Εργατικός Αγώνας

Για μια Ελένη (2)

Γράφει η Δώρα Μόσχου.
Πριν από αρκετό καιρό, στις φιλόξενες σελίδες του «Εργατικού Αγώνα» και με αφορμή δυο γυναικοκτονίες που –κατά το δημοσιογραφικό κλισέ– «συγκλόνισαν το πανελλήνιο», δημοσιεύσαμε ορισμένες σκέψεις για τα αίτια και τις εκφάνσεις της γυναικείας ανισοτιμίας και καταπίεσης στις μέρες μας.

Ανατρέξαμε βέβαια στην πηγή: στο εμβληματικό για κάθε μαρξιστή που ασχολείται με το γυναικείο ζήτημα κείμενο του Φρ. Ένγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», για να τονίσουμε τούτο: η καθυπόταξη της γυναίκας είναι προϋπόθεση και αποτέλεσμα της δημιουργίας της ατομικής ιδιοκτησίας, της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις και της συγκρότησης του κράτους.  Οι εκφάνσεις του γυναικείου ζητήματος σε όλες τις εποχές, ακόμα κι αν αυτές αφορούν τα πιο προσωπικά/συναισθηματικά στοιχεία που συγκροτούν την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά της γυναίκας, καθώς και την αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άνδρα, την κοινωνία και το κράτος, αποκρυσταλλώνουν, σε κάθε εποχή, αυτή την ιστορική αλήθεια. Άρα, και η κινηματική απάντηση που θα επιλύσει οριστικά το γυναικείο ζήτημα, πρέπει να είναι ολική και αντισυστημική –εν προκειμένω αντικαπιταλιστική.
Όμως προτρέχω. Αφορμή για τούτο το δεύτερο σημείωμα, είναι μια σειρά γεγονότα του τελευταίου διαστήματος που απασχόλησαν έντονα την ειδησεογραφία και που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη θέση που επιφυλάσσει στη γυναίκα η ώριμη στα όρια της σήψης καπιταλιστική κοινωνία μας. Αναφέρω δυο συγκεκριμένα παραδείγματα:

– Ολοκληρώθηκε, με την αυστηρή πρωτόδικη καταδίκη των κατηγορουμένων, η δίκη για την άγρια δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, της φοιτήτριας στη Ρόδο που βιάστηκε και δολοφονήθηκε από γόνο της «καλής κοινωνίας» του νησιού, μαζί με νεαρό αλλοδαπό φίλο του. Η συναισθηματικά φορτισμένη αγόρευση της εισαγγελέως κατακρίθηκε από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών – ακόμα κι από τον ίδιο το συνήγορο Πολιτικής Αγωγής!
– «Βούτυρο στο ψωμί» της σκανδαλοθηρικής δημοσιογραφίας (στην οποία έχει προσχωρήσει ασμένως και η ΕΡΤ) ήταν η πράξη μιας νεαρής, όμορφης γυναίκας, που κατέκαψε με βιτριόλι μια άλλη νεαρή, όμορφη γυναίκα, μόνο και μόνο επειδή είχε την υπόνοια ότι διεκδικούσε τον ερωτικό της σύντροφο!
Ψηφίδες μιας δυστοπικής πραγματικότητας αυτά τα γεγονότα, για το καθένα από τα οποία θα μπορούσε να γραφτεί μια ολόκληρη κοινωνιολογική και ιστορική μελέτη: μιας δυστοπικής πραγματικότητας, όπου η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και της συνείδησης, καλύπτει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και όπου αισθάνεται κανείς ότι «δεν υπάρχουν πια χέρια να σηκώσουν τη σημαία, γιατί κανείς δε γνωρίζει τη σημασία της». [1] 

Θα ήθελα να σχολιάσω καθένα από αυτά τα περιστατικά, κάτω από το πρίσμα της αντίληψης για το γυναικείο ζήτημα και τη διπλή φύση του (ταξική και φυλετική) που εξέθεσα παραπάνω. Η περίπτωση Τοπαλούδη παρουσιάζει την πιο εμφανή σύνδεση ανάμεσα σ` αυτά τα δυο σκέλη, το ταξικό και το φυλετικό, κυρίως λόγω της προσωπικότητας και του περιβάλλοντος του δράστη. Τι έχουμε εδώ: ένα νεαρό που η εν γένει συμπεριφορά του δεν απορρέει μόνο ή κυρίως από το φύλο του (όπως ισχυρίζονται τμήματα του γυναικείου κινήματος που θεωρούν κάθε άνδρα δυνάμει βιαστή) αλλά από την ταξική προέλευση και το κοινωνικό στάτους της οικογένειάς του:  γόνος εύπορης οικογένειας του νησιού, με ισχυρές διασυνδέσεις με κόμμα εξουσίας (ναι, καλά καταλάβατε, αυτό που ομνύει στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια») και με ισχυρή προστασία από γονείς και παππούδες που, με κάθε τρόπο, προσπαθούσαν διαχρονικά να διατηρήσουν στο απυρόβλητο τον –παιδιόθεν τραμπούκο– σύμφωνα με μαρτυρίες, κανακάρη τους. Και, βέβαια, στη δίκη, προσπάθησαν μέσω και του δικηγόρου τους, να αθωώσουν το νεαρό εκθέτοντας το θύμα, που είχε «ανήθικη» συμπεριφορά!

Στην υπόθεση υπάρχει και ο δεύτερος κατηγορούμενος, παιδί οικογένειας οικονομικών μεταναστών. Θα μπορούσε κανείς – να δεχτώ καλοπροαίρετα – να ρωτήσει: Ισχύει εδώ το μοντέλο του ισχυρού οικονομικά και κοινωνικά άνδρα που θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να επιβάλλει τη βούλησή του στο «θηλυκό»; Η προφανής απάντηση είναι όχι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και η πλήρης. Εδώ έχουμε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής συμπεριφοράς: το «κοπέλι των αφεντάδων», όπως θα έλεγε και ο Κώστας Βάρναλης. Ο άνθρωπος που για επιβιώσει και να γίνει αποδεκτός κατ` αρχήν, για να περάσει καλά, σε μια μετεξέλιξη αυτής της στάσης, απαρνείται την τάξη του και γίνεται συνειδητός υπηρέτης των «αφεντάδων» αντιγράφοντας τις συμπεριφορές τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι συνήθως αμείλικτοι απέναντι στους ομοφύλους τους (με την έννοια και της φυλής και του φύλου) ή στα ταξικά τους αδέρφια. Είναι ο Σάμπο και ο Κίμπο, οι μαύροι επιστάτες του λευκού δουλοκτήτη του Νότου, που βασανίζουν απάνθρωπα μέχρι θανάτου τον καλόκαρδο Μπάρμπα – Θωμά.
Στη συγκεκριμένη δίκη, η εισαγγελέας ήταν, σ` ένα βαθμό, ευχάριστη έκπληξη, κυρίως λόγω της οξύτητας με την οποία αντιμετώπισε τους κατηγορούμενους και των αναφορών της ότι της ασκήθηκαν πιέσεις από την πλευρά του ροδίτη κατηγορούμενου, στις οποίες και δεν ενέδωσε. Όμως, από την πραγματικά συγκινητική ομιλία της, δεν έλειψαν τα κλισέ και μια ορισμένη συντηρητική αντιμετώπιση της γυναικείας συμπεριφοράς. Η προσπάθειά της να πείσει το ακροατήριο περιλάμβανε και τις αναφορές στην «ηθική» του θύματος: η Ελένη ήταν το «καλό κορίτσι», που «δεν είχε δώσει δικαιώματα»… Άραγε, μια τέτοια θεώρηση, κάνει το έγκλημα ακόμα πιο αποτρόπαιο; Τι θα πει «καλό κορίτσι»; Κι αν η Ελένη ήταν «κακό κορίτσι»; Ό,τι και να σημαίνει αυτό; Θα υπήρχε έστω μια μικρή δικαιολογία για τις πράξεις των κατηγορουμένων;

Μια παρέκβαση: μεταφερόμαστε στη Ζάκυνθο, το 1826. Ο νεαρός ακόμα Διονύσιος Σολωμός συναναστρέφεται μια όμορφη και καλλιεργημένη κοπέλα, κόρη μωραϊτη εμπόρου εγκατεστημένου στο νησί, τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Η άτυχη Μαρία ερωτεύτηκε τον καθηγητή της της μουσικής, έναν ιταλό πολιτικό εξόριστο που είχε αφήσει στην πατρίδα του γυναίκα και παιδιά. Η σχέση αυτή λοιδορήθηκε τόσο έντονα από την «καλή» ζακυνθινή κοινωνία, που η άτυχη κοπέλα, μη αντέχοντας την κατακραυγή, αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο. Ο Σολωμός, βρίσκοντας, είναι η αλήθεια, άλλη μιαν αφορμή να χτυπήσει το αρχοντολόϊ του τόπου του, αφιέρωσε στη νεκρή του φίλη το ποίημα «Η φαρμακωμένη», από το οποίο ανθολογώ μια χαρακτηριστική στροφή:

 

«Σώπα, σώπα! θυμήσου πως έχεις
θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή.
Σώπα η μαύρη κοιμάται στο μνήμα
και κοιμάται παρθένα σεμνή».

 

Η «υπερασπιστική» γραμμή του Σολωμού για τη φίλη του (εδώ που τα λέμε, και μόνο η πράξη της υπεράσπισης αρκούσε να τον κάνει «κόκκινο πανί» για την τάξη από την οποία προερχόταν κατά το μισό) μπορεί να ήταν προοδευτική για τα δεδομένα του 19ου αιώνα∙ ηχεί όμως κάπως περίεργο να ακούγεται από το στόμα μιας δικαστικής λειτουργού δυο αιώνες μετά, για να κατοχυρωθεί στη συνείδησή μας ως αγριότητα η δολοφονία μιας νέας γυναίκας, που για τον τρόπο ζωής και τις επιλογές της δεν πέφτει σε κανέναν απολύτως κανένας λόγος.

Η γυναίκα–θύτης και η γυναίκα–θύμα

Περνώ στη κατάθεση μερικών σκέψεων σε σχέση με το δεύτερο περιστατικό. Εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και η ερμηνεία αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς μιας γυναίκας απέναντι στο ίδιο το φύλο της απαιτεί την ενεργοποίηση όλων των διαλεκτικών μας αντανακλαστικών για να το ερμηνεύσουμε. Πριν όμως θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση: κοντεύει σχεδόν μήνας και παρακολουθούμε καθημερινά εκτεταμένα ρεπορτάζ στα μέσα, για τις δυο εμπλεκόμενες, για την ομορφιά τους, τις σχέσεις τους, τις επαγγελματικές ή όποιες άλλες δραστηριότητές τους. Το θέμα είναι «πιασάρικο»: όμορφες γυναίκες που οδηγούνται στα άκρα για τα μάτια (ή, κατ` άλλους, το πορτοφόλι) ενός άντρα. Πριν όχι πάρα πολλά χρόνια, μια γυναίκα μετανάστρια και εργαζόμενη στην καθαριότητα, μια γυναίκα που πάλευε για τα δικαιώματα τα δικά της και των συναδελφισσών της, δέχτηκε μαφιόζικη επίθεση από μια ομάδα αγνώστων που όχι μόνο της έκαψαν με βιτριόλι το πρόσωπο, αλλά και την εξανάγκασαν να το πιει! Οι ένοχοι δε βρέθηκαν ποτέ και η πρόδηλη ταξικότητα του εγκλήματος δεν το έκανε πολύ κατάλληλο για θέμα προς ευρεία κατανάλωση για τα δελτία των 7. Και όταν το θύμα, η κυρία Κούνεβα (ανεξάρτητα από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ κριτική που μπορεί να ασκηθεί στις ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ προτιμήσεις και επιλογές της) δεν επανεξελέγη ευρωβουλεύτρια, δέχτηκε τη χλεύη επιφανούς στελέχους του νυν κυβερνώντος κόμματος, ο οποίος αναρωτιόταν σε ανάρτησή του, αν είναι άραγε ελεύθερη το Σάββατο που έχει να κάνει σπίτι του γενική καθαριότητα.
Κερασάκι στην τούρτα: τα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ξεχωρίζουν –και μάλιστα γραμμένα από γυναίκες– διαμαντάκια του τύπου «καλά της έκανε της αντροχωρίστρας». Κι έτσι έχουμε μια γυναικοκτονία που διαπράττεται από γυναίκα, η οποία, μεταξύ άλλων, μαθαίνει να στρέφεται εναντίον του ίδιου του φύλου της.

Δεν θεωρώ ότι το ψυχολογικό προφίλ της δράστιδας είναι το κλειδί για την ερμηνεία της πράξης της. Θαρρώ ότι πρέπει να πάμε πολύ πιο βαθιά, να ψάξουμε τον τρόπο με τον οποίο διαπαιδαγωγείται η γυναίκα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στον πυρήνα αυτής της διαπαιδαγώγησης βρίσκεται πάντα η αυτό – θεώρηση της γυναίκας ως εμπόρευμα: η γυναίκα πρέπει να μάθει να «εμπορεύεται» τον εαυτό της ώστε να εξασφαλίσει την επιτυχία και την ευτυχία στο πρόσωπο του «καλού γαμπρού». Η μόρφωση, εντός ή εκτός εισαγωγικών, η ένταξη στην παραγωγή (που, χωρίς άλλο, αποτελεί το πρώτο βήμα για τη γυναικεία χειραφέτηση) είναι ιδιότητες που προσθέτουν αξία στο εμπόρευμα–εαυτός. Ως πρώτο προσόν βέβαια εξακολουθεί να θεωρείται η ομορφιά  – γι` αυτό και η δράστιδα δεν σκοτώνει την αντίζηλο, αλλά καταστρέφει το πρόσωπό της.

Αν η εμβληματική «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, σκοτώνει τις ομόφυλές της στην παιδική τους ηλικία για να απαλλάξει τις ίδιες από το βάρος μιας δύσκολης ζωής και τους γονιούς τους από το βάρος της προίκας, αν δηλαδή στον πυρήνα της στρεβλωμένης κοσμοθεωρίας της υπάρχουν κάποια ψήγματα κοινωνικής συνείδησης, στη βιτριολίστρια του 21ου αιώνα, υπάρχει μόνο το ατομικό όφελος, η προσδοκία της ατομικής ευημερίας, σε μια κοινωνία και σε μια εποχή όπου το χρήμα διαβρώνει και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Αν περάσουμε, από τις ατομικές περιπτώσεις, στη μεγάλη εικόνα της περιόδου, θα δούμε ακόμα ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας – με θύματα κυρίως γυναίκες αλλά και παιδιά– έχουν εκτιναχτεί σε παγκόσμιο επίπεδο στην περίοδο της καραντίνας. Επαναλαμβάνω: η γενικότερη συντηρητικοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνιών αποτυπώνεται και στη θέση της γυναίκας. Πράγμα που σημαίνει ότι για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, για τους κομμουνιστές, είναι πάντα ανοιχτό (και με νέους όρους και με νέες συνθήκες) το πεδίο της πάλης που αφορά τη συνειδητοποίηση της γυναίκας, την ανάπτυξη του κινήματος για τη χειραφέτησή της και τη σύνδεσή του με τα ευρύτερα και βαθύτερα ζητήματα που τίθενται από τις ανάγκες της εποχής. Σ` ένα τέτοιο πλαίσιο, οπωσδήποτε δε βοηθούν απόψεις που εκφράζονται από γυναικείες ή και ευρύτερα πολιτικές συλλογικότητες, που θεωρούν το γυναικείο κίνημα αποκλειστικά και μόνο ως ζήτημα «φύλου». Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται σε ένα μόνο βαθμό από τη βιολογική του υπόσταση: κυρίως διαμορφώνεται από τις κοινωνικές δομές μέσα στις οποίες ζει. Αυτές καθορίζουν κατά μεγάλο μέρος τις ατομικές συμπεριφορές και, οπωσδήποτε, τις κοινωνικές. Η επιμονή στα «έμφυλα» (καταχρηστικά χρησιμοποιώ τον όρο, τον θεωρώ πέρα για πέρα κακά ελληνικά) του γυναικείου ζητήματος, ενώ υποτίθεται ότι βάζει σε δεύτερη μοίρα τα βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου, στην ουσία τα αναδεικνύει ως απόλυτο κριτήριο των συμπεριφορών των φύλων: «κακός άνδρας = θύτης» vs «καλή γυναίκα = θύμα».

Το σχήμα είναι πολύ πιο περίπλοκο και ανεπίλυτο αν δεν εισαγάγουμε σ` αυτό, ως βασικό παράγοντα τη βασική –δεν θα κουραστούμε να το λέμε– αιτία της καθυπόταξης της γυναίκας που είναι η διαμόρφωση των ταξικών κοινωνιών και του κράτους. Ούτε –από την άλλη- θα επιμείνω να αποδείξω ότι και οι άντρες που συμμετέχουν στο κίνημα έχουν λυμένο σε προσωπικό αλλά και ιδεολογικό επίπεδο το ζήτημα της θέσης της γυναίκας και των αιτίων της ανισοτιμίας της. Και σε αυτό το σημείο έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε.

Το γυναικείο ζήτημα χρειάζεται βαθιά και εμπεριστατωμένη θεωρητική μελέτη, αλλά χρειάζεται και οργανωμένη προσπάθεια να ενταχτούν όλο και περισσότερες γυναίκες στην ενεργό πολιτική δράση. Χρειάζεται εξειδίκευση στην ανάδειξη των «ιδιαίτερων» γυναικείων αιτημάτων (προφανώς δεν θα περιμένουμε το σοσιαλισμό για να αποσπάσουμε ή να περιφρουρήσουμε κατακτήσεις για τις γυναίκες) αλλά και γερό δέσιμο με το κίνημα που εκφράζει την κυρίαρχη αντίθεση, εκείνη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Και ναι, θα περιμένουμε το σοσιαλισμό για την οριστική και τελεσίδικη κατάργηση της ανισοτιμίας – κάτι που δεν θα γίνει καν από τον πρώτο καιρό, όσο κι αν αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο.

 

Υ.Γ: Κατά τη γνώμη μου, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται από τους προοδευτικούς ανθρώπους, ιδιαίτερα δε από τους κομμουνιστές που έχουν μια σοβαρή ιδεολογική και κοσμοθεωρητική σκευή) είναι ο σχετικισμός του κριτηρίου. Τι εννοώ με τούτο: πολλές φορές, ιδιαίτερα μαχητικές συλλογικότητες σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα που εμφανίζονται ως άτεγκτοι υπερασπιστές των δικαιωμάτων των γυναικών είναι οι ίδιοι φορείς οι οποίοι στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας και της αποδοχής του διαφορετικού, κάνουν τα στραβά μάτια σε έκδηλες εκφάνσεις γυναικείας καταπίεσης που θάλλουν και ανθούν στο μουσουλμανικό κόσμο. «Η προσφυγιά είναι γερή ταυτότητα», όπως γράφει η σπουδαία Ιωάννα Καρυστιάνη, δεν είναι όμως και κολυμβήθρα του Σιλωάμ για αντιλήψεις ξεπερασμένες από την ιστορία και, κυρίως, από το λαϊκό κίνημα. Και για τη θέση της γυναίκας λοιπόν – και μάλιστα της γυναίκας των λαϊκών στρωμάτων – το κριτήριο και οι στόχοι που απορρέουν από αυτό θα πρέπει να είναι ενιαία: χειραφέτηση μέσα από την εργασία, αυτοδιάθεση του σώματός της, ένταξή της σε λαϊκούς αγώνες, εθνικοαπελευθερωτικούς (όπου ακόμα υπάρχει τέτοια ανάγκη) ή κοινωνικούς, συμπόρευσή της με το επαναστατικό υποκείμενο των καιρών μας, την εργατική τάξη και την πολιτική της έκφραση.


 

[1] Από το μυθιστόρημα της κομμουνίστριας γερμανίδας συγγραφέως Άννα Ζέγκερς «Ο έβδομος σταυρός».

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας