Εργατικός Αγώνας

Το νομοσχέδιο-ταφόπλακα των ΑΕΙ και ο αναγκαίος μαζικός αγώνας για την απόσυρση-κατάργηση του

Ανακοίνωση της Επιτροπής Παιδείας της Κίνησης Κομμουνιστών – Εργατικός Αγώνας

Το νομοσχέδιο

    Κατατέθηκε στη Βουλή τη περασμένη Τρίτη, στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών το νομοσχεδιο της Κυβέρνησης με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες για τα ΑΕΙ. Ενίσχυση της ποιότητας, της  λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις» το οποίο θα συζητηθεί στην ολομέλεια 12 με 14 Ιουλίου και θα ψηφιστεί -βεβαίως δεν το έφερε τυχαία σε αυτή τη συγκυρία η Κυβέρνηση, εν μέσω καλοκαιριού, όπου στα περισσότερα Ιδρύματα ολοκληρώθηκε η ολοκληρώνεται η εξεταστική και οι φοιτητές βρίσκονται εκτός του κοινωνικού τους χώρου. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που περιέχει 464 άρθρα και 417 σελίδες, όχι όλα για την ανώτατη εκπαίδευση. Μάλιστα στο νομοσχέδιο υπάρχουν 29 άρθρα για ζητήματα οργάνωσης της εκκλησίας. Τόσο σοβαρά παίρνει η Κυβέρνηση μάλλον την ανώτατη εκπαίδευση, που χωράει μαζί με τέτοιου είδους ζητήματα. Ωστόσο μακάρι αυτό να ήταν το μοναδικό «ελάττωμα» του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Το νομοσχέδιο αυτό φέρνει τεκτονικές αλλαγές, στα ήδη υποβαθμισμένα ΑΕΙ από τη σωρεία αντιεκπαιδευτικών νόμων που έχουν περάσει αυτά τα χρόνια και την υποχρηματοδότηση. Οι βασικές αλλαγές είναι οι εξης:

  • Χτυπάει ακόμα περισσότερο τα εδώ και χρόνια τσακισμένα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχίων. Μέσω των διπλών προγραμμάτων, των διατμηματικών/διαϊδρυματικών προγραμμάτων, των τριετών προγραμμάτων, των «minor degrees», δηλαδή των μονοετών προγραμμάτων σπουδών, και συνολικά μιας κατεύθυνσης που εντείνει ακόμη περισσότερο την κατηγοριοποίηση και διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα και γνωστικού αντικειμένου του πτυχίου. Μιας κατεύθυνσης η οποία βάζει τους φοιτητές ήδη από τα δεκαοχτώ τους χρόνια αφενός σε ένα ατέρμονο κυνήγι πιστωτικών μονάδων για το «χτίσιμο» ενός βιογραφικού, το οποίο δεν θα τους εξασφαλίζει καν μόνιμη και σταθερή δουλειά στο αντικείμενο τους, και αφετέρου εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ συμφοιτητών. Βεβαίως πέρα από το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που δεν θα υπάρχουν στην ουσία πλέον στα πτυχία τίθεται και το ερώτημα: Πόσο ποιοτική θα είναι η μόρφωση που θα περιλαμβάνεται σε ένα τριετές πρόγραμμα σπουδών; Ο φοιτητής που θα ολοκληρώνει αυτά τα προγράμματα, θα είναι καταρτισμένος επιστήμονας στο αντικείμενο του, ή θα έχει διδαχθεί σκόρπιες δεξιότητες, ικανές μονάχα να του εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας, στην οποία μάλιστα θα χρειάζεται και συνεχής επανακατάρτιση -επί πληρωμή φυσικά- για να συμβαδίσει με τις εξελίξεις στον τομέα του;
  • Απελευθερώνεται πλήρως η αναγνώριση και ισοτίμηση των πτυχίων των κολλεγίων με τα ΑΕΙ απ’ τον ΔΟΑΤΑΠ, αφού «Θεσπίζεται Εθνικό Μητρώο Αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης της αλλοδαπής και Εθνικό Μητρώο Τύπων Τίτλων Σπουδών Αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων της αλλοδαπής» και « Στο Εθνικό Μητρώο Αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων της αλλοδαπής εντάσσονται με απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ιδρύματα, τα οποία: (…) η διάρκεια σπουδών είναι τουλάχιστον τριετής και αντιστοιχεί σε εκατόν ογδόντα (180) πιστωτικές μονάδες (ECTS), για το προπτυχιακό πρόγραμμα και ενός (1) έτους και αντιστοιχεί σε εξήντα (60) πιστωτικές μονάδες (ECTS), για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα». Οι συνέπειες βεβαίως εδώ είναι μεγάλες και οι ευθύνες της Κυβέρνησης τεράστιες, αφού βάζει στο ίδιο τσουβάλι τα αγορασμένα πτυχία απ’ τα κολλέγια με τα πολύ ανωτέρα σε γνωστικό περιεχόμενο, πτυχία των ΑΕΙ, και εξισώνει τα παιδιά που κόπιασαν για να μπουν σε μια σχολή και την τελείωσαν, με την πλειοψηφία εκείνων που απλά αγόρασαν στην ουσία έναν τίτλο σπουδών. Για τέτοια «αριστεία» μιλάμε..
  • Αναδιαμορφώνει εκ βάθρων ένα πλαίσιο διοίκησης των ΑΕΙ, στη κατεύθυνση της ολοκληρωτικής σύνδεσης τους με την αγορά, και την λειτουργία τους με ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια. Τα νέα Συμβούλια Διοίκησης των ΑΕΙ θα απαρτίζονται από έξι πανεπιστημιακούς και πέντε εξωπανεπιστημιακούς, κατά βάση δηλαδή, ανθρώπους της αγοράς και των μονοπωλίων με προϊστάμενό τους τον μάνατζερ. Αυτό βεβαίως δημιουργεί κρίσιμα ερωτήματα τόσο ως προς το με ποια κριτήρια θα λαμβάνονται οι αποφάσεις: θα είναι στην κατεύθυνση της προάσπισης και διεύρυνσης του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας ή της λογικής κόστους-οφέλους, όπου δε θα χωράνε και πολλοί φοιτητές, το κάθε Ίδρυμα θα πρέπει να βρίσκει τα δικά του έσοδα και συνολικά θα λειτουργεί ως μια ακόμα επιχείρηση, με ισολογισμούς εσόδων-εξόδων, όπου η μόρφωση θα αποτελεί ένα αγαθό απλησίαστο για τους φοιτητές των λαϊκών οικογενειών;
  • Έρχεται να μονιμοποιήσει την τηλεκπαίδευση (α. 67) στις περιπτώσεις «παροχής διδακτικού έργου στο πλαίσιο διατμηματικών ή διιδρυματικών προγραμμάτων πρώτου κύκλου, κατά το μέρος του διδακτικού έργου που παρέχεται με την ευθύνη των συνεργαζόμενων Τμημάτων, εφόσον η έδρα των συνεργαζόμενων Τμημάτων είναι σε διαφορετική πόλη.». Δηλαδή, αντί το Κράτος να φροντίζει για την ανεμπόδιστη παρακολούθηση των σπουδών απ’ τον φοιτητή, στο χώρο του Πανεποιστημίου, για την ομαλή εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που προϋποθέτει την φυσική του παρουσία, την διάδραση, την ανταλλαγή απόψεων κλπ, κόβει ένα ακόμη κόστος απ’ τις υποχρεώσεις του και το μεταθέτει στον νέο άνθρωπο, στο πλαίσιο της «ατομικής ευθύνης» που στην ουσία σημαίνει «βγάλτα πέρα μόνος σου». Και πως να το κάνεις αυτό, αν παράλληλα δουλεύεις κιόλας, όπως συμβαίνει, με μια μεγάλη μερίδα των φοιτητών;
  • Γίνεται αναφορά στο πλαίσιο διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης (α. 69). Πολύς ντόρος έγινε εδώ απ’ την Κυβέρνηση για αυτό το ζήτημα, με διθυράμβους να εκστομίζονται δια στόματος Υπουργού για την πρωτοβουλία και την αποφασιστηκότητα να νομοθετήσει την ασφάλιση των πρακτικάριων και να καθορίσει την αμοιβή τους. Καλώς βεβαίως αρχίζει και γίνεται κουβέντα για το καθεστώς της πρακτικής, καθώς οι συνθήκες που πραγματοποιείται σε πολλές περιπτώσεις είναι άθλιες, όπως για παράδειγμα οι πρακτικές των αρχαιολόγων, που γίνονται το καλοκαίρι κάτω απ’ τον ήλιο αμισθί και χωρίς ένσημα. Βεβαίως το άρθρο της Κυβέρνησης καθόλου δε λύνει το πρόβλημα, αφου ο πρακτικάριος θα αμοίβεται με το 80% του κατώτατου μισθού, δηλαδή 570 ευρώ σήμερα, ψίχουλα, ιδιαίτερα αν αναγκαστεί να αφήσει την κανονική του δουλειά για να κάνει πρακτική. Εξίσου προβληματικό είναι όμως και το καθεστώς ασφάλισης αφού « Κατ’ εξαίρεση το κόστος αποζημίωσης και ασφάλισης δύναται να βαρύνει, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, τον προϋπολογισμό συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων ή έργων χρηματοδοτούμενων από ίδιους ή ιδιωτικούς πόρους που διαχειρίζονται οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) των Α.Ε.Ι». Δηλαδή, οι πρακτικάριοι σε ιδιωτικούς φορείς και επιχειρήσεις, αντί να ασφαλίζονται απ’ τους ιδιώτες, θα πληρώνει το κράτος. Γνωρίζουμε επίσης πολύ καλά πως αυτό το «κατ’ εξαίρεση» γίνεται ο κανόνας στη πλειοψηφία των περιπτώσεων.
  • Αποσπά την παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια απ’ το πτυχίο των καθηγητικών σχολών (α. 99) και ιδρύει στην ουσία ξεχωριστό πρόγραμμα για την λήψη αυτής, προθάλαμο στην ουσία για να μπουν δίδακτρα.
  • Βαθαίνει ακόμη περισσότερο το πλαίσιο δημιουργίας και λειτουργίας των μεταπτυχιακών σπουδών με όρους αγοράς και όχι επιστήμης, καθώς μειώνει υπόρρητα την ήδη πετσοκομμένη χρηματοδότησή τους και τα συνδέει με τις ανάγκες και επιδιώξεις της αγοράς και τη λειτουργία τους με την εξεύρεση πόρων απ’ το ίδιο το Πανεπιστήμιο, αντί για την αποκλειστικά κρατική ευθύνη. Ακόμη, θεσπίζει την δωρεάν φοίτηση για την «αριστεία», η οποία και εδώ πετσοκομμένη είναι, αφού οι δικαιούχοι της (όσοι κατάφεραν τη σήμερον, με ότι συμβαίνει γύρω μας, την φτώχεια, την ακρίβεια, την κρίση και μεγάλο μερός των φοιτητών να δουλεύει, να πάρουν πτυχίο απο 7,5 και πάνω) δε θα ξεπερνούν το 30% του συνόλου των εισαχθέντων. Μπίζνα είναι και κάπως πρέπει να λειτουργήσει το πανεπιστήμιο-μαγαζί..
  • Ιδρύει τα «Πανεπιστημιακά Κέντρα Έρευνας και Καινοτομίας», Ανώνυμες Εταιρείες για την διαχείριση της περιουσίας των ΑΕΙ, τα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (ΕΠΙ) ως ΝΠΙΔ, μια σειρά τέτοιους οργανισμούς οι οποίοι έρχονται ώστε να συνδεθεί και να υπαχθεί ακόμη περισσότερο η έρευνα στα κελεύσματα των μονοπολίων, να ενταθεί η λειτουργία των ΑΕΙ με όρους κόστους-οφέλους, το κριτήριο να είναι το κέρδος και όχι η γνώση, να παραγκωνιστεί η ευθύνη του κράτους να χρηματοδοτεί τα Ιδρύματα, στην ουσία του να πάψει να υφίσταται η έννοια της δημόσιας και δωρεάν ανώτατης παιδείας, έστω όπως είναι κολοβή σήμερα. Παραδίνεται εντελώς η φοιτητική μέριμνα στα χέρια ιδιωτών, με το γενικευμένο και προκαθορισμένο αποτέλεσμα, που βλέπουμε τόσα χρόνια (λ.χ. η ποιότητα της σίτισης ή η καθαριότητα στα Ιδρύματα). Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται μια ακόμη τομή: Η δυνατότητα σύμπραξης των ΑΕΙ με νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups), κάτι το οποίο δε σημαίνει τίποτα λιγότερο απ’ το «και με το νόμο» μπάσιμο του κεφαλαίου στα Ιδρύματα. Στο ίδιο μήκος κύματος στήνονται τα βιομηχανικά διδακτορικά, στα οποία τον ρόλο του επιβλέποντα διδάσκοντα στην τριμελή επιτροπή για τη διδακτορική διατριβή παίρνει άνθρωπος των μονοπολίων ή των βιομηχάνων. Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν ότι έρευνα σε τέτοια πλαίσια δε γίνεται για την ανάπτυξη της επιστήμης αλλά για τις ανάγκες της αγοράς. Δε γίνεται έρευνα προς το συμφέρον της κοινωνίας και του λαού, αλλά του κεφαλαίου.
  • Το νομοσχέδιο έρχεται να χτυπήσει τους Φοιτητικούς Συλλόγους και τις διαδικασίες τους, μέσα απο τη θέσπιση του ενιαίου ψηφοδελτίου για την διεξαγωγή των εκλογών και την δημιουργία των «Συμβουλίων Φοιτητών» που θα ασχολούνται με «ακαδημαϊκά θέματα» και μόνο με αυτά. Δηλαδή στην ουσία του, το νομοσχέδιο θέλει να καταργήσει τους Συλλόγους με την υπάρχουσα μορφή, να μην συζητάνε δηλαδή οι φοιτητές και για πράγματα που επηρεάζουν τις σπουδές τους, όπως νομοσχέδια, πολιτικές της ΕΕ στην ανώτατη εκπαίδευση που ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά κλπ, και κυρίως να μην παίρνουν αγωνιστικές αποφάσεις που πάνε κόντρα στα συμφέροντα των μονοπολίων και του κεφαλαίου. Θέλουν να καταστήσουν δηλαδή τους Φοιτητικούς Συλλόγους, από όργανα πάλης των φοιτητών, δεκανίκια και απολογητές της εκάστοτε κυβερνήτες εξουσίας. Αυτό δε μπορεί να επιτευχθεί με τα σημερινά δεδομένα, καθώς οι υπαρκτές ανεπάρκειες και τα προβλήματα που υπάρχουν στους Συλλόγους δεν είναι αξεπέραστα· σε στιγμές ανόδου του κινήματος το προηγούμενο διάστημα, αποδείχτηκε ότι οι Σύλλογοι είναι τα «κύτταρα» του κινήματος, είναι η μόνη ικανή συνθήκη που μπορεί να «τραβήξει κουπί» στη ρότα της μαζικοποίησης και ανασυγκρότησης του φοιτητικού κινήματος. Για αυτό η κυβέρνηση θέλει να τους διαλύσει. Γιατί χωρίς Συλλόγους όπως είναι τώρα, η συζήτηση, ο προβληματισμός, η οργάνωση της πάλης των φοιτητών, θα πάει πολλά χρόνια πίσω.
  • Έρχονται για ακόμη μια φορά τα πειθαρχικά για τους φοιτητές, και βεβαίως τα πειθαρχικά ως μέσο τρομοκράτησης και καταστολής των αγώνων, όχι για όσους αντιγράφουν. Ούτως η άλλως η φοιτητική παράταξη της Κυβέρνησης, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ έχει μεγάλο «ιστορικό» σε τέτοιου είδους αμαρτήματα, με ομαδικές αντιγραφές που είδαν το φως της δημοσιότητας πριν κάποια χρόνια, ως ένα απ’ τα πολλά παραδείγματα που μπορούμε να δώσουμε.

    Συμπερασματικά, πρέπει να πούμε το εξής: Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο, που ήρθε «κατά παραγγελιά» του μεγάλου κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ένα νομοσχέδιο που ήρθε να επιβάλλει η Κυβέρνηση, καθυστερημένα στη χώρα μας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, τις επιταγές που ξεκινήσαν με την Λευκή Βίβλο του Μάαστριχτ το ‘93 και ολοκληρώθηκαν αρχικά -και εμπλουτίστηκαν, και εμπλουτίζονται ακόμα- σαν επεξεργασίες με τη Συνθήκη της Μπολόνια το ‘99. Και ήρθε ακριβώς καθυστερημένα, γιατί τα προηγούμενα χρόνια δεν τολμούσε, ούτε ετούτη, ούτε καμία άλλη κυβέρνηση, καθώς το φοιτητικό, και ευρύτερα το λαϊκό κίνημα ήταν πιο ισχυρό και τους «έκοβε την όρεξη». Τώρα θεωρούν ότι μπορούν να περάσουν κάτι τέτοιο χωρίς «πολλά-πολλά». Είναι γελασμένοι ωστόσο, αν θεωρούν ότι το νομοσχέδιο-τερατούργημα που ιδιωτικοποιεί πλήρως την ανώτατη παιδεία θα μείνει στο απυρόβλητο, είτε τώρα, είτε στο μέλλον.

Η κατάσταση στο φοιτητικό κίνημα και ευρύτερα

    Από την κατάθεση του νομοσχέδιου προς δημόσια διαβούλευση στις 29 Μάη, υπήρξαν ευρύτατες αντιδράσεις άμεσα, τόσο από Φοιτητικούς Συλλόγους, όσο και από Συλλόγους Μελών ΔΕΠ, Συγκλήτους ακόμα και Πρυτανείες, ο καθένας βέβαια για τους δικούς τους λόγους, με τους ΦΣ και τους Συλλόγους των ΔΕΠ να αντιλαμβάνονται καλύτερα και να απορρίπτουν τον νόμο στο σύνολο του. Οι εξαγγελίες της Κυβέρνησης ήταν σαφείς καθώς πρόθεση της ήταν να ψηφιστεί το νομοσχέδιο μες το καλοκαίρι και να δοθεί «ιδεολογικός αγώνας» για αυτό, τίποτα περισσότερο δηλαδή απ’ το να σκεπαστεί η ουσία του νομοσχεδίου-εκτρώματος και να πειστεί η ακαδημαϊκή κοινότητα για το πόσο καλό θα ήταν να λειτουργούν τα ΑΕΙ ως επιχείρηση, να καταστρατηγηθεί πλήρως ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας τους, να υθιοθετήσουν οι φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενοι των Ιδρυμάτων την λογική «σφάξε με αγά μου να αγιάσω».

    Βεβαίως αυτό, σε συνάρτηση της τότε εξαγγελλόμενης τοποθέτησης της Πανεπιστημιακής αστυνομίας για τις 18 Ιουνίου -που για ακόμα μια φορά μπλοκαρίστηκε και αναβλήθηκε χάρη στη κινητοποίηση των ΦΣ- έβαζε πρακτικά ζητήματα στη Κυβέρνηση, μέχρι που μπορούσε να το τραβήξει. Το άφησε να περάσει μερικές μέρες, να μπει για τα καλά το καλοκαίρι, ώστε να είναι ευκολότερο να περάσει χωρίς πολλά-πολλά.

    Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι, δρώντας σε αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες, δεν έχουν καταφέρει να ενημερώσουν πλατιά ακόμα την πλειοψηφία των φοιτητών για το νομοσχέδιο και το περιεχόμενο του, και εδώ, παρά τις όποιες αντικειμενικές δυσκολίες, υπάρχουν ευθύνες απ’ τις κύριες αγωνιστικές δυνάμεις, την ΠΚΣ και τα ΕΑΑΚ, όχι βέβαια οι ίδιες. Η μεν ΠΚΣ όντας πλέον και πρώτη δύναμη πανελλαδικά αδυνατεί να κινητοποιήσει ευρύτερες μάζες κόσμου λόγω της αλλοπρόσαλης γραμμής της, η οποία βάζει μπροστά όχι κυρίως την δράση των Συλλόγων, αλλά την αυτοτελή δουλειά και σχεδιασμό της ΚΝΕ αφενός και αφετέρου, διότι αντί να θέσει ως ζήτημα αιχμής και συσπείρωσης αυτό που μπαίνει απ’ την ίδια τη ζωή, το να μη περάσει το νομοσχέδιο, αρκείται σε γενικολογίες για «συνολική αναβάθμιση των σπουδών μας». Σαν λοιπόν η φωτιά να είναι δίπλα απ’ το σπίτι μας, το οποίο θέλει μπόλικη δουλειά για να φτιάξει ολοκληρωτικά, και εμείς αντί να κινήσουμε να σβήσουμε τη φωτιά, να σκεφτόμαστε την ανακαίνιση. Τα δε ΕΑΑΚ απ’ την άλλη, μένουν σε μια στείρα «αντιμπατσολογία» και σε πλευρές του νόμου που έχουν να κάνουν με την «πειθάρχηση» και την ανάδειξη των Συμβουλίων Διοίκησης ως «όργανα καταπίεσης και ελέγχου» και συσκοτίζουν την πραγματική ουσία του νομοσχεδίου, που δεν είναι άλλη απ’ την παραπέρα εμβάθυνση των ταξικών φραγμών, το να βάζουν οι φοιτητές ακόμα πιο βαθιά το χέρι στη τσέπη για να σπουδάσουν, για να βρουν μια δουλειά στο μέλλον -στόχοι και επιδιώξεις που προωθούνται από την ένταση της καταστολής, από την πανεπιστημιακή αστυνομία, τα φοιτητοδικεία και μια σειρά τέτοιων πολιτικών, που έρχονται ακριβώς για να επιβάλλουν «σιγή νεκροταφείου» και την τη χειροτέρευση των όρων με των οποίων σπουδάζει, ζει και θα εργάζοντα στο μέλλον οι φοιτητές.

    Έχοντας έτσι η κατάσταση σήμερα, ουσιαστική «πρωτοπορία» του κινήματος απέναντι στον νόμο, έχουν αναλάβει οι Σύλλογοι ΔΕΠ και η ΠΟΣΔΕΠ, οι Σύλλογοι ΕΔΙΠ και Σύλλογοι εργαζομένων στα Πανεπιστήμια, που απεργούσαν στις 5 Ιούλη, και απεργούν ξανά στις 13 και στις 14 που ψηφίζεται το νομοσχέδιο. Σε όλη αυτή τη κατάσταση, οι ΦΣ έχουν επιδείξει τεράστια ολιγωρία και ανεπάρκεια.

 

Πώς πέφτουν οι νόμοι;

    Είναι εμφανές λοιπόν ότι οι καταστάσεις είναι κρίσιμες, και οι ανάγκες μεγάλες. Το φοιτητικό κίνημα είναι πολλά χιλιόμετρα πίσω απ’ το σημείο που πρέπει να βρισκόταν σήμερα. Βεβαίως και οι καταστάσεις συνήθως δεν αλλάζουν μέσα σε μια μέρα, αλλά χρειάζεται επίπονη, σταθερή και χρονοβόρα δουλειά, «δουλειά μυρμηγκιού και άνθρωπο τον άνθρωπο». Χρειάζεται όμως και ο κατάλληλος προσανατολισμός, η κατάλληλη γραμμή πάλης η οποία θα είναι ικανή να κινητοποιεί και τον κόσμο που δεν είναι πεισμένος ακόμα να βγει στο δρόμο, να αγωνιστεί, και δεν φαίνεται να είναι έτοιμος να το κάνει το προσεχές διάστημα.

    Τέτοια γραμμή πάλης είναι μόνο εκείνη που ξεκινώντας απ’ το άμεσο, το τρέχων, αυτό που έχει μπροστά του ο κόσμος καταφέρνει να τον κινητοποιήσει για τα άμεσα προβλήματα του. Γραμμή πάλης η οποία ενημερώνει σήμερα πλατιά τον κόσμο για το νομοσχέδιο και τους κύριους άξονες του και τον καλεί να αγωνιστεί για αυτό -με σκοπό ο αγώνας να μη μείνει μόνο εκεί, αλλά με αφετηρία αυτό οι φοιτητές σε μια πορεία να βγάλουν συμπεράσματα και να παλέψουν στη ρίζα τους τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές. Χρειάζεται λοιπόν φοιτητικό κίνημα μαζικό, ενωτικό, αγωνιστικό στη βάση των προβλημάτων και του σημερινού επίδικου. Για να συμβεί αυτό βέβαια χρειάζεται και ενότητα και συμφωνία των αγωνιστικών δυνάμεων στις σημερινές συνθήκες με στόχο την από κοινού κινητοποίηση για να πέσει ο νόμος. Αναγκαιότητα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και οι άμεσες ενέργειες για την ανασύσταση της ΕΦΕΕ, του τριτοβάθμιου οργάνου που μπορεί να συντονίσει τις ενέργειες όλων των συλλόγων πανελλαδικά και να βάλει μπροστά έναν ενιαίο αγωνιστικό σχεδιασμό απέναντι στο νόμο.

    Την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου, στις 14/7, οι προγραμματισμένες κινητοποιήσεις των ΦΣ, Συλλόγων ΔΕΠ και εργαζομένων στα ΑΕΙ πρέπει να δουλευτούν καλά μέχρι την τελευταία στιγμή στο λίγο διάστημα που μένει, και παρά τις δυσκολίες που περιγράφτηκαν, να δηλώσουν αταλάντευτα ότι το νομοσχέδιο αυτό, όχι απλά απορρίπτεται εν συνόλω, αλλά θα παλέψουν μέχρι τέλους ενάντια του.

    Ανεξάρτητα αν το νομοσχέδιο ψηφιστεί στη Βουλή, πρέπει με την έναρξη της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς, να ξεκινήσουν να καλεστούν Γενικές Συνελεύσεις σε όλες τις σχολές και τους Συλλόγους για την οργάνωση της πάλης. Με κατεύθυνση μαζική και ενωτική να παρθούν αποφάσεις στη βάση συγκεκριμένων μίνιμουμ αιτημάτων, που μπορούν να συσπειρώσουν, να κινητοποιήσουν τους φοιτητές και να μαζικοποιήσουν τους Συλλόγους, να τους θέσουν σε αγωνιστική τροχιά. Νόμοι ψηφίζονται, και νόμοι καταργούνται -θυμίζουμε εδώ τον ψηφισμένο 815/1978 που καταργήθηκε τον Γενάρη του ‘80 κάτω απ’ την πίεση και τις κινητοποιήσεις του τότε φοιτητικού κινήματος. Στη σημερινές συνθήκες, η ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος περνάει μέσα από την ρήξη με τις πρακτικές και πολιτικές που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια, ρήξη με τον σεχταρισμό και τις μαξιμαλιστικές φλυαρίες που στην πραγματικότητα είναι απλά ευχολόγια, και τις πρακτικές και πολιτικές εκείνες που συσκοτίζουν τους πραγματικούς ενόχους, την πηγή και την ουσία των αντιεκπαιδευτικών νόμων. Το νομοσχέδιο αυτό πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο συσπείρωσης, δράσης και πραγματικής ανασυγκρότησης του φοιτητικού κινήματος, στη βάση της μαζικοποίησης των Συλλόγων, της ουσιαστικής λειτουργίας τους, του ενιαίου και πανελλαδικού τους αγωνιστικού σχεδιασμού. Δρόμος άλλος για να πέσει το νομοσχέδιο αυτό και όλα τα προηγούμενα, για να βελτιωθεί ριζικά η κατάσταση στα ΑΕΙ, να πάρουμε πίσω και να διεκδικήσουμε ακόμη περισσότερα μορφωτικά και επαγγελματικά δικαιώματα, σπουδές και ζωή στο μέτρο των αναγκών μας, δεν υπάρχει.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας