Εργατικός Αγώνας

Μαρξισμός και θρησκεία

Γράφει ο Βασίλης Μπάκος

Στην εργασία αυτή επιχειρείται να καταδειχθεί ο διαχρονικός ιστορικός και κοινωνικός ρόλος της θρησκείας. Η εργασία χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, η θρησκεία εξετάζεται ως συνειδησιακό φαινόμενο όπως αυτό ορίζεται με βάση την μαρξιστική γνωσιοθεωρία. Στη δεύτερη, αναδεικνύεται το οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που οδήγησε στην εμφάνιση του χριστιανισμού καθώς και στην εξάπλωσή του κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της “ζωής” του. Επιπλέον, εξετάζονται οι παράγοντες που συντέλεσαν στο να αναδειχθεί σε επίσημη θρησκεία του ύστερου ρωμαϊκού και μετέπειτα βυζαντινού κράτους. Ακόμα, στο κεφάλαιο αυτό αναφέρονται πτυχές του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας κατά την πορεία διαμόρφωσης των εθνικών κρατών καθώς και ορισμένες πτυχές του σύγχρονου ρόλου της θρησκείας. Τέλος, στην τρίτη ενότητα καταδεικνύεται η στάση των μαρξιστών απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας.

1η Ενότητα: Η θρησκεία υπό το πρίσμα της μαρξιστικής γνωσιοθεωρίας

Θεμελιώδες γνώρισμα μιας κοσμοθεωρίας αποτελεί το πρόβλημα της σχέσης της νόησης με το Είναι, του πνεύματος με τη φύση. Ποιο είναι το πρωτεύον, το κυρίαρχο: η φύση(Είναι, ύλη) ή το πνεύμα(το λογικό, η συνείδηση, η Ιδέα); Η ύλη προηγείται της συνείδησης ή η συνείδηση προηγείται της ύλης; Αλλιώς: το Είναι, η ύλη καθορίζει τη σκέψη, τη συνείδηση ή ισχύει το αντίθετο;(Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, 2006: 29)

Όπως αναφέρει ο Φρ. Ένγκελς: «Εκείνοι που υποστήριζαν την πρωτοκαθεδρία του πνεύματος έναντι της φύσης και επομένως αποδέχονται σε τελευταία ανάλυση τη δημιουργία του κόσμου με τη μια ή την άλλη μορφή(..) αποτελούν το στρατόπεδο των ιδεαλιστών. Οι άλλοι, που θεωρούσαν πρωταρχική τη φύση, ανήκουν στις ποικίλες σχολές του υλισμού»(Ενγκελς, 2009: 225-226)

Ο μαρξισμός αποτελεί υλιστική κοσμοθεωρία και προσδιορίζει την ύλη και τη σχέση της με τη συνείδηση ως εξής: «Η ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία που χρησιμεύει για να υποδηλώνει την αντικειμενική πραγματικότητα που έχει δοθεί στον άνθρωπο από τα αισθήματα του και που αντιγράφεται, φωτογραφίζεται, απεικονίζεται από τα αισθήματα μας, ενώ υπάρχει ανεξάρτητα από αυτά».(Λένιν, 1986: 152) Ο Δ.Πατέλης ορίζει την έννοια της συνείδησης ως «χαρακτηριστική για τον άνθρωπο ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών». (Πατέλης, 1999: 100) Η συνείδηση προκύπτει από την εργασιακή δραστηριότητα και υφίσταται μέσω αυτής. Η τελευταία συνιστά μετασχηματισμό του εξωτερικού αντικειμένου για την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου. Ο μετασχηματισμός αυτός υλοποιείται από ένα σύνολο ανθρώπων.(ibid: 100) Ο Κ.Μαρξ, στον Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, προσδιορίζει τη σχέση Είναι-συνείδησης στο κοινωνικό πεδίο ως εξής: «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους»(Κ.Μαρξ, 1956: 7)

Επομένως σύμφωνα με το μαρξισμό «το ιδεατό είναι απλώς η αντανάκλαση του υλικού κόσμου στον ανθρώπινο νου που μετασχηματίζεται σε μορφές σκέψεων»(Κ.Μαρξ, 1976, οπ. Αναφ. σε Comforth, χ.χ: 36) Η έννοια αυτή της “αντανάκλασης” αποτελείται από τέσσερα αλληλοσυμπληρούμενα, διαλεκτικά συνδεδεμένα γνωρίσματα. Πρώτον, όπως ήδη τονίστηκε, η υλική πραγματικότητα αποτελεί το πρωταρχικό στοιχείο και η νοητική της αντανάκλαση είναι δευτερογενής ή παράγωγος. Δεύτερον, η υλική πραγματικότητα αντανακλάται στη συνείδηση σε μορφές που καθορίζονται από τη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Όταν αναφέρεται ότι η υλική πραγματικότητα αντανακλάται στη συνείδηση εννοούμε ότι αντανακλώνται ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της πραγματικότητας σε μια άλλη υλική διαδικασία και συγκεκριμένα στη διαδικασία της ζωής του εγκεφάλου, σε ιδιαίτερες μορφές όπως είναι αυτές των εννοιών και των σκέψεων. Τρίτον, η αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας στη συνείδηση πραγματοποιείται με τη δημιουργία ενεργητικών σχέσεων του ζωντανού οργανισμού και του περιβάλλοντός του. Ο τρόπος που ο υλικός κόσμος αντανακλάται στη συνείδηση καθορίζεται από τις ειδικές περιστάσεις, από την εσωτερική κατάσταση του ατόμου καθώς και από τις εξωτερικές του σχέσεις. Τέταρτον, η αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συνείδηση αποτελεί ενεργό παράγοντα στην καθοδήγηση της πρακτικής για την αλλαγή της πραγματικότητας Το γεγονός ότι η συνείδηση μας είναι αντανάκλαση, δε σημαίνει ότι είναι παθητικός παράγοντας στη ζωή. Η συνείδηση, κατα κύριο λόγο, είναι προϊόν της δραστηριότητας ζωής. Κατά δεύτερο λόγο είναι προϊόν που παίζει σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση αυτής της δραστηριότητας της οποίας αποτελεί προϊόν(Conforth, χ.χ: 37-47)

Η κοινωνική συνείδηση συναπαρτίζεται από δύο πλευρές: αφενός αποτελεί γνωστική διαδικασία που ανακύπτει από την εργασιακή επενέργεια του ανθρώπου στη φύση κι αφετέρου συνιστά συνειδητοποίηση της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.(Πατέλης, 1999: 103) Στο επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας υπάρχουν δύο βασικές πλευρές, αλλά και βαθμίδες ανάπτυξης της νόησης: η διάνοια(Verstand) και ο λόγος(Vernuft). Στα πλαίσια της διάνοιας οι έννοιες προβάλλουν ως πάγιες κι αμετάβλητες ενώ στα πλαίσια του λόγου ως αναπτυσσόμενες Η διάνοια εμφανίζεται κυρίαρχη όσο η γνώση οδεύει από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, από τη ζωντανή εποπτεία προς την αφηρημένη νόηση. Ο λόγος δεσπόζει κατά την πορεία της γνώσης από το αφηρημένο προς το νοητά συγκεκριμένο, από την αφηρημένη νόηση προς την πρακτική.(ibid: 103) Η διάνοια αναπαριστά τα αντικείμενα κατά μόνας, διαχωρίζοντας νοητά τα αντικείμενα, τις πλευρές, τα μέρη των αντικειμένων και διατηρώντας την “ενότητα” των μερών στο επίπεδο της ζωντανής εποπτείας. Απ’ την άλλη ο λόγος προϋποθέτει τη διερεύνηση της υφής των ίδιων των εννοιών, των τρόπων και των μέσων προσπορισμού της γνώσης. Ως ανεπτυγμένη ανθρώπινη ικανότητα της νόησης κατευθύνεται αφενός στην απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας και της ουσίας των φαινομένων και αφετέρου στην αναστοχαστική νοητική προσέγγιση της νόησης.(ibid: 106) Επομένως, ο λόγος αποτελεί επιστροφή στην αισθητηριακή πραγματικότητα μέσω της ικανότητας αναστοχασμού της διαδικασίας διαμόρφωσης των εννοιών που την προσδιορίζουν Συνιστά την άρνηση της άρνησης της αισθητηριακής αμεσότητας στα πλαίσια της γνωστικής διαδικασίας. Στο επίπεδο του λόγου η νόηση δεν συνιστά αφαίρεση από το περιεχόμενο. Είναι το ίδιο το περιεχόμενο, η νοητική απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας των διαφόρων μερών του.(ibid: 106)

Τα παραπάνω σχετίζονται με την εξέταση του φαινομένου της θρησκείας, καθώς αυτή «έχει γνωσεολογικές ρίζες που σχετίζονται με το φάσμα δυνατοτήτων που παρέχει η αντιφατική και πολύπλευρη γνωστική διαδικασία, κάθε καμπή, απόσπασμα, θραύσμα και κυρίως κάθε πλάνη της οποίας μπορεί(με την κατάλληλη κοινωνική-πολιτισμική ενίσχυση και διόγκωση) να οδηγήσει σε μεταφυσικές υποστασιοποιήσεις, μονομέρειες και απολυτοποιήσεις».(Πατέλης, 1999: 107)

Τι όμως είναι αυτό που καλείται “ιδεολογική πλάνη” και ποιά είναι η σχέση της με τον μεταφυσικό τρόπο σκέψης και τη θρησκεία; Ο μαρξισμός εντοπίζει πέντε κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην ανάπτυξη των ιδεολογικών πλανών. Πρώτο χαρακτηριστικό της ιδεολογικής πλάνης είναι ότι πάντα γεννιέται σαν αντανάκλαση των ιδιαίτερων και καθιερωμένων παραγωγικών σχέσεων. Η προέλευσή τους, δηλαδή, ήταν οι παραγωγικές σχέσεις. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια της εργασίας, οι θρησκευτικές αντιλήψεις των ανθρώπων αποτελούσαν αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου, της κοινωνίας, των κοινωνικών σχέσεων της εκάστοτε εποχής. Το δεύτερο γνώρισμα των ιδεολογικών πλανών είναι ότι παρόλο που η πηγή τους βρίσκεται στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, ούτε συνειδητά προέρχονται από αυτήν την πηγή ουτε και προωθούνται ως ανάλυση της ύπαρξης των κοινωνικών σχέσεων. Παραδείγματος χάριν στην ιδεολογία της μεσαιωνικής καθολικής εκκλησίας ολόκληρος ο κόσμος θεωρούνταν ως μια ιεραρχία στην οποία τα κατώτερα μέλη υποχρεωτικά υποτάσσονταν στα ανώτερα. Στην ιδεολογική αυτή πλάνη δεν υπήρχε πρόθεση να δοθεί η εικόνα της φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων. Στην ουσία η πρόθεση ήταν να καταδειχθεί η αναγκαιότητα για μια τάξη πραγμάτων όλου του κόσμου. Κι όμως η ιδεολογία αυτή ήταν μια αντανάκλαση των κοινωνικών σχέσεων του φεουδαρχικού κόσμου που υπήρχαν και οι οποίες αναπαράχθηκαν στις ιδέες των ανθρώπων αυθόρμητα, ασυνείδητα. Το τρίτο γνώρισμα των ιδεολογικών πλανών είναι ότι, ακριβώς λόγω του αυθόρμητου χαρακτήρα τους, οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν την πραγματική τους προέλευση και καταλήγουν να πιστεύουν ότι τις δημιουργούν οι ίδιοι μέσα στη διαδικασία της σκέψης με καθαρή και αδέσμευτη λειτουργία του μυαλού. Το τέταρτο χαρακτηριστικό των ιδεολογικών πλανών είναι ότι σ’ αυτές λαμβάνει χώρα μια διαδικασία αντιστροφής, κατά την οποία οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις παρουσιάζονται σαν πραγματοποίηση αφηρημένων ιδεών. Αποτέλεσμα της ιδεολογικής αυτής αντιστροφής είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι θεσμοί και οι δημόσιες δραστηριότητες είναι έκφραση των αφηρημένων τους ιδεών -της θρησκείας τους, των πολιτικών τους αρχών κ.ο.κ. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν: «Μια εποχή φαντάζεται ότι κινείται από καθαρά πολιτικά ή θρησκευτικά ελατήρια, ενώ η θρησκεία και η πολιτική είναι μόνο μορφές πραγματικών κινήτρων»(Μαρξ & Ένγκελς οπ.αναφ σε Comforth, χ.χ: 119) Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο αναφέρει πως «ο θρησκευτικός κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο από μια αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου»(ibid:120) Ο Ένγκελς έγραψε σχετικά: «Από τη στιγμή που θα σχηματιστεί και μετά η θρησκεία περιέχει παντα παραδοσιακά υλικά. Όπως και σ’ όλες τις άλλες ιδεολογίες, η παράδοση είναι μια μεγάλη συντηρητική δύναμη. Οι αλλαγές που υφίσταται το υλικό αυτό προέρχονται από τις ταξικές σχέσεις, δηλαδή προέρχονται από τις οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων που επιφέρουν αυτές τις αλλαγές»(ibid: 121). Το πέμπτο γνώρισμα των ιδεολογικών πλανών είναι ότι αυτές αποτελούν στα πλαίσια της ταξικής κοιωνίας ένα σύστημα κάλυψης που ξεκινάει από ταξικά κριτήρια, ένας τρόπος απόκρυξης των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων προς όφελος μιας καθορισμένης τάξης. Παραδείγματος χάριν, στις θρησκευτικές ιδεολογίες του Μεσαίωνα με την αντίληψή τους για ουράνια ιεραρχία, που αντανακλά τη φεουδαρχική τάξη πραγμάτων, η εκμετάλλευση του δουλοπάροικου από τον αφέντη του καλύπτεται σαν υποταγή του δουλοπάροικου στο φυσικό του ανώτερο, κάτω από την κυριαρχία του Θεού.(ibid 122-127)

Οι Μαρξ και Ένγκελς στην “Γερμανική ιδεολογία” αναφέρουν: «Αρχικά η παραγωγή ιδεών, αντιλήψεων, συνείδησης συνυφαίνεται άμεσα με την υλική δραστηριότητα και τις υλικές σχέσεις των ανθρώπων, τη γλώσσα της πραγματικής ζωής. Σ’ αυτό το στάδιο η αντίληψη , η σκέψη οι πνευματικές σχέσεις των ανθρώπων εμφανίζονται ως άμεση απόρροια της υλικής συμπεριφοράς τους. Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική παραγωγή όπως αυτή εκφράζεται στη γλώσσα της πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυσικής, κ.λπ ενός λαού»(Μαρξ & Ενγκελς, 2009: 107-8)

Αν και το φαινόμενο της θρησκείας εντοπίζεται πολύ πίσω στο χρόνο, ωστόσο δεν υπήρχε αιώνια, από καταβολής του κόσμου. Το θρησκευτικό αίσθημα δεν είναι κάτι το φυσικό, έμφυτο στον άνθρωπο. Οι έρευνες και οι μελέτες των εθνογεωγράφων ανθρωπολόγων έχουν ξεδιαλύνει πολλά ζητήματα της μακρινής αρχαιότητας. Ο περιηγητής Sproat αναφέρει πως αν και έζησε δύο χρόνια ανάμεσα στους Ατ της Βαγκουβέρας δεν ανακάλυψε κανένα ίχνος θρησκείας. Ο ονομαστός εξερευνητής Stanley εντόπισε το ίδιο φαινόμενο στους Μαούμα και ο Lubbock στους Εσκιμώους καθώς και σε μερικές άγριες φυλές του Ινδοστάν και της Β.Αμερικής.(Κορδάτος, 1973: 10-11) Εντούτοις δεν μπορεί να ειπωθεί ότι όλοι οι άγριοι του 20ου αιώνα δεν είχαν θρησκεία. Ορισμένες μόνο φυλές είναι άθρησκες. Και η αιτία βρίσκεται στο διαφορετικό βαθμό ιστορικής εξέλιξης των επιμέρους φυλών. Στους σύγχρονους άγριους εντοπίζονται τρεις βασικές κατηγορίες σε ό,τι αφορά την εμφάνιση και το βαθμό εξέλιξης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι φυλές που δεν έχουν καμία θρησκεία. Στο λεξιλόγιό τους δεν υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις. Οι φυλές αυτές είναι οι πιο καθυστερημένες σε εξέλιξη. Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσονται φυλές που βρίσκονται στο προ-θρησκευτικό στάδιο. Λατρεύουν τις ψυχές των προγόνων τους, είναι δηλαδή τοτεμικές. Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται φυλές που αν και έχουν κάποια θρησκεία, ωστόσο απουσιάζει η υπερφυσική δύναμη του θείου και η παντογνωσία του.(Κορδάτος, 1973: 12)

Τη θρησκεία λοιπόν θα πρέπει να την εξετάσουμε σαν ένα από τα ιδεολογικά φαινόμενα της ανθρώπινης ιστορίας. Σύμφωνα με τις μελέτες της συγκριτικής γλωσσολογίας έχει επιβεβαιωθεί πως το πρώτο ιδεολογικό φαινόμενο που παρουσιάστηκε στην ανθρώπινη κοινωνία ήταν ο έναρθρος λόγος, η ομιλία. Μάλιστα η γέννηση του λόγου έχει στενή σχέση με την ανθρώπινη εργασία.(ibid: 14)

Επομένως, ο μαρξισμός εντοπίζει στην ανάπτυξη της νόησης τις ιστορικοκοινωνικές αιτίες που συντέλεσαν στην εμφάνιση των θρησκευτικών αντιλήψεων. Η ανάπτυξη αυτή σχετίζεται με την εργασιακή δραστηριότητα του ανθρώπου και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Τομή σε αυτήν την διαδικασία αποτελεί η κατασκευή και χρήση των πέτρινων εργαλείων η οποία αρχικά δεν ήταν αποτέλεσμα συνειδητού σχεδιασμού αλλά κάτι που επιβλήθηκε στους μακρινούς προγόνους του ανθρώπου από αναγκαιότητα. Δεν ήταν η συνείδηση που δημιούργησε την ανθρωπότητα αλλά ήταν οι αναγκαίες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης εκείνες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, του λόγου και του πολιτισμού, συμπεριλαμβάνοντας και τη θρησκεία(Woods & Grant, 2012)

Ο Ένγκελς στη μελέτη του με τίτλο «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου» απέδειξε πως η όρθια στάση, η απελευθέρωση των χεριών για εργασία, η μορφή των χεριών και η θέση του αντίχειρα απέναντι στα δάχτυλα που επέτρεψε το πιάσιμο, αποτέλεσαν τις φυσιολογικές προϋποθέσεις για την κατασκευή των εργαλείων. Αυτές με τη σειρά τους ήταν η βασική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Η ομιλία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σκέψη, προέκυψε από τις απαιτήσεις της κοινωνικής παραγωγής και την ανάγκη κατανόησης πολύπλοκων λειτουργιών μέσω της συνεργασίας.(ibid) Με το πέρασμα του χρόνου οι απλές φωνές(λέξεις) έγιναν σύνθετες. Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη της “βάσης” της ομιλίας, η εργασία, η οποία από απλή εξελίχθηκε σε πολύπλοκη. Η σκέψη, αντιπροσωπεύοντας μια εσωτερική ομιλία, αποτελεί υστερόχρονο ιδεολογικό φαινόμενο. Περιεχόμενο της σκέψης αποτελεί ο συνδυασμός σκέψεων, ιδεών. Οι ιδέες όμως προϋποθέτουν ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης.(Κορδάτος, 1973: 15)

Σε κοινωνικό επίπεδο η γνωστική και ιστορική εξέλιξη δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από την αναγκαία κι επιβεβλημένη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων, η οποία αποτέλεσε βασική παράμετρο αυτής της εξέλιξης. Όπως αναφέρουν οι Μαρξ και Ένγκελς στη “Γερμανική Ιδεολογία” «..η συνειδητοποίηση από τη μεριά του ανθρώπου ότι είναι αναγκαίο να συνεργαστεί με τα άτομα γύρω του είναι η απαρχή της συνείδησης ότι ζει σε κοινωνία. Αυτή η απαρχή είναι εξίσου ζωική με την ίδια την κοινωνική ζωή σε αυτό το στάδιο. Είναι απλή συνείδηση αγέλης.(..) Αυτή η συνείδηση αγέλης ή φυλής αναπτύσσεται και διευρύνεται περαιτέρω με την αύξηση της παραγωγικότητας, την αύξηση των αναγκών και -πράγμα θεμελιακό και για τα δύο- με την αύξηση του πληθυσμού». Στο ίδιο έργο αναφέρεται πως η συνείδηση από ένα σημείο και μετά είναι σε θέση «να χειραφετήσει τον εαυτό της από τον κόσμο και να προχωρήσει στη διαμόρφωση “καθαρής” θεωρίας, θεολογίας, φιλοσοφίας, ηθικής, κ.λπ. Όμως, ακόμα κι αν αυτή η θεωρία, η θεολογία, η φιλοσοφία, η ηθική, κ.λπ, έρχεται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις, αυτό συμβαίνει μόνο γιατί οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις έχουν έρθει σε αντίθεση με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις».(Μαρξ& Ενγκελς, 2009: 109-110)

Επομένως, οι θρησκευτικές αντιλήψεις των ανθρώπων εμφανίζονται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής και παραγωγικής εξέλιξης. Αυτή καθαυτή η πορεία ανάπτυξης της θρησκείας, οι βαθμίδες ανάπτυξης των θρησκευτικών αντιλήψεων, σκιαγραφούνται στο έργο του Φρ. Ένγκελς “Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας”. Οι απαρχές των μεταφυσικών αντιλήψεων προέρχονται από την άγνοια των ανθρώπων σχετικά με τη δομή του ίδιου τους του σώματος. Παρακινούμενοι λοιπόν οι άνθρωποι από τις παραστάσεις που έβλεπαν στα όνειρά τους «κατέληξαν να πιστεύουν ότι οι σκέψεις και οι αισθήσεις τους δεν ήταν λειτουργίες του σώματός τους, αλλά μιας διακριτής ψυχής η οποία κατοικεί στο σώμα και το εγκαταλείπει με το θάνατο -από εκείνη την εποχή οι άνθρωποι οδηγήθηκαν να σκέπτονται για τη σχέση ανάμεσα στην ψυχή και τον εξωτερικό κόσμο. Αν με το θάνατο η ψυχή εγκατέλειπε το σώμα και συνέχιζε να ζει , δεν υπήρχε λόγος να επινοήσουν έναν δεύτερο διακριτό θάνατο της ψυχής. Έτσι προέκυψε η ιδέα της αθανασίας της ψυχής, που σε εκείνη τη φάση ανάπτυξης δεν εμφανίζονταν καθόλου ως παρηγοριά, αλλά ως μοίρα που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν». Παρακάτω ο Ένγκελς αναφέρει: «Με όμοιο ακριβώς τρόπο προέκυψαν οι πρώτοι θεοί μέσα από την προσωποίηση των δυνάμεων της φύσης. Και στην περαιτέρω εξέλιξη των θρησκειών αυτοί οι θεοί αποκτούσαν όλο και πιο εξωκοσμική μορφή μέχρις ότου, μέσα από τη διαδικασία της αφαίρεσης(…) από τους πολλούς περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένους και αλληλοπεριοριζόμενους θεούς προέκυψε τελικά στο μυαλό των ανθρώπων η ιδέα του ενός αποκλειστικού Θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών».(ibid: 224-225)

Σχετικά με την εμφάνιση της μονοθεΐας και τα κοινωνικά αίτια που οδήγησαν στην εδραίωσή της, ο Φρ. Ένγκελς ανέφερε στο έργο του Αντι-Ντύρινγκ: «το σύνολο των φυσικών και κοινωνικών κατηγορημάτων πληθώρας θεών μετατίθεται σε ένα παντοδύναμο θεό, ο οποίος είναι με τη σειρά του μόνο αντανάκλαση του αφηρημένου ανθρώπου. Έτσι ανέκυψε η μονοθεΐα, η οποία ήταν ιστορικά το τελευταίο προϊόν της ελληνικής φιλοσοφίας της ύστερης εποχής και βρήκε την ήδη έτοιμη ενσάρκωσή της στον ιουδαϊκό, αποκλειστικά εθνικό θεό Γεχοβά. Με αυτή τη βολική προς χρήση και προς όλα προσαρμοζόμενη μορφή η θρησκεία μπορεί να συνεχίσει την ύπαρξή της ως άμεση, δηλ. συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επ’ αυτών αλλότριες δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές, μέχρις ότου οι άνθρωποι βρίσκονται εκ των πραγμάτων υπό την εξουσία αυτών των δυνάμεων».(Πατελης, 1999: 26)

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είναι έμφυτο στον άνθρωπο. Γεννήθηκε μαζί με την εμφάνιση της εργασιακής δραστηριότητας, των κοινωνικών σχέσεων και της συνείδησης. Γι’ αυτό και η μετάδοσή των θρησκευτικών-μεταφυσικών αντιλήψεων από γενιά σε γενιά δεν πραγματοποιείται μέσω κάποιου φυσικού ή βιολογικού αυτοματισμού, αλλά είναι σύμφυτη με τη διαδικασία κοινωνικοποίησης του ανθρώπου.(Παυλίδης, 2001: 40) Εφόσον πρόκειται για αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης, η θρησκεία αποτελεί ένα ιστορικό φαινόμενο. Προέκυψε ιστορικά μέσα από τη διαδικασία μετάβασης της κοινωνίας από την πρωτόγονη κοινότητα στις πρώτες εκμεταλλευτικές κοινωνίες. Η θρησκεία αποτελεί ιστορικά συγκεκριμένο φαινόμενο, αναγκαίο, παροδικού χαρακτήρα μόρφωμα του ανθρώπινου πολιτισμού καθώς «ο άνθρωπος οφείλει αρχικά εντός της θρησκευτικής του συνείδησης να αντιπαραθέσει στον εαυτό του τις ίδιες του τις θρησκευτικές δυνάμει ως ανεξάρτητες δυνάμεις».(Πατέλης, 2006) Εφ’ όσον όμως διαμορφώνονται συνθήκες για τη διάγνωση και το μετασχηματισμό των εν λόγω δυνάμεων, η θρησκευτική συνείδηση διαδραματίζει ιστορικά αρνητικό ρόλο προβάλλοντας ως δύναμη συντήρησης και αντίδρασης.(Πατέλης, 2006)

Ως ιστορικό φαινόμενο λοιπόν, η θρησκεία έχει τις ρίζες της στην ίδια την υλική, αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Ένγκελς έγραψε επ’ αυτού: «Η κάθε θρησκεία δεν είναι παρά το φανταστικό αντικαθρέφτισμα μέσα στο κεφάλι των ανθρώπων, των εξωτερικών δυνάμεων που κυριαρχούν στην καθημερινή τους ζωή. Με το να αντικαθρεφτίζονται μέσα σε αυτό(το κεφάλι των ανθρώπων) οι γήινες δυνάμεις παίρνουν τη μορφή δυνάμεων υπεργήινων… Κι έτσι η θρησκεία μπορεί να υπάρχει σαν άμεση μορφή, δηλαδή αισθηματική, του δεσμού που ενώνει τις ανθρώπινες με τις εξωτερικές δυνάμεις φυσικές και κοινωνικές που τον εξουσιάζουν· μπορεί να υφίσταται εφόσον οι άνθρωποι μένουν σκλαβωμένοι σε αυτές τις δυνάμεις,(..) Η πραγματική βάση λοιπόν της θρησκευτικής αντανακλαστικής ενέργειας υπάρχει και μαζί μ’ αυτό και η θρησκευτική αντανακλαστικότα».(Ενγκελς, Αντι-Ντύρινγκ σε Κορδάτος, 1973: 49-50)

Η θέση αυτή του μαρξισμού αναδεικνύει μιαν εγγενή αντιφατικότητα σε ό,τι αφορά τη θρησκευτική συνείδηση. Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Β.Α Βαζιούλιν έργαψε σχετικά με αυτήν την αντιφατικότητα: «Αφ, ενός μεν, ως συνείδηση η θρησκευτική συνείδηση είναι και διάγνωση της ουσίας… και πράξη σε αντιστοιχία με αυτή τη διάγνωση, αυτό σημαίνει ότι είναι και μετασχηματισμός σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της. Αφ’ ετέρου δε, ως θρησκευτική συνείδηση συνιστά διάγνωση εκείνου, το οποίο σύμφωνα με την ουσία της θρησκείας είναι κατ’ αρχήν μη γνώσιμο, μετασχηματισμό σε αντιστοιχία με τις ανάγκες του ανθρώπου εκείνου, το οποίο κατ’ αρχήν από την άποψη της θρησκείας δεν μπορεί να υποταχθεί απ’ τους ανθρώπους, αλλά κυριαρχεί επ’ αυτών και δρα εχθρικά σε σχέση προς αυτούς… χωρίς την παραδοχή μη γνώσιμων, κυρίαρχων επί των ανθρώπων και εχθρικών προς τους ανθρώπους δυνάμεων δεν υπάρχει θρησκευτική συνείδηση».(Βαζιούλιν, 1988: 179-180 σε Πατέλης, 1999: 112) Επομένως στα πλαίσια της θρησκευτικής συνείδησης έχουμε συνειδητοποίηση αφενός υπαρκτών δυνάμεων κι αφετέρου της κατάστασης εκείνης των ανθρώπων, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το γεγονός ότι οι εν λόγω δυνάμεις παραμένουν άγνωστες, κυρίαρχες και εχθρικές προς τους ανθρώπους.(Πατέλης, 1999: 116)

Ο Μαρξ, αναδεικνύοντας τον κοινωνικό ρόλο της θρησκείας, άσκησε κριτική στον υλιστή φιλόσοφο Φόυερμπαχ μέσα από τις γνωστές “Θέσεις για τον Φόυερμπαχ”. Συγκεκριμένα ο Μαρξ αναφέρει: «6. Ο Φόυερμπαχ διαλύει τη θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. Όμως η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια εγγενής σε κάθε άτομο. Στην πραγματικότητά της υπάρχει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Κατά συνέπεια ο Φόυερμπαχ, που δεν προχωρά στην κριτική αυτής της πραγματικής ουσίας, υποχρεώνεται να κάνει αφαίρεση της ιστορικής διαδικασίας, να ορίζει το θρησκευτικό αίσθημα αφ’ εαυτού και να προϋποθέτει ένα αφηρημένο-μεμονωμένο-ανθρώπινο άτομο.(…) 7. Κατά συνέπεια ο Φόυερμπαχ δεν βλέπει ότι το “θρησκευτικό αίσθημα” είναι κι αυτό κοινωνικό προϊόν και ότι στην πραγματικότητα το άτομο ως αφηρημένη έννοια το οποίο αναλύει ανήκει σε μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνίας».(Μαρξ, 2009: 104-105)

Ωστόσο, η κριτική του μαρξισμού απέναντι στη θρησκεία δεν ταυτίζεται με την κριτική που άσκησαν αρκετοί εκπρόσωποι που άνηκαν στο ρεύμα του Διαφωτισμού. Οι τελευταίοι ανήγαγαν το θρησκευτικό φαινόμενο σχεδόν αποκλειστικά στις σκοπιμότητες της ιδεολογικής χειραγώγησης των ανθρώπων. Ο διαφωτιστής Χόλμπαχ αναφέρει: «Οι θεολόγοι, αυτοί οι κατασκευαστές των θεών μπορούν όσο θέλουν να ασκούνται στις ραδιουργίες τους».(d’ Holbach, 1963: 346 σε Παυλίδης, 2001: 37) Ο δε Ελβέτιος αναφέρει: «Σε όλες τις θρησκείες το πρώτο καθήκον που θέτουν στον εαυτό τους οι ιερείς είναι να αμβλύνουν τη φιλομάθεια του ανθρώπου και να απαλλάξουν από κριτική εξέταση κάθε δόγμα, η ανοησία του οποίου δε θα ξέφευγε της προσοχής του».(Helvetious, 1974: 147 σε Παυλίδης, 2001: 37) Όπως αναφέρει ο Π.Παυλίδης: «Οι εκπρόσωποι αυτοί του Διαφωτισμού δεν μπορούσαν να αντιληφθούν το γεγονός ότι η θρησκεία γεννιέται αυθόρμητα, ως στρεβλή αντανάκλαση στην ανθρώπινη συνείδηση των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων. Τα αίτιά της βρίσκονται στην αποξένωση του ανθρώπου από τη φύση και από τους άλλους ανθρώπους.».(Παυλίδης, 2001: 37)

Ο Μαρξ, σε νεαρή ακόμα ηλικία, έθεσε τις βάσεις της επιστημονικής κοινωνικής κριτικής απέναντι στη θρησκεία: «Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια, η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου, που ακόμη δεν έχει βρει τον εαυτό του, η που τον έχει ξαναχάσει. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μια αφηρημένη ουσία κουρνιασμένη κάπου έξω από τον κόσμο. O άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μια ανεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος ανεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το σπιριτουαλιστικό του point d’ honneur, ο ενθουσιασμός του, η ηθική του κύρωση, το μεγαλόπρεπο συμπλήρωμα του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσης του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Πάλη λοιπόν ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία.

Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου».(Μαρξ, 1978: 17)

Προσδιορίζοντας ο Μαρξ τη θρησκεία ως «αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου», την έθεσε απέναντι στην επιστημονική έρευνα και γνώση. Ο Δ.Πατέλης αναφέρει: «Η θρησκευτική συνείδηση, ως ιδιότυπη συνείδηση, αποτελεί συνείδηση εκείνων των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αυτονομούνται από την πρακτική και γνωστική ενεργητικότητα του ανθρώπου και ως “απολυμένες” και αλλότριες αντιπαρατίθενται σε αυτόν και επενεργούν σε αυτόν ως δυνάμεις υποταγής, βλάβης καταστροφής. Οι δυνάμεις αυτές είναι οπωσδήποτε άγνωστες και κατ’ αρχήν ακατάληπτες, ή τουλάχιστον ανεπαρκώς εγνωσμένες, δεδομένου ότι η γνώση του ανθρώπου είναι αναγκαία και επαρκής, στο βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης τη δυνατότητα τελεσφόρου μετασχηματισμού του εγνωσμένου στην κατεύθυνση που του χρειάζεται».(Πατέλης, 2006: 73)

Ωστόσο η θρησκεία, ως φαινόμενο του ιστορικού, ανθρώπινου κόσμου, αναγνωρίζει τα αποτελέσματα της γνωστικής διαδικασίας αρκεί να μην τίθενται υπό αμφισβήτηση τα δόγματά της. Το πρόβλημα έγκειται στην υπαγωγή της γνώσης στην πίστη, στην ορθολογική θεώρηση του κόσμου στην ανορθολογική και μυστικιστική. Στην ουσία, η θρησκεία αποδέχεται μια ανώτερη μορφή “γνώσης”, η οποία δεν προκύπτει από τη γνωστική διαδικασία αλλά αποκαλύπτεται μέσω της ενόρασης, της διαίσθησης, της ονειροπόλησης.(Παυλίδης, 2001: 40)

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε και στις διαφορές μεταξύ της μαρξιστικής ηθικής και της ηθικής που προωθούν τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα. Όπως διαπιστώνει ο Π.Παυλίδης: «Ως ηθικοί κανόνες όμως που τεκμηριώνονται με θρησκευτικά δόγματα στερούνται πλέον συνάφειας με το αφετηριακό ιστορικό-κοινωνικό περιβάλλον τους και αποκτούν μια μη ιστορική -απόλυτη χροιά. Ως απόλυτοι, «θεόπνευστοι», ηθικοί κανόνες επιβάλλονται στο άτομο το οποίο δεν έχει παρά να τους αποδεχτεί και να τους τηρήσει πιστά. Το άτομο που τηρεί κάποιους ηθικούς κανόνες εκπληρώνοντας ένα θρησκευτικό καθήκον δεν κατανοεί το περιεχόμενο των ηθικών του αντιλήψεων, την ιστορικοκοινωνική προέλευσή τους καθώς και την κοινωνική αναγκαιότητα μιας ηθικής συμπεριφοράς, τουτέστιν, δε συμπεριφέρεται ως αυτόνομο, συνειδητοποιημένο και αυτενεργό υποκείμενο»(ibid: 39)

Η “αγάπη προς τους πάντες” που διακηρύσσει η θρησκεία του χριστιανισμού δεν οδηγεί δυστυχώς στην υπέρβασή των κοινωνικών αντιθέσεων αλλά στην παραγνώρισή τους και στην άκριτη αποδοχή τους. Όπως εύστοχα είχε επισημάνει η Α. Χέλλερ «Η παραίνεση του Χριστού ν’ αγαπάμε ακόμα και τον εχθρό είναι εξαιρετικά μοντέρνα – συγκρινόμενη με ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας αν και παρουσιάζεται μόνο σαν αφηρημένος κανόνας. Αυτή η εντολή στην πραγματικότητα δε λειτούργησε ποτέ ως συγκεκριμένος κανόνας ούτε μπορεί να λειτουργήσει σαν τέτοιος. Την πραγματική προοπτική ενός ανθρώπινου μέλλοντος δε μας τη δείχνει ο άνθρωπος που αγαπά τον εχθρό του , αλλά εκείνος που δεν έχει κανέναν εχθρό. Το μίσος σαν προσανατολιστικό συναίσθημα μπορεί να εξαφανιστεί μόνον όπου κι όταν χάνει την κοινωνική του λειτουργία κι έτσι παύει να μεταβιβάζεται».(Heller οπ.αναφ. σε Παυλίδης, 2003: 122)

Στην κατεύθυνση αυτή ο μαρξισμός ανέτρεψε όλες τις προσπάθειες διαμόρφωσης ενός απόλυτου συστήματος ηθικής, που θα είναι ανεξάρτητο από τις κοινωνικές σχέσεις και κατάλληλο για όλους τους λαούς. Με τον τρόπο αυτόν βρήκε την πραγματική ανθρώπινη ηθική στην εργατική τάξη που έχει ιστορική αποστολή να εξαφανίσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση και κάθε λογής εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δημιουργώντας την κοινωνία που θα βασίζεται σε πραγματικά ανθρώπινες σχέσεις, την κομμουνιστική κοινωνία. Από αυτήν την άποψη η μαρξιστική ηθική δεν διαμορφώνει κανόνες, δεν κάνει “ηθικολογία” έχοντας σαν βάση την αιώνια φύση του ανθρώπου, δεν καθιερώνει κανόνες ανεξάρτητα από την ιστορία και τις ανάγκες της κοινωνίας. Αντίθετα, με βάση τους νόμους της κοινωνικής ανάπτυξης η μαρξιστική ηθική αναδεικνύει τους λόγους που σε μια ορισμένη εποχή κυριαρχούν συγκεκριμένοι κανόνες και αρχές και αποκαλύπτει τις αιτίες για τις οποίες αυτές οι αρχές μεταβάλλονται. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύεται η εσωτερική νομοτέλεια της ηθικής προόδου.(Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: 51-52) Ο Ένγκελς ανέφερε σχετικά: «Όπως η κοινωνία μέχρι τώρα κινιόταν μέσα από ταξικές αντιθέσεις, έτσι και η ηθική ήταν πάντα ταξική. (..) Μια πραγματική ανθρώπινη ηθική πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις και πάνω από τις ταξικές επιβιώσεις στη μνήμη των ανθρώπων, μπορεί μόνο να υπάρχει σε μια κοινωνική βαθμίδα, στην οποία οι ταξικές αντιθέσεις θα έχουν όχι μόνο ξεπεραστεί, αλλά θα έχουν ξεχαστεί στην πράξη της ζωής».(Ενγκελς, 2006: 121) Μία τέτοια ηθική εκφράζει τις αρχές της ελεύθερης δράσης σε «μια ένωση όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός ξεχωριστά θα συνιστά όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».(Μαρξ & Ένγκελς, 2010: 45)

Ενότητα 2: Η κοινωνική καταγωγή του χριστιανισμού και ο κοινωνικός του ρόλος στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία

Αφού παρατέθηκε το γνωσιοθεωρητικό- φιλοσοφικό υπόβαθρο της κριτικής του θρησκευτικού φαινομένου με τα εργαλεία της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, ακολουθεί η κοινωνική εξέταση που συντέλεσε στην εμφάνιση και την εξάπλωση του χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ύπαρξής του καθώς και η εξέταση του κοινωνικού του ρόλου κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες. Δεν υπάρχει η φιλοδοξία να εξεταστεί το περιεχόμενο των χριστιανικών κειμένων. Περιοριζόμαστε να δώσουμε το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκε και κινήθηκε ο χριστιανισμός κατά τις ιστορικές περιόδους που προαναφέρθηκαν.

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται ο χριστιανισμός η Παλαιστίνη ήταν μια κοινωνία διαιρεμένη, με ταξικές αντιθέσεις και αντιφάσεις. Τα χαρακτηριστικά της στο σύνολο της περιόδου ήταν η αναστάτωση, η αναταραχή και η εξέγερση. Πέρα από την ταξική πάλη, λειτουργούσε και ο πρόσθετος παράγοντας της εθνικής καταπίεσης της σημιτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού από τους Ρωμαίους. Εντός της εβραϊκής κοινωνίας, η ιερατική κάστα και οι ευγενείς στηρίζονταν από το ρωμαϊκό καθεστώς για να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του πληθυσμού.(Πίκαρντ, 2011)

Όπως αναφέρει ο Horsley στο έργο του «Ληστές, Προφήτες και Μεσσίες»: «Η θεμελιώδης σύγκρουση ήταν μεταξύ Ρωμαίων, Ηρωδικών και ιερατικών αρχόντων από την μία πλευρά, και των Ιουδαίων και Γαλιλαίων χωρικών από την άλλη, των οποίων η παραγωγή διατίθονταν ως φόρος υποτελείας στον Καίσαρα, φόρος για τον Ηρώδη, και δέκατα και προσφορές για τους ιερείς και τους ναούς».(Horsley οπ.αναφ. σε Πίκαρντ, 2011)

Οι ιερείς του Ναού στους οποίους καταβάλλονταν τα δέκατα (εκκλησιαστικός φόρος) από την τοπική αγροτιά, δεν ήταν μια ολιγάριθμη ομάδα. Ορισμένοι μάλιστα μελετητές τους αριθμούν σε χιλιάδες. Ο Εβραίος βασιλιάς Ηρώδης “ο Μέγας”, που πέθανε το 4 π.Χ., άφησε μια χώρα οικονομικά εξαντλημένη από την Ρωμαϊκή κατάκτηση και την μετέπειτα φορολογία.(Πίκαρντ, 2011)

Όπως αναφέρει ο Horsley: «Οι Εβραίοι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων υπόκειντο τώρα σε διπλή φορολόγηση, που πιθανότατα ανερχόταν σε πάνω από το 40 τοις εκατό της παραγωγής τους. Υπήρχαν κι άλλοι ρωμαϊκοί φόροι, οι οποίοι επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το λαό, αλλά ο φόρος υποτέλειας ήταν το μεγαλύτερο βάρος. Ερχόμενη έπειτα από μία μακρά περίοδο εθνικής ανεξαρτησίας κάτω από την εξουσία των Εβραίων βασιλιάδων, η ρωμαϊκή κυριαρχία θεωρούνταν εντελώς αθέμιτη. Οι χωρικοί έβλεπαν το φόρο υποτέλειας ως ληστεία. Οι μαχητικοί αγωνιστές κατά της ρωμαϊκής υποτέλειας, όπως ο Ιούδας της Γαλιλαίας, ο οποίος οργάνωσε μια ενεργό αντίσταση ενάντια στην απογραφή (κατάλογος ανθρώπων για λόγους φορολογίας) όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την άμεση διαχείριση της Ιουδαίας το 6 π.Χ., αναφέρονταν στην Ρωμαϊκή κατοχή ως δουλεία.»(Horsley οπ.αναφ. σε Πίκαρντ, 2011)

Έτσι λοιπόν, η συγκέντρωση του πλούτου μεγάλωνε και περιορίζονταν σε μια ομάδα ευγενών -των Ασκοναίων και των Σαδδουκαίων, που ήταν τα κοινωνικά στηριγματα της Δυναστείας του Ηρώδη- και από την άλλη όλο και μεγάλωνε η μάζα της εξαθλιωμένης φτωχολογιάς. Εφόσον λοιπόν δεν υπήρξε καμία ουσιαστική βοήθεια για τις μάζες των εξαθλιωμένων, αναπτύχθηκε το κοινωνικό μίσος ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους και προπάντων μίσος ενάντια στους Ρωμαίους.(Κορδάτος, 1973: 233)

Ο Ένγκελς στο έργο του “Για την ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού” αναφέρει επ’ αυτού: «Η φορολογική πίεση και η ανάγκη για χρήμα που δημιουργήθηκε σε περιοχές στις οποίες κυριαρχούσε αποκλειστικά ή κυρίως η φυσική οικονομία βύθισαν τους αγρότες σε μεγαλύτερη υποδούλωση στους τοκογλύφους και δημιούργησαν μεγάλες περιουσιακές διαφορές κάνοντας τον πλούσιο πλουσιότερο και τον φτωχό άπορο. Κάθε αντίσταση απομονωμένων μικρών φυλών ή πόλεων στη γιγάντια ρωμαϊκή παγκόσμια δύναμη ήταν ανέλπιδη. Πού βρίσκονταν η διέξοδος, η σωτηρία, για τον υποδουλωμένο, τον καταπιεσμένο και τον εξαθλιωμένο, διέξοδος κοινή για όλες αυτές τις ομάδες ανθρώπων, των οποίων τα συμφέροντα ήταν αμοιβαία, ξένα ή αντιτιθέμενα; Ωστόσο η διέξοδος έπρεπε να βρεθεί και να για να υπάρξει ένα ενιαίο, μεγάλο επαναστατικό κίνημα που ν’ αγκαλιάσει όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή η διέξοδος βρέθηκε. Όμως όχι σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν τα πράγματα μπορούσε να βρεθεί μόνο θρησκευτική διέξοδος».(Ενγκελς, 2009: 328)

Την εποχή εκείνη ένας παγκόσμιος ιδεαλισμός επικρατούσε πέρα για πέρα χωρίς να έχει αντίπαλη ιδεολογία. Οι δούλοι και οι προλετάριοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους οικονομικούς όρους δεν μπορούσαν να πάρουν στα χέρια τους τον διευθυντικό ρόλο της παραγωγής κι επομένως δεν είχαν δική τους, αυτοτελή ιδεολογία. Στον ιδεαλισμό δηλαδή της άρχουσας τάξης δεν μπόρεσαν ν’ αντιτάξουν μια δική τους υλιστική φιλοσοφία.(Κορδάτος, 1973: 231-232)

Έτσι, λοιπόν, όπως αναφέρει ο Ένγκελς: «Τότε ήρθε ο χριστιανισμός, που πήρε στα σοβαρά την ανταμοιβή και την τιμωρία στον επέκεινα κόσμο και δημιούργησε τον παράδεισο και την κόλαση και έτσι βρέθηκε ο δρόμος που θα οδηγούσε τον εργαζόμενο και τον καταπιεζόμενο από την κοιλάδα των δακρύων στον αιώνιο παράδεισο.(..) Εντούτοις αυτός ο ουράνιος παράδεισος δεν ανοίγει τις πύλες του στον πιστό αυτόματα με το θάνατό του(..) Το Βασίλειο του θεού, πρωτεύουσα του οποίου είναι η Νέα Ιερουσαλήμ, μπορεί να κατακτηθεί και να ανοίξουν οι πύλες του μόνο μετά από σκληρούς αγώνες με τις δυνάμεις της κόλασης. Όμως στην αντίληψη των πρώτων χριστιανών αυτοί οι αγώνες ήταν άμεσα μπροστά τους»(Ένγκελς, 2009: 329)

Ο μοναδικός ιστορικός απολογισμός της εποχής είναι αυτή του Ιώσηπου, ενός Εβραίου στρατηγού που πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων κατά την επανάσταση του 66 μ.Χ και στη συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο. Σύμφωνα με αυτόν τον απολογισμό η εποχή αυτή ήταν γεμάτη αναταραχές και εξεγέρσεις. Κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκαν πολλές εξεγέρσεις αγροτών. Οι ξεσηκωμοί αυτοί κατεστάλησαν με βάρβαρο τρόπο, ενώ δεν ήταν ασυνήθιστο να ισοπεδώνονται ολόκληρες πόλεις με τους κατοίκους τους να πωλούνται ως σκλάβοι. Επικεφαλής αυτών των εξεγέρσεων υπήρξαν άνδρες χρησμένοι από το λαό ως βασιλείς(ή μεσσίες).(Πίκαρντ, 2011)

Όπως αναφέρει ο Γ.Κορδάτος στη μελέτη του “Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός”: «Η εμφάνιση τόσων πολλών προφητών στην Ιουδαία με εθνικιστικό και τρομοκρατικό πρόγραμμα, η επίδοση στη μαγεία και η επιδημία των σωτηριολόγων σ’ όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες ήταν το ιδεολογικό καθρέφτισμα της ανήσυχης εκείνης εποχής. Μια βαθύτερη εξέταση και ανάλυση των ιστορικών πληροφοριών των προχριστιανικών χρόνων μας πείθει πως όλοι οι προφήτες της Παλαιστίνης είχαν μερικά βασικά και κοινά σημεία στο κήρυγμά τους: α) Παρουσιάζονταν απεσταλμένοι του θεού, β) με μάσκα θρησκευτική προπαγάνδιζαν το ξεσκλάβωμα των Εβραίων με συστηματικά τρομοκρατικά επαναστατικά μέσα, γ) κήρυξαν αμείλικτο πόλεμο ενάντια στους πλούσιους επιζητώντας τη μοιρασιά του πλούτου και δ) δίδασκαν την ιδέα της Βασιλείας των ουρανών ή του θεού που είναι το ίδιο»(Κορδάτος, 1973: 242)

Η επίσημη παράδοση των ευαγγελιστών συμφωνεί με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προφητών που εμφανίστηκαν στις αρχές της χρονολογίας μας. Καταρχήν, όλοι οι προφήτες παρουσιάζονταν ως απεσταλμένοι του Θεού. Αυτό αναφέρονταν στην Παλαιά Διαθήκη. Η παράδοση του μεσσιανισμού ήταν ακλόνητη. Δεύτερον, η επανάσταση εναντίον των Εβραίων παρουσιάζονταν ως θέλημα Θεού. Τρίτον, κηρύχθηκε αμείλικτος πόλεμος ενάντια στους πλούσιους. Τέλος, διδάσκονταν η ιδέα της Βασιλείας των Ουρανών.(ibid: 243-244)

Ο Ιώσηπος, από τη δική του οπτική γωνία, περιγράφει τα γεγονότα ως αποτέλεσμα αρνητικής επιρροής των μαντείων και των προφητειών: «Απατεώνες και δημαγωγοί, υπό την μεταμφίεση της Θείας έμπνευσης, προκάλεσαν επαναστατικές ενέργειες και ώθησαν τις μάζες να δρουν ως “τρελές”. Τις οδήγησαν έξω στην έρημο».(Πίκαρντ, 2011). Ο Ιώσηπος αναφέρεται στα ονόματα αρκετών “προφητών” κι επαναστατών που υποκίνησαν τους Εβραίους , αλλά ο Ιησούς(όπως περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη) δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο στο ογκώδες έργο του.(Πίκαρντ, 2011) Γενικότερα, σε ολόκληρο τον πρώτο αιώνα δεν υπάρχει καμία ιστορική αναφορά στο όνομα “Ιησούς”. Η παράδοση αναφέρει Χριστό, δηλαδή τον Μεσσία της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Ιησούς είναι ακόμα άγνωστος.(Κορδάτος, 1973: 225)

Ο Φρ. Ένγκελς αναφέρει σχετικά με την εμφάνιση του Χριστιανισμού: «Ο χριστιανισμός, όπως και κάθε μεγάλο επαναστατικό κίνημα έγινε από τις μάζες. Εμφανίστηκε στην Παλαιστίνη με τρόπο εντελώς άγνωστο σε μας, σε μια εποχή κατά την οποία νέες αιρέσεις, νέες θρησκείες, νέοι προφήτες εμφανίζονταν κατά εκατοντάδες. Στην πραγματικότητα ο χριστιανισμός είναι απλώς ένας μέσος όρος, που διαμορφώθηκε αυθόρμητα από την αναγκαία προστριβή των πιο προοδευτικών από αυτές τις αιρέσεις και στη συνέχεια σχηματοποιήθηκε σε δόγμα».(Ένγκελς, 2009: 205)

Ένα από τα βιβλία που συμπεριλαμβάνεται στην Καινή Διαθήκη, η αποκαλούμενη “Αποκάλυψη του Ιωάννη”, η οποία γράφτηκε μέσα στη φωτιά των επαναστατικών αναβρασμών(μεταξύ Ιουνίου του 67 και Ιανουαρίου ή Απριλίου του 68, δηλαδή στις απαρχές της χριστιανικής περιόδου) αποκαλύπτει τον αρχικό εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της νέας θρησκείας. Ποτέ και πουθενά σε ολόκληρο το βιβλίο ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στον εαυτό του και τους ομόπιστούς του με άλλο όνομα εκτός από εκείνο των Ιουδαίων. Στη θέση του “Αγίου Πνεύματος” των μεταγενέστερων εποχών έχουμε τα “επτά πνεύματα του Θεού” τα οποία συνάγουν οι ραβίνοι. Ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού, ο πρώτος και ο έσχατος, με κανέναν τρόπο ο ίδιος ο Θεός ή ίσος με το Θεό αλλά αντίθετα «η αρχή της δημιουργίας του Θεού». Εκπορεύεται από το Θεό και υπάρχει «εις τους αιώνας των αιώνων», αλλά είναι υποταγμένος στο Θεό όπως τα επτά πνεύματα που προαναφέρθηκαν.(Ένγκελς, 2009: 321)

Σε ό,τι αφορά τον κοινωνικό ρόλο της χριστιανικής εκκλησίας των πρώτων αιώνων ο Γ.Κορδάτος αναφέρει: «Στην εποχή εκείνη της γενικής αθλιότητας(..) εξασφάλιζε(ο χριστιανισμός) στα μέλη του το ψωμί και με την οργάνωση την κοινοβιακή διευκόλυνε τους “αδελφούς και τις αδελφές” ν’ αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές τους ανάγκες. Η αποστολή αυτή της πρώτης Εκκλησίας(…) της έδωκε χαρακτήρα σιγά- σιγά προλεταριακού κινήματος με περιεχόμενο πλατύτερο».(Κορδάτος, 1973: 268)

Ο χριστιανισμός από την Ιερουσαλήμ και τις υπόλοιπες παλαιστινιακές πόλεις διαδόθηκε μέσω των οργανωμένων οπαδών του, των Αποστόλων, στη Μικρά Ασία και τη Μεσόγειο.(Κορδάτος, 1973: 298) Η νέα οργάνωση των εκκλησιών με τον κοινοβιακό τους χαρακτήρα συγκίνησε τα φτωχά στρώματα των εξωπαλαιστινιακών ιουδαϊκών συνοικισμών. Στην εποχή της γενικής δυστυχίας ο κοινοβιακός, συντροφικός βίος έδινε άμεσα ωφελήματα στα φτωχά λαϊκά στρώματα, προπάντων υλικά και παρουσιάζονταν ως η μόνη δυνατή διέξοδος στον κοινωνικό και ηθικό βούρκο των χρόνων εκείνων.(ibid: 299)

Όμως ο χριστιανισμός δεν περιορίστηκε στην αποκλειστική στρατολόγηση των οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερων και των δούλων στις εκκλησίες. Άρχισε να επηρεάζει και ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Αυτοκρατορίας. Η φάση παρακμής του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού οικοδομήματος συντέλεσε σε αυτήν την κατεύθυνση. Μάλιστα τα ανώτερα αυτά στρώματα έδιναν γενναίες επιχορηγήσεις στις εκκλησίες. Έτσι, σταδιακά οι χριστιανικές εκκλησίες άρχισαν να χάνουν το λαϊκό τους χαρακτήρα και να παίρνουν ολοένα και συντηρητικότερη μορφή. Τα νέα μέλη, με όχημα τις υλικές επιχορηγήσεις που παρείχαν στις εκκλησίες, έγιναν ουσιαστικά ρυθμιστές και εξουσιαστές των εκκλησιών. Αυτή η διαδικασία συντελέστηκε σταδιακά μέσα από την εξάπλωση των εκκλησιών. Τα εξωπαλαιστινιακά λαϊκά στρώματα δεν διακατέχονταν από τον ίδιο βαθμό μίσους απέναντι στο κράτος της Ρώμης. Στις περιοχές αυτές η άρχουσα τάξη έκανε υποχωρήσεις για να προλάβει την κοινωνική αναρχία. Τις υποχωρήσεις όμως αυτές τις ισοφάριζε με τη μεγαλύτερη καταπίεση των δούλων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια διαμορφώθηκε μια ψυχολογία συμβιβασμού με την άρχουσα τάξη.(ibid: 301-302)

Η συντηρητικοποίηση των χριστιανικών εκκλησιών έφτασε στο σημείο εκείνο, όπου τα νέα μέλη από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα δεν έβρισκαν απλά ηθική διέξοδο σ’ αυτές αλλά χρησιμοποίησαν τα κηρύγματα του χριστιανισμού ενάντια στην αφύπνιση και το ξεσηκωμό των φτωχών και των δούλων.(ibid: 313)

Η χριστιανική Εκκλησία στο στάδιο αυτό παρείχε μια “βαλβίδα ασφαλείας” σε ότι αφορά τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Αφενός, διότι έδωσε σε αγροτικά στρώματα την ευκαιρία να βρεθούν στο ίδιο κτήριο με τους γαιοκτήμονες και τους αριστοκράτες. Αφετέρου, οι περιορισμένες ελπίδες για μια καλύτερη ζωή σε αυτόν τον κόσμο επισκιάστηκε με την υπόσχεση ότι οι φτωχοί θα είναι ίσοι με τους πλούσιους στον επόμενο.(Πίκαρντ, 2011)

Υπάρχει άλλη μια ιστορική παρανόηση σχετικά με το χριστιανισμό. Αφορά τη διάχυτη αντίληψη που υπάρχει ότι ο χριστιανισμός ήταν η θρησκεία που συντέλεσε στην κατάργηση της δουλείας. Ο Κορδάτος αναφέρει σχετικά: «Είν’ αλήθεια πώς ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος με το διάταγμα του στις 18 του Απρίλη 321 επέβαλε το ξεσκλάβωμα των δούλων. Εν’ τούτοις ο νόμος αυτός έμεινε στα χαρτιά και δεν εφαρμόστηκε. Η δουλεία ως θεσμός υπήρχε και ύστερα από τον Κωνσταντίνο. Ακόμα και στα χρόνια του Θεοδόσιου εξακολουθούσαν οι πατρίκιοι να έχουν στην υπηρεσία τους χιλιάδες δούλους, όπως το μαρτυρεί ο ίδιος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος».(Κορδάτος, 1973: 323)

Τις σταδιακές απελευθερώσεις των δούλων υπαγόρευε η ίδια η οικονομική εξέλιξη και σαν διαδικασία είχε αρχίσει νωρίτερα. Σε ένα διάταγμα του Διοκλητιανού μαθαίνουμε πως υπήρχε νόμος «να μην απλευθερώνονται όσοι δούλοι επιμένουν στο χριστιανισμό». Φαίνεται λοιπόν πως οι δούλοι άρχισαν να ξεσκλαβώνονται μέσα στην “αντιχριστιανική” Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.(ibid: 324-325) Η σταδιακή ανάπτυξη των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής οδήγησε στην αντικατάσταση του θεσμού της δουλείας με αυτόν την δουλοπαροικίας. Η χριστιανική αδελφοσύνη και θρησκεία μόνο στις πρώτες εκκλησίες είχαν πραγματική επίδραση στις κοινωνικές σχέσεις των σκλάβων και των εξαθλιωμένων στρωμάτων.(ibid: 325) Ο κατοπινός χριστιανισμός είχε πολύ λίγες ομοιότητες με τον πρωτόγονο χριστιανισμό της Παλαιστίνης. Ο ένας ήταν εθνικός κι επαναστατικός. Ο άλλος διεθνιστικός κι αντεπαναστατικός.(ibid: 256)

Σύμφωνα με τον Ένγκελς ο χριστιανισμός των πρώτων χρόνων «που ακόμα δεν είχε συνείδηση του εαυτού του, διέφερε όσο ο ουρανός από τη γη από τη μεταγενέστερη, δογματικά παγιωμένη παγκόσμια θρησκεία της συνόδου της Νίκαιας· ο πρώτος δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του στη δεύτερη και το αντίστροφο. Εδώ δεν έχουμε ούτε το δόγμα ούτε την ηθική του μεταγενέστερου χριστιανισμού, αλλά αντίθετα την αίσθηση ότι κάποιος αγωνίζεται εναντίον ολόκληρου του κόσμου και ότι ο αγώνας θα είναι νικηφόρος· βλέπουμε ζήλο για τον αγώνα και βεβαιότητα για τη νίκη, στοιχεία που λείπουν τελείως από τους σημερινούς χριστιανούς»

Ο Μεσαίωνας σκέπασε με ένα βαθύ πέπλο μυστηρίου και θρησκευτικής πίστης ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Τα πρώτα αγωνιστικά σκιρτήματα της ανερχόμενης κοινωνικής τάξης, της αστικής, είχαν θρησκευτικό μανδύα. Ο Ένγκελς αναφέρει σχετικά: «Ο Μεσαίωνας είχε προσαρτήσει στη θεολογία όλες τις άλλες μορφές ιδεολογίας -τη φιλοσοφία, την πολιτική, τη νομική- και τις είχε μετατρέψει σε υποδιαιρέσεις της θεολογίας. Έτσι εξανάγκαζε κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα να παίρνει θεολογική μορφή. Τα αισθήματα των μαζών τρέφονταν με τη θρησκεία αποκλείοντας οτιδήποτε άλλο, κατά συνέπεια ήταν αναγκαίο να προωθούν οι μάζες τα συμφέροντά τους με θρησκευτικό ένδυμα προκειμένου να δημιουργούν ορμητικό κίνημα»(Ενγκελς, 2009: 17) Έτσι λοιπόν η πάλη της αστικής τάξης απέναντι στη φεουδαρχία πήρε τη μορφή ποικίλων αιρέσεων αρχίζοντας από την αίρεση Αλγιβηνών, φαινόμενο που σχετίζονταν με την πρώιμη αστική ανάπτυξη στη Νότια Γαλλία κατά το δωδέκατο αιώνα, και φτάνοντας στη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου και τον καλβινισμό.

Οι συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώθηκαν κάτω από την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, οδήγησαν στο να λάβει η μεγάλη αστική Γαλλική Επανάσταση μη θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Ο Ένγκελς στο έργο του “Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας” περιέγραψε αυτές τις συνθήκες: «Στη Γαλλία η καλβινική μειοψηφία κατεστάλη το 1685 και είτε επανήλθε στον καθολικισμό είτε εκδιώχθηκε από τη χώρα. Όμως ποιo το όφελος; Ήδη εκείνη την εποχή ο ελευθερόφρων Πιέρ Μπελ ήταν στο απόγειο της δραστηριότητάς του και το 1694 γεννήθηκε ο Βολταίρος. Τα καταπιεστικά μέτρα του Λουδοβίκου ΙΔ’ απλώς έκαναν ευκολότερο για τη γαλλική αστική τάξη να πραγματοποιήσει την επανάστασή της με μη θρησκευτική και αποκλειστικά πολιτική μορφή, που μόνο αυτή ταίριαζε σε μια ανεπτυγμένη αστική τάξη. Στις εθνοσυνελεύσεις τις έδρες των προτεσταντών πήραν ελευθερόφρονες».(Ένγκελς, 2009: 17)

Ο Κορδάτος γράφει: «Στα πιο παλιά χρόνια οι αφορισμοί και οι καταδίκες των Συνόδων καθώς και η φωτιά (ως ποινή) της Ιεράς Εξέτασης βάλανε τρομακτικά εμπόδια όχι μονάχα στην ελεύθερη σκέψη, μα και στην επιστημονική έρευνα. Ύστερα όμως από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση τα δεσμά της κληρικότητας έπεσαν. Η νικηφόρα μπουρζουαζία στην πρώτη περίοδό της στάθηκε ελευθερόφρονη και άπιστη. Τα συμφέροντά της επέβαλαν την απεριόριστη επιστημονική έρευνα. Εξάλλου η συμμαχία του κλήρου και της φεουδαρχίας είχε δημιουργήσει ένα ορμητικό αντικληρικό κίνημα».(Κορδάτος, 1973: 209)

Απότοκος της Γαλλικής Επανάστασης είναι η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, η οποία, υπερσκελίζοντας την επικρατούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή θεοκρατική αντίληψη, έθεσε στο κέντρο της κοινωνίας τον άνθρωπο κι όχι το θεό. Το Βατικανό με το Quom Aliquantum(2/3/1791) καταδίκασε τη Διακήρυξη γιατί «εκδιώκει τον Θεό από την κοινωνία». Η Καθολική Εκκλησία τάσσονταν κατά της δημοκρατίας και υπέρ της επιστροφής στο Παλαιό Καθεστώς επί έναν ολόκληρο αιώνα.(Αστερίου, 2009: 17)

Και στην Ιταλία, η πορεία συγκρότησης του έθνους-κράτους ακολούθησε την κατεύθυνση ρήξης με την Εκκλησία. Η ίδρυση του ενιαίου ιταλικού κράτους το 1861 συνοδεύτηκε με το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας και ήρθε σε ρήξη με τον Πάπα. Η ιταλική κυβέρνηση απαλλοτρίωσε την εκκλησιαστική περιουσία. Ο Πάπας Πίος Θ’ το 1878 ζητούσε σταυροφορία των καθολικών Ευρωπαίων εναντίον του ενιαίου ιταλικού κράτους. Η αναγνώριση του ιταλικού κράτους από την Παποσύνη ήρθε μόλις το 1929, στα πλαίσια των συμφωνιών με τη φασιστική κυβέρνηση Μουσολίνι.(ibid: 19)

Όσο όμως οι ταξικές αντιθέσεις στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας οξύνονταν και η αστική τάξη από επαναστατική αντιδραστικοποιούνταν, τόσο το θρησκευτικό στοιχείο επανέρχονταν στο προσκήνιο -έστω και με διαφορετική μορφή. Τα πρώτα δείγματα γραφής από την αστική τάξη δόθηκαν πολύ νωρίς, ήδη από το 1801, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατάργησε το διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους και σύναψε κονκαρδάτο με την Καθολική Εκκλησία.(Αστερίου, 2009: 15) Τα λόγια του ίδιου είναι χαρακτηριστικά του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας: «Πώς μπορεί να υπάρξει τάξη σε ένα κράτος χωρίς θρησκεία;(…) η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρχει σε ένα κράτος χωρίς θρησκεία. Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανισότητα των περιουσιών και η ανισότητα των περιουσιών δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη θρησκεία. Όταν κάποιος πεθαίνει από την πείνα πλάι σε κάποιον ο οποίος διαθέτει μεγάλο πλούτο, του είναι αδύνατον να αποδεχθεί αυτή την διαφορά, αν δεν υπάρχει μια εξουσία που να του λέει: “Ο Θεός θέλει να είναι έτσι, πρέπει να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι στον κόσμο, αλλά στη συνέχεια και στην αιωνιότητα η μοιρασιά θα είναι διαφορετική”».(ibid: 15-16)

Σε μια εποχή που το προλεταριάτο αρχίζει να γίνεται απειλητικό για την αστική τάξη, η Καθολική Εκκλησία εκδίδει την εγκύκλιο Rerum Novatum(1891), στην οποία αναφέρεται: «Όμως παρόμοια θεωρία [αυτή των σοσιαλιστών]… είναι φοβερά άδικη, γιατί παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα των ιδιοκτητών, αλλοιώνει τις λειτουργίες του κράτους και τείνει ν’ ανατρέψει εκ θεμελίων το κοινωνικό οικοδόμημα».(ibid: 25) Στην παπική εγκύκλιο Quandragesimo anno που εκδόθηκε στις 15 Μαρτίου 1931 αναφέρεται: «Ο σοσιαλισμός, είτε τον εξετάζουμε ως δόγμα, είτε τον εξετάζουμε ως ιστορικό γεγονός, είτε τον εξετάζουμε ως δράση(..) δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας: Γιατί η αντίληψή του για την κοινωνία δεν θα μπορούσε να είναι πιο αντίθετη με τη χριστιανική αλήθεια».(ibid: 27)

Η αστική τάξη ως επαναστατική τάξη ήρθε σε ρήξη με την Εκκλησία κατά τη διάρκεια της πάλης της για την ανατροπή του φεουδαρχισμού Ωστόσο στο βαθμό που στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος βαθαίνει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η αστική τάξη έχει την ανάγκη της εκκλησίας και την θρησκείας για τον έλεγχο και την καθυπόταξη των λαϊκών κι εργατικών μαζών. Εξάλλου, «αφού διαμορφωθεί, η θρησκεία παρέχει πάντα παραδοσιακό υλικό, ακριβώς όπως σε όλα τα ιδεολογικά πεδία η παράδοση αποτελεί μεγάλη συντηρητική δύναμη».(Ένγκελς, 2009: 13)

Όπως, άλλωστε αναφέρει ο Μαρξ: «Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού δικαιολόγησαν τη δουλεία της αρχαιότητας, δόξασαν τη δουλοπαροικία του Μεσαίωνα και είναι ικανές, σε περίπτωση ανάγκης, να υπερασπιστούν την καταπίεση του προλεταριάτου, έστω και με εκφράσεις συμπόνιας. Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού κηρύσσουν την ανάγκη να υπάρχουν μία κυρίαρχη και μια μία καταπιεζόμενη τάξη και το μόνο που έχουν να προσφέρουν στην τελευταία είναι η ευσεβής ευχή να είναι φιλάνθρωπη η κυρίαρχη τάξη».(Μαρξ, 2009: 12)

3η ενότητα: Η σταση των μαρξιστών απέναντι στη θρησκεία

Παρά το γεγονός ότι η μαρξιστική κοσμοαντίληψη είναι υλιστική, οι μαρξιστές δεν αυτονομούν την πάλη απέναντι στη θρησκεία από την πάλη ενάντια στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα. Όπως ανέφερε ο Λένιν ήδη από το 1905: «Δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να ξεπέφτουμε σε αφηρημένη, σε ιδεαλιστική τοποθέτηση του θρησκευτικού ζητήματος, ξεκινώντας “από το λόγο” και όχι από την ταξική πάλη, τοποθέτηση που κάνουν συχνά οι ριζοσπάστες δημοκράτες της αστικής τάξης. Θα ήταν ανοησία να νομίζουμε πως, σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην απεριόριστη καταπίεση και αποκτήνωση των εργατικών μαζών, είναι δυνατόν να διαλύσουμε τις θρησκευτικές προλήψεις με καθαρά προπαγανδιστικά μέσα. Θα ήταν αστική στενοκεφαλιά να ξεχνάμε πως η θρησκευτική καταπίεση της ανθρωπότητας είναι απλώς προϊόν και αντανάκλαση της οικονομικής καταπίεσης στους κόλπους της κοινωνίας».(Λένιν, 1905) Σε άλλο έργο του ο Λένιν αναφέρει: «η αθεϊστική προπαγάνδα της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να υποτάσσεται στο βασικό της καθήκον: την ανάπτυξη της ταξικής πάλης των εκμεταλλευόμενων μαζών κατά των εκμεταλλευτών».(Λένιν, 1909)

Για να γίνει πιο σαφής η παραπάνω θέση αξιοποιείται ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: «Το προλεταριάτο μιας δοσμένης περιοχής και ενός δοσμένου κλάδου της βιομηχανίας αποτελείται, ας υποθέσουμε, από ένα πρωτοπόρο στρώμα αρκετά συνειδητών σοσιαλδημοκρατών που, εννοείται, είναι αθεϊστές, και από αρκετά καθυστερημένους, συνδεμένους ακόμη με το χωριό και την αγροτιά εργάτες που πιστεύουν στο θεό, πηγαίνουν στην εκκλησία ή ακόμη βρίσκονται και κάτω από την άμεση επιρροή του τοπικού παπά που ιδρύει, ας υποθέσουμε, μια χριστιανική εργατική ένωση. Ας υποθέσουμε, σε συνέχεια, πως η οικονομική πάλη σ’ αυτόν τον τόπο οδήγησε σε απεργία. Για το μαρξιστή είναι υποχρεωτικό να βάλει σε πρώτη μοίρα την επιτυχία του απεργιακού κινήματος, είναι υποχρεωτικό ν’ αντιδράσει αποφασιστικά στο χωρισμό των εργατών σ’ αυτή την πάλη σε αθεϊστές και χριστιανούς, να παλέψει αποφασιστικά ενάντια σ’ αυτό το χωρισμό».(Λένιν, 1909)

Η συγκεκριμένη αυτή τοποθέτηση των μαρξιστών επιτρέπει την ανάπτυξη θέσεων που προωθούν αφενός το διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και αφετέρου την ουσιαστική προάσπιση της ανεξιθρησκείας και την προστασία των θρησκευτικά καταπιεζόμενων πληθυσμών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λένιν: «Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχθεί ατομική υπόθεση. Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμμία δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία».(Λένιν, 1905)

Σύμφωνα με το Λένιν ακόμα κι ένας ιερέας δύναται -υπο προϋποθέσεις- να συμπεριληφθεί στις τάξεις ενός μαρξιστικού πολιτικού κόμματος: «Αν ο παπάς έρχεται σε μας για μια από κοινού πολιτική δουλειά και εκπληρώνει ευσυνείδητα την κομματική δουλειά, χωρίς να δρα ενάντια στο πρόγραμμα του κόμματος, μπορούμε να τον δεχτούμε στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας, γιατί η αντίφαση του πνεύματος και των βάσεων του προγράμματος μας με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του παπά θα μπορούσε να παραμείνει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μια αντίφαση που αφορά μονάχα αυτόν, προσωπικά αυτόν, και η πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να υποβάλλει τα μέλη της σε εξετάσεις για το αν δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις αντιλήψεις τους και στο πρόγραμμα του κόμματος. Αλλά, εννοείται, μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι σπάνια εξαίρεση. Και αν, λόγου χάρη, ο παπάς έμπαινε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και άρχιζε να διεξάγει σ’ αυτό το κόμμα, σαν κύρια και σχεδόν μοναδική δουλειά του, ένα δραστήριο κήρυγμα των θρησκευτικών αντιλήψεων, τότε το κόμμα θα έπρεπε δίχως άλλο να τον διώξει από το περιβάλλον του. Πρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο θεό, είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μα τους τραβούμε για να τους διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του προγράμματος μας και όχι για να το καταπολεμήσουν ενεργά».(Λένιν, 1909)

Συμπερασματικά, η στάση των μαρξιστών απέαντι στη θρησκεία μπορεί να συνοψιστεί στην παρακάτω φράση: «Ο μαρξιστής πρέπει να είναι υλιστής, δηλ. εχθρός της θρησκείας, μα υλιστής διαλεκτικός, δηλ. που βάζει το ζήτημα της πάλης κατά της θρησκείας όχι αφηρημένα, όχι στη βάση ενός αφηρημένου, καθαρά θεωρητικού, πάντα αναλλοίωτου κηρύγματος, μα συγκεκριμένα, στη βάση της ταξικής πάλης που διεξάγεται στην πράξη και που διαπαιδαγωγεί τις μάζες περισσότερο απ’ όλα και καλύτερα απ’ όλα».(Λένιν, 1909)

Επίλογος

Αντί -οποιουδήποτε άλλου- επιλόγου, επιλέγεται μια φράση του Μαρξ η οποία συνοψίζει επακριβώς την ουσία του εξεταζόμενου ζητήματος, τη φιλοσοφική και κοινωνική προσέγγιση της θρησκείας με τα γνωσιοθεωρητικά εργαλεία του μαρξισμού: «Στόχος της ιστορίας είναι, λοιπόν, μετά την εξαφάνιση του Επέκεινα της αλήθειας, να καθιερώσει την αλήθεια του Ενθάδε. Κατ’ αρχήν, είναι στόχος της φιλοσοφίας, που υπηρετεί την ιστορία, αμέσως μόλις ξεμασκαρευτεί η ιερή μορφή της αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου, να ξεμασκαρέψει την αυτο-αλλοτρίωση και στις βέβηλες μορφές της. Η κριτική του ουρανού μετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής».

Βιβλιογραφία

Conforth, M. Γνωσιολογία. Αθήνα: Πέλλα
Woods, A. & Grant, T. (2012). Θρησκεία και διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου. Ανακτήθηκε από τον διαδικτυακό τόπο: http://www.marxismos.com/theoryahistory-mainmenu/theoryahistory-topics–mainmenu/relegion-mainmenu/37-i-katagogi-tis-thriskeias-alan-grant.html
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ-Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Μαρξιστική Ηθική. Αθήνα: Αναγωστίδης.
Ένγκελς, Φρ. (2006). Αντι-Ντύρινγκ, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Ένγκελς, Φρ. (2001). Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Αθήνα: Προσκήνιο.
Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. (2006). Οι βασικές αρχές της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.Κορδάτος, Γ. (1973). Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός. Αθήνα: Μπουκουμάνη.
Λένιν, Β.Ι. (1986). Άπαντα. τ.12. Αθήνα: Σύχρονη Εποχή
Μαρξ, Κ. & Ένγκελς, Φρ. (2009). Για τη θρησκεία -συλλογή κειμένων και άρθρων, μτφρ. Αστερίου, Ε. Αθήνα: ΚΨΜ.
Μαρξ, Κ., Ενγκελς, Φρ. (2010). Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αθήνα: Εφημερίδα “Το Βήμα”.
Μαρξ, Κ. (1976). Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αθήνα: Οικονομική και Φιλοσοφική βιβλιοθήκη.
Μαρξ, Κ. (1976). Το Κεφάλαιο, τόμος 1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Πατέλης, Δ. (1999). Οι θρησκείες ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία. 34. 99-123.
Πατέλης, Δ. (2006). Περί θρησκείας και θρησκευτικών προτύπων. Σύγχρονη Εκπαίδευση. 45. 66-85.Παυλίδης, Π. (2001) Θρησκεία και εκπαίδευση. Θέματα Παιδείας. 4. 36-42.
Παυλίδης, Π. (2003). Κοινωνικό ιδεώδες: μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Ουτοπία. 55. 119-137.
Πίκαρντ, Τζ. 2011). Οι κοινωνικές ρίζες του χριστιανισμού. Ανακτήθηκε από τον διαδικτυακό τόπο: http://www.marxismos.com/theoryahistory-mainmenu/theoryahistory-topics-mainmenu/relegion-mainmenu.html

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας