Εργατικός Αγώνας

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και το εργατικό κίνημα

Γράφει ο Στωικός

Ενώ συμπληρώνονται τρεις μήνες διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, θολό τοπίο συνεχίζει να καλύπτει το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς» για την επίτευξη συμφωνίας που θα ξεμπλοκάρει τη δόση των 7,5 δις. ευρώ.

Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί και τον κορμό του κυβερνητικού σχήματος, έχει ήδη βάλει πολύ νερό στο κρασί του, σε σχέση με τις προεκλογικές διακηρύξεις του 2012.

Από το «καμία θυσία για το Ευρώ» που διακήρυττε την περίοδο 2010 – 2012, η ηγετική του ομάδα υπό τον Α. Τσίπρα, φρόντισε να καθησυχάσει την αστική τάξη της χώρας, ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει την Ελλάδα στο Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τους καθησύχασε δηλαδή ότι δεν έχει καμία πρόθεση να αμφισβητήσει τον ένα από τους δύο πυλώνες της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης της χώρας από το δυτικό κεφάλαιο.

Από την κατάργηση των μνημονίων, των εφαρμοστικών νόμων και της διαγραφής του «επαχθούς» μέρους του χρέους, αμέσως μετά τις εκλογές του 2012, πέρασε στις θέσεις της επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου, ενώ εισήγαγε την καινοφανή θεωρία «άλλο τα μνημόνια και άλλο η δανειακή σύμβαση», δημιουργώντας αυταπάτες, ότι είναι δυνατό να παίρνουμε τα χρήματα της δανειακής σύμβασης, χωρίς παράλληλα να εφαρμόσουμε το μνημόνιο.

Η διολίσθηση των θέσεων του «επί το ρεαλιστικότερο», συνεχίστηκε και επιταχύνθηκε μάλιστα στην προεκλογική και μετεκλογική περίοδο των τελευταίων εκλογών της 25ης Γενάρη του 2015. Το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, ενσωμάτωνε ουσιαστικά μέτρα ανθρωπιστικού χαρακτήρα , καθώς και μέτρα ανακούφισης πλατύτερων λαϊκών στρωμάτων που είχαν πληγεί από τη λαίλαπα των μνημονίων, όπως η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, η θέσπιση αφορολόγητου ορίου στα 12.000 ευρώ, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων κλπ.

Από όλα αυτά τα μέτρα, κανένα δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη και ακόμη χειρότερα, με τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, η ελληνική πλευρά ανέλαβε τη δέσμευση να μην προβεί σε μονομερείς ενέργειες, ήτοι να μη νομοθετεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των «θεσμών»

Στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, από την καταγγελία της εκποίησης του δημόσιου πλούτου από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, περάσαμε στη θέση ότι η νέα κυβέρνηση θα σεβαστεί τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη γίνει, ή αυτές που βρίσκονται σε φάση ολοκλήρωσης. Ενώ ο υπουργός Ναυτιλίας Θ. Δρίτσας, το βράδυ των εκλογών έσπευσε να δηλώσει ότι σταματάει η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας παρέσχε τη διαβεβαίωση του για τη συνέχιση της ιδιωτικοποίησης,   σε ομιλία που έκανε λίγες ημέρες μετά, με αφορμή την επίσκεψη κινεζικού πολεμικού πλοίου στον Πειραιά.

Στο θέμα των μεταλλείων χρυσού στη Β. Χαλκιδική, αν και προεκλογικά είχε κάνει σημαία το σταμάτημα των εργασιών των μεταλλείων και είχε υιοθετήσει τις θέσεις των κατοίκων που αντιδρούσαν στην εξόρυξη, σήμερα κρατά επαμφοτερίζουσα στάση. Αν και η φράση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιεικής μετά τον ξυλοδαρμό των κατοίκων από τα ΜΑΤ του Πανούση και της «πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς…».

Το ίδιο θολό τοπίο επικρατεί και με την «επένδυση» του Ελληνικού, παρά τις σφοδρές καταγγελίες που είχε εξαπολύσει προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Παρ’ όλα αυτά, στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, δεν τα έχουν ακόμα βρει. Και ο λόγος είναι ότι οι τελευταίοι πιέζουν για πλήρη ευθυγράμμιση της κυβέρνησης στις απαιτήσεις τους. Οι οποίες αφορούν τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων, τη λήψη νέων μέτρων στα εργασιακά («απελευθέρωση» των απολύσεων) και νέες αντιλαϊκές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό (νέες περικοπές στις συντάξεις). Επί της ουσίας δηλαδή ζητούν την εφαρμογή του περιβόητου I – mail Χαρδούβελη, το οποίο, ούτε η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησε να εφαρμόσει.

Και στο σημείο αυτό φαίνεται ότι υπάρχει εμπλοκή. Αν και ηγετική ομάδα υπό τον Α. Τσίπρα, είναι έτοιμη να κάνει και νέες υπαναχωρήσεις στο πνεύμα του «έντιμου συμβιβασμού», δεν είναι και διατεθειμένη να κάνει και στριπτίζ, όπως της ζητά η τρόικα – «θεσμοί» και η εποπτεύουσα αρχή (γερμανική κυβέρνηση).

Και ο λόγος είναι απλός. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή μια νέα ΝΔ, το πιο πιθανό είναι να δει τα εκλογικά του ποσοστά να καταρρέουν και να κατρακυλά πάλι στο 4%. Αλλωστε υπάρχει και προηγούμενο. Όσα κόμματα διαχειρίστηκαν τα μνημόνια, είτε κατέρρευσαν (ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ), είτε είδαν τα ποσοστά τους να συρρικνώνονται στα χαμηλότερα μεταπολιτευτικά επίπεδα (ΝΔ). Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί θα αποτελούσε εξαίρεση;

 

Η στάση του εργατικού κινήματος απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

Για να τοποθετηθούμε στο θέμα αυτό, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δύο ζητήματα: α) τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως προς τις κοινωνικές – ταξικές του αναφορές β) η στάση της αστικής τάξης στη σημερινή συγκυρία.

Ως προς το πρώτο. Είναι αρκετά δύσκολο να προσδιορίσουμε τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί σήμερα το κόμμα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο και είναι υπό διαμόρφωση.

Η δυσκολία μιας τέτοιας προσέγγισης γίνεται κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη ότι σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ( Ιούνης 2012 – Γενάρης 2015) αλλά πολύ πυκνό σε ότι αφορά τις πολιτικές εξελίξεις, αναδιαρθρώθηκε πλήρως το πολιτικό σύστημα της χώρας, καθώς κραταιοί πολιτικοί σχηματισμοί του παρελθόντος (ΠΑΣΟΚ), τείνουν να εξαφανιστούν, κόμματα δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός για να εξαφανιστούν στη συνέχεια (ΔΗΜΑΡ), ή να επιβιώσουν οριακά (ΑΝΕΛ), το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής εδραιώθηκε στην ελληνική κοινωνία, ενώ ένα οπορτουνιστικό κόμμα της Αριστεράς – ο ΣΥΡΙΖΑ – εκτοξεύτηκε από το 4% στο 27% τον Ιούνη του 2012 και στο 36% το Γενάρη του 2015, ποσοστό που του επέτρεψε να σχηματίσει κυβέρνηση.

Και η δύναμη που πυροδότησε αυτές τις εξελίξεις και τις ανακατατάξεις και ταρακούνησε συθέμελα την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, είναι, κατ’ αρχάς η οικονομική κρίση και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν από την αστική τάξη και τους διεθνείς της συμμάχους για το ξεπέρασμα της (μνημονιακές πολιτικές).

Και η μεταβατική περίοδος που διέρχεται η ελληνική κοινωνία θα συνεχιστεί, όσο συνεχίζεται η οικονομική κρίση και οι αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζονται για τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στη χώρα μας. Από την άποψη αυτή, οι κλυδωνισμοί στο αστικό πολιτικό σύστημα, αναμένεται να συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα και θα ήταν ευχής έργο, το εργατικό κίνημα της χώρας να εκμεταλλευτεί αυτή την πολιτική αστάθεια και να επιφέρει αποφασιστικά χτυπήματα σε ένα κοινωνικό – οικονομικό – εκμεταλλευτικό σύστημα που λεηλατεί τις ζωές εκατομμυρίων εργαζομένων. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονται και οι κατάλληλες πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν υπάρχουν σήμερα και παραμένουν ζητούμενο.

Αν λόγο της πολιτικής ρευστότητας και της μεταβατικής περιόδου, την οποία διέρχεται η ελληνική κοινωνία, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί το κόμμα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (γιατί και ο ίδιος ο χώρος βρίσκεται υπό διαμόρφωση), θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα από μια άλλη σκοπιά. Θα επιδιώξουνε να δούμε ποιες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αντιπολίτευση, οι οποίες τον στήριξαν και του έδωσαν τη δυνατότητα να γίνει το κόμμα του 36% και η σημερινή κυβέρνηση.

Ήταν εκείνες οι κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες εμπιστεύτηκαν τις «αντιμνημονιακές» του διακηρύξεις.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σταθούμε. Τι ήταν αυτή η «αντιμνημονιακή» πολιτική που εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ; Ηταν ένας καπιταλισμός χωρίς τις μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από το Μάρτη του 2010 ως και πρόσφατα. Ολοι όσοι εκφράστηκαν από την «αντιμνημονιακή» ρητορική, δεν επεδίωκαν ριζοσπαστικές αλλαγές που θα αμφισβητούσαν τα βάθρα του συστήματος καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και θα άνοιγαν το δρόμο προς τη σοσιαλιστική προοπτική της ελληνικής κοινωνίας. Απλώς ζητούσαν την επαναφορά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στην «ήρεμη περίοδο» της προ του Μάρτη 2010 εποχής.

Αλλά αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση και μια χίμαιρα. Το να κλείνεις τα μάτια σου για να μη δεις την τεραστίων διαστάσεων οικονομική κρίση που έπληξε το διεθνή καπιταλισμό, το να μη θέλεις να αποδεχτείς ότι μετά την εκδήλωση της κρίσης, δεν υπάρχει επιστροφή στο χθες, αλλά ότι πρέπει επιλέξεις συμμάχους, να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις, όλα αυτά είναι γνωρίσματα των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, όλων εκείνων των δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Ηταν ακριβώς αυτοί, που δεν ήθελαν τα μνημόνια, γιατί τους ανέτρεπαν βίαια τη ζωή και την κοινωνική τους θέση, αλλά από την άλλη δεν είχαν καμία διάθεση να έρθουν σε ρίξει με τον καπιταλισμό ( που προκάλεσε την κρίση), για τον απλούστατο λόγο ότι συνδέονται μαζί του με το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Γιατί οι μικροαστοί έχουν ιδιοκτησία και πάντα προσδοκούν ότι θα την μεγαλώσουν και θα την αυγατίσουν. Ότι κάποια μέρα θα γίνουν αστοί στη θέση των αστών.

Τα μικροαστικά αυτά στρώματα εξέφρασαν οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η «αντιμνημονιακή» του ρητορική. Μια ρητορική, η οποία έφτανε μέχρι την καταγγελία των μνημονίων και απέφευγε να θίξει τις αιτίες που μας οδήγησαν στα μνημόνια– η αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της μας οδήγησαν σε αυτά – γιατί τότε θα έπρεπε να στραφεί κατά του ίδιου του καπιταλισμού που προκαλεί τις κρίσεις και του συστήματος της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης που επέτρεψε στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να εξάγουν την κρίση στις πιο αδύνατες και εξαρτημένες χώρες. Αλλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να πάει τόσο μακριά, γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις που την στήριξαν, δεν ήθελαν να πάνε τόσο μακριά.

Αυτό ήταν το μικροαστικό ρεύμα που εκδηλώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων που ακολούθησαν.

Και το εργατικό κίνημα; Το εργατικό κίνημα παρέμεινε παροπλισμένο και επί της ουσίας παρασύρθηκε από το ρεύμα των μικροαστών, για τον απλούστατο λόγο, ότι σε μια περίοδο σοβαρού κλυδωνισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά και της ίδιας της αστικής τάξης της χώρας, βρέθηκε χωρίς πολιτικές θέσεις, χωρίς πολιτικό πλαίσιο πάλης. Οι ανεκδιήγητες επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ τη συγκεκριμένη περίοδο – αλλά και σήμερα – η άρνηση της να καταθέσει πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση που θα υπερβαίνει τον αστικό ορίζοντα και θα ανοίγει το δρόμο προς το σοσιαλισμό, οδήγησαν στον ιδεολογικό και πολιτικό αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, το οποίο έγινε «ουρά» του μικροαστικού ρεύματος.

Δεν ήταν μοιραίο να επικρατήσει το μικροαστικό αυτό ρεύμα με τα κούφια και ανεδαφικά «αντινημονιακά» συνθήματα. Αυτό έγινε γιατί την κρίσιμη ώρα, όταν εκατοντάδες χιλιάδες λαού βρισκόταν στους δρόμους και συγκρούονταν με τις δυνάμεις καταστολής και τους παρακρατικούς προβοκάτορες, η ηγεσία του ΚΚΕ λιγοψύχησε, δείλιασε, αρνήθηκε να πάρει ενωτικές πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν στο σχηματισμό ενός πανίσχυρου κινήματος που θα έθετε στην ημερησία διάταξη την υλοποίηση ώριμων προς επίλυση στη λαϊκή συνείδηση, βαθιών ριζοσπαστικών αλλαγών – πρώτα και κύρια την έξοδο από την ΕΕ – οι οποίες συνιστούν τα αναγκαία βήματα που πρέπει να διανύσουμε για τα φτάσουμε στο σοσιαλισμό.

Μοιραία το ελπιδοφόρο αυτό κίνημα, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και ο κόσμος χαμήλωσε τον πήχη των προσδοκιών, αναμένοντας πλέον τις κοινοβουλευτικές εξελίξεις, οι οποίες όμως – όπως πάντα – συντελούνται ερήμην του.

Και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κουβαλά πάνω της όλες τις αντιφάσεις της ύπαρξης της. Από τη μία μεριά πρέπει να παίρνει υπόψη της, όλο εκείνο το μικροαστικό «αντιμνημονιακό» ρεύμα που την οδήγησε στην κυβερνητική εξουσία. Ένα μικροαστικό ρεύμα που θέλει καπιταλισμό χωρίς μνημόνια.

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται αντιμέτωπη με τον αστικό της ορίζοντα. Δεν επιθυμεί ρήξεις, όχι μόνο με τον καπιταλισμό, αλλά ούτε και με το σύστημα της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης (ΕΕ – ΝΑΤΟ). Εξ ου και οι διαβεβαιώσεις Τσίπρα, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγγυάται την παραμονή της Ελλάδας στην ΟΝΕ και το Ευρώ.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ταλαντεύεται σήμερα, ανάμεσα στην ανάγκη υλοποίησης ενός προγράμματος προκειμένου να ικανοποιήσει εκείνους που τον έφεραν στη θέση που είναι σήμερα και των αναγκαιοτήτων που προκύπτουν από τη θέση της χώρας, ως μέλους της ευρωζώνης και της ΟΝΕ.

Εκ των πραγμάτων προκύπτει αντίφαση.

 

Η αστική τάξη

Η αστική τάξη της χώρας, δεν βρίσκεται και στα καλύτερά της. Η οικονομική κρίση, άφησε πίσω της ένα σωρό ερειπίων, με τις τράπεζες – την κορωνίδα του ελληνικού κεφαλαίου – να οδηγούνται σε χρεοκοπία και , παρά τις μεγάλες ενέσεις ρευστότητας που τους χορήγησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η ΕΚΤ από το 2007 ως σήμερα, δεν έχουν ακόμα συνέλθει και δεν είναι σε θέση να επιτελέσουν το έργο τους. Αυτό της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, ώστε να αρχίσει ένας νέος κύκλος κοινωνικής αναπαραγωγής και κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία διαδραματίζουν νευραλγικό ρόλο στην ιδεολογική χειραγώγηση των εργαζομένων, έχουν οδηγηθεί και αυτά σε οικονομική χρεοκοπία, καθώς χρωστάνε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στις τράπεζες. Το κυριότερο όμως είναι, η ιδεολογική και πολιτική τους χρεοκοπία, καθώς, η απροκάλυπτη και απροσχημάτιστη στήριξη που προσέφεραν στις αστικές κυβερνήσεις, οι προβοκάτσιες που έστησαν σε βάρος των λαϊκών αγώνων, τους οποίους συστηματικά συκοφαντούσαν, τα παιγνίδια με επιχειρηματικούς ομίλους και η ενεργή παρέμβαση στο μοίρασμα της λείας των φιλέτων της κρατικής περιουσίας, τα έχει καταστήσει αναξιόπιστα στα μάτια του ελληνικού λαού.

Το αστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο τα χρόνια των μνημονίων πρωτοστάτησε σε μια άνευ προηγουμένου λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων, έχει υποστεί σημαντικά ρήγματα. Το ΠΑΣΟΚ του 4,7% δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο και ο πολιτικός του θάνατος είναι ζήτημα χρόνου.

Η συμμετοχή της ΝΔ στη κυβέρνηση Παπαδήμου και εν συνεχεία ο από κοινού σχηματισμός κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ – η οποία συνέχισε το καταστροφικό έργο της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ – είχε σαν συνέπεια να την εγκαταλείψουν μικρομεσαία στρώματα των αστικών κέντρων και της υπαίθρου που αποτελούσαν την παραδοσιακή εκλογική της βάση και να συρρικνωθεί στα χαμηλότερα εκλογικά ποσοστά της μεταπολίτευσης. Η αγριότητα των πολιτικών που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Παπαδήμου και Σαμαρά, την έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ο οποίος, στα πρόσωπα των υπουργών και των στελεχών που συμμετείχαν στις δύο αυτές κυβερνήσεις, βλέπει τους εφιάλτες που στοίχειωσαν τη ζωή του.

Το κόμμα της ΝΔ, δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστη εναλλακτική λύση για την αστική τάξη, και παραμένει ερωτηματικό αν στο προσεχές μέλλον θα μπορέσει να επανακάμψει ώστε να είναι σε θέση να διαδραματίσει τον παλιό του ρόλο ως δύναμη πολιτικής εναλλαγής στα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος.

Το ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ, αφού έκαναν την βρώμικη δουλεία σαν εφεδρείες του συστήματος και συνέβαλαν στη προώθηση των πολιτικών του μνημονίου, σήμερα έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη της χώρας.

Απομένει το θολό «Ποτάμι», που έχει συσπειρώσει στις τάξεις του ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους από όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής και λειτουργεί ως μοχλός πίεσης προς τη κυβέρνηση, στη κατεύθυνση να τα βρει πάση θυσία με τους δανειστές και να αποδεχτεί τους νέους αντιλαϊκούς όρους που αυτοί θέτουν. Αλλά λόγο της μικρής του πολιτικής επιρροής και των αμφιβολιών που υπάρχουν για το πολιτικό του μέλλον, δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη επιλογή για την αστική τάξη.

Τέλος η Χρυσή Αυγή, παρά τις αποδεδειγμένες διασυνδέσεις της με τμήματα της ελληνικής ολιγαρχίας (εφοπλιστές), τα οποία την χρηματοδοτούν και την στηρίζουν, δεν εντάσσεται στους άμεσους σχεδιασμούς της αστικής τάξης για τη συγκρότηση του αστικού μπλοκ εξουσίας που θα προασπίσει τα συμφέροντα της.

Με λίγα λόγια η αστική τάξη εμφανίζεται σήμερα να έχει ξεμείνει από αξιόπιστη πολιτική εκπροσώπηση, καθώς τα κόμματα που κυριαρχούσαν στη πολιτική σκηνή τα τελευταία 40 χρόνια, έχουν υποστεί μεγάλη φθορά, ενώ έχουν «καεί» και οι πολιτικές της εφεδρείες.

Εκ των πραγμάτων, επί του παρόντος, θα πρέπει να συνδιαλλαγεί με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με την προσδοκία ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις, οι οποίες θα αποκαταστήσουν την κυριαρχία της.

 

Το εργατικό κίνημα

Το εργατικό κίνημα στην παρούσα συγκυρία θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ασθενή θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα η αστική τάξη της χώρας.

Ποια πρέπει να είναι η στάση του απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση; Να πιέσει, ώστε αυτή να υλοποιήσει τις θετικές προεκλογικές της εξελίξεις, αν και θα πρέπει να είναι καθαρό, ότι αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν ουσιαστική λύση στα οξυμένα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων.

Το συνειδητό εργατικό κίνημα όμως, δεν μπορεί να γίνει παρακολουθητής της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και να μειώσει τις προσδοκίες του στα επίπεδα των όποιων θετικών εξαγγελιών της σημερινής κυβέρνησης.

Το κύριο καθήκον σήμερα για τους συνειδητούς εργάτες, είναι, να προβάλουν το δικό τους ανεξάρτητο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, που θα απηχεί τα πραγματικά τους συμφέροντα, καθώς και τα συμφέροντα των φτωχών μικρομεσαίων στρωμάτων. Και ένα τέτοιο πρόγραμμα θα έχει ως κύριο αίτημα την αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ. Μια σχέση, η οποία, ειδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, έχει κακοφορμίσει και σαπίζει απειλώντας την «υγεία» του ελληνικού λαού.

Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να αποτελέσει τη βάση συσπείρωσης των αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, να εκφράζει τα κοινωνικά – ταξικά συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού της χώρας, οι στόχοι του να υπερβαίνουν τον αστικό ορίζοντα και να χαράξει τα αναγκαία βήματα που πρέπει να διαβεί το εργατικό κίνημα για να συναντήσει το σοσιαλισμό.

Και κάτι τελευταίο. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων χρόνων, εκείνοι που απαντούν ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει πάση θυσία στο Ευρώ, συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά της τάξης του 70%.

Πιστεύουμε ότι οι εκτιμήσεις του ελληνικού λαού για την ΕΕ και το ευρώ, διαμορφώνονται από δύο παράγοντες. Από το εμπόριο τρόμου στο οποίο επιδίδονται η αστική τάξη, τα κόμματα της και ο αστικός τύπος, όπου και απειλούν το λαό, ότι αν φύγουμε από το Ευρώ θα έρθει κατακλυσμός. Εν τω μεταξύ η μοναδική τραγωδία που ζει ο λαός μας, είναι αυτή που προκαλούν οι πολιτικές των μνημονίων.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την υποστολή της σημαίας για την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ και την ΟΝΕ, από τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ. Σημαία την οποία επί δεκαετίες κρατούσε ψηλά το κόμμα, όχι μόνο ως σύνθημα. Όλα αυτά τα χρόνια, οι κομμουνιστές μελετητές είχαν κάνει σοβαρή ιδεολογική δουλεία, με τη συγγραφή δεκάδων έργων που τεκμηρίωναν επιστημονικά, ότι η ΕΟΚ – ΕΕ, από τη φύση της είναι εχθρική στα λαϊκά συμφέροντα.

Τις δραματικές ημέρες που ζούμε συμβαίνουν δύο πράγματα. Πρώτο: οι θέσεις του ΚΚΕ για την ΕΕ επιβεβαιώνονται πανηγυρικά. Δεύτερο: όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την επιβεβαίωση της ορθότητας των θέσεων των κομμουνιστών, η σημερινή ηγεσία του κόμματος απέσυρε το αίτημα της άμεσης αποδέσμευσης, ενώ αποσύρθηκε και από το αντίστοιχο ιδεολογικό – πολιτικό μέτωπο, αφήνοντας τους εργαζόμενους εκτεθειμένους στην ιδεολογική τρομοκρατία και τα σκοταδιστικά κηρύγματα των αστικών γραφίδων.

Ποιον συμφέρει αυτή η κατάσταση, ας το αναλογιστεί ο αναγνώστης.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας