Εργατικός Αγώνας

Το ζήτημα της τακτικής μέσα από τις αποφάσεις του 3ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει το κεφάλαιο: Αγώνες για τα συγκεκριμένα ζητήματα και μερικές διεκδικήσεις από τις Θέσεις πάνω στην τακτική που αποφάσισε το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Το απόσπασμα που δημοσιεύουμε και συνολικά οι θέσεις για την τακτική είναι ένα πολύ σημαντικό κείμενο που δίνει τη διαλεκτική σύνδεση της πάλης για τα άμεσα καθημερινά προβλήματα με τους γενικότερους στόχους των κομμουνιστών.

Η βάση διαμόρφωσης της τακτικής είναι τα άμεσα, τα πιεστικά προβλήματα των εργαζομένων που μπορούν να παρακινήσουν στη δράση ευρύτερες εργατικές δυνάμεις λιγότερο πολιτικοποιημένες. Ο αγώνας για τα αιτήματα αυτά θα αποκαλύψει μπροστά στα μάτια των εργαζομένων την αδυναμία ή την άρνηση των κυρίαρχων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων να τα αντιμετωπίσουν και θα οδηγήσουν τους εργαζόμενους στο συμπέρασμα ότι η επιβίωσή τους είναι αντίθετη με την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Στο κείμενο αυτό αναδεικνύεται αφενός μεν η ανάγκη η δράση να αναπτύσσεται γύρω από το σύνολο των προβλημάτων και τη συνένωση τους σε ένα ενιαίο αγωνιστικό μέτωπο και παράλληλα ο χαρακτήρας του πλαισίου των διεκδικήσεων ( του μίνιμουμ προγράμματος) πρέπει να είναι πέραν των ορίων ανοχής των κυρίαρχων δυνάμεων και να αμφισβητούν την εξουσία τους.

Με μία τέτοια τακτική μπορεί να αποφευχθεί αφενός η τάση προς το ρεφορμισμό πού καταλήγει στην υπεράσπιση του καπιταλισμού και αφετέρου ο σεχταρισμός, αριστερισμός που υποτίθεται ότι διαμορφώνει ολοκληρωμένη και συνεπή αντικαπιταλιστική τακτική και δράση αλλά οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.

Ακολουθεί το απόσπασμα (3η Διεθνής: Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια – Θέσεις, Αποφάσεις, Μανιφέστα, σ. 268-272, 2007, Αθήνα: Εκδόσεις Εργατική Πάλη):

V. Αγώνες για συγκεκριμένα ζητήματα και μερικές διεκδικήσεις

Τα κομουνιστικά κόμματα δεν μπορούν να αναπτυχθούν παρά μόνο στον αγώνα. Ακόμη και τα μικρότερα κομουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να περιοριστούν στην προπαγάνδα και την αγκιτάτσια. Οι κομουνιστές πρέπει να δρουν σαν πρωτοπορία σε κάθε μαζική οργάνωση. Προτείνοντας ένα μαχητικό πρόγραμμα που παρακινεί το προλεταριάτο να παλέψει για τις βασικές του ανάγκες, μπορούν να δείξουν στις καθυστερημένες και δισταχτικές μάζες τον δρόμο για την επανάσταση και να τους αποδείξουν πως όλα τα κόμματα εκτός από τα κομουνιστικά, στρέφονται ενάντια στην εργατική τάξη. Μόνο καθοδηγώντας τούς συγκεκριμένους αγώνες του προλεταριάτου και αναπτύσσοντάς τους, θα μπορέσουν πραγματικά οι κομουνιστές να κερδίσουν τις πλατιές προλεταριακές μάζες στον αγώνα για τη δικτατορία.

Ολη η αγκιτάτσια, η προπαγάνδα και η πολιτική δουλειά του κομουνιστικού κόμματος πρέπει να ξεκινά από την κατανόηση ότι καμιά μακροπρόθεσμη βελτίωση της θέσης του προλεταριάτου δεν είναι δυνατή στον καπιταλισμό και ότι μόνο η ανατροπή της αστικής τάξης και η καταστροφή των καπιταλιστικών κρατών θα κάνουν εφικτή τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης και την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον καπιταλισμό εθνικής οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι το προλεταριάτο πρέπει να απαρνηθεί την πάλη για τα άμεσα πρακτικά αιτήματά του μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του.

Παρόλο που ο καπιταλισμός βρίσκεται σε διαρκή ύφεση και δεν είναι πια σε θέση να εξασφαλίσει στους εργάτες ούτε καν μια ζωή καλοταϊσμένων σκλάβων, η σοσιαλδημοκρατία συνεχίζει να προτείνει το παλιό της πρόγραμμα των ειρηνικών μεταρρυθμίσεων — μεταρρυθμίσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν στη βάση και στα πλαίσια του χρεοκοπημένου καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται για μια εσκεμμένη απάτη των εργατικών μαζών. Αν και είναι προφανές ότι ο καπιταλισμός, στην παρούσα φάση της ύφεσής του, δεν είναι ικανός να εξασφαλίσει στους εργάτες μια αξιοπρεπή ύπαρξη, οι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεφορμιστές σ’ όλες τις χώρες, αποδεικνύουν καθημερινά την απροθυμία και την ανικανότητά τους να αγωνιστούν ακόμη και για τις πιο μετριοπαθείς διεκδικήσεις του προγράμματος τους. Το αίτημα της κοινωνικοποίησης ή της εθνικοποίησης των πιο σημαντικών κλάδων της βιομηχανίας, αίτημα που προωθούν τα κεντριστικά κόμματα, αποτελεί κι αυτό μια απάτη γιατί δεν συνοδεύεται από το αίτημα να νικηθεί η αστική τάξη. Οι κεντριστές επιδιώκουν να εκτρέφουν τους εργάτες από τον πραγματικό, ζωτικό αγώνα τους για τους άμεσους στόχους τους, κάνοντάς τους να ελπίζουν ότι θα περάσουν σταδιακά στα χέρια τους οι διάφορες βιομηχανίες, η μια ύστερα από την άλλη και ότι μετά απ’ αυτό, θα είναι δυνατόν να αρχίσει η «συστηματική» οικοδόμηση της οικονομίας. Έτσι οι κεντριστές και οι σοσιαλδημοκράτες υποχωρούν στο μίνιμουμ πρόγραμμά τους, που σήμερα έχει πλέον ολοκληρωτικά αποκαλυφθεί ότι πρόκειται για μια αντεπαναστατική απάτη.

Μερικοί κεντριστές πιστεύουν ότι το πρόγραμμα της εθνικοποίησης (π.χ. όλων των ανθρακωρυχείων) είναι σύμφωνο με την αντίληψη του Λασάλ περί συγκέντρωσης όλων των ενεργειών του προλεταριάτου σε μια και μοναδική διεκδίκηση ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός για επαναστατική δράση, μια δράση που, στην συνέχεια, θα εξελιχθεί σε αγώνα για την εξουσία. Αυτή η θεωρία, ωστόσο, είναι λάθος. Σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, η εργατική τάξη υποφέρει υπερβολικά. Οι αβάστακτες δυσκολίες και τα χτυπήματα που πέφτουν σαν δυνατή βροχή πάνω στους εργάτες, είναι αδύνατο να παλευτούν αν επικεντρώνουμε όλη την προσοχή μας σε ένα και μόνο αίτημα που μάλιστα θα επιλέγεται με έναν δογματικό τρόπο. Αντίθετα, η επαναστατική δράση πρέπει να οργανωθεί γύρω από το σύνολο των αιτημάτων που βγαίνουν από τις μάζες και αυτές οι ξεχωριστές δράσεις θα συγχωνευτούν, σταδιακά, και θα σχηματίσουν το ισχυρό ρεύμα της κοινωνικής επανάστασης.

Τα κομουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και τη βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν, τα κομουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Οι κομουνιστές πρέπει να οργανώσουν μαζικές καμπάνιες και να παλέψουν γι’ αυτές τις διεκδικήσεις ανεξάρτητα από το εάν αυτές συμβιβάζονται με τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα κομουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ασχολούνται με τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστική ικανότητα της καπιταλιστικής βιομηχανίας αλλά με τη φτώχεια του προλεταριάτου, που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει άλλο ανεχτή. Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Ακόμα και πριν οι πλατιές μάζες κατανοήσουν συνειδητά την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, μπορούν να ανταποκριθούν σε καθεμιά από τις ξεχωριστές διεκδικήσεις. Και καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει, ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει. Αυτή η διαπίστωση θα αποτελέσει το βασικό κίνητρο στον αγώνα τους για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Καθήκον των κομουνιστικών κομμάτων είναι να διευρύνουν τους αγώνες που ξεσπάνε με βάση αυτές τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις, να τους βαθύνουν και να τους ενώσουν μεταξύ τους. Κάθε δράση των εργατικών μαζών ακόμα και για μια μερική διεκδίκηση, προκαλεί την κινητοποίηση της αστικής τάξης. Μάλιστα σε περίπτωση οποιοσδήποτε σοβαρής οικονομικής απεργίας, όλη η αστική τάξη τρέχει αμέσως να προστατεύσει τους επιχειρηματίες που απειλούνται, προκειμένου να αποτρέψει οποιαδήποτε νίκη, έστω και μερική, του προλεταριάτου (παραδείγματα αποτελούν η αλληλοβοήθεια των εργοδοτών στην Τσεχοσλοβακία, οι αστοί απεργοσπάστες στην απεργία των άγγλων σιδηροδρομικών και οι φασίστες στην Ιταλία). Στην πάλη ενάντια στους εργάτες, η αστική τάξη κινητοποιεί, επίσης, όλο τον κυβερνητικό μηχανισμό: στην Πολωνία και τη Γαλλία επιστράτευσε τους εργάτες ενώ στη Βρετανία, στη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων, ψηφίστηκαν νόμοι εκτάκτου ανάγκης. Με αυτό τον τρόπο, οι εργάτες που αγωνίζονται για επί μέρους διεκδικήσεις αναγκάζονται αυτόματα να τα βάλουν με όλη την αστική τάξη και τον κυβερνητικό της μηχανισμό. Όσο οι αγώνες για τα επί μέρους ζητήματα ή οι μεμονωμένοι αγώνες διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης αναπτύσσονται και παίρνουν τη μορφή ενός γενικού αγώνα της εργατικής τάξης εναντίον του καπιταλισμού, το κομουνιστικό κόμμα έχει καθήκον να διευρύνει τα συνθήματά του, ομαδοποιώντας τα γύρω από το βασικό σύνθημα της ανατροπής του εχθρού. Τα κομουνιστικά κόμματα πρέπει να φροντίζουν οι διεκδικήσεις που προτείνουν να μην ανταποκρίνονται απλώς στις διεκδικήσεις των πλατιών μαζών αλλά επιπλέον να προσελκύουν τις μάζες στον αγώνα και να θέτουν τις βάσεις για την οργάνωσή τους. Τα συγκεκριμένα συνθήματα που εκφράζουν τις οικονομικές ανάγκες των εργατικών μαζών πρέπει να οδηγούν στην πάλη για τον έλεγχο της βιομηχανίας— έναν έλεγχο που δεν θα βασίζεται σ’ ένα σχέδιο γραφειοκρατικής οργάνωσης της οικονομίας κάτω από το καπιταλιστικό σύστημα αλλά στις εργοστασιακές επιτροπές και τα επαναστατικά συνδικάτα. Μόνο η δημιουργία τέτοιων οργανώσεων και ο συντονισμός τους (στις διάφορες βιομηχανίες και περιοχές) θα κάνει δυνατή την οργάνωση ενός κοινού αγώνα των εργατικών μαζών και θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τη διαίρεση του μαζικού κινήματος — μια διαίρεση για την οποία ευθύνονται η σοσιαλδημοκρατία και οι ηγέτες των συνδικάτων. Οι εργοστασιακές επιτροπές θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα καθήκοντά τους μόνο αν βγουν μέσα από τον αγώνα για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων των πλατιών εργατικών μαζών και μόνο αν καταφέρουν να ενώσουν όλα τα επαναστατικά τμήματα του προλεταριάτου — το κομουνιστικό κόμμα, τις επαναστατικές εργατικές οργανώσεις και τα συνδικάτα που βρίσκονται σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης.

Οι αντιρρήσεις που εγείρονται ενάντια στις μερικές [επιμέρους] διεκδικήσεις, καθώς και οι κατηγορίες ότι οι καμπάνιες πάνω σε τέτοιες διεκδικήσεις είναι ρεφορμιστικές, αντανακλούν την ανικανότητα κατανόησης των ουσιαστικών όρων της επαναστατικής δράσης. Αυτό συνέβη στην περίπτωση ορισμένων κομουνιστικών ομάδων που αρνήθηκαν να συμμετέχουν στα συνδικάτα και στο κοινοβούλιο. Το πρόβλημα δεν είναι να απευθυνθούμε στο προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό αλλά το πώς θα αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα, έναν αγώνα που μόνο αυτός μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό σκοπό. Το γεγονός ότι ακόμα και οι μικρές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν από τους λεγάμενους αριστερούς κομουνιστές, σαν ναοί της καθαρής θεωρίας, αναγκάστηκαν να προβάλλουν μερικές διεκδικήσεις για να τραβήξουν στον αγώνα μεγαλύτερο αριθμό εργατών από εκείνον που είχαν πετύχει μέχρι τότε να συγκεντρώνουν γύρω τους, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι οι αντιρρήσεις εναντίον των μερικών διεκδικήσεων στερούνται βάσης και είναι ξένες προς την πραγμαπκότητα της επαναστατικής ζωής. Η σημερινή εποχή είναι επαναστατική ακριβώς γιατί ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς διεκδικήσεις των εργατικών μαζών είναι ασυμβίβαστες με τη συνεχιζόμενη ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, και γι’ αυτόν το λόγο, η πάλη γι’ αυτές τις διεκδικήσεις δεν μπορεί παρά να εξελιχθεί σε πάλη για τον κομουνισμό.

Ενώ οι καπιταλιστές χρησιμοποιούν τον συνεχώς αυξανόμενο στρατό των ανέργων για να ασκήσουν πίεση πάνω στους οργανωμένους εργάτες ώστε να μειωθούν οι μισθοί, οι δειλοί σοσιαλδημοκράτες, οι Ανεξάρτητοι και οι επίσημοι ηγέτες των συνδικάτων κρατάνε αποστάσεις από τους ανέργους. Τους θεωρούν αντικείμενο του κράτους και της συνδικαλιστικής φιλανθρωπίας και τους κατατάσσουν πολιτικά στο λούμπεν προλεταριάτο. Οι κομουνιστές πρέπει να καταλάβουν ότι στις σημερινές συνθήκες, ο στρατός των ανέργων αποτελεί επαναστατικό παράγοντα κολοσσιαίας σημασίας. Την ηγεσία αυτού του στρατού πρέπει να την αναλάβουν οι κομουνιστές. Με την πίεση που ασκείται από τους ανέργους πάνω στα συνδικάτα, οι κομουνιστές μπορούν να επιταχύνουν την απελευθέρωση των συνδικάτων από την επιρροή των προδοτών ηγετών τους. Το κομουνιστικό κόμμα, ενώνοντας τους ανέργους με την πρωτοπορία του προλεταριάτου στον αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση, μπορεί να συγκροτήσει τα πιο επαναστατικά και πιο ανυπόμονα στοιχεία των ανέργων από μεμονωμένες πράξεις απελπισίας. Αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, το κόμμα μπορεί να οργανώσει τις μάζες των ανέργων ώστε να υποστηρίξουν τη δράση του ενός ή του άλλου κομματιού του προλεταριάτου και, διαμέσου της διεύρυνσης του αγώνα πέρα από τα όρια της αρχικής σύγκρουσης, να μπορέσει να τον μετατρέψει σε αφετηρία μιας σημαντικής επίθεσης. Με λίγα λόγια, οι άνεργοι μπορούν να μετατραπούν από εφεδρικός στρατός εργασίας, σε ενεργό στρατό της επανάστασης.

Τα κομουνιστικά κόμματα αναλαμβάνοντας ενεργά την υποστήριξη αυτού του στρώματος των εργατών, υποστηρίζοντας το πιο καταπιεσμένο τμήμα του προλεταριάτου, δεν προασπίζουν το ένα εργατικό στρώμα σε βάρος των άλλων αλλά προάγουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης συνολικά. Αυτό είναι που απέτυχαν να κάνουν οι αντεπαναστάτες ηγέτες, προτιμώντας να προάγουν τα πρόσκαιρα συμφέροντα της εργατικής αριστοκρατίας. Όσο μεγαλύτερο είναι το στρώμα των ανέργων και των προσωρινά απασχολούμενων, τόσο σημαντικότερο είναι να γίνουν τα συμφέροντά τους τα συμφέροντα ολόκληρης της εργατικής τάξης και τόσο σπουδαιότερο είναι να μην υποταχθούν τα συμφέροντά τους στα συμφέροντα της εργατικής αριστοκρατίας. Αυτοί που προωθούν τα συμφέροντα της εργατικής αριστοκρατίας είτε με το να αντιστρατεύονται είτε με το να αγνοούν απλώς τα συμφέροντα των ανέργων, καταστρέφουν την ενότητα της εργατικής τάξης και ακολουθούν μια πολιτική με αντεπαναστατικές επιπτώσεις. Το κομουνιστικό κόμμα, σαν εκπρόσωπος των συμφερόντων ολόκληρης της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να αναγνωρίζει αυτά τα κοινά συμφέροντα μόνο φραστικά ή να τα υποστηρίζει μόνο στην προπαγάνδα του. Δεν μπορεί να εκπροσωπήσει αποτελεσματικά αυτά τα συμφέροντα παρά μόνο αψηφώντας την αντίθεση της εργατικής αριστοκρατίας και οδηγώντας, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, τους πιο καταπιεσμένους και καταδυναστευμένους εργάτες, στον αγώνα.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας