Εργατικός Αγώνας

Σα να μην πέρασε μια μέρα

Ένα επίκαιρο άρθρο από το -όχι και τόσο- μακρινό 1936.

Με αφορμή τις αντιδράσεις για την εξωφρενική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας να απελευθερώσει τον δολοφόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει ένα κείμενο που δείχνει τη διαχρονικότητα της ταξικότητας της αστικής «δικαιοσύνης». Το κείμενο γράφτηκε από τον Ασημάκη Πανσέληνο πριν 83 χρόνια, τον Ιούλη του 1936, αλλά ακούγεται τόσο επίκαιρο.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» που συσπείρωνε όλη την προοδευτική διανόηση της εποχής και μάλιστα στο τελευταίο της φύλλο καθώς λίγες μέρες αργότερα η δικτατορία του Μεταξά απαγόρευσε όλα τα κομμουνιστικά, αριστερά και προοδευτικά έντυπα.

Έχει κρατηθεί η γλώσσα και η ορθογραφία της εποχής ακόμα και ένα τυπογραφικό λάθος στην υπογραφή του συγγραφέα.

 

Η καταδίκη τριών δικαστών

Μια μέρα του περασμένου Μάη σ’ ένα τριμελές πλημελειοδικείο, υπήρξε ελπίδα ν’ αθωωθούνε δυο εργάτες—ο Γρίβας κι ο Χρυσοχός. Για την αθώωση όμως τούτη είχαν συντρέξει εξαιρετικές περιστάσεις. Γιατί εχτός που οι μάρτυρες κατηγορίας, αν και αστυνομικοί, είχανε καταθέσει την αλήθεια και οι προκηρύξεις πούχαν μοιράσει οι εργάτες, υπογραμμένες από καμιά πενηντάρια σωματεία, δεν είτανε καθόλου επιλήψιμες. Σέ μια προκήρυξη, που βρισκότανε στη δικογραφία, είχε υπογραμμιστεί για επιλήψιμη η έξης φράση: Πρέπει ό λαός να διακηρύξει επιβλητικά τη δύναμή του να στεριώσει την κυριαρχία του. Βέβαια δεν μπορεί να πει κανείς σίγουρα πως τη φράση τούτη τη σημείωσε ο κ. Εισαγγελέας. Το βέβαιο όμως είναι ότι, όταν πέρασε από τα χέρια του η δικογραφία, δεν πέταξε από μέσα την υπογραμμισμένη προκήρυξη, αν όχι ολάκερη τη δικογραφία. Η αλήθεια, πάντως είναι, ότι αφού και στη διαδικασία του ακροατηρίου δεν αποδείχτηκε τίποτα, ο Εισαγγελέας της έδρας ζήτησε κι αυτός την απαλλαγή των κατηγορουμένων. Την ώρα τούτη ένας δικαστής καλεί τον ένα κατηγορούμενο και του κάνει αυστηρά: «Αφού, μωρέ, και λες πώς δεν ξαίρεις γράμματα, γιατί δεν κάθεσαι να κοιτάς τη δουλειά σου, μόνο πας κι ανακατεύεσαι με προκηρύξεις και δικαιώματα και κυριαρχίες; Αυτά βλέπω τα καταλαβαίνεις καλά». Οι δυο εργάτες είτε με το δέος του ανθρώπου που βρίσκεται μπρος σε δικαστήριο είτε με την πίκρα τού ανθρώπου που του στερείς το δικαίωμα να συμμετέχει σε κάτι πιο πνευματικό από τη χειρωναχτική του εργασία, καθίσανε χωρίς να μιλήσουνε. Είτανε δυο εργάτες απλοί. Ένιωθα γύρω μου την ατμόσφαιρα παγωμένη, όταν μου δόθηκε ό λόγος σαν συνήγορου.

— Θάθελα κύριοι δικαστές, είπα, να μιλήσω όχι πια σα συνήγορος των κατηγορουμένων, αλλά σαν επιστήμονας γενικά, σαν ανθρώπινη συνείδηση που εξεγείρεται. Αν ζούσαμε σε μιαν εποχή που η λευτεριά του ανθρώπου είτανε ελάχιστα σεβαστή, δε θα καθόντανε στο εδώλιο δυο εργάτες, γιατί διακήρυξαν τη δύναμη του λαού να επιβάλει τα κυριαρκά δικαιώματά του. Το όργανο της κατηγορίας, που θα τολμούσε να κατηγορήσει πολίτες γι’ αυτό τον λόγο θάχσνε σίγουρα τη θέση του. Η φράση τούτη που υπογραμμίζεται για επιλήψιμη είναι ενδειχτική της νοοτροπίας των ανθρώπων, που κάνουνε τις κατηγορίες. Νομίζω ότι το περιεχόμενο των προκηρύξεων σε καμιά περίπτωση δε συνιστά αδίκημα. Και μόνο πάνω σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει ν’ αποφασίσει το δικαστήριό σας. Αν οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κοιτάν τη δουλειά τους, ή να έχουν δικαίωμα σε μια ζωή ιδεολογικώτερη, δε θα κριθεί εδώ. Η παρατήρηση του κ. Δικαστή είναι άδικη, γιατί ο κάθε άνθρωπος, όσο «αγράμματος» κι αν είναι, έχει δικαίωμα νάχει ιδέες και να τις διαδίδει, όσο κι εμείς». Στο σημείο αυτό ο Πρόεδρος υπόδειξε στην υπεράσπιση να μη μιλά έξω από το θέμα. Απάντησα, ότι βρίσκουμαι στο θέμα, αντικρούοντας τη γνώμη ενός δικαστή, που σε λίγο θα δώσει ψήφο για την απόφαση.

Τώρα το δικαστήριο συσκέφτεται λιγάκι στην έδρα και σε λίγο αποσύρεται σε ιδιαίτερη σύσκεψη. Δεν ξαίρω πώς μου γεννιέται η ψυχολογία ανθρώπου, που περιμένει την απόφαση, σα ν’ άφορά τον ίδιο εμένα. Οι δικαστές καταλαμβάνουν την έδρα: «Ένοχοι, 2 μήνες φυλακή κι από 3000 δρχ. χρηματική ποινή έκαστος».

Μπορώ να πω πως δεν το περίμενα. Σχεδόν δεν τόλμησα ν’ αντικρύσω τους δυο πελάτες μου, καθώς τους παίρναν για να τους πάνε στο ειδικό δωμάτιο των κρατουμένων. Με κυρίεψε ένα αίστημα ενοχής. Στο ακροατήριο είχε σχηματιστεί η εντύπωση πως τους πήρα εγώ στο λαιμό μου. Πώς διάβολο κι έχασα τόσο την ψυχραιμία μου; Πολλοί δικηγόροι με κοντέψανε κι αρχίσανε να μου κάνουνε συστάσεις. Δεν πρέπει να μιλά κανείς έτσι. Είσαι νέος, βλέπεις. Κι εγώ σκεφτόμουνα τους εργάτες που θα μένανε φυλακή και, ποιος ξαίρει πόσο, ώσπου να πληρώσουν το πρόστιμο, που θα χάνανε βέβαια τη δουλειά τους, που θα πεινούσαν αυτοί και τα σπίτια τους.

Τότε συνέβη το έξης : Οι εργάτες μέσα απ’ το κρατητήριο του δικαστηρίου με καλέσανε κοντά τους.

—Σ’ ευχαριστούμε πολύ για την υπεράσπιση. Μπράβο. Έκανες πολύ καλά και μίλησες έτσι. Έπρεπε να ειπωθούν αυτά πού τούς είπες. Πρέπει να καταλάβουν όλοι, πως οι εργάτες δεν είναι δούλοι, έχουνε δικαιώματα!

***

Όποιος δεν έζησε πλάι στη μάζα, ποτέ δε θα μπορέσει να καταλάβει τον άνθρωπο, ποτέ δε θα νιώσει τα πλούσια και μεγάλα αιστήματα της αγάπης, της ανθρώπινης περηφάνιας και της αλληλεγγύης, που κυβερνούν τις ψυχές των ανθρώπων, που για να κερδίσουν το ψωμί τους αντικρύζουνε τα πολυβόλα του Ντάκου[1]. ’Ας μην ξαίρουνε γράμματα, κι ας τους λείπουνε τα επιστημονικά μας εφόδια, πού δημιουργώντας μας τη συνείδηση, ότι στεκόμαστε πάνω από τον αγράμματο όχλο, μας κάνουν μικρόψυχους και στενόκαρδους, γιατί μας αφαιρούνε την ανθρωπιά.

Όταν ανήκεις στην τάξη που ανεβαίνει κοινωνικά, τα γράμματα και τη γνώση θα τα καταχτήσεις, γιατί τα εχτιμάς και γιατί σου χρειάζουνται. Όταν ανήκεις στην τάξη που πέφτει θα εγκαταλείψεις και τη λίγη επιστήμη που σου μένει, σαν άχρηστο όπλο, που το πετάς για να μη σε βαραίνει στη φευγάλα του πανικού.—Σ’ ένα παρόμοιο ηθικό πανικό βρεθήκανε οι δικαστές που καταδικάσανε το Γρίβα και το Χρυσοχό. Και—γιατί να το κρύψω—στον ίδιο πανικό βρέθηκα κι εγώ την ώρα που άρχισα ν’ αμφιβάλλω, να έπρεπε ν’ αφήσω ανυπεράσπιστη την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των δύο εργατών,—για να τους γλυτώσω απ’ τη φυλακή.

Μα οι πελάτες μου τούτοι, πάνω απ’ τους δικαστές, που τους καταδικάσανε, και πάνω απ’ το δικηγόρο που τους υπερασπίστηκε, ούτε στιγμή δεν αμφιβάλλανε πως το δικαίωμά τους στη σκέψη, στη γνώση και στην πολιτική, είναι πολύ πιο ιερό κι αξίζει να το κρατήσεις ψηλά, μπαίνοντας ακόμη και φυλακή.

Εκείνοι που βγήκανε νικημένοι, πραγματικά καταδικασμένοι από τη δίκη τούτη του Μάη, δεν είναι οι «αγράμματοι» εργάτες, που δικαστήκανε. Είναι οι δικαστές κι ο δικηγόρος που πήρανε μέρος στη δίκη. Είναι η σκέψη τους, η διανοητικότητα τους, η επιστήμη τους. Είναι ο οριστικά καταδικασμένος αστικός πολιτισμός.

***

Οι επιστήμονες κ’ οι άνθρωποι της σκέψης γενικά, που ζούνε μέσα στην αστική κοινωνία, αντικρύζουνε σήμερα τούτο το πρόβλημα: Να μείνουνε προσηλωμένοι στο καθεστώς,—πράμα πού σημαίνει ν’ αρνηθούν, όχι μονάχα την γενική κοινωνική πρόοδο, μα και την ατομική τους εξέλιξη, ή να δεχτούνε και ν’ αγκαλιάσουν την πρόοδο, πράμα που σημαίνει ν’ αρνηθούνε το καθεστώς; Να πάνε με το φασισμό, που σημαίνει όχι μονάχα να σταματήσουνε μα και ν’ αρνηθούνε αυτά πού διδασκόντανε ίσαμε χτες στα Πανεπιστήμια, λόγου χάρη, το δικαίωμα του λαού να στεριώσει την κυριαρχία του—ή να πάνε με το λαό, που σημαίνει να τα βάνουν με τις τρεις Ασφάλειες και με την «Εστία»; Η αστική κοινωνία δεν χρειάζεται πια τέτιους επιστήμονες. Της κάνουν κακό. Να τούς δώσει λευτεριά στην έρευνα και στην πρόοδο δε μπορεί, γιατί αυτά ξεπερνούν τα όρια της αστικής κυριαρχίας και στρέφουνται ενάντια της. Ν’ αρνηθεί την εξέλιξη και την πρόοδο της επιστήμης, απογοητεύει τα πιο ικανά στελέχη της, γιατί τα μποδίζει να εξελιχτούν και να προχωρήσουν και τα σπρώχνει προς την τάξη των «αγγραμμάτων» που για νανεβούνε έχουνε ανάγκη από γνώση και από λευτεριά. Να πείσει τούς ανθρώπους πως είναι πρόοδος το να κλεις οπωσδήποτε τους εργάτες στη φυλακή, κι αυτό είναι δύσκολο, γιατί πώς να πιστέψει κανένας πως είναι έγκλημα, να λέει μια προκήρυξη, πως ο λαός «πρέπει να διακηρύξει τη δύναμή του να στεριώσει την κυριαρχία του»; Μέσα σ’ αυτές τις ασυμβίβαστες αντιθέσεις, η συνείδηση ενός ανθρώπου που σκέφτεται, ζει κάποιο σκληρό δράμα, ώσπου ν’ αποφασίσει να στραφεί αποφασιστικά προς τη μια μεριά. Αν πας στην αντίδραση, ψευτίζεις κι εξευτελίζεσαι καθημερινά. Σταματάς. Χάνεις την εμπιστοσύνη στο πνεύμα. Γίνεσαι απαισιόδοξος και χάνεις για πάντα τη χαρά της δημιουργικής εργασίας. Όμως ο φασισμός και τους πιο συντηρητικούς επιστήμονες, τους υποπτεύεται και τους φοβάται. Μισεί τη γνώση, τρέμει τη σκέψη. Κηρύχνει πως πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στα παλιά χρόνια, που ο άντρας ήξαιρε μόνο να πολέμα και η γυναίκα να κάνει παιδιά, κλείνει τα σκολειά, καίει τα βιβλία, περιορίζει τα καθήκοντα των δικαστηρίων διώχνει τούς δικαστές κι αναθέτει στην αστυνομία να δικάζει τους πολίτες. (Ένα αστικό νομικό περιοδικό, η Δικαιοσύνη δε δίστασε να τα βάνει και με τον Άρειο Πάγο, που με την ευρεία, λέει, ερμηνεία πουδωσε σ’ ένα εργατικό νόμο, έγινε αφορμή ανωμαλιών). Έτσι αποστρατεύουνται οι επιστήμονες από την υπηρεσία του καθεστώτος, κι αντικαθίστανται με αστυνομικούς! Οι ρόλοι πια τώρα συγχέουνται. Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου εχτελεί κάποτε χρέη αστυφύλακα και οι αστυφύλακες των ασφαλειών κρίνουν το έργο επιστημόνων κι αποφασίζουν αν πρέπει να μπουν στην Ακαδημία ή να εξοριστούν σε κανένα νησί. Και μέσα απ’ όλη αυτή τη διαφοροποίηση μένουνε σταθεροί φίλοι του καθεστώτος μονάχα οι επιστήμονες, που δε μπορούν να εννοήσουν, πώς είναι δυνατό ένας αγράμματος σερβιτόρος, αντί να σερβίρει καφέδες, να μιλάει για τα δικαιώματα του λαού!

Έτσι ακριβώς οι φεουδάρχες του μεσαίωνα κοροϊδεύανε τούς «αγράμματους» αστούς που δεν ξαίρανε να φάνε κι αγνοούσανε τη φεουδαρχική επιστήμη, που συζητούσε την εποχή εκείνη να εξακριβώσει σέ ποιο γένος ανήκουνε οι άγγελοι! ‘Όμως αυτό δε μπόδισε καθόλου τους άστούς ν’ ανεβούνε και να δώσουν στην κοινωνία μια τέτια εξέλιξη, και στις επιστήμες μια τέτια ώθηση, που όμοιά τους δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα. Σήμερα που η αστική τάξη περνά στην αντίδραση και στο φασισμό, και η αστική επιστήμη δε μπορεί να νιώσει πώς ένας «αγράμματος» εργάτης μπορεί νάχει ιδέες και να παλεύει για τα δικαιώματα του λαού, σήμερα πάλι καμιά δύναμη δεν είναι ικανή να εμποδίσει την εργατική τάξη ν’ ανεβεί στην πολιτική εξουσία και να καταχτήσει την επιστήμη, την τέχνη, τη δικαιοσύνη. Η άνοδο τούτη είναι απαραίτητη για το συμφέρο της κοινωνίας και για την πρόοδο της επιστήμης. Τότε, το να κλείσεις δυο εργάτες στη φυλακή, δε θάναι ζήτημα τόσο απλό, όσο σήμερα. Και το δικαίωμα να δικάζεις τον άλλον, θα προϋποθέτει ευθύνες, που δεν υπάρχουν σήμερα. Κι ο εγκληματίας, όχι μονάχα ο πολιτικός, μα κι ο κοινός εγκληματίας, θ’ αποχτήσει τα δικαιώματα που του ανήκουν, να τον κοιτάξεις μ’ ανθρώπινο μάτι και να τον σεβαστείς, σαν άνθρωπο δυστυχή. Οι άνθρωποι που τα επιδιώκουν αυτά —κι ανάμεσά τους ο Γρίβας κι ο Χρυσοχός—θα μπορέσουνε σίγουρα να τα πετύχουνε, γιατί το δικαίωμά τους νάχουν ιδέες, το υπερασπίζουν κι όταν πρόκειται νάμπουνε στη φυλακή. Σ’ εμάς τους γραμματισμένους επιστήμονες, ετούτοι οι «αγράμματοι» εργάτες δείχνουν πως η επιστήμη μας πρέπει να ξεπεραστεί. Εμείς με την επιστήμη μας τους δικάζουμε, άλλα μας καταδικάζουν αυτοί. Κι ως ποιο σημείο μπορεί να ξεπεραστεί η επιστήμη μας, το δείχνουνε κιόλας οι «αγράμματοι» εργάτες τής Ε.Σ.Σ.Δ.

Α. ΠΑΝΣΕΛΗΛΟΣ

 

 

Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984) ήταν λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος και πολιτικός. Αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Μυτιλήνη. Σπούδασε νομικά, κοινωνιολογία, ψυχολογία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου φυλακίστηκε από το καθεστώς λόγω της δράσης του. Κατά την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, για την οποία και φυλακίστηκε από τους Ιταλούς στις φυλακές Αβέρωφ. Στα Δεκεμβριανά συνελήφθη από τους Άγγλους, δραπέτευσε όμως από το Χασάνι, όπου κρατείτο, το 1945. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο εκλέχτηκε το 1950 βουλευτής Λέσβου με την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας.

Ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια – νομικό Έφη Πανσελήνου με την οποία είχαν αποκτήσει έναν γιο, τον συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο.

Η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1921, όταν και βραβεύθηκε για ένα πεζό σε διαγωνισμό του περιοδικού “Μυτιληνιός”. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με αρκετά αθηναϊκά περιοδικά (Ταχυδρόμος, Νεοελληνικά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα κ.α. ) δημοσιεύοντας ποιήματα, κριτικά δοκίμια και άρθρα. Το 1946 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή “Μέρες Οργής” ενώ το 1974 εξέδωσε το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα “Τότε που ζούσαμε”, το οποίο και τον καταξίωσε στο ευρύτερο κοινό. Ο Πανσέληνος υπήρξε πνεύμα κριτικό και προοδευτικό με σατιρική φλέβα που καταπιάστηκε με αρκετά είδη λόγου (αυτοβιογραφικά, δοκίμια, ταξιδιωτικά, πεζογραφία, ποίηση, πρόζα, κριτική,).

Παράλληλα με την συγγραφική του δραστηριότητα υπήρξε αρθρογράφος στις εφημερίδες “Μάχη” (Σβώλος – Τσιριμώκος) και “Πολιτική” (Τσιριμώκος).

 


[1] Ο αρθρογράφος αναφέρεται στον συνταγματάρχη της Χωροφυλακής Γεώργιο Ν. Ντάκο ο οποίος, ως διοικητής της Χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, με ιδιαίτερη ωμότητα αιματοκύλισε την απεργία της 8ης του Μάη του 1936 που –εκτός των άλλων- προκάλεσε τον τραγικό θάνατο του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση (του οποίου η δολοφονία ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο»). Η σφαγή, πάντα υπό τις εντολές του Ντάκου, συνεχίστηκε και στις 9 Μάη όταν η Χωροφυλακή άνοιξε και πάλι πυρ κατά των απεργών σκοτώνοντας 12 και τραυματίζοντας 280 διαδηλωτές.

Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η Μεταξική δικτατορία παρέδωσε τη χώρα στον ναζισμό, ο Γ. Ν. Ντάκος, ως υποστράτηγος, συνέχισε να εγκληματεί κατά του λαού από άλλο μετερίζι. Διετέλεσε κατοχικός διοικητής της Χωροφυλακής (1941-1944) θέτοντας στόχο να «περιστείλη τα καταφερόμενα πλήγματα κατά της χώρας μας υπό ανοήτων και κακοποιών στοιχείων» όπως ο ίδιος σημείωνε σε διαταγή του το 1944.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας