08/03/2021
Στις 25 Γενάρη διενεργούνται βουλευτικές εκλογές, οι οποίες έχουν ευρύτερη σημασία. Είναι πιθανόν να καθορίσουν γενικότερα τις τάσεις και τις εξελίξεις για σημαντικό διάστημα.
Ο Εργατικός Αγώνας έδωσε με ανακοίνωσή τις εκτιμήσεις του για τη σημασία και την επίδραση τους. Δεν θα πούμε εδώ κάτι περισσότερο. Θέλουμε να σημειώσουμε μόνο ότι με βάση το σύνολο των δημοσκοπήσεων και την καθημερινή επικοινωνία με τους εργαζόμενους, αν δεν συμβεί κάποιο μεγάλο γεγονός που θα αλλάξει άρδην τις διαθέσεις και τη συμπεριφορά του λαού, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα, δύσκολα όμως με τέτοιο ποσοστό που να του εξασφαλίζει αυτοδυναμία. Η ηγεσία του επίσης ξεκαθάρισε ότι επιδιώκει την αυτοδυναμία με όλες τις δυνάμεις του, αλλά θα απευθυνθεί και σε άλλα κόμματα- ΑΝΕΛ, ΚΚΕ, …- για κοινή δράση μετεκλογικά και πιθανόν για συμμετοχή στην «Κυβέρνηση της Αριστεράς».
Επίσης από κάθε πλευρά τονίζεται ότι το ΚΚΕ πιέζεται σε μεγάλο βαθμό, έχει απώλεια ψήφων και κινδυνεύει να συρρικνωθεί. Να σημειώσουμε επίσης ότι δεν αποκλείεται να μείνουν άκαρπες οι προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης και να οδηγηθεί η χώρα σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Τότε ο κίνδυνος μεγάλων απωλειών των δυνάμεων της αριστεράς και ιδιαίτερα του ΚΚΕ θα είναι πολύ μεγαλύτερος. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι εύκολο να αντιληφθούμε τις συνέπειες για την εργατική τάξη και το ίδιο το κόμμα. Όπως είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι τυχόν λάθος επιλογές και θέσεις στην προεκλογική περίοδο και λάθος τακτική θα έχουν σοβαρές συνέπειες.
Με βάση τα παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ θα απευθυνθεί στις πολιτικές δυνάμεις που προηγουμένως αναφέραμε για συνεργασία. Τίθεται αμέσως το ερώτημα: Ποια θέση είναι αυτή που εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στη σημερινή συγκυρία και κατά συνέπεια, με ποιες θέσεις πρέπει να προσέλθουν οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη στη συζήτηση αυτή; Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση.
Καταρχήν, τα πολιτικά κόμματα πρέπει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση και όχι μόνον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όποιου κόμματος πάρει διερευνητική εντολή και απευθύνει πρόσκληση. Αυτό φυσικά θα πρέπει να γίνει για λόγους ουσιαστικούς και όχι για λόγους επικοινωνιακούς. Το γράφουμε αυτό γιατί έχουμε πικρή και επώδυνη εμπειρία.
Το επόμενο ζήτημα είναι με ποια κριτήρια θα εξεταστεί η κατάσταση και θα διατυπωθούν οι θέσεις και το πλαίσιο συγκεκριμένα. Είναι λάθος ένα πολιτικό κόμμα να προσέλθει με ένα πλαίσιο που συγκροτείται από στρατηγικούς στόχους. Μια τέτοια ενέργεια μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί και όχι άδικα ως «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε», ότι δεν μας ενδιαφέρει η ουσία, το αύριο του λαού, αλλά μόνο να κερδηθούν οι εντυπώσεις. Πρέπει να είναι σαφές επίσης ότι οι θέσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαγγείλει με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης καθώς και η γενικότερη πολιτική του, η στάση του απέναντι στην αστική τάξη, την ΕΕ και τις ΗΠΑ, οι δεσμεύσεις που φαίνεται να έχει αναλάβει, δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμφωνία συνεργασίας μαζί του. Είναι πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης με κάποια μέτρα ανακούφισης της ακραίας φτώχειας και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα τύχει της έγκρισης των Γερμανών και της ΕΕ. Δεν μπορεί επίσης το πλαίσιο αυτό να είναι ολοκληρωμένο πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων με κατεύθυνση βαθιές ανατροπές προς το σοσιαλισμό.
Οι θέσεις με τις οποίες θα προσέλθει η εργατική τάξη στις συζητήσεις αυτές πρέπει να παίρνουν υπόψη:
Φυσικά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μιλάμε για κυβερνητική λύση που προκύπτει από εκλογές, στις συγκεκριμένες συνθήκες και συσχετισμούς, καθώς επίσης ότι το χρονικό βάθος υλοποίησής τους είναι στην καλύτερη περίπτωση η τετραετία.
Με όλα τα προηγούμενα θεωρούμε ότι το πλαίσιο αυτών των αιτημάτων μπορεί να περιλαμβάνει:
Είναι φανερό ότι τα παραπάνω μέτρα δεν είναι αποδεκτά από την ΕΕ. Παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ και εφαρμογή αυτής της πολιτικής δεν μπορεί να εννοηθεί. Τίθεται λοιπόν στη συζήτηση και συμφωνείται ότι:
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές ένα, κατά τη γνώμη μας ικανοποιητικό πλαίσιο. Είναι βάση για συζήτηση και συμφωνία. Πίσω απ' αυτό, οι τυχόν υπερβολικές υποχωρήσεις οδηγούν στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στους σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Με βάση ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να υπάρξει συμφωνία, η οποία δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να οδηγήσει σε συμμετοχή στην κυβέρνηση ούτε ακόμη και σε θετική ψήφο στη βουλή, αλλά μόνο σε στάση ανοχής. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια συμφωνία θα είναι θετικό γεγονός, μπορεί να ανοίξει το δρόμο στην πολιτική ζωή και νέες δυνατότητες στη ριζοσπαστική και κομμουνιστική αριστερά, ιδιαίτερα αν η συμφωνία αυτή υλοποιηθεί. Και επειδή ακούγεται ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να δείξει εμπιστοσύνη στο ΣΥΡΙΖΑ για μια τέτοια συμφωνία, ότι μπορεί να συμφωνήσει και την επόμενη να μην υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα, εμείς τονίζουμε ότι δεν είναι δυνατόν με τέτοια κριτήρια να προχωρούν οι συζητήσεις και οι τυχόν συμφωνίες. Σε κάθε περίπτωση καθένας παίρνει τις ευθύνες του. Προτείνουμε, συζητάμε, και συμφωνούμε ανοιχτά μπροστά στην εργατική τάξη και το λαό, σεβόμαστε τις δεσμεύσεις μας και απαιτούμε από τον καθένα να είναι συνεπής. Σε τελική ανάλυση η εργατική τάξη κρίνει τον καθένα μας, και θα αποδώσει «τα του καίσαρος τω καίσαρι».
Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο πλαίσιο είναι εκτός λογικής του προγράμματος και των προθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θεωρούμε πιθανό ότι θα γίνει αποδεκτό. Ακόμη ότι βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης και των πολιτικών δυνάμεων που την εκφράζουν. Σημασία όμως έχει ότι θα τύχει μεγάλης αποδοχής από τον εργαζόμενο λαό και θα βρει επίσης ανταπόκριση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που υπάρχουν σημαντικές αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις, καθώς και σε άλλους πολιτικούς χώρους. Γι' αυτό είναι ανάγκη για όλα αυτά να ενημερωθεί αναλυτικά ο ελληνικός λαός και να αναπτυχθεί ισχυρή καμπάνια που θα αγκαλιάσει όλη τη χώρα. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να αποκρουστεί η προσπάθεια ψηφοθηρίας σε βάρος των δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς και να διαμορφωθούν προϋποθέσεις ευρύτερης λαϊκής συσπείρωσης. Η επιθετική αυτή στάση είναι τουλάχιστον η καλύτερη άμυνα. Σε διαφορετική περίπτωση οι επιπτώσεις θα είναι μεγάλες και καθένας πρέπει να πάρει τις ευθύνες του.