Την πολιτική των κομμουνιστικών οργανώσεων συναπαρτίζουν η στρατηγική και η τακτική.
Η πρώτη αναφέρεται στο στρατηγό στόχο, που στις σημερινές συνθήκες είναι η σοσιαλιστική επανάσταση και ο σοσιαλισμός, στις κοινωνικές δυνάμεις που θα την πραγματοποιήσουν, κατ’ αρχήν στην εργατική τάξη φορέα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και ηγέτιδα δύναμη της κοινωνικής συμμαχίας που απαρτίζεται από δυνάμεις που με βάση τη θέση τους στην παραγωγή και στην κοινωνία έχουν συμφέρον να συμμαχήσουν μαζί της. Στη στρατηγική εντάσσεται και το γενικό σχέδιο προώθησης του στόχου.
Τακτική είναι οι θέσεις, οι προτεραιότητες, οι στόχοι του κινήματος και οι μορφές πάλης που ενδείκνυται για κάθε φάση για μία πολύ πιο σύντομη χρονική περίοδο, τα συγκεκριμένα μέτρα προώθησης των συμμαχιών της εργατικής τάξης, η αξιοποίηση των αντιθέσεων εντός της αστικής τάξης και της αστικής τάξης με τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα κ.α.
Είναι σαφές ότι η στρατηγική είναι το σταθερό και αναλλοίωτο στοιχείο για μία ολόκληρη ιστορική περίοδο. Απεναντίας η τακτική είναι το ευκίνητο στοιχείο. Οι κάθε φορά διαφοροποιήσεις και το περιεχόμενο της εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις συγκεκριμένες συνθήκες: αν το κίνημα βρίσκεται σε άνοδο ή σε υποχώρηση, ποιος είναι ο συσχετισμός δύναμης. Μία συνεπής τακτική πρέπει πάντα να μην αποκόπτεται από το στρατηγικό στόχο, να μην αντιτίθεται σε αυτόν και να τον υπηρετεί με συνέπεια.
Η στρατηγική, δηλαδή, για μία ολόκληρη ιστορική περίοδο παραμένει σταθερή, ενώ η τακτική τροποποιείται ανάλογα με τις συνθήκες, ενδεχομένως και πολλές φορές στη διάρκεια αυτής της περιόδου και μάλιστα σε περιόδους που οι εξελίξεις είναι ταχύτατες ή σε σημαντικές καμπές η τακτική τροποποιείται ενδεχομένως και κάθε μέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ταχύτατες αλλαγές της τακτικής του εργατικού κινήματος και των μπολσεβίκων στη Ρωσία μεταξύ της επανάστασης του Φλεβάρη και της σοσιαλιστικής επανάστασης του Οκτώβρη.
Πρόσφατο και πολύ ενδεικτικό παράδειγμα από την ιστορία της χώρας μας είναι η περίοδος των μνημονίων από το 2010 ως το δημοψήφισμα του 2015 και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου.
Στην πρώτη φάση της επιβολής του πρώτου μνημονίου επικρατεί ο αιφνιδιασμός και γρήγορα η αγανάκτηση, η οργή των εργαζομένων και η ευρεία κινητοποίηση τους. Τότε εμφανίζεται και η αντίθεση στα μνημόνια, αυτό που ονομάστηκε αντιμνημονιακή στάση και αντιμνημονιακό κίνημα που αγκαλιάζει πλην της κυβέρνησης όλες τις άλλες δυνάμεις μέχρι και τη ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε ενεργά κυρίως στο αυθόρμητο κίνημα μια και οι δυνάμεις του στο οργανωμένο κίνημα ήταν λίγες και επιδίωκε την ουσιαστική πολιτική ενίσχυση του. Μεγάλες απεργίες και μαζικότατα τα συλλαλητήρια, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες που κινητοποιούνται αυθόρμητα, οι αγανακτισμένοι ή κατ’ άλλους το κίνημα των πλατειών. Το καθήκον των κομμουνιστών πρωτίστως και της αριστεράς ήταν η ουσιαστική και ενεργής παρέμβαση ώστε να δοθεί περιεχόμενο και κατεύθυνση στο κίνημα αυτό.
Οι διπλές εκλογές του 2012 αποτέλεσαν σημείο καμπής. Ο λαός με την ψήφο του κατάφερε ένα τεράστιο πλήγμα στις αστικές δυνάμεις, το ΠΑΣΟΚ σχεδόν συντρίφτηκε η ΝΔ μειώθηκε στο 18%, το ΚΚΕ είχε μικρή άνοδο και ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε στο 17%. Οι δεύτερες εκλογές ολοκλήρωσαν τη δημιουργία νέου πολιτικού και κοινοβουλευτικού συσχετισμού. Η ΝΔ, κάτω από το εκβιαστικό δίλημμα της ακυβερνησίας και των κινδύνων που ελλοχεύουν και εκμεταλλευόμενη την αναποτελεσματικότητα των ως τότε αγώνων και την απογοήτευση, έφτασε στο 28%. Οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ μειώθηκαν ακόμη περισσότερο και ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε και υπολειπόταν κατά μία μονάδα της ΝΔ.
Το ΚΚΕ γνώρισε τη συντριβή έχοντας απολέσει το 50% των δυνάμεων του. Η αιτία είναι η βαθιά λανθασμένη τακτική που ακολούθησε. Αντί να ηγηθεί των κινητοποιήσεων των μαζών προτάσσοντας ένα πολιτικό σχέδιο ανατροπής του μνημονίου και συνάμα ολοκληρωμένο πολιτικό πλαίσιο απάντησης στην πολιτική του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, προτίμησε τη μοναχική δράση κάτω από φοβικά σύνδρομα γενικολογώντας για το σοσιαλισμό και διευκολύνοντας έτσι το ΣΥΡΙΖΑ να συγκεντρώσει πολύ μεγάλο τμήμα του ριζοσπαστικοποιημένων εργατών και εργαζομένων.
Στις νέες συνθήκες η ΝΔ τροποποιεί την πολιτική της περνάει από το αντιμνημόνιο στην ψήφιση του δεύτερου μνημονίου και στην καταστολή του κινήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας τη δυνατότητα ανάδειξης του στην κυβέρνηση να είναι ισχυρή αρχίζει τη στροφή της πολιτικής του, την προσαρμογή κατ’ αρχήν στην πολιτική της κατάργησης του μνημονίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαμορφώνει τους όρους αποδοχής του από Ηνωμένες Πολιτείες, Βερολίνο, Παρίσι και Βρυξέλλες και προωθεί το σύνθημα για κυβέρνηση της Αριστεράς.
Στις εκλογές του 2015 γίνεται πρώτο κόμμα και σχηματίζει κυβέρνηση. Η στροφή του ολοκληρώνεται με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου από κοινού με το σύνολο των αστικών κομμάτων και τη διάσπαση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, αφού προηγουμένως ξεπούλησε το 62% του ελληνικού λαού που ψήφισε στο δημοψήφισμα εναντίον των μνημονίων και στην ουσία ψήφισε εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η τεράστια στροφή ολοκληρώθηκε χωρίς να έχει ουσιαστικές απώλειες, δεν συνάντησε και πολλές δυσκολίες, αφού το κίνημα και η αριστερά παρακολούθησαν την πορεία της κυβέρνησης προς τον ολοκληρωτικό συμβιβασμό χωρίς καμία προετοιμασία των εργαζομένων να υπερασπιστούν τη ζωή τους και την ψήφο τους στο δημοψήφισμα.
Το μεταβατικό πρόγραμμα
Τις τελευταίες δεκαετίες προβάλλεται περισσότερο έντονα από ότι παλαιότερα η ανάγκη διαμόρφωσης ενός προγράμματος που η συνεπής εφαρμογή του οδηγεί στο σοσιαλισμό. Δεν είναι καινούργια ιδέα. Αντίθετα χρονολογείται πολλές δεκαετίες και μάλιστα από ορισμένους μελετητές και οργανώσεις χρεώνεται στους κλασικούς και στο Λένιν. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς χρησιμοποιούν τον όρο «μεταβατική περίοδος» και «μεταβατικό πρόγραμμα» για την πρώτη περίοδο μετά τη νίκη της εργατικής τάξης επί της αστικής: «Ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μία πολιτική μεταβατική περίοδος που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου», σημειώνει ο Μαρξ στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα».
Στους κλασικούς δεν συναντάται η έννοια του μεταβατικού προγράμματος ούτε και στο Λένιν, ως ένα πρόγραμμα που θα οδηγήσει στη σοσιαλιστική επανάσταση. Μίλησαν για αιτήματα μεταβατικά που καμία σχέση δεν έχουν με το χαρακτήρα που δίνουν στο μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα, τα οποία μάλιστα συνδέονται στενά με την επαναστατική κατάσταση και όχι με καμία άλλη προγενέστερη περίοδο.
Κάποιοι θεωρούν ότι η ρίζα της ιδέας του μεταβατικού προγράμματος βρίσκεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και ιδιαίτερα στα 10 αιτήματα που αναφέρονται στο κεφάλαιο Προλετάριοι και Κομμουνιστές. Συγκεκριμένα το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφέρει: «Το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάκτηση της δημοκρατίας. Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, να συγκέντρωση όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη και να αυξήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων. Τα μέτρα που προωθούν αυτό το στόχο θα είναι διαφορετικά ανάλογα με τις διάφορες χώρες…. Ωστόσο για τις πιο προχωρημένες χώρες θα μπορούν να μπουν σε εφαρμογή σχεδόν παντού τα παρακάτω μέτρα:
Απαλλοτρίωση της γαιοκτησίας και η χρησιμοποίηση της προσόδου για να αντιμετωπιστούν οι κρατικές δαπάνες.
Γενική προοδευτική φορολογία
Κατάργηση του κληρονομικού δικαίου
Κατάσχεση της περιουσίας όλων των φυγάδων και των στασιαστών
Συγκέντρωση της πίστης στα χέρια του Κράτους μέσω μιας Εθνικής Τράπεζας που τα κεφάλαια τους θα ανήκουν στο κράτος και που θα έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο
Συγκέντρωση στα χέρια του Κράτους όλων των μέσων μεταφοράς
Αύξηση του αριθμού των εθνικών εργοστασίων και των εργαλείων παραγωγής, εκχέρσωση και βελτίωση των γαιών
Υποχρεωτική δουλειά για όλους, οργάνωση βιομηχανικών στρατών
Συνδυασμός της γεωργίας και της βιομηχανίας. μέτρα που τείνουν να εξαφανίσουν βαθμιαία τη διαφορά ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο.
Δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, κατάργηση της δουλειάς των παιδιών στα εργοστάσια…».
Πρόκειται για μέτρα που τα περισσότερα είναι αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα εντελώς προωθημένα που θα μπορούσε ορισμένα εξ αυτών να τα λάβει με μεσοβέζικο τρόπο και κάποια αστική κυβέρνηση, ορισμένα είναι σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Είναι φανερό ότι το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν αναφέρεται στην περίοδο πριν την επανάσταση, αλλά στη δράση μετά την επανάσταση και αυτό φαίνεται πιο κάτω στο κείμενο εντελώς καθαρά. Γράφει: «Όταν στην πορεία της εξέλιξης θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές διαφορές και όταν θα έχει συγκεντρωθεί όλη η παραγωγή στα χέρια των οργανωμένων ατόμων τότε η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα. Η πολιτική εξουσία στην ουσία της είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης τάξης».
Τα 10 μέτρα δεν συνιστούν λοιπόν καθόλου ένα μεταβατικό πρόγραμμα προς την επανάσταση.
Πιο χαρακτηριστικές είναι οι επεξεργασίες του Λένιν. Διαρκούσης της επαναστατικής κατάστασης και μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, το Σεπτέμβρη του 1917, όταν η προσπάθεια των μπολσεβίκων και των σοβιέτ ήταν να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατόν πλατύτερη υποστήριξη της επανάστασης κυρίως από τη φτωχή αγροτιά έγραφε την μπροσούρα «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως θα την αντιμετωπίσουμε». Εκτιμώντας με μεγάλη σαφήνεια τους κινδύνους που απειλούσαν τη χώρα και το λαό έγραφε: «Τη Ρωσία την απειλεί αναπότρεπτη καταστροφή. Οι σιδηροδρομικές μεταφορές έχουν ξεχαρβαλωθεί σε απίστευτο βαθμό, οι σιδηρόδρομοι θα σταματήσουν, θα διακοπεί η μεταφορά πρώτων υλών και κάρβουνου στα εργοστάσια, θα διακοπεί η μεταφορά σιτηρών. οι καπιταλιστές σαμποτάρουν σκόπιμα και ακατάπαυστα την παραγωγή ελπίζοντας ότι η πρωτάκουστη καταστροφή θα σημάνει την κατάρρευση της δημοκρατίας και του δημοκρατισμού, την κατάρρευση των σοβιέτ…. Όλοι το λένε, όλοι το παραδέχονται, όλοι το έχουν σίγουρο και τίποτα δεν γίνεται. Ως απάντηση για την αποφυγή αυτής της καταστροφής πρότεινε 5 μέτρα.
Συνένωση όλων των τραπεζών σε μία και έλεγχος πάνω στις πράξεις της
Εθνικοποίηση των καπιταλιστικών συνδικάτων δηλαδή των μεγαλύτερων μονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών
Κατάργηση του Εμπορικού απορρήτου
Αναγκαστικός συνδικαλισμός, δηλαδή υποχρεωτική οργάνωση σε ενώσεις των βιομηχάνων, των εμπόρων και των επιχειρηματιών γενικά
Αναγκαστική συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, είτε ενθάρρυνση μιας τέτοιας συνένωσης».
Δεν πρόκειται για σοσιαλιστικά μέτρα, αλλά για τα μέτρα που εκείνη τη στιγμή είχε ανάγκη ο λαός για την επιβίωση του και παράλληλα συνέβαλαν στην ευρύτερη κινητοποίηση του δίπλα στο προλεταριάτου. Αυτό κάποιοι το ονομάζουν «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν είναι όμως τίποτα περισσότερο από ευφυή χάραξη της τακτικής, της αναγκαίας εκείνης τακτικής που σε ένα μήνα έδωσε τη νίκη στα σοβιέτ.
Ακόμη ορισμένοι αναφέρονται στην Κομμουνιστική Διεθνή και τη χρήση του όρου «μεταβατικά αιτήματα» που πρέπει να μπουν στα προγράμματα των κομμουνιστικών κομμάτων, δεν πρέπει όμως να ξεχνά κάνεις ότι το 1921 και το 1922 που αναφέρθηκε αυτό υπήρχαν ακόμη επαναστατικές συνθήκες σε αρκετές χώρες παρότι το επαναστατικό κίνημα βρισκόταν σε υποχώρηση και υπήρχε ανάγκη επεξεργασίας της αναγκαίας τακτικής για αυτή την περίοδο.
Στην πραγματικότητα σε μεταβατικό πρόγραμμα αναφέρθηκε και ψήφισε το 1938 το ιδρυτικό συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, απαξίωσης των αστικών ηγεσιών όταν η ανθρωπότητα βρισκόταν στα πρόθυρα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου η Τέταρτη Διεθνής διαμόρφωσε ένα πρόγραμμα αρκετά επεξεργασμένο και με ενδιαφέρουσες προτάσεις, θεωρώντας ότι έρχεται επαναστατική κατάσταση. Δεν υπολόγισε τον επερχόμενο πόλεμο, τις εξελίξεις που επακολούθησαν και τις συνθήκες πού αυτός δημιούργησε στις διάφορες χώρες, τα μεγάλα κινήματα και την πάλη για την απελευθέρωση των χωρών και την εθνική ανεξαρτησία που έπαιρνε στη συνείδηση των εργατών και των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη κυρίαρχη σημασία.
Η πάλη για την επανάσταση πού είναι ο πρωταρχικός στόχος του κομμουνιστικού κινήματος ερχόταν χρονικά σε δεύτερη μοίρα, η ήττα του φασισμού και η απελευθέρωση ήταν το άμεσο, το κυρίαρχο πρόβλημα της στιγμής. Η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας και η δράση για την ανατροπή της αστικής τάξης έπρεπε να συνδυαστεί με τον αγώνα εναντίον του φασισμού, ώστε το τέλος του πολέμου να βρει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα έτοιμα να καταλάβουν την εξουσία.
Αντί για οργάνωση της αντίστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την αναγκαία σύνδεση του με την επαναστατική προοπτική οι δυνάμεις της Τετάρτης Διεθνούς αγωνιζόταν για κινητή κλίμακα μισθών, κινητή κλίμακα ωρών εργασίας, για ισχυρά εργατικά συνδικάτα, για απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων και εργοστασιακές επιτροπές, για κατάργηση του εμπορικού απορρήτου και έλεγχο της βιομηχανίας κλπ, όπως προέβλεπε το μεταβατικό πρόγραμμα. Μία δράση που αντιστοιχούσε σε ριζικά διαφορετικές συνθήκες.
Η κατάληξη είναι γνωστή και μαζί το δίδαγμα ήταν ότι η διαμόρφωση μεταβατικού προγράμματος για μία ολόκληρη ιστορική περίοδο και με την πεποίθηση ότι αυτό ισχύει οπωσδήποτε χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες οδηγεί σε τραγωδίες.
Υπάρχουν όμως και άλλες παρενέργειες
Η αντίληψη για μεταβατικό πρόγραμμα που η εφαρμογή του θα μας αποβιβάσει στο σοσιαλισμό συσκοτίζει τον ίδιο το χαρακτήρα των εξελίξεων, δίνει την εντύπωση μιας ομαλής πορείας μετάβασης και είναι πολύ δύσκολο κανείς να δει αν είναι αναγκαίο και σε ποιο σημείο συντελείται το επαναστατικό άλμα, η ανατροπή της αστικής τάξης.
Η συσκότιση αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συνειδητή, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, αφού σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από την αντίληψη ότι είναι δυνατές μεγάλες κατακτήσεις της εργατικής τάξης που θα αλλάξουν τα δεδομένα μέσα στον καπιταλισμό και ακόμη ότι είναι δυνατόν η εργατική τάξη να δημιουργήσει δομές και εργατικούς θεσμούς σημαντικούς στις συνθήκες του καπιταλισμού αντίστοιχες με το χαρακτήρα και τους στόχους της.
Εδώ οι αυταπάτες είναι ακόμη μεγαλύτερες. Η εργατική τάξη εντός του καπιταλισμού μπορεί να δημιουργήσει συνδικάτα, συλλόγους, εργατικές λέσχες κ.α., θεσμούς που βοηθούν στην επιβίωση και τον αγώνα της. Όσο για τις κατακτήσεις πέρα από την κατάκτηση άμεσων αιτημάτων οικονομικών και πολιτικών, αυτά δηλαδή για τα οποία αγωνίζονται τα συνδικάτα, αν θα υπάρξουν θα είναι μερικές, όταν η εργατική τάξη είναι πανίσχυρη και η αστική τάξη δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά και αν μπορεί να τα δώσει και θα είναι υποθηκευμένα και καθημερινά θα αμφισβητούνται.
Τα αιτήματα του εργατικού κινήματος ολόκληρης αυτής της περιόδου που πράγματι αμφισβητούν την αστική κυριαρχία και τη σχετικά ομαλή λειτουργία του συστήματος κατά βάση δεν είναι αιτήματα για κατακτήσεις, αλλά αιτήματα πάλης που σφυρηλατούν την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τα μικροαστικά στρώματα, δράση δηλαδή πού διαμορφώνει τον υποκειμενικό παράγοντα. Αν ήταν δυνατή η επιβολή αιτημάτων που αμφισβητούν την αστική κυριαρχία και την ομαλή λειτουργία του συστήματος τότε η αστική τάξη ή δεν θέλει να υπερασπιστεί την κυριαρχία της ή το αστικό κράτος από όργανο καταπίεσης της εργατικής τάξης θα έχει μεταβληθεί σε κάτι ουδέτερο. Αυτά όμως καμία σχέση δεν έχουν με το μαρξισμό.
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω αναπτύσσονται και ορισμένες αντιλήψεις για μορφές ιδιοκτησίας που μπορούν να διαμορφωθούν που δεν είναι καπιταλιστικές, αναφέρονται και ως κοινωνικός τομέας και που μπορούν να έχουν συμβολή στη συνειδητοποίηση των εργατών και την ενίσχυση του εργατικού κινήματος, αμφισβητώντας το σύστημα.
Τμήματα της αριστεράς προκρίνουν την αυτοδιαχείριση επιχειρήσεων που συνήθως χρεοκοπούν και τις κλείνουν οι ιδιοκτήτες τους. Οι επιχειρήσεις αυτές αφενός μεν σε ομαλές συνθήκες είναι δύσκολο να επιζήσουν για πολύ καιρό και αφετέρου πρέπει να απαντήσει κανείς τι είδους συνείδηση διαμορφώνουν οι εργαζόμενοι σε αυτές. Μήπως εμπεδώνουν την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να βασιλεύει και οι εργάτες να έχουν τις επιχειρήσεις και άρα δεν είναι αναγκαία η επαναστατική ανατροπή και η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μεγαλύτερων κατ’ αρχήν επιχειρήσεων και στην πορεία και των υπολοίπων;
Ο αγώνας των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου έχει στόχο κατ’ αρχήν τη βελτίωση της ζωής τους, την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τα μικροαστικά στρώματα και άλλες κοινωνικές ομάδες, τη συμπόρευση πολιτικών δυνάμεων, τη ωρίμανση δηλαδή του υποκειμενικού παράγοντα για την ανατροπή και συνάμα στοχεύει στην κρίση της αστικής κυριαρχίας και του κράτους.
Η βασική αντίθεση και οι δευτερεύουσες
Η οργάνωση της πάλης για το σοσιαλισμό δεν μπορεί να γίνει σε άλλη βάση παρά πάνω στην αντίθεση της εργασίας με το κεφάλαιο, στον αγώνα της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής. Η εργατική τάξη είναι ο φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής. Δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω σε καμία άλλη αντίθεση της κοινωνίας, κάποιας άλλης κοινωνικής τάξης ή κοινωνικού στρώματος και ακόμη περισσότερο κοινωνικών ομάδων με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ούτε είναι δυνατή η ισότιμη ιεράρχηση τους.
Τα συμφέροντα των αγροτών δεν οδηγούν στην ανατροπή του καπιταλισμού, αντίθετα αναζητούν χώρο επιβίωσης εντός του συστήματος, κατά παρόμοιο τρόπο και τα συμφέροντα των μικροαστικών στρωμάτων. Μόνο συναρθρωμένα πάνω στον αγώνα της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό αποκτούν μία επαναστατική δυναμική.
Πολιτικές οργανώσεις και συλλογικότητες υποτιμούν τον ταξικό αγώνα και προτάσσουν τα ιδιαίτερα προβλήματα πληθυσμιακών ομάδων και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, τα δικαιώματα των γυναικών που καταπατώνται στην κοινωνία, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ τα δικαιώματα εθνικών μειονοτήτων και άλλα.
Η διαμόρφωση ισχυρού εργατικού κινήματος προϋποθέτει την ενασχόληση του με τα προβλήματα όλων των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού, τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους που έχουν ενωτικό και όχι συντεχνιακό χαρακτήρα. Το εργατικό κίνημα και η κομμουνιστική αριστερά πρέπει να υπερασπιστεί τα δικαιώματα όλων των κοινωνικών ομάδων ενταγμένα στα πλαίσια των στόχων και των επιδιώξεών του, αφού στη σοσιαλιστική κοινωνία θα βρουν τη δικαίωσή τους.
Παρότι η εργατική τάξη σήμερα είναι πολυπληθής, στην Ελλάδα τον αγώνα για το σοσιαλισμό δεν πρέπει να τον διεξάγει μόνη της, είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός πλατιού κινήματος όλων των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων. «Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αληθινή πολιτική συνείδηση, αν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σε όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, βίας και κατάχρησης οποιεσδήποτε τάξεις και αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές και μάλιστα να απαντούν από σοσιαλδημοκρατική και όχι από οποιαδήποτε άλλη σκοπιά… η αυτεπίγνωση της εργατικής τάξης συνδέεται άρρηκτα με την πλήρη σαφήνεια όχι τόσο των θεωρητικών αντιλήψεων για τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ όλων των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας όσο των αντιλήψεων για τις σχέσεις αυτές που έχουν αποκτηθεί με την πείρα της πολιτικής ζωής», έγραφε ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε».
Τις τελευταίες δεκαετίες ορισμένα προβλήματα των κοινωνιών οξύνονται σημαντικά και απαιτούν αντιμετώπιση. Δεν πρόκειται για στενά ταξικά προβλήματα που όμως δημιουργούνται και παροξύνονται από τη δράση του κεφαλαίου. Μπορεί να αναφερθεί η καταστροφή του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή και γενικότερα ο βιασμός της φύσης από τη ληστρική επέμβαση του κεφαλαίου και την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους.
Μαζί με την φθορά του εργαζόμενου ανθρώπου έρχεται και η καταστροφή της φύσης. Αν δεν αντιμετωπιστεί κάτω από αυτό το πρίσμα της πάλης εναντίον του κεφαλαίου, για την ακύρωση κατ’ αρχήν αντιπεριβαλλοντικών δραστηριοτήτων οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες. Αυτό όμως δεν αρκεί, είναι μία αμυντική δράση που σταδιακά θα ατονήσει και θα κατάληξη όπως οι γνωστές οικολογικές οργανώσεις και γενικότερα το αντίστοιχο κίνημα, θα ενσωματωθεί από την αστική τάξη και ουσιαστικά θα την υπηρετήσει.
Στις ρίζες της περιβαλλοντικής κρίσης δεν βρίσκεται η αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης αλλά η αλληλεπίδραση των ανθρώπων μεταξύ τους, για αυτό για να λυθούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα πρέπει να λυθούν τα προβλήματα της φτώχειας των αδικιών και του πολέμου, να ηττηθεί δηλαδή ο καπιταλισμός. Μόνο αν τον αγώνα τον κατευθύνει η συνείδηση ότι μόνο η κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και η σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας μπορεί να καρποφορήσει και να δώσει αποτελέσματα και αυτό θα γίνει μόνο με τη συμπόρευση του κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος με την εργατική τάξη εναντίον των κυβερνήσεων, της ΕΕ και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Η απόσπαση αυτών των προβλημάτων από τους ταξικούς αγώνες και η αναγωγή τους σε κυρίαρχο πρόβλημα όταν συμβαίνει οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα για την εργατική τάξη και δίνει νέες ευκαιρίες στον καπιταλισμό.
Αρκεί να θυμηθούμε την «Περεστρόικα, τη νέα οικονομική σκέψη για τη Σοβιετική Ένωση και τον κόσμο» του Γκορμπατσόφ που, αφού αποσύνδεσε εντελώς τον πόλεμο από τις διεθνείς σχέσεις και συμφέροντα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι αναπόφευκτος, μπορούσε να αποτραπεί, ότι οποιαδήποτε διεθνής κρίση μπορούσε να διευθετηθεί με ειρηνικά μέσα, παραβλέποντας τα χαρακτηριστικά της ιμπεριαλιστικής εποχής που έδωσε ο Λένιν.
Στη συνέχεια προχώρησε στην αντίληψη ότι στην πυρηνική εποχή υπάρχει ο κίνδυνος της πυρηνικής αβύσσου και το καράβι στο οποίο επιβαίνει η ανθρωπότητα ολόκληρη θα βυθιστεί με όλους μαζί και γι’ αυτό θα πρέπει όλοι να κερδίσουν αλλιώς όλα είναι χαμένα. Αυτά έγραψε στο γνωστό βιβλίο του ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Οι πανανθρώπινες αξίες και όχι οι ταξικές σχέσεις έχουν -κατά το Γκορμπατσόφ- προτεραιότητα, η ταξική πάλη δεν έχει προτεραιότητα στην πυρηνική εποχή. Τελικά οι αντιλήψεις αυτές οδήγησαν στην αταξική αντίληψη για την Ευρώπη κοινό σπίτι των ευρωπαϊκών λαών που έπρεπε από κοινού όλοι οι λαοί να προστατεύσουν και να συγκατοικήσουν. Σε αυτά οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και το ΝΑΤΟ δεν είχαν λόγο να μην συμφωνήσουν αρκεί να τα υλοποιούσε η Σοβιετική Ένωση και το σύμφωνο της Βαρσοβίας. Τότε θα οδηγούσαν, όπως εξάλλου έγινε, στην καταστροφή των εργατικών κρατών, έστω και εκφυλισμένων και στη μεγάλη ήττα του εργατικού κινήματος παγκόσμια.
***
Θα αναφερθούμε τέλος σε ένα ζήτημα που σχετίζεται με τις προηγούμενες ιδεολογικές συγχύσεις και αφορά το χαρακτήρα της επανάστασης. Τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει «καθαρά» σοσιαλιστική επανάσταση. Πώς εννοούν όμως το χαρακτήρα της επανάστασης;
Στη φάση ανάπτυξης που διανύουν οι καπιταλιστικές κοινωνίες σήμερα στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία των χωρών η επανάσταση δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά μόνο σοσιαλιστική, ούτε μεταβατική, ούτε με στάδια η κάτι διαφορετικό. Υπάρχει ώριμο το σύνολο των αντικειμενικών προϋποθέσεων, υστερεί μόνο ο υποκειμενικός παράγοντας, το χαρακτήρα, όμως, της επανάστασης τον καθορίζουν το επίπεδο της ανάπτυξης των κοινωνιών και η ταξική διάρθρωση τους και όχι η ωριμότητα του υποκειμενικού παράγοντα. Η ωριμότητα και η ισχύς του υποκειμενικού παράγοντα μπορεί να σχετίζεται με την έναρξη και την επιτυχία της επανάστασης και όχι με το χαρακτήρα της.
Την επανάσταση την πραγματοποιεί η εργατική τάξη και ορισμένα κοινωνικά στρώματα που συμμαχούν μαζί της και αυτό είναι θετικό στοιχείο διότι η πιθανότητα επιτυχίας της είναι μεγαλύτερη αν η εργατική τάξη έχει συμμάχους και μία ευρύτερη κοινωνική υποστήριξη. Τα στρώματα αυτά όμως δεν επηρεάζουν την κατεύθυνση και το χαρακτήρα της επανάστασης διότι δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, συμμαχούν όμως επειδή η κατάργηση του καπιταλισμού δημιουργεί προϋποθέσεις για τη δική τους επιβίωση και προοπτική την οποίαν στερούνται και καμιά άλλη δύναμη πέραν της εργατικής τάξης δεν μπορεί να τους προσφέρει.
Ο χαρακτήρας της επανάστασης δεν μπορεί να συγχέεται με το εύρος των συμμαχιών της εργατικής τάξης ούτε με την ύπαρξη ή όχι πολιτικών συμμαχιών και αντίστοιχου μετώπου. Ιστορικά υπάρχουν παραδείγματα επιτυχημένων επαναστάσεων στις οποίες δεν υπήρχαν πολιτικές συμμαχίες. Δεν επηρεάζουν το χαρακτήρα της ούτε οι συνθήκες μέσα στις οποίες πραγματοποιείται, η χρονική διάρκεια της, ακόμα και γεγονότα που πυροδότησαν την έναρξη της. Μπορεί αυτά να είναι ένα σημαντικό κοινοβουλευτικό γεγονός, ένα αντιλαϊκό μέτρο που ξεσήκωσε την κοινωνία εναντίον της κυβέρνησης και σε συνθήκες αγανάκτησης και βαθιάς δυσαρέσκειας η μαζική δράση με την ανάλογη παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας κλιμακώνεται και εξελίσσεται.
Επιπλέον οι κοινωνίες δεν είναι χωρισμένες σε τάξεις σαφώς οριοθετημένες με ξεκαθαρισμένα συμφέροντα και πλήρη συνείδηση τους από όλους. Στα πλαίσια τους υπάρχουν διαιρέσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα και τα μέλη τους τα συνδέει η αντίθεση στην κυρίαρχη πολιτική και τις δυνάμεις που την εφαρμόζουν, στο βαθμό φυσικά που έχουν σαφή συνείδηση της.
Άρα δεν υπάρχουν καθαρές καταστάσεις με την έννοια αυτή.
Δεν πρέπει να περιμένει κάποιος ότι η επανάσταση θα έχει το χαρακτήρα της σύγκρουσης δύο αντιπάλων στρατοπέδων που ετοιμάζονται να πολεμήσουν ως το τέλος. Θα είναι ένα πολύμορφο γεγονός με πλήθος επεισοδίων από διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, απαραιτήτως θα υπάρχει οργανωμένη πρωτοπορία, το κομμουνιστικό κόμμα, ένα ευρύτερο τμήμα συνειδητών εργατών και εργαζομένων και το μεγαλύτερο τμήμα θα συμμετέχει αυθόρμητα έχοντας εμπιστοσύνη στην πρωτοπορία και διαισθητικά θα κινητοποιείται εναντίον της κυρίαρχης τάξης και της πολιτικής της. «Όποιος περιμένει μία καθαρή κοινωνική επανάσταση δεν θα τη δει ποτέ του», σημείωνε ο Λένιν τον Ιούλιο του 1916 στο έργο του «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση» και αναφερόμενος στην πείρα της επανάστασης του 1905 έγραφε: «ήταν μία αστικοδημοκρατική επανάσταση. Αποτελούνταν από μία σειρά μάχες όλων των δυσαρεστημένων τάξεων, ομάδων και στοιχείων του πληθυσμού, ανάμεσά τους υπήρχαν μάζες με τις πιο πρωτόγονες προλήψεις, με τους πιο ασαφείς και φανταστικούς σκοπούς του αγώνα. Αντικειμενικά, το κίνημα των μαζών τσάκιζε τον τσαρισμό και καθάριζε το δρόμο για τη δημοκρατία, για αυτό το καθοδηγούσαν οι συνειδητοί εργάτες. Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεσμένων και δυσαρεστημένων. αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σε αυτή τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών και αναπόφευκτα θα φέρουν μαζί τους στο κίνημα τις προλήψεις τους, τις αντιδραστικές φαντασιοπληξίες, τις αδυναμίες και τα λάθη τους. Αντικειμενικά όμως θα επιτίθενται ενάντια στο κεφάλαιο και η συνειδητή εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, το πρωτοπόρο προλεταριάτο, εκφράζοντας αυτή την αντικειμενική αλήθεια της ποικιλόχρωμης και ποικιλόφωνης, ανομοιόμορφης και εξωτερικά κομματιασμένης μαζικής πάλης θα μπορέσει να τη συνένωση και να την κατευθύνει να κατακτήσει την εξουσία».
Ο χαρακτήρας, λοιπόν, της επανάστασης είναι απολύτως ξεκαθαρισμένος, θα είναι “καθαρή” σοσιαλιστική επανάσταση. Το εύρος όμως των δυνάμεων που θα την πραγματοποιήσουν με την ηγεσία της εργατικής τάξης, η πορεία που θα ακολουθήσει, τα επεισόδια που θα μεσολαβήσουν, οι αφορμές που θα την πυροδοτήσουν μπορεί να είναι πολυποίκιλες.
Το κύριο και αποφασιστικό ζήτημα δεν είναι η ποικιλομορφία των δυνάμεων και των δράσεων αλλά η δυνατότητα της κομμουνιστικής πρωτοπορίας να εκφράζει και να συνενώνει όλες αυτές τις δυνάμεις και να κατευθύνει τη δράση τους στον κεντρικό στόχο, τη νίκη επί της αστικής τάξης.
Αυτή την πολιτική πρωτοπορία πρέπει οι κομμουνιστές να δημιουργήσουν και η βάση για τη δημιουργία και τη Λειτουργία της είναι η μαρξιστική λενινιστική θεωρία, η ιστορική πείρα και η βαθιά μελέτη της σύγχρονης πραγματικότητας.