσότερο. Δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Τα καταστατικά των συνεταιρισμών, η δραστηριότητα τους και κυρίως η εξέλιξή τους, αποτελούν εύγλωττη επιβεβαίωση των παραπάνω. Είναι χαρακτηριστικό ότι το όνομα της Ένωσης των συνεταιρισμών της Λευκάδας, που ιδρύθηκε το 1915 είναι ΤΑΟΛ – Ταμείο Αμύνης Οινοπαραγωγών Λευκάδας. Το Αμύνης τα λέει όλα.

Παρομοίως εξελίχτηκαν οι δραστηριότητες αυτές και στις άλλες χώρες. Αυτό το αναγνωρίζει και ο Rifkin όταν γράφει: Η διαχείριση μέσω του συνεργασιακού κοινόκτητου χώρου εμφανίστηκε σε φεουδαρχικές κοινωνίες που οι ισχυροί φεουδάρχες είχαν φτωχοποιήσει τους κατοίκους της περιοχής και τους υποχρέωναν να καταβάλλουν εισφορές είτε με εργασία στα εδάφη του αφέντη, είτε παραδίδοντας μέρος της παραγωγής τους με τη μορφή φόρου. Η συνένωση σε μία οικονομία διαμοιρασμού ήταν ο μόνος πρακτικός τρόπος που απέμενε για να διασφαλίσουν ότι το ελάχιστο πλεόνασμα που τους έμενε θα αξιοποιείτο αποτελεσματικά[16].

Στη συνέχεια όταν με την ανάπτυξη του καπιταλισμού οι συνθήκες άλλαξαν, όταν η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της δεν ήθελαν πλέον τους παραδοσιακούς συνεταιρισμούς που συνένωναν την μάζα της φτωχομεσαίας αγροτιάς επειδή ήθελαν να την ξεκληρίσουν και να ανοίξουν τον δρόμο για την βαθύτερη καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας, οδήγησαν με βίαιο τρόπο τους συνεταιρισμούς στο μαρασμό. Ήταν πλέον η εποχή του καπιταλιστικού αγροκτήματος, των ομάδων παραγωγών και άλλων μορφών ριζικά όμως διαφορετικού χαρακτήρα από τους συνεταιρισμούς. Ο ρόλος τους κράτους στην εξέλιξη τους ήταν καθοριστικός, στην ανάπτυξη και την πορεία τους αλλά και στην υπονόμευση και την καταστροφή τους.

Ενδεικτική των αντιφάσεων του συγγραφέα είναι η τοποθέτησή του για τις συνεργατικές δραστηριότητες στις πόλεις στην εποχή του καπιταλισμού. Γράφει: Οι εργάτες των πόλεων και η αναδυόμενη αστική τάξη, συγκέντρωσαν όλοι μαζί τους κοινούς τους πόρους όπως είχαν κάνει οι χωρικοί δουλοπάροικοι πρόγονοί τους , αυτή τη φορά με την μορφή μισθών και εργασιακών δεξιοτήτων και δημιούργησαν νέα είδη αυτοκυβερνώμενων συνεργασιών κοινόκτητων χώρων. Φιλανθρωπικές οργανώσεις, σχολεία, νοσοκομεία, εργατικές ενώσεις, συνεταιρισμοί… άρχισαν να εμφανίζονται και να ανδρώνονται θέτοντας τα θεμέλια γι αυτό που τελικά έγινε γνωστό σαν αστική κοινωνία του 19ου αιώνα.[17] Η αναφορά αυτή δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η αστική τάξη είχε και έχει μοναδικό σκοπό το κέρδος και την διατήρηση της κυριαρχίας της. Οι δραστηριότητες αυτές που αναπτύχθηκαν ήταν υπόθεση των εργατών και η αστική τάξη προκειμένου να καταλαγιάζει τις εργατικές αντιδράσεις και να τους ενσωματώνει στην πολιτική της ανεχόταν μια σειρά τέτοιες δραστηριότητες και ορισμένες φορές έπαιρνε μέτρα ενίσχυσής τους, στην εποχή όμως των κρίσεων σάρωνε όλες τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα.

Από τον ίδιο το χαρακτήρα τους οι συνεργατικές δραστηριότητες και δομές έχοντας χαρακτήρα αμυντικό κινήθηκαν στο περιθώριο της οικονομικής ζωής όσο το κεφάλαιο επέτρεπε, δεν πήραν ποτέ και δεν ήταν δυνατό να πάρουν κυρίαρχο χαρακτήρα. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μία ακόμη απόδειξη ότι οι ισχυρισμοί του Rifkin για κυριαρχία του συνεργασιακού κοινόκτητου χώρου επί του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα είναι εντελώς ανυπόστατη.

Στο σχήμα του Rifkin για την πορεία που θα ακολουθήσει η κοινωνική και οικονομική εξέλιξη ως την ολοκλήρωση της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας περιλαμβάνεται η έννοια του «παραγωγού – καταναλωτή». Γράφει συγκεκριμένα ο συγγραφέας: Στις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες οι παραγωγοί καταναλωτές σε τεράστια ηπειρωτικά και οικουμενικά δίκτυα θα παράγουν και θα μοιράζονται πράσινη ενέργεια καθώς και υλικά αγαθά και υπηρεσίες και θα διδάσκονται σε νοητούς εκπαιδευτικούς χώρους online με σχεδόν μηδενικό οριακό κόστος οδηγώντας την οικονομία σε μια εποχή με σχεδόν δωρεάν προϊόντα και υπηρεσίες[18]. Με δυο λόγια όσον αφορά τη βασική σχέση παραγωγής της νέας κοινωνίας αυτή θα είναι ο άνθρωπος που παράγει και τα καταναλώνει, ο παραγωγός -καταναλωτής. Το ίδιο άτομο θα εργάζεται και θα παράγει ότι του είναι αναγκαίο για την ζωή του. Αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις κοινωνικές κατακτήσεις, θα συνδέεται μέσω του διαδικτύου με κάθε άλλον και θα ανταλλάσσει ιδέες, εξάλλου το τεχνολογικό επίπεδο της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, όπως το περιγράφουν οι μετακαπιταλιστές, θα δίνει αυτή την δυνατότητα. Το πλεόνασμα από την εργασία του θα μπορεί να το ανταλλάσσει μέσω του διαδικτύου με προϊόντα και υπηρεσίες που δεν διαθέτει.

Η έννοια του παραγωγού-καταναλωτή όμως αμφισβητεί την αναγκαιότητα της μεγάλης παραγωγής, των μεγάλων επιχειρήσεων με την πολύ ψηλή παραγωγικότητα, με την παραγωγή τεράστιου όγκου αναγκαίων υλικών αγαθών και χρήσιμων υπηρεσιών, οι οποίες φυσικά θα απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους με τον αντίστοιχο καταμερισμό εργασίας. Ο παραγωγός – καταναλωτής ατομικά ή έστω σε μικρές συλλογικότητες και πρωτοβουλίες δεν ταιριάζει με την μεγάλη οργανωμένη παραγωγή, για να υπάρξει κάποτε παραγωγός καταναλωτής θα πρέπει να διαλυθεί η μεγάλη παραγωγή, οι μεγάλες επιχειρήσεις και όχι μόνο. Η θέση αυτή του Rifkin όχι μόνο ισοδυναμεί με γύρισμα του τροχού της ιστορίας αιώνες πίσω, θεωρώντας ότι έτσι επέρχεται ή πρόοδος και κατ’ αυτόν τον τρόπο απελευθερώνεται ο άνθρωπος από τα δεσμά της καπιταλιστικής παραγωγής. Όπως ο Προυντόν επιχειρούσε να γυρίσει την κοινωνία στον μεσαίωνα έτσι και η άποψη του Rifkin με τον παραγωγό καταναλωτή. Η θέση αυτή εναρμονίζεται όμως με την αντίληψή του ότι την κοινωνική εξέλιξη δεν την καθορίζουν αντικειμενικοί παράγοντες και πιο συγκεκριμένα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά τυχαία γεγονότα και οι θεωρίες για την αλληλοδιαδοχή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών είναι κατασκευές των φιλοσόφων και των νομικών. [19]

Απαντώντας ο Μαρξ στον Προυντόν που εναντιωνόταν στον καταμερισμό εργασίας που αναπτύσσονταν εντός του μηχανικού εργαστηρίου και ζητούσε κάθε εργάτης να υλοποιεί το σύνολο των εργασιών για την παραγωγή ενός προϊόντος και όχι ένα μέρος έγραφε: Ο κ. Προυντόν κάνει ένα βήμα πίσω και προτείνει στον εργάτη να κατασκευάζει όχι μονάχα το ένα δωδέκατο της καρφίτσας μα διαδοχικά και τα δώδεκα μέρη της. Ο εργάτης θα έφτανε έτσι στην πλέρια γνώση και την επίγνωση της καρφίτσας… Με δυο λόγια ο κ. Προυντόν δεν ξεπέρασε το ιδανικό του μικροαστού. Και για να πραγματοποιήσει αυτό το ιδανικό δεν στοχάζεται τίποτα καλύτερο παρά να μας ξαναγυρίσει στο σύντεχνο ή το πολύ- πολύ στον αρχιμάστορα του μεσαίωνα. Φτάνει, λέει κάπου στο βιβλίο του, να φτιάξει κανένας μια φορά μονάχα στην ζωή του ένα αριστούργημα για να νοιώσει έστω για μια φορά πως είναι άνθρωπος. Δεν πρόκειται εδώ για το αριστούργημα, τόσο στην μορφή όσο και στην ουσία, που απαιτούσαν από την συντεχνία του Μεσαίωνα;[20]

Σήμερα, όπως και τότε στην εποχή του μηχανικού εργαστηρίου, ο δρόμος για τους εργάτες δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. «Τα παιδιά μπήκαν στην δουλειά με καμτσικιές, τα παιδιά τα έκαναν αντικείμενο συναλλαγής και κλείνανε συμβόλαια με τα ορφανοτροφεία. Καταργήθηκαν όλοι οι νόμοι σχετικά με την μαθητεία των εργατών. [21]

Η κίνηση των κοινωνιών προς τα μπρος, η αλληλοδιαδοχή των κοινωνικών σχηματισμών δεν ήταν τυχαίες εξελίξεις αλλά τις επέβαλε η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αντίθεση τους με το σύστημα των σχέσεων παραγωγής που αποτελούσαν εμπόδιο στην ανάπτυξή τους. Την ανάπτυξη των μονοπωλίων την έκανε αναγκαία η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ανεπάρκεια των σχέσεων παραγωγής της εποχής του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η ανάπτυξη των μονοπωλίων και η διαμόρφωση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού που την επιτάχυνε σε εξαιρετικό βαθμό ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε την ανθρωπότητα πολύ κοντά στο σοσιαλισμό. Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρα του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια.[22]

Στην ιστορική φάση που βρίσκονται οι κοινωνίες σήμερα δύο είναι οι λύσεις, ή θα βαδίσουν προς τα μπρος προς το μέλλον προς τον σοσιαλισμό, κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας ή ο καπιταλισμός θα επιβιώνει, τα δεινά των λαών θα μεγαλώνουν και οι κίνδυνοι από τις πολεμικές αναμετρήσεις, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την υποβάθμιση ολόκληρων περιφερειών θα μεγαλώνουν. Η επικράτηση του παραγωγού καταναλωτή ισοδυναμεί με πισωγύρισμα σε προηγούμενη φάση της κοινωνικής εξέλιξης και αυτό σε συνθήκες που η ανάπτυξη των κοινωνιών και οι τεχνολογικές δυνατότητες είναι υπερώριμες για το μεγάλο άλμα στον κομμουνισμό. Δεν είναι ο παραγωγός καταναλωτής το μέλλον αλλά η κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών, η κομμουνιστική κοινωνία. Στην πρώτη φάση της την εξουσία καταλαμβάνει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, τα μέσα παραγωγής γίνονται ιδιοκτησία της κοινωνίας ολόκληρης και λειτουργούν προ το συμφέρον όλων. Σταδιακά με την εξάλειψη των τάξεων και την ήττα του καπιταλισμού παγκόσμια ή σε πλήθος αναπτυγμένων χωρών το κράτος που είχε μπει σε διαδικασία μαρασμού απονεκρώνεται εντελώς. Το εργατικό κράτος για την επιβολή της εργατικής τάξης πάνω στην αστική, μετατρέπεται σε υπηρεσία απλής διαχείρισης κοινωνικών υποθέσεων που την ασκούν όλα τα μέλη της κοινωνίας. Η κοινωνία πλέον μετατρέπεται σε κοινωνία ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών. Η μεγάλη παραγωγή όχι μόνο δεν διαλύεται αλλά αξιοποιώντας τις τεχνολογικές δυνατότητες, μειώνει κατακόρυφα τις ώρες εργασίας των εργαζομένων αυξάνοντας τον ελεύθερο χρόνο τους, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο την παραγωγικότητα και τον πλούτο, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου. Έτσι φαντάστηκε και περιέγραψε ο Μαρξ το μέλλον, τον κομμουνισμό.

Όπως καθένας αντιλαμβάνεται η ιδέα του παραγωγού – καταναλωτή και η κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, η μία σηματοδοτεί το μέλλον και η άλλη γυρίζει στο απώτερο παρελθόν.

 

 

 


[1] Τζέρεμυ Ρίφκιν Η κοινωνία του μηδενικού οριακού κόστους σ. 11-12

[2] Στο ίδιο σ. 12

[3] στο ίδιο σ. 27

[4] στο ίδιο σ.42

[5] στο ίδιο σ.42

[6] στο ίδιο σ. 449

[7]στο ίδιο σ. 482

[8] στο ίδιο σ. 502-503

[9]Alec Ross Οι βιομηχανίες του μέλλοντος, σ. 159

[10]AlecRoss Οι βιομηχανίες του μέλλοντος σ. 49

[11] Στο ίδιο σ. 49

[12] σ. 50

[13] Στο ίδιο σ. 253

[14] Στο ίδιο σ. 41-42

[15] Στο ίδιο σ.42

[16] Στο ίδιο σ. 43

[17] Στο ίδιο σ.43-44

[18] Στο ίδιο σ.18

[19] Στο ίδιο σ.13

[20] Καρλ Μαρξ «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» σ.142 143 Εκδόσεις Αναγνωστίδη

[21] Στο ίδιο σ. 138

                           [22] Λένιν Άπαντα τ 34 σ.193

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας