Εργατικός Αγώνας

21η Απρίλη 1967: Αναμνήσεις και οφειλόμενη τιμή

Γράφει ο Βασίλης Καλαματιανός

Μετά τη σύλληψή μας (8 άτομα) το πρωί της 21ης Απρίλη, μετά δύο μέρες μας μετέφεραν από τις φυλακές Σπάρτης στις αντίστοιχες του Γυθείου.

Οι ημέρες περνούσαν, οι συζητήσεις και εκτιμήσεις για το τι έγινε και τι θα μας κάνουν γινόταν με μέτρα προφύλαξης. Είχαμε φτάσει Δευτέρα του Πάσχα. Είχαν προηγηθεί ανακρίσεις, πιέσεις για την πλειοψηφία των κρατούμενων. Από τους 8 της Σπάρτης κλήθηκε μόνον ένας. Το ιδιαίτερο που είχε: ήταν άρρωστος με λευχαιμία και χρειαζόταν μετάγγιση. Το περιεχόμενο των ανακρίσεων ήταν γνωστό, ιδιαίτερα στους παλιούς. Τι έκανες, με ποιους άλλους, τι γνωρίζεις, αν είσαι κομμουνιστής, αν αποκηρύσσεις. Με αυτή την κινητικότητα είχε εκτιμηθεί ότι θα γίνει μετακίνηση, αλλά πόσοι, ποιοι και για πού έμεναν μεγάλα ερωτήματα.

Δευτέρα του Πάσχα ήταν, όπως αναφέρθηκε, όταν μας έκλεισαν (είμαστε σ’ ένα μεγάλο θάλαμο και τα στρωσίδια μας ήταν περιμετρικά με το κεφάλι στον τοίχο). Ο Μιλτιάδης, ένας νεαρός Μανιάτης, προσπαθούσε να πείσει τον μπάρμπα-Κυριάκο να μας πει ιστορίες της Μάνης. “Άσε μας, Μίλτο, δεν μπορώ”, αντιδρούσε ο μπάρμπα-Κυριάκος, αλλά ο Μίλτος ήξερε. Οι αντιδράσεις ήταν “βαράτε με κι ας κλαίω”.

Ο μπάρμπα-Κυριάκος (Κυριάκος Μπουζικάκος) δεν ήταν τυχαίος. Ήταν ψηλός, ξερακιανός, μια σκληρή μανιάτικη φυσιογνωμία. Πήγε στρατιώτης στη Μ. Ασία, τιμήθηκε και βαθμοφορήθηκε τρεις-τέσσερις φορές, έφτασε ανθυπασπιστής, τραυματίστηκε σοβαρά κι αποστρατεύτηκε. Την περίοδο της συγκρότησης του ΕΑΜ ο οργανωτής που πήγε στη Μάνη, αφού τον ενημέρωσε για τους σκοπούς του ΕΑΜ και συμφώνησε, τον ρώτησε για επικεφαλής. “Εγώ”, απάντησε ο μπάρμπα-Κυριάκος. Αργότερα, όταν ρωτήθηκε για υπεύθυνο της ΕΠΟΝ απάντησε: “ο γιός μου, ο Πάνος”. Και σχετικά με την Αλληλεγγύη: “μη με ανακατεύετε με τα γλυκανάλατα”. Ήταν από αυτούς που έκρυψαν την ομάδα του Τσιγάντε. Την περίοδο της ΕΔΑ επικοινωνούσε με τον Πασαλίδη και όχι με τη ΝΕ, αλλά για περιοδεία στη Μάνη έπρεπε να έχεις μαζί τον μπάρμπα-Κυριάκο με τη μαγκούρα κρεμασμένη στο χέρι και τρεις γιούς λεβέντες. Όταν ο Γκαγκάριν πέταξε στο διάστημα, έστειλε τηλεγράφημα: “Ρ/φωνικό Σταθμό Μόσχα, σ/φο Γκαγκάριν. Για λαμπρό σας επίτευγμα θερμά συγχαρητήρια. Κυριάκος Μπυζικάκος. Έπονται κι άλλαι υπογραφαί”. Το πληροφορήθηκε η χωροφυλακή κι έψαχνε να βρει τους άλλους. “Μόνος μου ήμουν”, έλεγε αργότερα ο μπάρμπα-Κυριάκος. Αυτός ήταν ο κόσμος που πάλευε σε τρομερά δύσκολες συνθήκες. Απλός, ηρωικός, με τα κουσούρια του, αλλά γνήσιος.

Με την πίεση του Μίλτου και την παράκληση των περισσότερων ο μπάρμπα-Κυριάκος κάθησε σταυροπόδι, αλλά στητός. Μας είπε διάφορα για την ιστορία της Μάνης. “Η καταγωγή του Μαυρομιχάλη δεν είναι μανιάτικη, βρήκαν κάποιον ένα πρωί λιπόθυμο σε παραλία της Μάνης. Όταν συνήλθε, είπε ότι τον λένε Μιχάλη. Κι επειδή είχε τα μαύρα του τα χάλια, οι ντόπιοι έλεγαν ο μαύρος ο Μιχάλης, ο Μαυρομιχάλης”. Μας είπε ότι η Μάνη έχει τρεις κοινωνικές κατηγορίες: είναι οι γνήσιοι Μανιάτες (Νικλιάνοι), οι φερτοί (γαμπροί) και οι ακουμπισμένοι (εργάτες που ξέμειναν).

Κάπως έτσι πέρασε η βραδιά κι εκεί που γλαριάζαμε, γύρω στα μεσάνυχτα, άνοιξε η πόρτα και ακούστηκε η φωνή του φύλακα. “Μαζέψτε τα πράγματά σας και σε ένα τέταρτο φεύγετε”. Μας έβαλαν σε στρατιωτικά τζιπς, η πόλη σκοτάδι και στο νησάκι της Κρανάης φώτα-προβολείς, στρατιώτες οπλισμένοι δεξιά κι αριστερά με προτεταμένες λόγχες και δάχτυλο στη σκανδάλη, μας οδηγούσαν στο αρματαγωγό. Εκεί το σκηνικό άλλαζε. Υπήρχε κόσμος, κρατούμενοι και ψηλότερα στρατιώτες με πολυβόλα και μυδράλια. Στη συνέχεια μάθαμε ότι ήταν από την Κρήτη και τη Μεσσηνία, έφεραν κι από τη Σπάρτη. Το αρματαγωγό ξεκίνησε, αλλά για πού; Οι παλαιοί έμπειροι προσπαθούσαν με ξυραφάκι σε νερό να βρούνε προσανατολισμό. Το αρματαγωγό έκανε στάση στο Ναύπλιο, όπου τσουβάλιασαν κι άλλους κρατούμενους από Αργολίδα και Κορινθία. Τελικά μας πήγαν στη Γυάρο, στη Λέρο κι αλλού. Ο καθένας ανάλογα με τις αντοχές του, σωματικές, οικογενειακές, ψυχολογικές, ιδεολογικές και πολιτικές. Οι περισσότεροι ανταμώσαμε αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, στις οργανώσεις και στο κίνημα. Κάποιοι σήμερα δεν είναι στη ζωή. Σ’ αυτούς ιδιαίτερα ήθελα να αναφερθώ, αλλά ο κατάλογος είναι μεγάλος. Κανείς δεν πρέπει να ξεχαστεί, προσωπικά το υπόσχομαι.

Ημέρες σαν κι αυτή επανέρχονται στη μνήμη γεγονότα και πρόσωπα. Μπλέκονται η θύμιση κι ο συναισθηματισμός. Τι να γράψεις και τι όχι. Η αρχική σκέψη ήταν να αναφερθούν ονόματα προσώπων από την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Αλλά πώς να ξεχωρίσεις κάποιους από μια χιλιάδα αγωνιστές, κομμουνιστές, αριστερούς που βρεθήκαμε στο αρματαγωγό; Αυτό θα το κάνουν ιστορικοί, αλλά και φορείς σε τοπικό επίπεδο. Κλείνω αυτό το σημείωμα, με την πεποίθηση ότι τίποτα δεν πήγε χαμένο. Σίγουρα, το εργατικό κι επαναστατικό κίνημα στη χώρα μας και γενικότερα θα βρει τρόπους και δρόμους, θα επιβάλλει κοινωνικές αλλαγές, ο παραγόμενος πλούτος θα μοιράζεται λίγο-πολύ ίσα. Θεωρώ ότι οι στίχοι που ακολουθούν, οι οποίοι είναι και τραγούδι, τιμά τους αγωνιστές, καταγράφει ιστορικά γεγονότα, ταιριάζει με τη δική μας περίπτωση.

Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα
με πλοίο δίχως ξάρτια

Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος
που γυρισμό δεν έχει

Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάνες πάνε αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
κι εκείνο στάζει αίμα

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας