Εργατικός Αγώνας

Σκέψεις και απόψεις του ΕΑ για τις εξελίξεις, την τακτική και στρατηγική ….

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Εργατικός Αγώνας δίνει στη δημοσιότητα ένα πλαίσιο σκέψεων και απόψεών του με σκοπό να συμβάλλει στις αναζητήσεις των κομμουνιστών που μάχονται και αγωνιούν για το μέλλον του Κομμουνιστικού Κόμματος, του εργατικού και λαϊκού κινήματος, για την πορεία του τόπου.

 Η ανάγκη για την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας επιβάλλεται από την ιστορική περίοδο την οποία διανύουμε. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, σε μια εποχή που το κομμουνιστικό κίνημα έχει υποστεί δεινή ήττα σε παγκόσμιο επίπεδο, σε νέα φάση ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Παράλληλα, η πορεία του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια όχι μόνο προβληματίζει μεγάλο τμήμα των κομμουνιστών και των προοδευτικών ανθρώπων, αλλά αποτελεί ανασχετικό παράγοντα για την ανάπτυξη του κινήματος, για τη διεξαγωγή νικηφόρων αγώνων, για τη συγκρότηση ενός Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ) το οποίο αποτελεί τον αναγκαίο δρόμο προς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Η ηγεσία του Κόμματος, με τη μέθοδο της διολίσθησης, απομακρύνθηκε βαθμιαία από το πρόγραμμα και το καταστατικό του κόμματος, από τα ίδια τα ιδεολογικο-πολιτικά του θεμέλια. Ο στόχος δημιουργίας του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου έχει εγκαταλειφθεί. Έχει επιλεγεί ένας δρόμος απομονωτισμού και αυταρέσκειας. Έχει εξαφανιστεί η τακτική, ταυτίστηκε με τη στρατηγική, επιβλήθηκε ένα αυταρχικό εσωκομματικό καθεστώς, παραβιάζονται οι αρχές λειτουργίας του.

Όλα αυτά ήρθαν να επισημοποιηθούν και να εδραιωθούν παραπέρα με το σχέδιο προγράμματος και καταστατικού και τις θέσεις που κατέθεσε η ΚΕ ενόψει του 19ου συνεδρίου. Παρά την όποια επαναστατική φρασεολογία, η πολιτική που έχει επιλεγεί από την ηγεσία του Κόμματος είναι μια πολιτική ήττας για το κόμμα και το λαϊκό κίνημα. Το Κόμμα χάνει βαθμιαία αλλά σταθερά τα λενινιστικά του χαρακτηριστικά.

Οι κομμουνιστές που μένουμε πιστοί στο μαρξισμό λενινισμό και στις παραδόσεις του κόμματός μας θεωρούμε ότι το Πρόγραμμα του ΚΚΕ (όπως αυτό ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριο του κόμματος) αποτελεί ικανοποιητική, επιστημονικά θεμελιωμένη βάση για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς ταυτόχρονα να παραγνωρίζουμε ότι απαιτείται εμπλουτισμός και προσαρμογές του με βάση τα σημερινά δεδομένα.

Φιλοδοξούμε και ελπίζουμε ότι οι θέσεις και προτάσεις του Εργατικού Αγώνα θα συμβάλλουν στην κατανόηση των αλλαγών που συντελέστηκαν από την ψήφιση του Προγράμματος του Κόμματος (1996), κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η διεύρυνση και το βάθεμα της εξάρτησης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, γεγονός που αναδεικνύει πιο επιτακτικά την ανάγκη συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου, ενός δηλαδή βαθιά λαϊκού, πατριωτικού μετώπου. Οι επεξεργασίες που καταθέτουμε μπορεί ακόμη να συμβάλλουν στην προσπάθεια αποκατάστασης αρχών και οικοδόμησης του επαναστατικού, μαρξιστικού λενινιστικού κόμματος της εργατικής τάξης του ΚΚΕ.

Θεωρούμε ότι προϋπόθεση για τη δημιουργία του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου, την αγωνιστική ανάταση του λαού και την επαναστατική αλλαγή είναι η ύπαρξη ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και κατ’ επέκταση όλου του λαού. Ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να έχει γερά θεωρητικά, επιστημονικά θεμέλια στο μαρξισμό λενινισμό, να διέπεται από την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού, να έχει στενούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Η εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος έδειξε ότι έχει ξεχωριστή σημασία το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης να είναι δημοκρατικό, να λειτουργεί με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, να φροντίζει για τη διαρκή ανάπτυξη και ορθή λειτουργία του. Αυτό σημαίνει την ελεύθερη διεξαγωγή συζήτησης στο εσωτερικό του, τη διευκόλυνση όλων των μελών και στελεχών να συμμετέχουν ουσιαστικά σε αυτή. Σημαίνει συλλογικότητα στη λήψη των αποφάσεων και σε όλη τη λειτουργία του, εναλλαγή των στελεχών, εξασφάλιση ελέγχου, ιδίως από τα κάτω, αλλά και την ενιαία, πειθαρχημένη πολιτική έκφραση προς τα έξω.

Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει επίσης ότι φαινόμενα αρχηγισμού, παραγοντισμού, καριερισμού κάθε μορφής, μικροαστικού εγωισμού, υποτίμησης των κομματικών μελών και της συλλογικότητας, γραφειοκρατικής απόσπασης από τα μέλη του κόμματος και το λαό αναπαράγονται στο εσωτερικό των επαναστατικών κομμάτων ως αντανάκλαση και κατάλοιπο της καπιταλιστικής κοινωνίας και της κυρίαρχης ιδεολογίας και ηθικής της. Είναι, για τούτο, εξαιρετικά σημαντική η καταπολέμηση αυτών των φαινομένων αυτών ιδίως μέσα από την προσέλκυση όλων των μελών και στελεχών στην επεξεργασία της πολιτικής και με την προσφυγή στον έλεγχο και στη συλλογικότητα.

Το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης πρέπει διαρκώς να επαναβεβαιώνει το χαρακτήρα του, να βρίσκεται σε στενή διαλεκτική σχέση με το λαό ώστε να είναι στην πράξη η επαναστατική πρωτοπορία και να αποτρέπει τον κίνδυνο εκφυλισμού του σε διαχειριστή του καπιταλισμού ή σε σέχτα, δηλαδή αποκομμένη από το λαό ομάδα.

Α. Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

Προς το τέλος του 19ου και στις απαρχές του 20ου αιώνα ο καπιταλισμός εισήλθε σε ένα νέο στάδιο. αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού ή διαφορετικά του ιμπεριαλισμού. Βασικά χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου, όπως τα περιέγραψε ο Λένιν, είναι: η κυριαρχία του μονοπωλίου στην  οικονομική ζωή του καπιταλισμού, η άνοδος της σημασίας της εξαγωγής κεφαλαίων σε σχέση με την εξαγωγή των εμπορευμάτων, η σύμφυση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο και η δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου, η δημιουργία διεθνών ενώσεων των καπιταλιστών για το μοίρασμα του κόσμου.

Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός βεβαίως δεν είναι μια απλή επανάληψη του ιμπεριαλισμού του 20ου αιώνα, ωστόσο τα βασικά του χαρακτηριστικά διατηρούνται και αναπαράγονται. Σήμερα τα μονοπώλια χαράζουν τη βασική οικονομική πολιτική και διεισδύουν σε κάθε τομέα της ζωής των εργαζομένων, η εξαγωγή κεφαλαίων έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, οι ενδοϊμπεριαλιστικές και ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις αναπαράγονται αδιάκοπα σε ένα περίπλοκο πλέγμα συμφερόντων, συμμαχιών, αντίπαλων και σύμμαχων στρατοπέδων. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν έπαψαν ποτέ να μοιράζουν τον κόσμο σε μια ατελείωτη διελκυστίνδα όπου η κάθε μία προσπαθεί για λογαριασμό της να αποκτήσει μεγαλύτερη μερίδα οικονομικής και πολιτικής δύναμης. Η σύμπλεξη κράτους και μονοπωλίων είναι πιο ανάγλυφη από κάθε άλλη φορά επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη μιας φάσης εντός του ιμπεριαλισμού, αυτή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.

Ο καπιταλισμός γνώρισε μεταπολεμικά πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης. Μετά την κρίση του 1929-1933, υιοθέτησε το κεϋνσιανό μοντέλο που αντικατέστησε το διαχειριστικό παράδειγμα του φιλελευθερισμού, ενώ σπέρματα του νέου τρόπου διαχείρισης είχαν διαφανεί και πριν την κρίση. Το κεϋνσιανό μοντέλο χαρακτηρίστηκε από την έντονη παρέμβαση του κράτους στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, από τις κοινωνικές παροχές, από τις παρεμβάσεις του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο με τη δημιουργία του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας για την Ανάπτυξη και την Ανασυγκρότηση (σήμερα Παγκόσμια Τράπεζα), του σχεδίου Μάρσαλ και του δόγματος Τρούμαν. Την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν οι ΗΠΑ. Το νέο διαχειριστικό μοντέλο υπαγορεύτηκε: από την ανάγκη να συσσωρευτούν κεφάλαια από το καπιταλιστικό κράτος που αδυνατούσαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να συγκεντρώσουν λόγω της κρίσης, από την ανάγκη αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, από την ανάγκη να απαντηθεί  το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης που ασκούσε τεράστια έλξη σε μεγάλες εργατικές μάζες σε όλο τον κόσμο, από την ανάγκη να δοθεί απάντηση στο αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα.

Το τέλος του παγκόσμιου πολέμου σε συνδυασμό με την εφαρμογή του κεϋνσιανού μοντέλου δημιούργησε πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίο οφείλονταν στη φορντική αλυσίδα παραγωγής, στον τεϋλορισμό και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης συνοδεύτηκαν και από την ανοδική πορεία του ποσοστού κέρδους η οποία ανακόπηκε τη δεκαετία του 1970. Έκτοτε, παρά τις περιόδους ανάκαμψης ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να παρουσιάσει μια πορεία ανάλογη με αυτήν που καταγράφηκε μεταπολεμικά μέχρι και το 1973. Η κρίση του 1973 σηματοδοτεί και τις απαρχές της αλλαγής του διαχειριστικού προτύπου, οπότε υιοθετείται το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Βασικές του αρχές είναι η υποτιθέμενη ελαχιστοποίηση του κράτους που πρακτικά σημαίνει ασύδοτη δράση των μονοπωλιακών ομίλων, την κατάργηση των όποιων κοινωνικών παροχών, τη διείσδυση του κεφαλαίου σε κάθε τομέα κοινωνικής δραστηριότητας, την εκτίναξη του ατομικισμού, το χτύπημα του εργατικού κινήματος. Από το 1973 μέχρι τη σημερινή οξύτατη κρίση ακολούθησαν πολλά μικρά ή μεγαλύτερα κρισιακά φαινόμενα. Για παράδειγμα, το 1979 ξέσπασε η κρίση χρέους για χώρες της Λ. Αμερικής, το 1991 ακολούθησε η Ιαπωνία που εισήλθε σε παρατεταμένη περίοδο κρίσης, το 1997 το «θαύμα» των ασιατικών τίγρεων έπαψε να εντυπωσιάζει, το 2001 ξέσπασε η κρίση της Αργεντινής που είχε συνδέσει την οικονομία της με το δολάριο και που θεωρείτο μέχρι τότε μια από τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η κρίση που ενέσκηψε αρχικά στις ΗΠΑ το 2008 και στη συνέχεια στην ΕΕ έχει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά και κάποιες ιδιομορφίες:

  • είναι κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης,
  • οι απαρχές της βρίσκονται στη δεκαετία του 1970 κατά την οποία  καταγράφεται  πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους,
  • ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει βαρύνοντα ρόλο στην παρούσα καπιταλιστική κρίση,
  • το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα πολλών χωρών βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη,
  • η κρίση εκδηλώθηκε συντονισμένα ανάμεσα στα καπιταλιστικά κέντρα,
  • η κρίση αυτή δε συνοδεύεται από πτώση των τιμών,
  • η μεταφορά της κρίσης από τους ιμπεριαλιστικούς γίγαντες σε ασθενέστερες καπιταλιστικές χώρες τείνει να γίνει κανόνας προκειμένου να διασωθούν οι ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες.

Εν κατακλείδι η κρίση δεν μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορες θεωρήσεις σοσιαλδημοκρατικού ή κλασικού αστικού χαρακτήρα. Δεν οφείλεται στη συγκεκριμένη μορφή του καπιταλισμού (καζινοκαπιταλισμός), ούτε στο ότι εφαρμόστηκε ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο που περιόρισε τη ζήτηση, ούτε όσον αφορά στην Ελλάδα στη διόγκωση του δημόσιου τομέα ή στο ράθυμο χαρακτήρα των Ελλήνων. Είναι μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης και υπερπαραγωγής που εκδηλώνεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο λόγω της εξάρτησης της χώρας, του τρόπου διαχείρισης, των αντιθέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, της προσπάθειας των μονοπωλίων να πετύχουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά σε τελική ανάλυση ανάγεται στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας.

Τα τελευταία χρόνια σημειώνονται σοβαρές αλλαγές στη διάταξη των καπιταλιστικών κρατών. Οι ΗΠΑ παρά τα οικονομικά τους προβλήματα και τη μείωση του ΑΕΠ τους στο παγκόσμιο μερίδιο δεν έχουν απολέσει την ηγεμονική τους θέση στο καπιταλιστικό σύστημα και δε φαίνεται να μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον. Στην ΕΕ ξεκάθαρο ηγετικό ρόλο έχει η Γερμανία που είναι άλλωστε και η ισχυρότερη οικονομία. Η κυρίαρχη στρατηγική της είναι η μεταφορά της κρίσης από τις πλάτες της στις ασθενέστερες χώρες. Οι αντιθέσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ φαίνεται να εντείνονται και να υπάρχουν τάσεις στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο σχετικά με την επιλογή της στρατηγικής που θα ακολουθήσει. Από την  άλλη διαμορφώνονται νέες διακρατικές συμμαχίες με πιο χαρακτηριστική το συσσωμάτωμα που ονομάστηκε BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική). Στην Κίνα αναπτύσσονται οι καπιταλιστικές σχέσεις. Μεγάλη κοινωνική και πολιτική κινητικότητα σημειώνεται στις χώρες της Β. Αφρικής. Οι κοινωνικές εκρήξεις σημειώνονται ως αποτέλεσμα συσσωρευμένων και οξύτατων ταξικών αντιθέσεων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι εμφανής η παρέμβαση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που θέλει να κατευθύνει τις εξελίξεις προς τη δική του κατεύθυνση. Η απουσία ενός επαναστατικού φορέα σε αυτές τις χώρες δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εξελίξεις προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Στη σύγχρονη εποχή τα βασικά όργανα του ιμπεριαλισμού και οι βασικές διακρατικές ενώσεις εκφράζουν κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα των πιο ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων. Κάτω από τη δράση του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υποφέρουν οι λαοί όχι μόνο των χωρών που υφίστανται την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και εκμετάλλευση, αλλά σε μεγάλο βαθμό και οι λαοί των ίδιων των ιμπεριαλιστικών χωρών. Ωστόσο, οι λαοί των πρώτων χωρών υπόκεινται σε μια διπλή εκμετάλλευση και καταπίεση που προέρχεται τόσο από το εγχώριο όσο και από το ξένο κεφάλαιο.

Στο ιδεολογικό επίπεδο ο καπιταλισμός αντεπιτέθηκε με σφοδρότητα μετά τη διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών. Καλλιεργήθηκαν τα ιδεολογήματα για το τέλος της ιστορίας και της εργατικής τάξης, της αποϋλοποίησης της οικονομίας, της σύγκρουσης των πολιτισμών, της παγκοσμιοποίησης. Επρόκειτο για αντεπιστημονικά αποφθέγματα, σχεδιασμένα εντός των ιμπεριαλιστικών δεξαμενών σκέψης που ουδέποτε επαληθεύτηκαν. Το αντίθετο. διαψεύστηκαν με ηχηρό τρόπο αποδεικνύοντας τον απολογητικό χαρακτήρα της αστικής σκέψης.

Στη νέα ιμπεριαλιστική πραγματικότητα πρέπει να προστεθεί και ή ήττα και η υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος. Η διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών της Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε ένα μεγάλο πισωγύρισμα για την ανθρωπότητα. Η επίθεση που εξαπολύεται στους λαούς δεν είναι άσχετη και με την καπιταλιστική παλινόρθωση που έλαβε χώρα στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη. Το κομμουνιστικό κίνημα υπέστη δεινή ήττα και αυτό συνέβαλλε στην αποσυσπείρωση των εργατικών συλλογικοτήτων κάθε μορφής. Η αναζήτηση των αιτιών αυτής της ήττας πρέπει να γίνει πρώτιστο καθήκον για το κομμουνιστικό κίνημα. Πρέπει να τεθούν συγκεκριμένα κριτήρια προκειμένου να μελετηθεί αυτή η εμπειρία, να εξαχθούν επιστημονικά και τεκμηριωμένα συμπεράσματα σχετικά με τη σοσιαλιστική οικονομία και δημοκρατία καθώς και για τη διαπάλη των δυο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Οι εύκολοι αφορισμοί και οι ωραιοποιήσεις δεν μπορούν να έχουν θέση σε μια τέτοια προσπάθεια.

Μέσα σε αυτό το σύγχρονο πλαίσιο οι συνειδήσεις αλλάζουν, αλλά και κατευθύνονται ποικιλοτρόπως από το σύστημα σε αντιδραστικούς δρόμους. Ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο νεοναζισμός, ο αντικομμουνισμός ενισχύονται και πολλές φορές παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες νεοναζιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις έχουν διακριτή δύναμη με σοβαρή εκπροσώπηση στα εθνικά κοινοβούλια.

Σήμερα οι δυνατότητες για να ζήσουν οι λαοί αρμονικά και με ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, για να αντιμετωπιστούν τα τεράστια προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα όπως αυτό της φτώχιας και της ανεργίας,  το περιβαλλοντολογικό, της πείνας και των ασθενειών, είναι τεράστιες. Όμως, η φύση του καπιταλισμού δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Νόμος είναι η μεγιστοποίηση της κερδοφορίας και η επικράτηση του ενός ιμπεριαλιστή έναντι του άλλου. Μέσο για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των λαών. Όπως, όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για το κεφάλαιο για να επιβιώσει, έτσι δεν υπάρχει και άλλος δρόμος για τις, ανά τον κόσμο, εργατικές τάξεις και τους λαούς. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξανθρωπιστεί και ο μόνος τρόπος να δοθεί λύση σε όφελος των λαών είναι η επαναστατική ανατροπή του.

Η λύση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού (κεφάλαιο-εργασία) ξεκινά και επιτυγχάνεται με την επιβολή της εργατικής εξουσίας (δικτατορία του προλεταριάτου) που λειτουργεί υπέρ όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων. Ο τρόπος, όμως, που θα φτάσει η εργατική τάξη και τα συμμαχικά λαϊκά στρώματα στην επαναστατική ανατροπή είναι ζητούμενο στο οποίο υπάρχουν, βεβαίως, απαντήσεις.

Β. Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Ο καπιταλισμός στη χώρα μας βρίσκεται στην κρατικομονοπωλιακή του βαθμίδα. Η Ελλάδα είναι μέσου επιπέδου ανάπτυξης και είναι εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά από τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Αυτά τα χαρακτηριστικά του εδράζονται σε ιστορικούς λόγους και γεωπολιτικές παραμέτρους: η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το 19ο αιώνα συνοδεύτηκε από την έντονη οικονομική και πολιτική επέμβαση των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων μέσω της χορήγησης δανείων, της μικρασιατικής εκστρατείας, του ρόλου του αγγλικού ιμπεριαλισμού τη δεκαετία του 1940, του σχεδίου Μάρσαλ και του δόγματος Τρούμαν, της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, της εγκαθίδρυσης αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος, της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την παραμονή της στην ΕΕ, του γενικότερου προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας. Η εξάρτηση της Ελλάδας ήταν και είναι πολυεπίπεδη: οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική, διατροφική, ενεργειακή, τεχνολογική.

Μετά τη διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών δόθηκε η ευκαιρία σε μέρος του ελληνικού κεφαλαίου, κυρίως του τραπεζικού, να επιδράμει σε βαλκανικές χώρες. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη συμμετοχή ελληνικών εκστρατευτικών σωμάτων σε ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις και μια σχετική άνοδο στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (οικοδομή, ευρωπαϊκά πακέτα, ολυμπιακοί αγώνες, τουρισμός), ενίσχυσαν ορισμένες απόψεις που αμφισβήτησαν τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και την ενδιάμεση θέση του στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι πρόσφατες εξελίξεις με την επιβολή της δανειακής σύμβασης και των μνημονίων, οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού και ειδικά του γερμανικού κεφαλαίου, διέλυσαν τα ιδεολογήματα περί ιμπεριαλιστικής ή μικροϊμπεριαλιστικής Ελλάδας.

Σήμερα, η Ελλάδα είναι έρμαιο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Η τρόικα έχει επιβάλλει καθεστώς οικονομικού ελέγχου. Σωστά το Πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου του Κόμματος είχε διαβλέψει την εμβάθυνση της εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό και ότι «η απόσταση που χωρίζει τη χώρα από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες συνεχώς μεγαλώνει».

Η δανειακή σύμβαση που υπογράφηκε με πλαίσιο το αγγλικό δίκαιο, δίκαιο που λειτουργεί υπέρ του δανειστή, με επαίσχυντους όρους και υψηλά επιτόκια, με τη δημόσια περιουσία να είναι υποθηκευμένη, με τεράστιες αξίες και υπεραξία να μεταφέρονται από την Ελλάδα στους δανειστές, υπογραμμίζουν όχι μόνο τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και το γεγονός ότι η εξάρτησή της βάθυνε και εισήλθε σε νέα φάση. Η παραγωγική βάση της χώρας ακολουθεί πορεία συρρίκνωσης, η αγροτική παραγωγή έχει δεχτεί βαρύτατο πλήγμα, οι ενεργειακές πηγές δεν αξιοποιούνται και το παραγωγικό δυναμικό της χώρας με σοβαρές δυνατότητες διαρρέει προς το εξωτερικό, δημιουργώντας ένα νέο μεταναστατευτικό ρεύμα που είχε η χώρα να δει από τις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Σήμερα έχουμε, πλέον, άμεση παρέμβαση του γερμανικού κεφαλαίου στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, επιβολή επιτροπείας, απομύζηση τεράστιων αξιών προς όφελος κυρίως του γερμανικού κεφαλαίου, διαγκωνισμό της Γερμανίας και των ΗΠΑ για τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, σχεδιασμό για το ξεπούλημα της ελληνικής δημόσιας περιουσίας και τη δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών. Όλα δείχνουν πως ιδιαίτερος στόχος του ιμπεριαλισμού είναι η αξιοποίηση από τα διεθνή μονοπώλια, των ανεκμετάλλευτων ενεργειακών πηγών στην  Ελλάδα που σε συνδυασμό με το υψηλού επιπέδου εργατικό δυναμικό, την κάθετη πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης και τη σπανιότητα των ενεργειακών πόρων στην  Ευρώπη θα τους αποδώσουν τεράστια κέρδη. Η κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα δεν είναι σωστό να αποδοθεί στον εξαρτημένο χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Αυτός, όμως, ο εξαρτημένος χαρακτήρας μπορεί να ερμηνεύσει σε μεγάλο βαθμό τη σφοδρότητα με την οποία εκδηλώθηκε αυτή η κρίση.

Η ελληνική αστική τάξη δεν αποτελεί ένα απλό ενεργούμενο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε αυτή τη διαδικασία. Η στάση της έχει δύο πλευρές. Από τη μια η εξουσία της στηρίζεται από τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις, από την άλλη αναδεικνύεται ο περιορισμένος και ιστορικά τελειωμένος ρόλος της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης πλευράς είναι η δράση του αγγλικού και του αμερικανικού παράγοντα, στη δεκαετία του 1940 και των επόμενων δεκαετιών αντίστοιχα. Ο περιορισμένος ρόλος της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και στη διεθνή πολιτικό στίβο από την άλλη, φαίνεται στη σημερινή συγκυρία κατά την οποία αναγκάζεται να κάνει παραχωρήσεις όσον αφορά στην εθνική κυριαρχία. Βεβαίως οι παραχωρήσεις αυτές εξισορροπούνται από τη βοήθεια που δέχεται το ελληνικό κεφάλαιο στην επιβολή σκληρότατων αντεργατικών μέτρων που μειώνει την τιμή της εργατικής δύναμης προς όφελός του.

Γ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Τα τελευταία χρόνια σημειώνονται αλλαγές στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας. Το ποσοστό της εργατικής τάξης αυξάνει και παράλληλα αυξάνει διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της, τα αγροτικά στρώματα συρρικνώνονται και η ταξική διαφοροποίηση τους μεγαλώνει, τα μικρομεσαία στρώματα σε σημαντικό βαθμό καταστρέφονται και παράλληλα δημιουργούνται νέα, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό να διακινείται σταθερό. Είναι πιθανόν το επόμενο διάστημα να υπάρξει γρήγορη μείωση τους. Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δημιούργησαν μια πρωτόφαντη κατάσταση για την ελληνική κοινωνία, αφού το επίσημο ποσοστό ανεργίας αγγίζει πλέον τα μεταπολεμικά επίπεδα με αυξητικές τάσεις. Η νεολαία είναι εκείνη η κατηγορία που βιώνει τη νέα σκληρή πραγματικότητα με τον πιο βίαιο τρόπο.

Η εποχή κατά την οποία το μονοπωλιακό κεφάλαιο συγκροτούσε με ευκολία τις συμμαχίες του με μεσαία στρώματα και τμήματα της εργατικής τάξης έχει παρέλθει. Εξαιτίας των αναγκών του και της πολιτικής που εφαρμόζει, η οποία ανατρέπει την οικονομική βάση συγκρότησής τους, αντιμετωπίζει στη διαμόρφωση των συμμαχιών του πολύ μεγάλες δυσκολίες. Μαζί με τις αλλαγές στην κοινωνικοταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας υπάρχουν σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις: διάλυση όλων των τομέων κοινωνικών παροχών, των ψυχικών και σωματικών νοσημάτων, αύξηση των αυτοκτονιών.

Οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι μόνο σε κοινωνικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Το ΠΑΣΟΚ που μεταπολιτευτικά άσκησε πολιτική ανοικτής στήριξης του ελληνικού κεφαλαίου και της ΕΕ, σήμερα βρίσκεται σε μια πορεία κατάρρευσης που φαίνεται να μην ανακόπτεται. Η ΝΔ χωρίς να έχει υποστεί τις απώλειες του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται και αυτή σε δεινή θέση αφού μεγάλο τμήμα της εκλογικής της βάσης την έχει εγκαταλείψει ενώ αδυνατεί να διαχειριστεί τη σημερινή κρίση.

Στο πολιτικό προσκήνιο πρόβαλλαν νέες πολιτικές δυνάμεις. Το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής παρουσίασε μεγάλο εκλογικό άλμα και φαίνεται πως στην παρούσα φάση είναι μια από τις πολιτικές επιλογές πίεσης της άρχουσας τάξης για να στρέψει την πολιτική ζωή σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις αλλά και σαν μηχανισμός εκφοβισμού του λαού με ταυτόχρονη εξυπηρέτηση της λογικής των «δύο άκρων». Η άνοδός της είναι απότοκη της κρίσης, αλλά και του εδάφους που προετοίμαζε ο αστικός κόσμος προωθώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα το ΛΑΟΣ.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι ένα κλασικό αστικό κόμμα που σε αυτή την ιδιαίτερη ιστορική περίοδο εκφράζει τη θέληση ενός τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης να διεκδικήσει καλύτερο μερίδιο για τον εαυτό του σε σχέση με αυτό που καρπούνται ή θα καρπωθούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Η ΔΗΜΑΡ προσπαθώντας να παρουσιαστεί ως η αριστερά της ευθύνης παίζει αντιδραστικό ρόλο με τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση. Εκφράζει συντηρητικά επί της ουσίας κοινωνικά στρώματα και αποτελεί άλλοθι στην εφαρμογή της πιο σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής που βίωσε ο ελληνικός λαός μεταπολιτευτικά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας πετύχει εντυπωσιακά εκλογικά αποτελέσματα φιλοδοξεί να βρεθεί πιο κοντά στην κυβερνητική εξουσία. Η προσκόλληση στελεχών του ΠΑΣΟΚ που έχουν πρώτιστες ευθύνες για την κατάσταση της χώρας, η ετερόκλητη σύνθεσή του κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά, οι αμφισημίες και η διαρκής δεξιά στροφή στο λόγο του, η ευρωλαγνεία του, δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να υπερβεί την καπιταλιστική κρίση προς όφελος του λαού.

Δυστυχώς, στην κρίσιμη αυτή συγκυρία, η ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχθηκε πολύ μικρή για τις περιστάσεις. Με τη μέθοδο της διολίσθησης κι ενάντια στο Πρόγραμμα και το καταστατικό του άλλαξε άρδην την πολιτική του γραμμή. Δε δέχεται πλέον ότι η Ελλάδα είναι εξαρτημένη, δεν προβάλλει τον πολιτικό στόχο του ΑΑΔΜ, δεν επιδιώκει κανενός είδους συμμαχία. Μέσα από συγκεκριμένα ντοκουμέντα η ιστορία του κόμματος χαρακτηρίζεται ως οπορτουνιστική, με εξαίρεση ίσως τη δεκαετία του 1920 που το κόμμα είχε σημειώσει αριστερίστική παρέκκλιση.

Έχει υιοθετήσει μια πολιτική γραμμή απομόνωσης που κατά κανόνα εκφράζεται με μαξιμαλιστικά πλαίσια ακόμη και στα πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία θέτοντας ως προϋπόθεση συμμαχίας την αποδοχή της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας, δημιουργεί «κόκκινα» συνδικάτα εκεί όπου υπάρχουν ήδη άλλα συνδικάτα, αποφεύγει τον οποιονδήποτε συντονισμό.

Όλη αυτή η πολιτική στροφή συνοδεύεται από ένα πρωτόγνωρο οργανωτικό πλαίσιο. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έχει ατονήσει σε σημείο εξαφάνισης. Η διαφωνία στοχοποιείται και συνήθως την ακολουθούν κυρώσεις. Όλα αυτά έχουν μειώσει το κύρος του κόμματος σε μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, των ψηφοφόρων, των οπαδών και των κομματικών μελών. Οι συνδικαλιστικές απώλειες σε μια σειρά εργατικών χώρων, η εμφανής μείωση των οργανωμένων δυνάμεων και η εκλογική κατακρήμνιση διαγράφουν το μέλλον του ΚΚΕ δυσοίωνο. Η πολιτική στροφή του ΚΚΕ έχει σοβαρές επιπτώσεις στη μαζικότητα, την αποτελεσματικότητα και τον προσανατολισμό του λαϊκού κινήματος. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άσχετη με αυτή τη στροφή. Η ηγεσία δε δείχνει να αντιλαμβάνεται τα σημεία των καιρών κι εμμένει στην αδιέξοδη πολιτική που έχει επιβάλλει με κίνδυνο μελλοντικά το κόμμα να φτάσει στα όρια της εκλογικής επιβίωσης.

Η κατάσταση στο εργατικό κίνημα σήμερα είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Το συνδικαλιστικό κίνημα γενικότερα διαπαιδαγωγήθηκε για πολλά χρόνια σε λογικές συντεχνιασμού, κοινωνικού αυτοματισμού, κυβερνητισμού και φιλεργοδοτισμού. Υπεύθυνες δυνάμεις για αυτό, ήταν οι παρατάξεις του παλιού δικομματισμού και σε ένα βαθμό ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, στην πιο κρίσιμη φάση αυτή της κρίσης, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε απροετοίμαστο προκειμένου να απαντήσει στην πιο βάρβαρη επίθεση που δέχτηκαν μεταπολεμικά η εργατική τάξη κι εν γένει τα λαϊκά στρώματα.

Είναι χαρακτηριστικό πως όλες οι αρνητικές παράμετροι των τελευταίων ετών (συλλογικές διαδικασίες χωρίς μαζική συμμετοχή, χαμηλό ποσοστό συνδικαλισμένων εργατών, προσανατολισμός των σωματείων) διατηρήθηκαν και σε κάποιες περιπτώσεις χειροτέρεψαν. Σήμερα, παρά τις πολλές γενικές απεργίες πρέπει να σημειώσουμε πως αρκετές από αυτές έγιναν με χαμηλή συμμετοχή, είχαν πενιχρά αποτελέσματα και ήταν σποραδικές χωρίς καμία προοπτική κλιμάκωσης.

Ευθύνες, άλλης φύσης για τη σημερινή δύσκολη κατάσταση έχει και το ΠΑΜΕ. Ενώ το αρχικό εγχείρημα του ΠΑΜΕ ήταν και αναγκαίο και ελπιδοφόρο, ενώ μπόρεσε με την παρουσία του να αποκαλύψει την απάτη των κοινωνικών διαλόγων και το φιλοκυβερνητικό και φιλοεργοδοτικό προσανατολισμό της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, στη φάση της κρίσης αλλά και πριν από αυτήν ακολούθησε μια πολιτική αδιέξοδη για την εργατική τάξη. Τα πλαίσια του ΠΑΜΕ απέκτησαν μαξιμαλιστικό χαρακτήρα, αφού ως προϋπόθεση αποδοχής τους έμπαινε το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στη συνέχεια κάτω από την πίεση που υπήρξε αφαιρέθηκε το αίτημα της λαϊκής εξουσίας, αλλά δεν έγινε καμία προσπάθεια ευρύτερων συσπειρώσεων πάνω στο πλαίσιο αιτημάτων. Παράλληλα σε αρκετές περιπτώσεις επιχειρήθηκε η δημιουργία «κόκκινων» συνδικάτων σε χώρους όπου ήδη υπήρχαν συνδικάτα εργαζομένων, ενώ καλλιεργήθηκε η λογική ότι «ο καπιταλισμός ό,τι ήταν να προσφέρει το πρόσφερε κι επομένως δεν υπάρχουν περιθώρια κατακτήσεων». Η ευθύνη του ΠΑΜΕ για το ότι δεν έχει γίνει εφικτή μια στοιχειώδη ενωτική εργατική απάντηση στη σημερινή πολιτική του ιμπεριαλισμού και του εγχώριου κεφαλαίου είναι τεράστια. Την απάντηση αυτή δεν μπορούν να την δώσουν ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ακριβώς αυτό υπογραμμίζει και το μέγεθος της ευθύνης.

Σήμερα, απαιτείται η ανάληψη πρωτοβουλιών προκειμένου να δημιουργηθεί το ενιαίο εργατικό μέτωπο που θα μπορέσει να αρθρώσει μια πρόταση διεξόδου από την κρίση, θα συγκινήσει μεγάλα τμήματα εργαζομένων που περιμένουν να γίνει κάτι τέτοιο, θα έχει τα πρώτα νικηφόρα αποτελέσματα και κυρίως θα δώσει ελπίδα στην εργατική τάξη και τη βάση για την αντεπίθεση.

Βάση της ενιαίας δράσης  των συνδικάτων και των συλλόγων  πρέπει να είναι ο αγώνας εναντίον των  μνημονίων και συνολικά των μέτρων  που έχουν ληφθεί  για την υποτιθέμενη σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία, η μαζική αμφισβήτηση και η ανατροπή τους, η διεκδίκηση βελτιώσεων στη ζωή των εργατοϋπαλλήλων και του λαού, με δυο λόγια διεκδικήσεις σε όλο το εύρος των αναγκών που συνθλίβουν την εργατική τάξη. Βάση της πρέπει ακόμη να είναι το τράβηγμα πλατιά της εργαζόμενης μάζας στη δράση, η οργάνωση της στα συνδικάτα και σε μετωπικά σχήματα μέσω της αξιοποίησης όσο το δυνατόν πλατύτερα αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών.

Στην ενιαία δράση δεν χωρούν αποκλεισμοί apriori. Μπορούν να συμμετάσχουν όλα τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια συνδικάτα, αρκεί φυσικά να αποδέχονται το πλαίσιο των αιτημάτων, την τακτική και τους στόχους του αγώνα. Δεν μπορούν να συμμετάσχουν οι ηγεσίες των τριτοβάθμιων οργανώσεων, τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία των ηγεσιών τους, τα μέλη των οποίων φυσικά δεν έχουν και καμία διάθεση να πάρουν μέρος σε πραγματικό ταξικό αγώνα και ταξικό κίνημα.

Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης έφερε μερικά «νέα» φαινόμενα στο λαϊκό κίνημα. Η κυριαρχία του αυθόρμητου ήταν αυτή που χαρακτήρισε τα όποια κινηματικά ξεσπάσματα. Η αρχή έγινε με την έκρηξη της νεολαίας το 2008 μετά από τη δολοφονία του μαθητή Γρηγορόπουλου. Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν οι κάτοικοι της Κερατέας και τα κινήματα των «πλατειών». Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις δεν υπήρξε κάποιος πολιτικός φορέας που να τα προσανατολίσει, ενώ σε μερικές περιπτώσεις προσπάθησαν να καρπωθούν οφέλη μικροαστικές ή και φασιστικές ομάδες. Από την άλλη ορισμένοι από αυτούς τους αγώνες είχαν μια άνευ προηγουμένου μαζικότητα για τις τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον, μάζες χωρίς αγωνιστικές εμπειρίες βγήκαν για πρώτη φορά στο δρόμο, ενώ κάποιοι από αυτούς τους αγώνες είχαν διάρκεια και κάποια αποτελέσματα (Κερατέα).

Η παρούσα φάση υπογραμμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος για το λαό πέρα από τη σοσιαλιστική προοπτική. Όμως, αυτό που απαιτείται είναι η εξεύρεση του προσφορότερου δρόμου προς αυτήν. Ο στόχος για τη δημιουργία ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου είναι απολύτως αναγκαίος και επίκαιρος. Η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου που θα περικλείει και κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες είναι ικανή να ανοίξει το δρόμο για τη σοσιαλιστική προοπτική.

Δ. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Από όλα τα προηγούμενα εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση και να την ανορθώσει προς όφελος του λαού. Τα όποια μέτρα ληφθούν, η όποια ανάπτυξη θα είναι προς όφελος του κεφαλαίου και πρωτίστως του μονοπωλιακού, θα είναι σε βάρος ευρύτερα του λαού και σε σύντομο χρονικό διάστημα η χώρα θα ξαναβρεθεί υπερχρεωμένη. Κανένας τρόπος διαχείρισης του καπιταλισμού είτε πρόκειται για τον κεϋνσιανισμό είτε το νεοφιλελευθερισμό, είτε για οποιαδήποτε άλλη εκδοχή καπιταλιστικής πολιτικής, δεν μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων στρωμάτων. Η όποια κατάκτηση του λαού (και είναι δυνατή η  απόσπαση κατακτήσεων σήμερα παρά τα όσα ορισμένοι ισχυρίζονται για να δικαιολογήσουν την αδιέξοδη τακτική που ακολουθούν), η παρεμπόδιση εφαρμογής αντιλαϊκών μέτρων, η όποια παραχώρηση του κεφαλαίου δεν μπορεί παρά  να τελεί υπό αίρεση.

Τα προβλήματα της εργατικής τάξης, της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς, των μισοπρολετάριων, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, της εργαζόμενης διανόησης, της νεολαίας, των γυναικών, των συνταξιούχων καθώς και τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και της ειρήνης βρίσκουν ολοκληρωμένη απάντηση μόνο σε ένα άλλο πλαίσιο, σε άλλες κοινωνικές και οικονομικές δομές, στο σοσιαλισμό.

Ας θυμηθούμε την τοποθέτηση του Γ’ συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς ότι «καμιά μακροπρόθεσμη βελτίωση της θέσης του προλεταριάτου δεν είναι δυνατή στον καπιταλισμό και μόνο η ανατροπή της αστικής τάξης θα κάνει εφικτή την βελτίωση των συνθηκών ζωής της….» Η έξοδος από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, η διασφάλιση μακροπρόθεσμης και σταθερής βελτίωσης της θέσης της εργατικής τάξης και γενικότερα των εργαζομένων δεν είναι συμβατή με την καπιταλιστική ανάπτυξη, αντίθετα είναι αναγκαία η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, η διαμόρφωση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, η οικοδόμηση της νέας, της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Στις σημερινές συνθήκες και με δεδομένο το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού μόνο η κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρός μπορεί να δώσει λύση και όχι το ρετουσάρισμα του συστήματος, η πρόσκαιρη αντιμετώπιση των πιο μεγάλων αντιφάσεων του και των πιο ακραίων συνεπειών τους. Αυτό σημαίνει σοσιαλισμός. Κατά συνέπεια η επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική, θα λύσει την βασική αντίθεση του καπιταλισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ή μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της.

Δυνάμεις που έχουν συμφέρον από την εξέλιξη αυτή, οι κινητήρες δυνάμεις της επανάσταση είναι η εργατική τάξη, ηγέτιδα δύναμη της, η μικρομεσαία αγροτιά, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, τα μισθωτά μεσαία στρώματα, η νεολαία κ.λπ.

Οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της επανάστασης

Μεταξύ της σημερινής φάσης και της σοσιαλιστικής επανάστασης μεσολαβεί μια ολόκληρη περίοδος ταξικών αγώνων. Η περίοδος αυτή δεν είναι μονόπρακτο αλλά μια ολόκληρη περίοδος με σημαντικές εναλλαγές των αντιθέσεων που διαπερνούν την κοινωνία και των προβλημάτων που τίθενται, των συνθηκών δράσης του επαναστατικού κινήματος, άρα ως ένα βαθμό και των καθηκόντων και των μορφών που χρησιμοποιεί και γενικότερα της τακτικής του. Είναι η περίοδος ωρίμανσης των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων της επανάστασης. Το καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος και όσων αναφέρονται στην επανάσταση είναι η διαμόρφωση των υποκειμενικών προϋποθέσεων.

Με βάση το μαρξισμό λενινισμό και την πείρα των επαναστάσεων οι προϋποθέσεις αυτές είναι δύο κατηγοριών. Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που διαμορφώνονται έξω από τη θέληση των ανθρώπων και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προετοιμασία της εργατικής τάξης, τη διαμόρφωση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις και την οικοδόμηση του ίδιου του κομμουνιστικού κόμματος και των πολιτικών συμμαχιών του.

Όσον αφορά τις αντικειμενικές προϋποθέσεις έχουμε αφενός μεν την ύπαρξη των αντικειμενικών προϋποθέσεων τους σοσιαλισμού, δηλαδή ένα επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού τέτοιο που επιτρέπει την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, στην Ελλάδα ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων υπάρχει πολλές δεκαετίες τώρα, ενώ σήμερα έχουν αναπτυχθεί οι προϋποθέσεις αυτές σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και αφετέρου τις αντικειμενικές προϋποθέσεις της ίδιας της επανάστασης, την ύπαρξη δηλαδή επαναστατικής κατάστασης στη χώρα. Όταν η κρίση της αστικής κοινωνίας θα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θα είναι «η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους…, η επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων, σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε ειρηνική περίοδο αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης όσο και από και τις ίδιες τις κορυφές σε αυτοτελή  ιστορική δράση», όπως έγραφε Λένιν. Η επαναστατική κατάσταση σε μια χώρα δεν είναι καθόλου συνάρτηση της οικονομικής της ανάπτυξης, αλλά αποτέλεσμα της τεράστιας όξυνσης του συνόλου των αντιθέσεων της κοινωνίας αυτής, όλων των αντιθέσεων και όχι μόνο της βασικής. Η επαναστατική κατάσταση είναι η ιστορική αδυναμία της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, το σύνολο των προβλημάτων και όχι μόνο αυτά του πυρήνα της σύγκρουσης, με αποτέλεσμα την ιστορική απονομιμοποίηση της. Η ιστορία των επαναστάσεων αποδεικνύει ότι δεν γεννά επανάσταση κάθε επαναστατική κατάσταση, αλλά μόνο όταν οι αντικειμενικές αλλαγές που συνιστούν επαναστατική κατάσταση συνενωθούν με τις υποκειμενικές προϋποθέσεις, ιδιαίτερα με την ικανότητα της εργατικής τάξης να αναπτύξει επαναστατική δράση σε μαζικό επίπεδο, ώστε να τσακίσει την αντίσταση της αστικής εξουσίας. Χωρίς την ανάπτυξη των υποκειμενικών προϋποθέσεων επανάσταση και ακόμα περισσότερο νικηφόρα δεν μπορεί να υπάρξει.

Οι υποκειμενικές προϋποθέσεις

Βασική υποκειμενική προϋπόθεση είναι η ανάδειξη της εργατικής τάξης, που έχει κατακτήσει την ενότητα της σε επαναστατική κατεύθυνση, σε ηγεμονική δύναμη επικεφαλής ενός ευρύτερου κοινωνικού συνασπισμού. Αυτή η προϋπόθεση διαμορφώνεται στην καθημερινή δράση μέσα στους αγώνες και ολοκληρώνεται στην επαναστατική κατάσταση. Ο επαναστατικός μαρξισμός είναι κατηγορηματικά αντίθετος στην αντίληψη ότι μια οργανωμένη και αποφασισμένη μειοψηφία, μια στενή πρωτοπορία, είναι ικανή για την πραγματοποίηση και την επιτυχία της επανάστασης. Η άποψη αυτή σε κάθε εκδοχή της, είτε διατυπώνεται ανοιχτά, είτε συγκεκαλυμμένα  είναι μπλανκισμός δεν είναι λενινισμός. Απαιτείται η ενότητα και η δράση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και οπωσδήποτε των τμημάτων της εκείνων που ασκούν αποφασιστική επίδραση στο σύνολο της εργατικής τάξης και γενικότερα στην κοινωνία – του εργοστασιακού προλεταριάτου, κλάδων μεγάλης σημασίας όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, κλάδων με υψηλή συγκέντρωση.

Η απόκτηση από την εργατική τάξη πραγματικής, ολοκληρωμένης ταξικής συνείδησης και η κατάκτηση του ηγεμονικού της ρόλου έναντι των άλλων σύμμαχων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων αποκτάται στο έδαφος της διεκδίκησης όλων των προβλημάτων της κοινωνίας, πάνω στο σύνολο των αντιθέσεων που διαπερνούν την κοινωνία και όχι μονοσήμαντα πάνω στη βασική αντίθεση. Ο Λένιν σημείωνε ότι «η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αληθινά πολιτική συνείδηση, αν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σε όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, βίας και κατάχρησης, οποιεσδήποτε τάξεις και αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές. Και μάλιστα να απαντούν από σοσιαλδημοκρατική (δηλ. κομμουνιστική – σημ. ΕΑ) και όχι από οποιαδήποτε άλλη σκοπιά. Η αυτεπίγνωση της εργατικής τάξης συνδέεται αδιάρρηκτα με την πλήρη σαφήνεια όχι τόσο των θεωρητικών αντιλήψεων για τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ όλων των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας, όσο των αντιλήψεων για τις σχέσεις αυτές που έχουν αποκτηθεί με την πείρα της πολιτικής ζωής».

Ο περιορισμός της εργατικής τάξης στις στενές διεκδικήσεις της, όσο προωθημένες και αν είναι αυτές, δεν μπορεί να διαμορφώσει το έδαφος αφενός για την αυτεπίγνωση της, τη συνειδητοποίηση του ρόλου και των καθηκόντων της και αφετέρου για την κατάκτηση του ηγεμονικού της ρόλου. Η εργατική τάξη πρέπει να αγωνίζεται και να αναδεικνύει το σύνολο των κοινωνικών και δημοκρατικών προβλημάτων, τα οποία σήμερα όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αντιθέτως γνωρίζουν μια πρωτοφανή όξυνση: προβλήματα δημοκρατίας, δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, μετανάστευση, καταπίεση που δημιουργεί η ιμπεριαλιστική δράση και εκμετάλλευση, προβλήματα ανεξαρτησίας, οικολογικά προβλήματα κ.λπ.

Τα προβλήματα αυτά έχουν ένα ευρύτερο χαρακτήρα που δεν είναι δυνατόν ούτε να τον υπερβούμε ούτε να τον παραμερίσουμε. Η αντιμετώπισή τους δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά και ξεκομμένα από τα γενικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Πρέπει να γίνεται με βάση την ουσία τους, στο έδαφος δηλαδή του λύσης του συνολικού κοινωνικού προβλήματος, του αγώνα για το σοσιαλισμό. Μόνο σ’ αυτή τη βάση η αξιοποίηση των δημοκρατικών προβλημάτων δεν θα πέσει στη μονομέρεια και το ρεφορμισμό, αντιθέτως θα συμβάλει αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας και του ταξικού προσανατολισμού της.

Η συνείδηση και η ενότητα της εργατικής τάξης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν με την ζύμωση και την προπαγανδιστική δράση μόνο, με τη διαφώτιση της εργατικής τάξης και ευρύτερα του λαού, αλλά κυρίως με τη συγκέντρωση εμπειριών από ολόκληρη την τάξη μέσα από τη συμμετοχή της στους ταξικούς αγώνες κάθε μορφής. Εκεί θα γνωρίσει και θα εκτιμήσει το ρόλο κάθε κοινωνικής τάξης, κάθε πολιτικής δύναμης, θα αποκτήσει συνείδηση της δύναμης και της προοπτικής της. Στη βάση αυτού του πλούτου των εμπειριών η επαναστατική θεωρία του μαρξισμού λενινισμού θα δώσει τις επιστημονικές απαντήσεις για την προοπτική της ταξικής πάλης και την ανάγκη και τη δυνατότητα του σοσιαλισμού. Άρα οι μορφές και η τακτική που επιλέγονται, πρέπει να ωθεί στη δράση το σύνολο της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και όχι κάποια επιμέρους τμήματα της.

Η ενότητα της εργατικής τάξης, η συμμαχία της με τις άλλες εκμεταλλευόμενες τάξεις

Ο μοναδικός δρόμος, η μοναδική τακτική με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι ένα ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και κατ’ επέκταση του εργαζόμενου λαού εναντίον των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, εναντίον των κυβερνήσεων και των επιδιώξεων του κεφαλαίου, ένα Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό Μέτωπο. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι ο μοναδικός δρόμος, δεν είναι μια εφήμερη υπόθεση, για ορισμένες συνθήκες και για ορισμένο χρόνο. Πρόκειται για την τακτική που ενδείκνυται για ολόκληρη ιστορική περίοδο ως τα πρόθυρα της επανάστασης. Μέτωπο, αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό είναι η τακτική που οδηγεί στην ενότητα δράσης της εργατικής τάξης πρωτίστως και του εργαζόμενου λαού κατά επέκταση, πάνω στη βάση των ζωτικών διεκδικήσεών τους, ανεξάρτητα από την πολιτική και την ιδεολογία που ακολουθούν οι εργαζόμενοι, σε ποια εθνικότητα ή σε ποιο θρησκευτικό δόγμα ανήκουν, με ποιά σχέση εργασίας εργάζονται, αν εργάζονται στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα.

Η τακτική του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου είναι η πραγματική, η πιο βαθειά και αποτελεσματική αντικαπιταλιστική πολιτική, η μόνη που συσπειρώνει και κινητοποιεί τους εργαζόμενους εναντίον του κεφαλαίου, η μόνη που φοβίζει τους καπιταλιστές. Πηγάζει μέσα από την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό και αυτό αποτελεί το πρωταρχικό, το βασικό στοιχείο της. Ταυτόχρονα παρά τις μεγάλες διαφορές του Κομμουνιστικού Κόμματος με τα άλλα κόμματα και οργανώσεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη και το λαό, είναι αναγκαία η επιδίωξη συμφωνιών μαζί τους, τοπικών είτε κεντρικών ώστε να υποβοηθείται η πιο πλατιά κινητοποίηση των εργαζομένων, η πιο αποτελεσματική ενότητα δράσης τους.

Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο δεν σταματά στην εργατική τάξη. Είναι δυνατή και απόλυτα αναγκαία η κοινή δράση της εργατικής τάξης με το μικροαστικά στρώματα, η διαμόρφωση συμμαχίας μαζί τους. Η συμμαχία αυτή εδράζεται πάνω στο έδαφος της ενότητας της εργατικής τάξης. Η βάση συγκρότησης της συμμαχίας αυτής είναι ο αγώνας εναντίον των μονοπωλιακών συμφερόντων και της κυβερνητικής πολιτικής που πρωτίστως τα εξυπηρετεί. Στο μέτρο που αναπτύσσεται η ενιαιομετωπική δράση θα συγκινεί και θα συσπειρώνει ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, θα συμβάλει στην οργάνωση τους, θα διαμορφώνει πιο στέρεα και πιο βαθιά ταξική συνείδηση, θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πιο προωθημένο πλαίσιο και πιο σταθερή βάση της συμμαχίας εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων. Στο μέτρο αυτό οι διεργασίες που εξελίσσονται μέσα τους εργαζόμενους θα επιδρούν στην πολιτική ζωή και στις μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις, θα διαμορφώνουν έναν πιο σταθερό αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό τους.

Στις συνθήκες αυτές η ταξική συμμαχία μπορεί να πάρει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Είναι δυνατόν να πάρει το χαρακτήρα ενός σταθερού, οργανωμένου μετώπου που θα αγωνίζεται για τα ζωτικά συμφέροντα του λαού, εναντίον του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων, θα διεκδικεί το σύνολο των δημοκρατικών δικαιωμάτων που αφορούν το λαό. Θα είναι μια συμμαχία συνεχώς εξελισσόμενη. Θα διατυπώνει αιτήματα και διεκδικήσεις για ριζικές λύσεις των προβλημάτων της χώρας με βάση τα λαϊκά συμφέροντα. Θα διαμορφώνει ένα πλαίσιο που συνολικά δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί μέσα στον καπιταλισμό, αλλά θα απαιτεί και θα διαμορφώνει προϋποθέσεις για ριζικές λύσεις στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.

Η τακτική του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου όπως και κάθε πολιτική συμμαχιών είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, ανάμεσα στο κομμουνιστικό κόμμα και κόμματα και οργανώσεις που εκφράζουν κατά βάση μικροαστικά συμφέροντα. Εκτός από τις μεγάλες δυνατότητες που δίνει στο κομμουνιστικό κόμμα, ενέχει και σημαντικούς κινδύνους για την περιφρούρηση του χαρακτήρα του και της κατεύθυνσης της πολιτικής του. Απαράβατος όρος για την άσκηση πολιτικής συμμαχιών είναι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής και της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας του κόμματος της εργατικής τάξης. Είναι η δυνατότητα να εκθέτει κάθε φορά μέσα και έξω από το μέτωπο το σύνολο της πολιτικής και των επιδιώξεων του και να μην περιορίζεται απλά στην προώθηση των συμφωνημένων. Ούτε να αυτοπεριορίζεται προς χάριν της συμμαχίας, αντίθετα διατηρεί το δικαίωμα να διεξάγει ολοκληρωμένα τον ιδεολογικό και πολιτικό του αγώνα. Είναι αυτονόητο ότι οι κομμουνιστές σέβονται το πλαίσιο και τους στόχους της συμφωνίας και πρωτοστατούν στην υλοποίηση τους. Είναι επίσης αυτονόητο ότι το ίδιο δικαίωμα έχουν και τα υπόλοιπα κόμματα και οργανώσεις που μετέχουν στη συμμαχία.

Στη σημερινή συγκυρία το κεντρικό και πιο άμεσο πρόβλημα της εργατικής τάξης και του λαού είναι η πρωτοφανής επίθεση που δέχεται από το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό στο όνομα της ‘‘σωτηρίας’’ της χώρας από τη χρεοκοπία, στο όνομα της διασφάλισης της παραμονής της στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. Οι συνέπειες της επίθεσης αυτής είναι τεράστιες, όπως και η απώλεια κατακτήσεων των εργαζομένων που χρειάστηκαν αιματηρούς  αγώνες δεκαετιών. Το αύριο του λαού και της νεολαίας είναι δυσοίωνο. Η απόκρουση της επίθεσης αυτής αναδεικνύεται ως το άμεσο καθήκον για το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα και μαζί η ήττα και ανατροπή συνολικά της πολιτικής του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων που την εφαρμόζουν και των πολιτικών δυνάμεων που τις στηρίζουν. Βάση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου και της συμφωνίας του κομμουνιστικού κόμματος με τις άλλες πολιτικές οργανώσεις και κόμματα κατά συνέπεια είναι:

  • η σύγκρουση και η ήττα της πολιτικής των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού που εφαρμόζεται στη χώρα, η ανακούφιση του λαού.
  • η ήττα και ανατροπή των αστικών κυβερνήσεων και των αστικών πολιτικών δυνάμεων που τις συγκροτούν.

Ένα πλαίσιο στόχων που αποτελούν αφενός μεν την απάντηση της εργατικής τάξης στις ίδιες τις αιτίες της κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας με κορυφαία την ένταξη της στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη και οι σχέσεις εξάρτησης που την διέπουν και αφετέρου αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη της χώρας στο πλαίσιο της στρατηγικής του κεφαλαίου. Είναι ο όρος για να ξεπεραστεί η κρίση και να ανορθωθεί η χώρα και κυρίως να ανορθωθεί υπέρ του λαού.

Βασική θέση γύρω από την οποία θα διαμορφωθεί ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα είναι η αποδέσμευση από την Ε.Ε. και όχι απλά  η αποχώρηση από το ευρώ, μια και ουσιαστικότερο από τη συμμετοχή στο ευρώ και την ευρωζώνη είναι το Μάαστριχτ και οι τέσσερις ελευθερίες που το συνοδεύουν και σε περίπτωση αποδέσμευσης από το ευρώ θα συνεχίζουν να δρουν και να καθορίζουν την πορεία της χώρας. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι βασικά δύο: πρώτο ότι και μια απλή φιλολαϊκή πολιτική είναι αδύνατη στο πλαίσιο της ΕΕ, πολύ δε περισσότερο η ρήξη με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και η σοσιαλιστική οικοδόμηση και δεύτερο η αποδέσμευση της χώρας από την Ε.Ε. (στο πλαίσιο μιας συνολικότερης αντιμονοπωλιακής πολιτικής) είναι εκείνο το στοιχείο σήμερα που διαχωρίζει σαν κόκκινη γραμμή την αστική από την εργατική πολιτική. Και φυσικά διαφοροποιεί δραστικά τις πολιτικές δυνάμεις σε δυνάμεις που αγωνίζονται για τη στήριξη του καπιταλισμού και σε δυνάμεις που υπό προϋποθέσεις, μπορούν να στρατευθούν στην πάλη για  την έξοδο από την κρίση  σε όφελος του λαού, στην προοπτική του σοσιαλισμού.

Ουσιαστικό στοιχείο σε ένα πρόγραμμα εξόδου από την κρίση είναι επίσης η άρνηση πληρωμής του χρέους της χώρας, στη λογική της μονομερούς διαγραφής του, πλην φυσικά του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Ο στόχος αυτός μπορεί να αποκτήσει τεράστια δυναμική μέσα στο λαό ιδιαίτερα αν συνδεθεί με διαγραφή του χρέους των φτωχών νοικοκυριών προς τις τράπεζες. Χωρίς το μέτρο αυτό, με το τεράστιο χρέος που έχει η χώρα δεν είναι δυνατή καμία προσπάθεια φιλολαϊκής πολιτικής και ανόρθωσης.

Κατά συνέπεια, ένα σύνολο μεταβατικών μέτρων μπορεί ενδεικτικά να διαμορφωθεί ως εξής:

  1. αντίθεση και απειθαρχία στα μέτρα και στις κατευθύνσεις της ΕΕ, έξοδος τελικά από την ΕΕ.
  2. ακύρωση της δανειακής σύμβασης και άρνηση της πληρωμής του χρέους.
  3. ακύρωση όλων των μνημονίων, εφαρμοστικών νόμων και μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.
  4. εθνικοποίηση όλων των τραπεζών με παράλληλη εγκαθίδρυση εργατικού και λαϊκού ελέγχου.
  5. εθνικοποίηση όλων των ΔΕΚΟ με παράλληλη εγκαθίδρυση εργατικού και λαϊκού ελέγχου.
  6. εθνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανιών τροφίμων και όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας (ενέργεια, ορυχεία, μεταφορές κ.λπ.) με παράλληλη εγκαθίδρυση εργατικού και λαϊκού ελέγχου.
  7. εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που αδυνατούν (ή η ιδιοκτησία τους ισχυρίζεται ότι αδυνατεί) να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους έναντι των εργαζομένων, εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου σε αυτές, δημιουργία δημόσιου φορέα από επιχειρήσεις ομοειδούς αντικειμένου, δήμευση της περιουσίας των off shore που υπάρχουν στην Ελλάδα.
  8. φιλολαϊκή ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας με ανάπτυξη της έρευνας, την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, την ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας με μοχλό τον εκδημοκρατισμένο και εξυγιασμένο δημόσιο τομέα με παράλληλη εγκαθίδρυση εργατικού και λαϊκού ελέγχου.
  9. φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και φορολογικές ελαφρύνσεις στα λαϊκά στρώματα με κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, έλεγχος της κίνησης των κεφαλαίων.
  10. ανάπτυξη ισότιμων οικονομικών σχέσεων με όλες τις χώρες, ιδίως του ευρωπαϊκού νότου και της βόρειας Αφρικής καθώς και με άλλες ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις.
  11. δραστικά μέτρα ανόρθωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού, αναβαθμισμένη δημόσια και δωρεάν παιδεία και υγεία για όλο το λαό, ανύψωση του πολιτιστικού του επιπέδου, ανάπτυξη του μαζικού λαϊκού αθλητισμού, πάλη για τον περιορισμό με τελικό στόχο την κατάργηση των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων στους τομείς αυτούς.
  12. υπεράσπιση και κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, έξοδος της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από το έδαφός της και ακύρωση όλων των παλαιότερων και πρόσφατων συμφωνιών.
  13. αποκατάσταση και διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών που σαρώθηκαν τα τελευταία χρόνια.
  14. ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός γενικότερα των συνταγματικών θεσμών, του πολιτικού συστήματος, του εκλογικού συστήματος, της Δικαιοσύνης.
  15. ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών μηχανισμών, με την ενεργό συμμετοχή της εργατικής τάξης και του λαού. Εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα φασιστικά στοιχεία και όλα τα όργανα του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων, ανασυγκρότησή του σε επαναστατική δημοκρατική βάση.
  16. κοινωνικός έλεγχος σε όλες τις μορφές πληροφόρησης. Στήριξη πρωτοβουλιών των κοινωνικών φορέων και της αυτοδιοίκησης στον τομέα της ενημέρωσης. Ενίσχυση και αναβάθμιση των δημοσίων ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Περιορισμός έως και κατάργηση της δυνατότητας δράσης του μεγάλου κεφαλαίου στον τομέα αυτόν.

Το πλαίσιο των στόχων που προαναφέρθηκε και που προφανώς θα συζητηθεί και θα συμπληρωθεί είναι η βάση της συμπαράταξης και δράσης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και σε καμιά περίπτωση διάφορα αντιμνημονιακά πλαίσια που εμφανίζονται και εύκολα μπορούν να μεταβληθούν σε μισομνημονιακά ή μνημονιακά και οπωσδήποτε κινούνται στο έδαφος του καπιταλισμού και συμβάλουν στο ξεπέρασμα της κρίσης του και της ανασυγκρότησης του πολιτικού σκηνικού και των κομμάτων του. Ως εκ τούτου η αστική τάξη, μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή, ή τμήματα της δεν μπορούν να πάρουν μέρος στον αγώνα αυτόν. Η αστική τάξη θα είναι αντιμέτωπη, ο κύριος αντίπαλος.

Αντικειμενικά στον αγώνα αυτόν μπορεί να στρατευτεί και να παίξει πρωτοπόρο και καθοδηγητικό ρόλο η εργατική τάξη στο σύνολο της, τα μεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και πρώτα και κύρια εκείνα που ταξικά προσεγγίζουν την εργατική τάξη, αλλά όχι μόνο. Πρέπει να κερδηθούν η πλειοψηφία της νεολαίας και το κίνημά της, καθώς και διάφορα κοινωνικά κινήματα (αντιπολεμικό, για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για το περιβάλλον κλπ).

Οι συσπειρώσεις

Επείγει σήμερα  η προώθηση και η ανάπτυξη επιμέρους μετώπων, συσπειρώσεων και συνεργασιών που θα αντιστρατεύονται τις επιλογές της φιλομονοπωλιακής, φιλοϊιμπεριαλιστικής πολιτικής. Οι συνεργασίες και συσπειρώσεις γύρω από συγκεκριμένα αντιμονοπωλιακά αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα και στόχους δεν αποτελούν κιόλας το ΑΑΔΜ. Μπορούν, όμως, να αποτελέσουν πεδία συσπείρωσης και δοκιμασίας, να γίνουν οι χείμαρροι και τα ρυάκια που θα οδηγήσουν στο Μέτωπο.

Απαιτείται άμεσα ο συντονισμός πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων εργατικών σωματείων, άλλων λαϊκών συσπειρώσεων, του νεολαιίστικου και φοιτητικού κινήματος, του κινήματος ειρήνης και αυτού που μάχεται για τις δημοκρατικές ελευθερίες, του κινήματος των αγροτών και των επαγγελματοβιοτεχνών. Η βάση συσπείρωσης αυτών των κινημάτων δεν μπορεί να προϋποθέτει ως προαπαιτούμενο συσπείρωσης και συμφωνίας το όλο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου, εκτός κι αν το κίνημα έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ωρίμασης που επιτρέπει κάτι τέτοιο.

Ελάχιστο προαπαιτούμενο είναι η επαναφορά, σε πρώτη φάση, των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων στην προ μνημονίων και δανειακής σύμβασης εποχή, η άρνηση εφαρμογής των κατευθύνσεων της τρόικας και της ΕΕ, η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των ΔΕΚΟ και η διεύρυνση των κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Εκκινώντας από αυτό το σημείο οι πρωτοπόρες δυνάμεις θα δουλεύουν για το βάθεμα αυτής της συσπείρωσης. Οι κομμουνιστές δεν είναι αδιάφοροι σε οποιοδήποτε πρόβλημα. Αναζητούν προβλήματα και αιτήματα κρίκους που θα είναι ικανά να βοηθήσουν σε ευρείες συσπειρώσεις που όλες θα συγκλίνουν στο ενιαίο ποτάμι αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος.

*  *  *  *

Η ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου στηρίζεται στη δράση και στις διεργασίες που θα αναπτυχθούν μέσα στους εργαζομένους και στο εργατικό και γενικότερα στο μαζικό λαϊκό κίνημα. Παίρνοντας υπόψη το βαθμό ωριμότητας όλων των στρωμάτων της εργατικής τάξης και των εργαζομένων μπαίνουν στο πλαίσιο της μαζικής πάλης εκτός από την απόκρουση της πολιτικής του κεφαλαίου και το πλαίσιο των μεταβατικών στόχων. Ορισμένοι είναι ώριμοι και τίθεται από την πρώτη στιγμή, ενώ άλλοι θα τεθούν πιο ολοκληρωμένα στην πορεία, ωριμάζοντας οι προϋπόθεση τους. Παράλληλα θα επιδιωχθεί μια μετωπική δράση ‘‘από τα πάνω’’ μέσω μιας συμφωνίας πολιτικών δυνάμεων.

Είναι φανερό ότι λόγος δεν γίνεται για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη Ν.Δ., κόμματα τα οποία είναι εκπρόσωποι του μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι κυριότεροι πολιτικοί εκφραστές του. Με τα κόμματα αυτά δεν υπάρχει καμία δυνατότητα συνεργασίας. Στέκουν στην αντίπερα όχθη οριστικά και αμετάκλητα. Η ΔΗΜΑΡ που κατά βάση εκφράζει ανώτερα μεσοστρώματα και τμήμα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης έχει περάσει ολοκληρωτικά σε αστικές θέσεις και δεν μπορεί να υπολογίζεται ως δύναμη που με κάποιο τρόπο μπορεί να ενταχθεί στο αντιιμπεριαλιστικό,  αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο. Τα κόμματα αυτά όμως διατρέχονται από τεράστιες αντιφάσεις, στις τάξεις των μελών και κυρίως των οπαδών τους αναπτύσσεται μεγάλη δυσαρέσκεια από την πολιτική των ηγεσιών τους, γίνονται μεγάλες διεργασίες. Δεν πρέπει να αποκλείεται, αντίθετα πρέπει να διευκολυνθεί το πέρασμα στη δράση τέτοιων στρωμάτων και η επίδραση  πλατιά στην σκέψη και τη συμπεριφορά τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμμένοντας στην αντιμετώπιση της κρίσης στα πλαίσια της ευρωζώνης και της Ε.Ε. και μετατρεπόμενος σε μεγάλο ρεφορμιστικό – σοσιαλδημοκρατικό, πολυτασικό  κυβερνητικό κόμμα, συνολικά κρίνοντας με βάση την πολιτική του, δεν μπορεί να πάρει μέρος στο αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο. Στο εσωτερικό του όμως υπάρχουν δυνάμεις με προσανατολισμό ριζοσπαστικό που τοποθετούνται γενικά σε θετική κατεύθυνση στα μεγάλα ζητήματα από τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη και δειλά στην ΕΕ, ως το ζήτημα του εθνικοποιήσεων κ.α. Επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συσπειρώσει το μεγάλο τμήμα των ανένταχτων αριστερών με ριζοσπαστικό προσανατολισμό.

Η ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου θα επιδράσει καταλυτικά στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνάμεις που προαναφέρθηκαν θα μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στο αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα  διαρρήξουν τους δεσμούς τους με το ΣΥΡΙΖΑ και θα αποκτήσουν στην πράξη μια πιο σταθερή αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, όπως και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και μικρότερες πολιτικές οργανώσεις και ομάδες.

Σε τελική ανάλυση η απόφαση ανήκει στον καθένα, αρκεί να μη γίνονται υπερβολικές υποχωρήσεις από το πλαίσιο και τους στόχους που έχουν τεθεί και να μην αλλοιώνεται και ανατρέπεται ο χαρακτήρας του μετώπου, αντίθετα να υπάρχει επιμονή και σταθερότητα, ώστε να διασφαλίζεται ένα πλαίσιο μεταβατικό που δεν θα γίνεται ανεκτό, ούτε δυνατό να αφομοιωθεί από το σύστημα και παράλληλα θα βοηθά ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις να συστρατεύονται, να αγωνίζονται και να περνούν σε θέσεις αντιμονοπωλιακές, ρήξης με το σύστημα.

*  *  *  *

Πού και πόσο διαφέρει το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο, με τη θέση της σημερινής ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. για Λαϊκή Συμμαχία που θα μετατραπεί σε επαναστατικό εργατικό λαϊκό μέτωπο στις συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης και τις θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Ο ίδιος ο τίτλος της Λαϊκής Συμμαχίας, όπως αναφέρουν οι θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. – Λαϊκή Συμμαχία αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική για την εργατική εξουσία – έχει μεγάλες αντιφάσεις. Δεν είναι δυνατόν ο λαός -εργατική τάξη, μισθωτά μικροαστικά στρώματα, αγρότες, μικροαστικά στρώματα της πόλης με μέσα παραγωγής, νεολαία, γυναίκες κ.λπ.- να μπουν στη σημερινή φάση ανάπτυξης του κινήματος σε μια συμμαχία εναντίον του καπιταλισμού για την εργατική εξουσία (δικτατορία του προλεταριάτου). Ο στόχος αυτός είναι η ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης και όσων συμμαχήσουν μαζί της στην πορεία, είναι ο πολιτικός και στρατηγικός στόχος του Κ.Κ.Ε., δεν είναι δυνατόν να γίνεται ο διακηρυγμένος στόχος μιας συμμαχίας που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει στις γραμμές της την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων από την πρώτη στιγμή. Είναι όρος αποκλεισμού των ευρύτερων και λιγότερο συνειδητών τμημάτων της εργατικής τάξης και όχι συσπείρωσης τους. Δεν είναι δυνατόν η Λαϊκή Συμμαχία ‘‘σήμερα’’, κατά τη δημιουργία της, μέχρι και τις επαναστατικές συνθήκες να έχει απόλυτα τα ίδια χαρακτηριστικά, και τον ίδιο σκοπό, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις των αντικειμενικών δεδομένων και την εξέλιξη των κοινωνικών δυνάμεων. Η θέση αυτή είναι μεταφυσική.

Η Λαϊκή Συμμαχία, με βάση τις θέσεις της ΚΕ, συγκροτείται μόνο στη βάση, μέσα στην κοινωνία, από κοινωνικές δυνάμεις. Βασική μορφή ανάπτυξης της είναι η σημερινή συγκρότηση της -ΠΑΜΕ, ΠΑΣΥ, ΠΑΣΕΒΕ, ΟΓΕ, ΜΑΣ. Αυτό όμως δεν αποτελεί κοινωνική συμμαχία. Πρόκειται για οργανώσεις που περιλαμβάνουν ουσιαστικά μόνο τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Στις κορυφές, στο πολιτικό επίπεδο, η συμμαχία δεν συγκροτείται. Η πολιτική συμμαχία έχει απορριφθεί χωρίς πολλά – πολλά.

Με βάση τις θέσεις της ΚΕ του Κ.Κ.Ε. όποιες κοινωνικές δυνάμεις συσπειρωθούν στο μέλλον, θα συγκεντρωθούν γύρω από το Κ.Κ.Ε. Αν στην πορεία εμφανιστεί κάποια πολιτική δύναμη αυτή θα εκφράζει μικροαστικά συμφέροντα. Αν αυτή η δύναμη συμφωνεί στον αγώνα εναντίον των μονοπωλίων και του καπιταλισμού και στο στόχο της εργατικής εξουσίας, τότε μόνο θα μπορεί να υπάρξει συμπόρευση των μελών της με το ΚΚΕ. Αλλά ακόμη και τότε αποκλείεται η πολιτική συμμαχία των κομμάτων. Η σχέση του Κ.Κ.Ε. μαζί της θα είναι ότι συμπορεύονται στα πλαίσια της συμμαχίας. Μέχρι σήμερα η ιστορία δεν ανέδειξε πολλές περιπτώσεις μικροαστικών πολιτικών δυνάμεων που αγωνίζονταν εναντίον του καπιταλισμού για την εξουσία της εργατικής τάξης. Με βάση τις θέσεις της ΚΕ μπορεί να συμβεί. Ως τότε οι θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής καταργούν ολόκληρη την κληρονομιά του λενινισμού και τις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος και προχωρούν σε ένα σκοτεινό δρόμο απομόνωσης του Κ.Κ.Ε. και του εργατικού κινήματος στον οποίο, όσες φορές προχώρησε, απειλήθηκε με καταστροφή.

Μπορεί να τίθεται ως στόχος ο αντικαπιταλιστικός αγώνας και η εργατική εξουσία δεν είναι όμως πραγματικά αντικαπιταλιστικός. Ο πραγματικός αντικαπιταλιστικός αγώνας σήμερα είναι εκείνος που συσπειρώνει την εργατική τάξη και όχι μόνο την πρωτοπορία της και απειλεί την πολιτική του κεφαλαίου και στην πορεία την η ίδια την ύπαρξη του. Η γραμμή των θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής είναι αδιέξοδη και αντικειμενικά συμφέρει την αστική τάξη.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι θετικό ότι δεν θέτει ως βάση της συγκρότησης της συμμαχίας το πρόγραμμά της και την εξουσία της εργατικής τάξης, αλλά ένα πλαίσιο μεταβατικών στόχων. Σ’ αυτό διαφοροποιείται από το Κ.Κ.Ε, το οποίο την καταγγέλλει για ρεφορμισμό. Δέχεται μεν τις πολιτικές συνεργασίες, ιδιαίτερα με το Κ.Κ.Ε., αντιλαμβάνεται όμως την προώθηση της συμμαχίας ως ένα ταξικό ρεύμα μέσα στην εργατική τάξη που περιλαμβάνει τις δυνάμεις της και εκείνες του Κ.Κ.Ε., κάτι σαν διευρυμένο ΠΑΜΕ. Ταξικό ρεύμα δηλαδή που δεν απευθύνεται στο σύνολο της τάξης αλλά σε περιορισμένο τμήμα της.

Η μετάβαση στο σοσιαλισμό

Η τακτική που περιγράφηκε, οι αλλαγές και τα αποτελέσματα που θα διαμορφώσουν οι αγώνες και η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, οι επιτυχίες σε βάρος του μονοπωλιακού κεφαλαίου στον ένα ή στον άλλο τομέα, ή και σε πολλούς τομείς σε καμιά περίπτωση δεν οδηγούν στο σοσιαλισμό. Μόνο σε επιμέρους κατακτήσεις και βελτιώσεις του συσχετισμού υπέρ της εργατικής τάξης και του λαού, προετοιμασίας των δυνάμεων της επαναστατικής ανατροπής οδηγούν και μάλιστα οι κατακτήσεις αυτές θα είναι υπό αίρεση κάθε φορά που το μονοπωλιακό κεφάλαιο και οι αστικές δυνάμεις θα νιώθουν την ανάγκη και τη δυνατότητα να τις αμφισβητήσουν και να τις ανατρέψουν.

Στο σοσιαλισμό οδηγεί η νικηφόρα επανάσταση, το τσάκισμα του αστικού κρατικού μηχανισμού, η τομή και το άλμα στην εξέλιξη και όχι η συνέχεια και οι  όποιες ποσοτικές κατακτήσεις και βελτιώσεις στη ζωή της εργατικής τάξης. Διακηρυγμένος στόχος του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, κατώτερης βαθμίδας της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Το κομμουνιστικό κόμμα δεν κρύβει τους σκοπούς του, δεν κρύβει τις επιδιώξεις και τη στρατηγική του από κανένα, αντίθετα τις γνωστοποιεί σε κάθε ευκαιρία και κυρίως στον εργαζόμενο λαό και στους συμμάχους του. Δεν εμποδίζουν οι  σκοποί αυτοί τη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, την πλατιά συμπόρευση εργατικών και λαϊκών δυνάμεων με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εκείνο που την εμποδίζει κα την ακυρώνει είναι αφενός μεν ο περιορισμός της οπωσδήποτε σε προκατασκευασμένα οργανωτικά σχήματα και αφετέρου η επιμονή από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της να τεθεί ως στόχος της η διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Σε τελευταία ανάλυση η αντίληψη να ανατεθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα η υλοποίηση της στρατηγικής και των σκοπών του σε μια συμμαχία που δεν είναι ώριμη γι’ αυτό.

Μέσα από ποιους δρόμους, με ποιες μορφές η εργατική τάξη και οι επαναστατικές δυνάμεις είναι δυνατόν να προσεγγίσουν την επανάσταση;  Πρόκειται για μεγάλο ζήτημα που τέθηκε και τίθεται με έντονο τρόπο και σήμερα στο πλαίσιο της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης. Η μελέτη του ζητήματος αυτού σε κάθε χώρα και για όλα τα επαναστατικά κινήματα είναι ζήτημα τεράστιας σημασίας στη γενική μορφή και τις γενικές αρχές και νομοτέλειες του, καθώς και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει σε κάθε χώρα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες, το συσχετισμό δύναμης σε κάθε φάση, την ιστορία κάθε χώρας, τις εμπειρίες της εργατικής τάξης.

Ιδιαίτερα σήμερα που η κρίση συνεχίζεται και δεν αποκλείεται η πιθανότητα απότομης επιδείνωσης της, ούτε φυσικά η βαθύτερη επίδραση της  στο πολιτικό επίπεδο, στα αστικά κόμματα και τους θεσμούς του κράτους και της κοινωνίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα βαθύτερης ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και του λαού, ούτε και η πιθανότητα να τεθούν στην ημερήσια διάταξη επαναστατικά καθήκοντα για την εργατική τάξη.

Είναι σαφές ότι το επίπεδο ωριμότητας και προετοιμασίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και των κοινωνικών δυνάμεων βρίσκεται σε πολύ χαμηλό σημείο, η κοινωνική συμμαχία δεν προχώρησε. Η αστική τάξη μετά το σάστισμα της στις αρχές της κρίσης ανέκτησε μια ορισμένη αυτοπεποίθηση και την πρωτοβουλία στο ιδεολογικό τομέα. Αυτό το κατάφερε όχι από αντικειμενικές αιτίες, αλλά από σοβαρά πολιτικά λάθη, παραλείψεις και ευθύνες του κινήματος. Το εργατικό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να έχουν ξεκάθαρο σχέδιο ανάπτυξης των αγώνων, ώστε να φέρουν σε δύσκολη θέση το αστικό σύστημα, να δώσουν ώθηση στη διαμόρφωση και την προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα, με στόχο την επαναστατική ανατροπή.

*  *  *  *

Σε γενικές γραμμές με βάση τους κλασικούς και κυρίως την ιστορική πείρα του Κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος η επανάσταση είναι δυνατόν σε πολύ γενικές γραμμές να ακολουθήσει δύο δρόμους:

Α. έναν άμεσα επαναστατικό, ο οποίος προϋποθέτει επαναστατική κατάσταση, σύγκρουση των επαναστατικών δυνάμεων με την εξουσία του κεφαλαίου, ανατροπή του καπιταλισμού και εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας. Ορθά σημείωνε το Πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου του Κόμματος ότι «σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της».

Β. μια πιο μακρόχρονη σχετικά διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει διάφορα μεταβατικά στάδια και φάσεις, ώσπου να διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση και η οριστική σύγκρουση των δύο στρατοπέδων, αυτού της εργατικής τάξης και από την άλλη της αστικής να δώσει την τελική λύση στο θέμα της εξουσίας.

Η εξέλιξη αυτή μπορεί να συμβεί, όταν οι προϋποθέσεις της επανάστασης – αντικειμενικές και υποκειμενικές – δεν έχουν ωριμάσει, ενώ η φθορά και η αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος και των αστικών δυνάμεων είναι εμφανής. Η Κομμουνιστική Διεθνής σημείωνε το 1922 για τη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ‘‘ανάμεσα στη σημερινή περίοδο κυριαρχίας της ανοιχτής αστικής αντίδρασης και της πλήρους νίκης του επαναστατικού προλεταριάτου πάνω στην αστική τάξη βρίσκονται διάφορα στάδια και είναι δυνατά διάφορα βραχυχρόνια επεισόδια. Η Κομμουνιστική Διεθνής και τα τμήματα της πρέπει να έχουν υπόψη τους και αυτή τη δυνατότητα. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα πρέπει να ξέρουν να υπερασπίζουν τις επαναστατικές θέσεις σε οποιεσδήποτε συνθήκες’’. Σ’ αυτή την εξέλιξη σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού είναι δυνατό, όχι όμως νομοτελειακό, να περιλαμβάνεται και η ανάδειξη κυβέρνησης την οποία θα συγκροτούν δυνάμεις με εργατική και αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή αναφορά, εκεί που ‘‘η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα λίγο ασφαλής και ο συσχετισμός δυνάμεων θέτει στην ημερήσια διάταξη ως ανάγκη την εργατική κυβέρνηση’’.

Μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι αποτέλεσμα του αγώνα των εργαζομένων και θα στηρίζεται σε αυτόν, σε συνθήκες που δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη επαναστατική κατάσταση. Θα είναι προϊόν των ίδιων των μαζικών διεργασιών και της θέλησης των εργαζομένων για βαθύτερες και πιο ουσιαστικές λύσεις σε βάρος του κεφαλαίου. Παράλληλα προϋπόθεση είναι η ύπαρξη βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και αδυναμίας του συστήματος να αντιμετωπίσει το ανερχόμενο εργατικό κίνημα.

Η κυβέρνηση αυτή πρέπει αποφασιστικά να στηρίξει την ανάπτυξη του αγωνιζόμενου εργατικού κινήματος και του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου παίρνοντας μέτρα που φέρνουν σε δύσκολη θέση την αστική τάξη και βελτιώνουν τη ζωή των εργαζομένων, προωθούν τον έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, στην ουσία οξύνει την αντιπαράθεση με την αστική τάξη διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις της τελικής ρήξης και της νίκης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η κυβέρνηση αυτή στις σημερινές συνθήκες υλοποιώντας τους στόχους και τα μέτρα του προγράμματος του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου μπορεί να γίνει παράγοντας που θα συμβάλει ουσιαστικά στην προσέγγιση της επανάστασης.

Ορθά σημειωνόταν στο Πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου του Κόμματος αναφερόταν ότι «σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.

»Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.

»Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.

Το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο είναι κοινωνικο-πολιτική συμμαχία, στηρίζεται στο μαζικό κίνημα, επιδιώκει να παίρνει μέρος στις εκλογές. Έχει πρόγραμμα διεκδικήσεων και πάλης, επιδιώκει το σχηματισμό κυβέρνησης του Μετώπου.

Συνολικά το πλαίσιο του μετώπου μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από την επαναστατική εργατική εξουσία. Χωρίς όμως τις αναγκαίες προϋποθέσεις και την εξασφάλιση της δράσης της στην κατεύθυνση που προαναφέρθηκε, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ενσωμάτωσής της στο σύστημα και χειραγώγησής της από την αστική τάξη. Αποφασιστικοί παράγοντες που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, ο ηγετικός της ρόλος στο μέτωπο των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, η ωριμότητα του κομμουνιστικού κόμματος να ασκήσει τον καθοδηγητικό του ρόλο. Σωστά το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος επισήμαινε ότι “Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο.

»Με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, του πιο μαχητικού και έμπειρου τμήματος της εργατικής τάξης, το Μέτωπο θα κατακτά την ικανότητα να εναλλάσσει έγκαιρα όλες τις μορφές πάλης, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αντίδραση και αντεπίθεση που θα δεχθεί από την κυρίαρχη τάξη της χώρας. Στις κορυφαίες αυτές στιγμές σύγκρουσης, όταν τίθεται στην ημερήσια διάταξη η ρήξη με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, θα συντελούνται αναδιατάξεις και ανακατατάξεις των πολιτικών δυνάμεων. Η εργατική τάξη θα επιδιώκει να διατηρεί τη συμμαχία και τους δεσμούς της με όσο γίνεται περισσότερες από τις άλλες αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις.

»Για να μπορέσει το ΚΚΕ να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της πάλης για τη συγκέντρωση των απαραίτητων δυνάμεων για το σοσιαλισμό, πρέπει το ίδιο να ενισχύεται αποφασιστικά και ολόπλευρα. Να αναπτύσσει ακατάλυτους δεσμούς με την εργατική τάξη, τη νεολαία. Να συγκροτεί γερές οργανώσεις σε κάθε τόπο δουλειάς, μόρφωσης, κατοικίας, της νεολαίας, της επιστήμης και στους χώρους της υπαίθρου. Χρειάζεται να ενισχύει διαρκώς την ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, να αναβαθμίζει τον πρωτοποριακό ρόλο του. Απαραίτητοι όροι για την εκπλήρωση αυτών των στόχων είναι το δυνάμωμα των επαναστατικών χαρακτηριστικών του, ως κόμματος νέου τύπου, η συνεχής αφομοίωση της θεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού, η διεύρυνση της συλλογικότητας στην επεξεργασία της πολιτικής του ΚΚΕ και στην εφαρμογή της στη δράση, η ανανέωση των γραμμών του και η ανάδειξη χιλιάδων νέων στελεχών, εργατών, εργατριών και άλλων εργαζομένων του χεριού και του πνεύματος».

Ε. Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

Η άποψη των κομμουνιστών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν μπορεί να μην πάρει υπόψη την εμπειρία των σοσιαλιστικών χωρών τον 20ου αιώνα. Παρά το ιστορικό πισωγύρισμα που επετεύχθη με τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, θεωρούμε ότι η προσφορά τους στην απανταχού εργατική τάξη και στην ανθρωπότητα εν γένει, ήταν τεράστια. Η Σοβιετική Ένωση και οι υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες ενέπνευσαν τους εργάτες, τους λαούς, τους προοδευτικούς ανθρώπους. Η πορεία και οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων είναι συνυφασμένη με τις κατακτήσεις των λαών των σοσιαλιστικών χωρών και τη βοήθεια που παρείχαν οι σοσιαλιστικές χώρες σε λαούς και κινήματα.

Δεν εξωραΐζουμε τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη. Αντιμετωπίζουμε κριτικά, βασισμένοι στη θεωρία μας, τα λάθη, τις παρεκκλίσεις και τις γραφειοκρατικές ή άλλες στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν. Δεν αποδεχόμαστε τις εύκολες περιοδολογήσεις της ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης, την εκλεκτικιστική αντιμετώπιση της σοσιαλιστικής ιστορίας, τους εύκολους και πρόχειρους αφορισμούς που δεν αποδέχονται το σοσιαλιστικό χαρακτήρα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Πρέπει στο επόμενο χρονικό διάστημα να ερευνηθεί παραπέρα η πορεία και ο χαρακτήρας αυτών των χωρών, να δοθούν ερμηνείες βασισμένες στο διαλεκτικό  υλισμό, να κρατηθούν τα θετικά και να υποβληθούν σε αυστηρή κι επιστημονική κριτική οι αρνητικές πλευρές. Πρόκειται για μια δουλειά κρίσιμης σημασίας αφού από αυτήν εξαρτάται ο σχεδιασμός της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας, η αποκατάσταση του κομμουνιστικού οράματος και ακόμη η μορφή της σημερινής ταξικής πάλης.

Λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική και θετική εμπειρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, θεωρούμε πως πυλώνες για το πέρασμα στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι: η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη σε συνεργασία με τους συμμάχους της, ο σοσιαλιστικός κεντρικός σχεδιασμός για την οικονομία, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη και συνεχής εμβάθυνση των δημοκρατικών σοσιαλιστικών θεσμών που θα βάλουν σε κίνηση τις μάζες. Κεντρική επιδίωξη της επαναστατικής εξουσίας πρέπει να είναι η εφαρμογή της σοσιαλιστικής αρχής: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του.

Ο δημοκρατικός, παλλαϊκός κεντρικός σχεδιασμός εξυπηρετεί την αρχή της ικανοποίησης των αναγκών του λαού: δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία, εξάλειψη της ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση, ελεύθερος χρόνος, ανάπτυξη του πολιτισμού και του αθλητισμού.

Ειδικότερα στο επίπεδο της οικονομίας ο κεντρικός σχεδιασμός σημαίνει κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, ανάπτυξη της έρευνας, δημιουργία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και της βαριάς βιομηχανίας, ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και της πολεμικής βιομηχανίας, ενίσχυση των συνεταιρισμών.

Πέρα από τις αντιξοότητες, την αντίδραση του ιμπεριαλισμού και τις δυσκολίες που θα προκύπτουν από την πορεία της ταξικής πάλης καθώς και τις αναγκαστικές υποχωρήσεις που μπορεί να υπάρξουν, δεν πρέπει να χάνεται από την οπτική της επαναστατικής εξουσίας πως στόχος είναι η αταξική κοινωνία, χωρίς αυτό να οδηγεί σε βολονταρισμούς και βιαστικές κινήσεις.

Η σοσιαλιστική δημοκρατία είναι, και πρέπει να διασφαλίζεται καθημερινά, ότι είναι μια ανώτερου τύπου δημοκρατία. Οι αρχές που έθεσε ο Μαρξ με βάση την ιστορική εμπειρία της Κομμούνας πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οι κρατικοί λειτουργοί πρέπει να αμείβονται με συνηθισμένους εργατικούς μισθούς, να καταργηθούν τα όποια προνόμια. Στη σοσιαλιστική δημοκρατία θα ισχύουν απαρέγκλιτα οι αρχές της αιρετότητας, της ανακλητότητας, της εναλλαγής των κρατικών λειτουργών, του ελέγχου τους από τα κάτω.

Η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι η διαρκής προσέλκυση των εργαζομένων στη διαχείριση των υποθέσεών τους, η ουσιαστική, και ότι τυπική, συμμετοχή του λαού στη λήψη των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα, ο αποφασιστικός λαϊκός έλεγχος των κυβερνώντων και εν γένει των διοικούντων, η διαφύλαξη και διεύρυνση των λαϊκών ελευθεριών είναι ζητήματα καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση και εμβάθυνση του επαναστατικού εργατικού χαρακτήρα της κρατικής εξουσίας.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να εξασφαλίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο με την πειθώ, με το παράδειγμα των μελών και στελεχών του που πρέπει, όπως πάντα, να είναι πρώτα στις θυσίες, να υπόκεινται στον ουσιαστικό, πολύπλευρο, καθημερινό λαϊκό έλεγχο. Όπως αναφέρει το Πρόγραμμα του Κόμματος που ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριο: «η σοσιαλιστική δημοκρατία θα κατοχυρώσει την ύπαρξη των κομμάτων που δρουν μέσα στα πλαίσια του σοσιαλιστικού συντάγματος. Οι μαζικές κοινωνικές οργανώσεις, ιδιαίτερα τα εργατικά συνδικάτα, είναι οι φορείς με τους οποίους η εργατική τάξη ελέγχει το κράτος της, προστατεύεται από κινδύνους αυθαιρεσίας, γραφειοκρατίας, απόσπασης από το γενικό συμφέρον».

*  *  *  *

Η σημερινή συγκυρία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι διεθνείς συσχετισμοί είναι αρνητικοί, το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει μια καταστροφική πολιτική για το κόμμα και το κίνημα. Παρόλα αυτά οι κομμουνιστές δεν έχουμε άλλη επιλογή. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας προκειμένου να συμβάλλουμε στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, στη με κάθε τρόπο αποκατάσταση του μαρξιστικών λενινιστικών χαρακτηριστικών του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, έχοντας απόλυτη επίγνωση των σοβαρών δυσκολιών. Είναι ιστορική ανάγκη.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας