Εργατικός Αγώνας

Οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ

Γράφει ο Στωικός

Αδοξα έληξε και η σύνοδος κορυφής της Ρίγα στη Λετονία, παρά τις διάχυτες προσδοκίες της ελληνικής πλευράς, ότι θα επέρχετο συμφωνία στο πνεύμα του «κοινού συμβιβασμού» και του «κοινού οφέλους».

Οι συναντήσεις του Τσίπρα με την Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ και τον Γάλλο Πρόεδρο Φ. Ολάντ, πέρα από τις φιλοφρονήσεις, δεν απέφεραν τίποτα το ουσιαστικό. Γάλλοι και Γερμανοί, μέσω διαρροών «κύκλων», έσπευσαν να προειδοποιήσουν την ελληνική πλευρά, ότι οι επαφές με τους «Θεσμούς» έχουν καθυστερήσει και ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να επισπεύσει, προκειμένου να κλείσει γρήγορα η συμφωνία και να αρθούν τα εμπόδια της χρηματοδότησης της Ελλάδας.

Συγκεκριμένα, εκκρεμεί από το Σεπτέμβρη του 2014 η χορήγηση της δόσης των 7,5 δις. ευρώ. Ως προϋπόθεση για την εκταμίευση της, ΕΕ, ΔΝΤ και ΕΚΤ, είχαν θέσει την εφαρμογή νέων επαχθών όρων (e- mailΧαρδούβελη). Δεν έχουν επίσης δοθεί 1,9 δις. ευρώ που αφορούν τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν σήμερα οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης.

Εντείνεται εν τω μεταξύ ο ψυχολογικός πόλεμος και από τις δύο πλευρές. Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Β. Σόιμπλε, ο οποίος εμφανίζεται να τηρεί την σκληρή γραμμή των δανειστών, έχει κατ΄επανάληψη δηλώσει, ότι αν η Ελλάδα θέλει να χρεοκοπήσει και να φύγει από το ευρώ, «εμείς δεν θα την εμποδίσουμε…». Παράλληλα διαρρέουν σενάρια για τη λειτουργία ενός παράλληλου νομίσματος, αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν. Παράλληλο νόμισμα το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από πιστωτικούς τίτλους με τους οποίους το ελληνικό Δημόσιο θα «πληρώνει» μισθούς, συντάξεις και τις οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, έως ότου αποκατασταθούν οι συνθήκες νομισματικής ομαλότητας…

Από τη δική τους πλευρά, κυβερνητικοί παράγοντες δηλώνουν δημόσια, ότι για την πληρωμή της δόσης προς το ΔΝΤ στις 6 Ιούνη, χρήματα δεν υπάρχουν και ότι το ελληνικό Δημόσιο θα επιδιώξει πρώτα να πληρώσει μισθούς και συντάξεις.

 

Τι ζητούν οι δανειστές, τι «δίνει» η Αθήνα

Οι ιμπεριαλιστικές χώρες, οι οποίες εκπροσωπούνται από τους «Θεσμούς», δεν έκρυψαν από την πρώτη στιγμή της διαπραγμάτευσης, ότι απαιτούν τη συνέχιση του μνημονιακού προγράμματος, το οποίο, να υπενθυμίσουμε, κανονικα έληγε στο τέλος του 2014, αλλά δόθηκε παράταση ως τα τέλη Ιούνη του 2015.

Συγκεκριμένα απαιτούν την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με την «απελευθέρωση» των ομαδικών απολύσεων, αλλά την υπαναχώρηση από την ελληνική πλευρά στο θέμα της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων, της χορήγησης της 13ης σύνταξης και της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

Στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, απαιτούν αύξηση των γενικών ορίων συνταξιοδότησης στα 70 χρόνια (από 67 σήμερα), την κατάργηση όλων των πρόωρων συντάξεων (αφορά τους κάτω των 62 ετών ασφαλισμένους), επανεργοποίηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, γεγονός που θα οδηγήσει σε νέα μείωση των κύριων και επικουρικών συντάξεων.

Απαιτούν επίσης νέα φορολογική επιδρομή, μέσω των αλλαγών του καθεστώτος ΦΠΑ, με την υιοθέτηση δύο συντελεστών, ενός κανονικού και ενός υψηλού. Αν γίνουν δεκτές οι θέσεις τους, τότε χιλιάδες προϊόντα που αποτελούν είδη βασικής ανάγκης (τρόφιμα, τιμολόγια ΔΕΚΟ), θα ανατιμηθούν, λόγω της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης.

Τι έχει δώσει μέχρι τώρα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Στη λογική του «έντιμου συμβιβασμού», η κυβέρνηση έχει υπαναχωρήσει από τη θέση της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την οποία είχε εκφράσει προεκλογικά.

Υπάρχει επίσης άτακτη υποχώρηση στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ συνεχίζεται κανονικά, όπως και η εκχώρηση σε γερμανικών συμφερόντων κρατική εταιρία, των 14 περιφερειακών αεροδρομίων της χώρας. Αλλά και «η σκανδαλώδης παραχώρηση του αεροδρομίου του Ελληνικού» – προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ – στον όμιλο Λάτση, φαίνεται να έχει «ξεχαστεί» και όλα δείχνουν ότι και η συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση θα προχωρήσει κανονικά. Υπαναχώρηση υπάρχει επίσης και στην εξόρυξη του χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής, όπου, το σταμάτημα των εργασιών από τις συγκεκριμένες εταιρίες εκμετάλλευσης, αποτελούσε προεκλογική σημαία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο, αποτελεί η μη αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των τεσσάρων «συστημικών» τραπεζών (Εθνική, Πειραιώς, AlphaBank, Eurobank), οι οποίες, αφού χρεοκόπησαν, χρηματοδοτήθηκαν στη συνέχεια με δάνεια που σύναψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στα πλαίσια της πολιτικής των μνημονίων. Με δεδομένο ότι το ελληνικό Δημόσιο κατέχει σήμερα την πολύ μεγάλη πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, τι ποιο λογικό, οι τράπεζες αυτές, να είχαν περάσει υπό δημόσιο έλεγχο. Όμως, σε πείσμα κάθε επιχειρηματικής –αστικής – λογικής, οι τράπεζες παραμένουν ιδιωτικές και συνεχίζουν να διοικούνται από τους παλιούς – χρεοκοπημένους – μεγαλομετόχους τους.

Στο σκέλος των φόρων, και ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για το νέο καθεστώς του ΦΠΑ, οι επιβαρύνσεις των λαϊκών στρωμάτων, είναι ήδη σημαντικές. Στις φετινές φορολογικές δηλώσεις, καταργούνται παντελώς οι φορολογικές εκπτώσεις για δαπάνες που επιβαρύνουν την οικογένεια (τόκοι στεγαστικών δανείων, ενοίκια κατοικιών, δίδακτρα σε φροντιστήρια κλπ). Ο μισητός ΕΝΦΙΑ διατηρείται και το 2015 και άγνωστο παραμένει τι θα τον αντικαταστήσει, ενώ σε ισχύ παραμένει και το χαράτσι της «εισφοράς αλληλεγγύης», η οποία μάλιστα αυξάνεται κατά 30% για εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ. Το δε αφορολόγητο των 12.000 ευρώ το παραπέμπουν στις ελληνικές καλένδες. Την ίδια στιγμή τα προκλητικά – προκλητικότατα φορολογικά προνόμια των εφοπλιστών παραμένουν άθικτα, όπως και όλο το φορολογικό – νομοθετικό πλαίσιο, που επιτρέπει στα αρπακτικά της χρηματιστικής ολιγαρχίας της χώρας, να μεταφέρουν στις τράπεζες του εξωτερικού και στους φορολογικούς παραδείσους, εκατοντάδες δις. ευρώ, που αποτελούν την υπεραξία που κάθε χρόνο δημιουργεί η απλήρωτη εργασία εκατομμυρίων εργαζομένων και την ιδιοποιείται μια χούφτα εκπροσώπων της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

 

Αδιέξοδο

Είναι προφανές, ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκει να έρθει σε συμβιβασμό με την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πατρόνες της χώρας και δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση την ρήξη. Γι’ αυτό είχε φροντίσει να ξεκαθαρίσει από την αρχή, ότι ο αντιμνημονιακός αγώνας έχει και τα όρια του. Και αυτά είναι η πάση θυσία παραμονή της χώρας στο ευρώ.

Ότι επιδιώκει συμβιβασμό με την αστική τάξη και τα ιμπεριαλισιτκά κέντρα, το λέει επίσης ξεκάθαρα. Επιδιώκει μαζί τους έναν «έντιμο συμβιβασμό». Οπου, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται να με διαταράξει τις σχέσεις και τις ισορροπίες με την αστική τάξη και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, από την άλλη όμως ζητά ένα δικό του χώρο δράσης, προκειμένου να εφαρμόσει πολιτικές «ήπιας» καπιταλιστικής διαχείρισης, μέσα από μια νέα σχέση κεφαλαίου – εργασίας, όπου τα βάρη της οικονομικής κρίσης δεν θα τα σηκώνουν μονομερώς οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία στρώματα, αλλά με ένα μέρος των βαρών θα επιβαρυνθεί και η αστική τάξη. Αυτό προϋποθέτει ένα πιο «δίκαιο» φορολογικό σύστημα, ένας στοιχειώδης επαναπροσδιορισμός των εργασιακών σχέσεων, μια ανόρθωση της κοινωνικής ασφάλισης και της παιδείας, υποβοηθητικά στοιχεία της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, όπου σημαίνοντα ρόλο θα έχει η «υγιής επιχειρηματικότητα».

Αλλά η οικοδόμηση μιας εκμεταλλευτικής κοινωνίας, η οποία θα στηρίζεται σε ένα «έντιμο συμβιβασμό» ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, βρίσκεται μόνο στα μυαλά των αμφιταλαντευόμενων μικροαστών, οι οποίοι κινούνται ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας – τάξεις με ασυμφιλίωτες και ανειρήνευτες αντιθέσεις μεταξύ τους – και, μέσα στην μικροαστική τους ονειροπόληση – αρνούνται να δουν κατάματα την πραγματικότητα και να λάβουν υπόψη τους τους νόμους εξέλιξης μιας ταξικής κοινωνίας, η οποία βρίσκεται στη φάση της ιστορικής της παρακμής.

Έτσι, ζητούν μια «ήπια» διαχείριση της οικονομικής κρίσης, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός – και όχι μόνο – καπιταλισμός, στηρίζει την επιβίωση του και τη διατήρηση της ανταγωνιστικής του θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, στη συνεχή αφαίρεση εργασιακών κατακτήσεων, είτε αυτό αφορά τα εργασιακά, είτε την κοινωνική ασφάλιση, είτε τη δημοσιονομική πολιτική, είτε τις ιδιωτικοποιήσεις.

Ως συνεπείς μικροαστοί, αρνούνται να καταλάβουν το πολύ απλό για τον κοινό νου. Ότι η εφαρμογή μιας στοιχειώδους φιλολαϊκής πολιτικής, είναι ασύμβατη με τη διατήρηση της χώρας, όχι μόνο στην ευρωζώνη, αλλά συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό. Η εφαρμογή φιλολαϊκής πολιτικής στις σημερινές συνθήκες, πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα δημοκρατικών, αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών αλλαγών, που θα υπονομεύουν τη θέση της αστικής τάξης στο εσωτερικό και θα αμφισβητήσουν το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης στο εξωτερικό.

Αυτές είναι οι δύο βασικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενός φιλολαϊκού προγράμματος προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, αλλιώς, οι όποιες φιλολαϊκές εξαγγελίες είναι αέρας κοπανιστός.

Ο ΣΥΡΙΖΑ φυσικά δεν είναι δύναμη ρήξης. Είναι δύναμη συμβιβασμού, μπλεγμένος μέσα στις αντιφάσεις της πολιτικής του. Είναι βέβαιο, ότι όσο η Ελλάδα παραμένει στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ενωση, η επίθεση σε βάρος του βιοτικού επιπέδου του λαού, δεν θα σταματήσει. Το πολύ – πολύ να μετριαστεί η ένταση της επίθεσης. Και λέμε το πολύ – πολύ, γιατί, τα πράγματα, όπως διαγράφονται σήμερα, δεν είναι καθόλου ρόδινα. Ακόμα και στην περίπτωση που οι δανειστές αποδεχτούν τους όρους της κυβέρνησης – πράγμα απίθανο – αυτό που θα γίνει είναι να συνεχίσουμε να παίρνουμε τις εναπομείνασες δόσεις της δανειακής σύμβασης για να πληρώνουμε τις δόσεις των δανείων στο ΔΝΤ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά τα χρήματα αυτά στο τέλος του Ιούνη τελειώνουν. Τι θα γίνει τότε; Οι Γερμανοί, από το 2014 ακόμη, εισηγήθηκαν ένα τρίτο πακέτο «βοήθειας» ύψους 30 – 40 δις. ευρώ, το οποίο θα συνοδεύεται από νέους δυσβάστακτους όρους (μνημόνιο), προκειμένου να παίρνουμε δόση για να πληρώσουμε ληξιπρόθεσμες δόσεις. Αδιέξοδο. Και αυτό το μαρτύριο της σταγόνας, προβλέπεται να κρατήσει ως το 2057(!!!) όταν και τελειώνει η εξόφληση των μνημονιακών δανείων, ύψους 312 δις. ευρώ σήμερα. Ανατριχιαστικό ακόμα και να το σκέπτεσαι.

 

Καπιταλιστική κρίση και κρίση του κομμουνιστικού κινήματος

Το έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν. Οι συνθήκες σήμερα – τα τελευταία 5 χρόνια – είναι ώριμες, ώστε το επαναστατικό κίνημα, να μετατρέψει την οικονομική κρίση του συστήματος, σε επαναστατική κρίση.

Αλλά, κατά τραγική ειρωνεία, η βαθιά οικονομική κρίση του διεθνούς καπιταλισμού, ήταν η αφορμή για την εκδήλωση της κρίσης του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας, η οποία ήδη σοβούσε από το παρελθόν. Γιατί και πως εκδηλώθηκε η κρίση αυτή, ο Ε.Α έχει γράψει κατ΄επανάληψη και δεν θέλουμε να επεκταθούμε.

Το μόνο που θα θέλαμε να επισημάνουμε, είναι, ότι τη στιγμή που ο «ελληνικός» καπιταλισμός είναι στρυμωγμένος στα σκοινιά, η ηγεσία του κόμματος ασχολείται με την αναθεώρηση της ιστορικής του πορείας. Ο δε ανεκδιήγητος Μαϊλης, επιχειρεί να κατεδαφίσει τις δικαιωμένες από την ιστορία θέσεις του κόμματος για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, παραχαράσσοντας ανερυθρίαστα τις λενινιστικές θέσεις για τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Ο παραχαράκτης της ένδοξης ιστορίας των ελλήνων κομμουνιστών, «θυμάται» μόνο, ότι ο Λένιν έθετε το κρίσιμο ερώτημα «ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο» και ο αθεόφοβος «ξεχνάει» τη λενινιστική θέση, ότι στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, υπάρχουν εκατοντάδες εξαρτημένες χώρες από τη μια μεριά, και μια χούφτα ιμπεριαλιστικές χώρες από την άλλη, που έχουν υποτάξει τις πρώτες και έχουν μοιραστεί μεταξύ τους την παγκόσμια αγορά, ενώ έχει ολοκληρωθεί το εδαφικό μοίρασμα της γης. Κατά συνέπεια, εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση της διεξαγωγής πολέμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες – εκεί όντος ισχύει η θέση της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο – και εντελώς διαφορετική η περίπτωση όπου μια ιμπεριαλιστική χώρα (Ιταλία), επιτίθεται σε μια εξαρτημένη, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, αδύνατη χώρα (Ελλάδα).

Καλά δεν προβληματίστηκε καθόλου, όταν ο Λένιν ανέφερε ότι «η τσαρική κυβέρνηση άρχισε και διεξήγαγε τούτο, το σημερινό, πόλεμο, σαν ιμπεριαλιστικό, αρπακτικό, ληστρικό πόλεμο, για να ληστεύει και να στραγγαλίζει τους αδύνατους λαούς»[1]. Δεν διερωτήθηκε ποιοι είναι αυτοί οι αδύνατοι λαοί, τους οποίους, κατά τον Λένιν, λήστευαν οι ιμπεριαλιστές και από τις δύο πλευρές στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο;

Δεν προβληματίστηκε, αν διάβασε, ότι «…η κυβέρνηση Γκουσκόφ – Μιλιουκόφ δεν συμφωνεί αυτή τη στιγμή για ειρήνη, γιατί τώρα θα έπαιρνε από τη «λεία» μόνο την Αρμενία και ένα μέρος της Γαλικίας, ενώ αυτή θέλει ακόμα να αρπάξει την Κωνσταντινούπολη και ακόμα να πάρει πίσω από τους Γερμανούς την Πολωνία, που τόσο απάνθρωπα και ξετσίπωτα την καταπίεζε πάντα ο τσαρισμός»[2].

Χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς, ότι ο Λένιν έκανε διάκριση μεταξύ της τσαρικής Ρωσίας (ιμπεριαλιστική δύναμη που συμμετείχε στο μοίρασμα της λείας του ιμπεριαλιστικού πολέμου) και τις Αρμενία, Πολωνία και Τουρκία που αντίθετα, τις θεωρούσε θύματα των ιμπεριαλιστών;

Φυσικά και ο παραχαράκτης της ιστορίας Μ. Μαϊλης γνωρίζει τις διακρίσεις αυτές στο λενινιστικό έργο, αλλά φροντίζει να τις αποσιωπά, γεγονός που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τη θέση του και αποκαλύπτει τον άθλιο ρόλο τόσο του ίδιου, όσο και της ομάδας που πρωτοστατεί στη παραχάραξη της επαναστατικής θεωρίας και της ιστορίας του ελληνικού επαναστατικού κινήματος.

Το τι έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα, το αποκαλύπτει σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» (25/5), ο Σ. Ψυχάρης. Η γραφίδα αυτή της αστικής τάξης, αφού αναφέρεται σε ένα εμπαθή αντικομμουνιστή δημοσιογράφο του παλιού καιρού, ο οποίος έσυρε στο αστυνομικό τμήμα οδηγό ταξί με την κατηγορία ότι τον έκλεψε, ενώ στη συνέχεια έγραψε στην εφημερίδα που εργαζόταν «ένα ρεπορτάζ – ποταμό (22 χειρόγραφα!) που κατέληγε στη φράση «το εν λόγω ρεμάλι ήτο κάθαρμα και κομμουνιστής¨» στη συνέχεια προσθέτει: «Στην εποχή μας οι κομμουνιστοφάγοι, ελλείψει αντικειμένου, έχουν εκλείψει».

Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος εκείνος που στο παρελθόν διεξήγαγε αδιάλλακτο αντικομμουνιστικό αγώνα μέσα από τις σελίδες του συγκροτήματος, ο άνθρωπος, ο οποίος ακόμα και τώρα, εκφράζει τη γραμμή και τις θέσεις της αστικής τάξης πάνω στα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα της η χώρας, αυτός ο άνθρωπος θεωρεί σήμερα τους κομμουνιστές ανύπαρκτους, με αποτέλεσμα οι κομμουνιστοφάγοι να έχουν μείνει χωρίς δουλεία!

Εκεί φτάσαμε. Να μας χλευάζει και να μας ειρωνεύεται ο κάθε Ψυχάρης και η κάθε αστική γραφίδα.

 


[1] Λένιν, άπαντα, τόμος 31 σελ. 49, εκδόσεις Σ.Ε

[2] Λένιν, άπαντα, τόμος 31, σελ. 52, εκδόσεις Σ.Ε

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας