Εργατικός Αγώνας

Πρωτομαγιά 1944 – Η τάξη, η πατρίδα, οι κομμουνιστές

Γράφει η Δώρα Μόσχου 

«Ήμουν 60 χρονών όταν με κάλεσε η χώρα μου και με διέταξε ν` ανακατευτώ στις υποθέσεις της. Υπάκουσα. Υπήρχαν παραβιάσεις, τις πολέμησα∙ υπήρχαν τυραννίες, τις γκρέμισα∙ υπήρχαν δικαιώματα και αρχές, τα παραδέχτηκα και τα διακήρυξα. Έγινε εισβολή στο έδαφός μας, το υποστήριξα∙ (…) Δεν ήμουν πλούσιος∙ είμαι φτωχός. (…) Βοήθησα τους καταπιεσμένους, ανακούφισα τους πονεμένους. Έσκισα το καταπέτασμα του Ιερού, αλήθεια είναι: τόκανα όμως για να δέσω τις πληγές της πατρίδας. Υποστήριξα πάντα την πορεία του ανθρώπινου γένους προς το φως (…) Έκανα το καθήκον μου κατά τις δυνάμεις μου κι όλο το καλό που μπόρεσα. Κι έπειτα με κυνηγήσανε, με παγιδέψανε, με παρακολουθήσανε, με τιμωρήσανε, με συκοφαντήσανε, με χαφιεδίσανε, με καταραστήκανε, με προγράψανε. Ήδη εδώ και πολλά χρόνια, με τ` άσπρα μου μαλλιά, αισθάνομαι ότι πολύς κόσμος νιώθει πως έχει το δικαίωμα να με περιφρονεί, έχω για το φτωχό, αδαές πλήθος το πρόσωπο ενός δαίμονα και, χωρίς να μισώ κανένα, δέχομαι την απομόνωση του μίσους».

Το συγκλονιστικό αυτό κείμενο, ο απολογισμός ζωής ενός αγωνιστή, δεν γράφτηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950 και δεν είναι απόσπασμα από απολογία κομμουνιστή μπροστά στο στρατοδικείο. Γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από το μεγάλο μάστορα του λόγου και της ανθρωπιάς, το Βίκτωρα Ουγκώ και είναι απόσπασμα από το κορυφαίο έργο του, τους «Αθλίους». Στη Γαλλία της Παλινόρθωσης, την εποχή που η Γαλλική Επανάσταση φαίνεται να έχει συντριβεί στο υλικό πεδίο και να έχει λησμονηθεί στο πεδίο των ιδεών, ένας γέρος επαναστάτης του `93 προβαίνει σε μια από τις αρτιότερες τεκμηριώσεις της επαναστατικής βίας που έχουν γραφτεί ποτέ.

Έχει άραγε να μας πει κάτι για το σήμερα αυτό το απόσπασμα; Σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό – και πολύ αίμα – στο ποτάμι της ιστορίαςˑˑ σήμερα, οι επαναστατικές δυνάμεις του δικού μας καιρού, η εργατική τάξη, έχει κι αυτή υποστεί μια σημαντική ήττα παγκόσμια‧ σήμερα λοιπόν «το φτωχό, αδαές πλήθος», μέσα στα πλαίσια της επιδείνωσης των υλικών όρων της ζωής του, της εξασθένισης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, της χωρίς όριο προπαγάνδας της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού, της ιστορικής άγνοιας, δείχνει να συντηρητικοποιείται όλο και περισσότερο. Στα πλαίσια αυτής της συντηρητικοποίησης, ένας λόγος μίσους απέναντι στους κομμουνιστές αναδύεται συχνά – πυκνά τόσο από επίσημα χείλη όσο και από λαθρόβιες παρουσίες στο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και μια από τις κατηγορίες που απευθύνονται εναντίον των κομμουνιστών είναι εκείνη που εκστομίζονταν από τα χείλη των στρατοδικών τον καιρό του αγώνα του ΔΣΕ, στα μετεμφυλιακά χρόνια, ή την περίοδο της χούντας: η κατηγορία της «ανθελληνικής», της «αντεθνικής» δράσης.

Η Ιστορία όμως, ανεξάρτητα από τις επί μέρους ερμηνείες της, είναι μία και δεν αλλάζει. Η βιωμένη εμπειρία του λαού μας – είναι άλλο και πολύ μεγάλο ζήτημα το πώς αυτή περνά στις νεότερες γενιές – έχει μιλήσει οριστικά και αμετάκλητα για τον πατριωτισμό της εργατικής τάξης, για τον πατριωτισμό των κομμουνιστών. Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, προσπάθησε να συνδυάσει τα διεθνιστικά του καθήκοντα με την αγάπη για τον τόπο και το λαό, με την αγάπη για την Ελλάδα, που την αγάπησε «με την καρδιά του και με το αίμα του», όπως αναφέρει σε μια συγκλονιστική αποστροφή της απολογίας του ο Νίκος Μπελογιάννης.

Κορυφαία στιγμή, κορυφαία απόδειξη αυτής της αγάπης, είναι βέβαια η εποποιία του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ, του οποίου το ΚΚΕ υπήρξε εμπνευστής, ψυχή, ραχοκοκαλιά και αιμοδότης. Και κορυφαία μέσα στις κορυφαίες στιγμές αυτής της εποποιίας είναι η εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944: εκεί όπου αποδείχτηκε ότι η εργατική τάξη και το Κόμμα της, οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, αναδεικνύονται σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους και δίνουν το αίμα τους για την πατρίδα. Εκεί όπου η τάξη, «η δουλεύτρα που δεν έχει κανέναν ανάγκη» και η πατρίδα (ο τόπος, ο λαός, «οι καλύβες και τα πεζούλια μας») καθαγιάστηκαν από το αίμα των θυσιασμένων ηρώων.

Η θυσία των «200» της Καισαριανής είναι μια από τις τραγικότερες και μεγαλειωδέστερες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι «200», κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι από τη δικτατορία Μεταξά στις φυλακές της Ακροναυπλίας και στην Ανάφη, παρά το γεγονός ότι, με την ιταλική επίθεση, δήλωσαν την επιθυμία και την πρόθεσή τους να πολεμήσουν στο μέτωπο, παραδόθηκαν με πρωτόκολλο από την – αποχωρούσα για το Κάϊρο – ελληνική κυβέρνηση στον κατακτητή, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Μετά από μια «περιήγηση» στις φυλακές της χώρας, κατέληξαν στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, απ` όπου και οδηγήθηκαν στον τόπο της θυσίας την Πρωτομαγιά του 1944, ως αντίποινα για την εκτέλεση του Γερμανού υποστράτηγου Κρεχ στους Μολάους Λακωνίας από δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Την εκτέλεση είχε διατάξει το αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.

Θα ιχνηλατήσουμε την πορεία των 200 αυτών θαυμαστών δεσμωτών προς το θάνατο και την αθανασία της μνήμης μέσα από την ατομική περίπτωση του γνωστότερου ίσως, εκείνου που βάδισε οικειοθελώς στη θυσία, αν και μπορούσε να προτιμήσει τη ζωή, του κομμουνιστή ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Όλοι τους, και οι 200, έχουν πίσω τους μια προσωπική και συλλογική ιστορία αγώνων και θυσιών‧ όλοι τους, και οι 200, είχαν δικούς τους ανθρώπους, γονείς, αδέρφια, αγαπημένους‧ να αναφέρουμε το χανιώτη γεωπόνο Νίκο Μαριακάκη, που όταν συνελήφθη από τη δικτατορία Μεταξά και του προτάθηκε να αφεθεί ελεύθερος, στη δουλειά και στην οικογένειά του, με τον όρο να μη συνεχίσει τη συνδικαλιστική και πολιτική του δράσηκαι εκείνος αρνήθηκε και πήρε το δρόμο για την εξορία‧ τον κερκυραίο δάσκαλο Κώστα Χυτήρη, στέλεχος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας‧ τους 3 ισραηλίτες εργάτες από τη Θεσσαλονίκη‧ ακόμα – ακόμα, το Στέλιο Σκλάβαινα, γνωστό από το σύμφωνο που υπέγραψε με το στέλεχος των Φιλελευθέρων Σοφούλη, που όμως είχε υπογράψει δήλωση και ήταν, στη φυλακή, απομονωμένος από τους συντρόφους του…

Ενδεικτικά τα παραδείγματα. Κι αν θα σταθούμε πιο αναλυτικά, σ` αυτόν τον «πρώτο ανάμεσα σε ίσους», το Ναπολέοντα Σουκατζίδη, αυτό δεν γίνεται για να υποτιμήσουμε τους υπόλοιπους – ούτε ο ίδιος θα ήθελε κάτι τέτοιο – αλλά γιατί στο πρόσωπό του, στην προσωπική και ιστορική του πορεία, συμπυκνώνονται και συμβολοποιούνται τα πρόσωπα και των «200», τα πρόσωπα και η ιστορική πορεία όλων των κομμουνιστών, της δράσης τους και του νέου τύπου ανθρώπου που εκφράζουν. Αλλά ακόμα, η ευγενική μορφή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη συμπυκνώνει και συμβολοποιεί την πορεία του ελληνισμού στο α` μισό του 20ου αιώνα.

Ναπολέων Σουκατζίδης: το προσφυγόπουλο από τα χωριά της Προύσας που ανδρώθηκε και έγινε κομμουνιστής σ` αυτό το ξεχωριστό κομμάτι του ελλαδικού χώρου, την Κρήτη∙ την Κρήτη του Γκρέκο, του Κορνάρου και του Καζαντζάκη, την Κρήτη του Μάνου Κατράκη, της Γαλάτειας και της Έλλης Αλεξίου, του καπετάν Ποδιά και των απροσκύνητων ανταρτών του Ψηλορείτη∙ αλλά και εκείνη την άλλη, την καταχθόνια, όπου πάντα ένας Μινώταυρος στο Λαβύρινθό του, τρώει τα καλύτερά της παιδιά∙ την Κρήτη της βεντέτας, την Κρήτη των εγκληματικών συμμοριών του Μπαντουβά…

Ναπολέων Σουκατζίδης: ο κομμουνιστής και συνδικαλιστής, ο λόγιος, ο έγκλειστος στο «πέτρινο πανεπιστήμιο» της Ακροναυπλίας. Ο ήρωας του Χαϊδαριού που βοηθούσε να κρατηθούν όρθιοι οι σύντροφοί του, ακόμα και στα πιο σκληρά βασανιστήρια∙ και, τελευταίο χρονολογικά, αλλά, οπωσδήποτε όχι έσχατο, ο άνθρωπος που βάδισε οικειοθελώς στο θάνατο, στον άγιο τόπο της Καισαριανής, αρνούμενος να δεχτεί την εξαίρεση από τη μαζική εκτέλεση, για να μη μπει άλλος κρατούμενος στη θέση του.

Ο Ναπολέων γεννήθηκε το 1909, στην Τρίγλια της Προύσας, παιδί δασκάλων. Μεγάλωσε μέσα στα χρώματα και τις μυρωδιές της Μικράς Ασίας, ανάμεσα σε ανθρώπους δουλευτάδες, προκομμένους και καλλιεργημένους. Έζησε τον πρώτο ‧διωγμό των μικρασιατών Ελλήνων το 1914 και την επιστροφή στο χωριό του μετά το τέλος του Α` Παγκοσμίου Πολέμου.

Ακολουθεί η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η φενάκη της υλοποίησης της «Μεγάλης Ιδέας» και η καταστροφή. Η οικογένεια Σουκατζίδη καταφεύγει στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου βρίσκεται ήδη εγκατεστημένος ο αδελφός του κυρ – Φώτη, του πατέρα του Ναπολέοντα. Από κει, θα μετακομίσουν στο Αρκαλοχώρι και θα ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή, γεμάτη μόχθο αλλά και ελπίδα. Ο Ναπολέων μορφώνεται και ασχολείται για πρώτη φορά με τα γράμματα, δείχνοντας ακόμη και αρετές λογοτέχνη.

Στην Κρήτη, ο Σουκατζίδης θα γνωρίσει και τη γυναίκα της ζωής του∙ τη δασκάλα Χαρά Λιουδάκη, αδελφή της επίσης δασκάλας και λαογράφου Μαρίας Λιουδάκη, με την οποία επίσης τον έδενε βαθύτατη αγάπη και φιλία. Από αυτήν, άλλωστε, γνώρισε και την – κατά 22 χρόνια μικρότερή της – Χαρά. Γυναίκες βαθειά καλλιεργημένες, πραγματικές διανοούμενες και πολιτικοποιημένες – κομμουνίστριες. Η Χαρά έμεινε πιστή στο σύντροφό της σε όλη τη διάρκεια της πολύχρονης φυλάκισής του από τη δικτατορία Μεταξά μέχρι και το θάνατό του. Η σπουδαία Μαρία Λιουδάκη, (η «αδελφούλα μας», όπως την ονόμαζε ο Σουκατζίδης πάντα, και στο τελευταίο, αποχαιρετιστήριο σημείωμα που άφησε για τον πατέρα του και για τη Χαρά) βρήκε τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου: διαμελίστηκε από τις συμμορίες του Μπαντουβά, ως «ανταμοιβή» για την εαμική αντιστασιακή της δράση.

Μαθητής ακόμα στην Εμπορική σχολή του Ηρακλείου, ο Ναπολέων θα βοηθήσει τη Μαρία Λιουδάκη να συλλέξει κρητικές μαντινάδες απ` όλα τα μέρη της Κρήτης‧ η σπουδαία μάλιστα παιδαγωγός αναφέρει το όνομά του στον πρόλογο της συλλογής της «Μαντινάδες Κρήτης»: «Ιδιαίτερα ευχαριστώ το φιλοπρόοδο και ευγενέστατο παιδάκι Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που δούλεψε ακούραστα στη συλλογή των μαντινάδων. Οι περισσότερες από τούτες είναι από τις χιλιάδες που βρήκε εκείνος…».

Τα χρώματα κι οι μυρωδιές της Μικράς Ασίας∙ η τραγωδία της προσφυγιάς∙ η βιοπάλη∙ η αγάπη για τα γράμματα∙ η κρητική γη με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της∙ ο έρωτας∙ για να δεθούν όλα αυτά τα στοιχεία διαλεκτικά και να διαμορφώσουν μια προσωπικότητα όχι απλώς πλούσια και ενδιαφέρουσα, αλλά πλήρη και έτοιμη να φτάσει στη θυσία για τα ιδανικά της, για το λαό και την πατρίδα, χρειάστηκε ένας ισχυρός συνδετικός κρίκος, μια «Μεγάλη Ουσία», για να δανειστώ μια έννοια που γράφτηκε πριν από περίπου δυο αιώνες. «Μεγάλες Ουσίες» ονόμαζε ο Σολωμός τα ύψιστα ιδανικά του καιρού του που – όπως άλλωστε σε κάθε εποχή, δεν είναι παρά τα ιδανικά της εθνικής και της κοινωνικής ελευθερίας. Αυτές τις «Μεγάλες Ουσίες» της εποχής του Σουκατζίδη – αλλά και της δικής μας – ενσαρκώνει το επαναστατικό υποκείμενο του καιρού μας, η εργατική τάξη και το Κόμμα της. Στην Κρήτη, ο Σουκατζίδης θα γίνει κομμουνιστής και θα ξεκινήσει τον αγώνα για τα δίκαια της τάξης του.

Ο κομμουνιστής Σουκατζίδης είναι μια ολοκληρωμένη, ανθρώπινη και επαναστατική προσωπικότητα: ταυτόχρονα εργαζόμενος, αγωνιστής και λόγιος, στρατευμένος στην υπεράσπιση των δικαίων της τάξης του. Ας μου επιτραπεί τούτο: αυτός ο τύπος του επαναστάτη – λόγιου ξεκινά από μακριά, πριν ακόμα τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης, όταν το ελληνικό έθνος έχτιζε τον εαυτό του και τη συνείδησή του και οραματιζόταν «τον άλλο σηκωμό». Πρώτη, χρονολογικά, μορφή αυτού του ανθρωπότυπου για τον τόπο μας, είναι ο Ρήγας Βελεστινλής και, τελευταία, αλλά όχι έσχατη, ο Νίκος Μπελογιάννης.

Στην Κρήτη, ο Ναπολέων αντιμετωπίζει τις πρώτες διώξεις. Συλλαμβάνεται από την κυβέρνηση Μεταξά, πριν ακόμα από την κήρυξη της δικτατορίας, τον Ιούνιο του 1936. Στο Τμήμα Μεταγωγών του Ρεθύμνου, πριν τον μπαρκάρουν για τον ¨Αη Στράτη, αρραβωνιάζεται επίσημα την αγαπημένη του Χαρά.

Και ξεκινά η μεγάλη του περιπέτεια στις φυλακές της χώρας. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης δεν θα ξαναζήσει ούτε μια μέρα ελευθερίας. Είναι όμως ένας «ελεύθερος πολιορκημένος» κατά τον τρόπο του Σολωμού: τα εξωτερικά δεσμά, οι στερήσεις και τα βασανιστήρια, δεν τον κάμπτουν, δεν τον κάνουν να χάσει την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια και, εν τέλει, την ιδεολογία του. Στην Ακροναυπλία, σ` αυτό τον τόπο μαρτυρίου, οι κομμουνιστές κρατούμενοι, με πρωτοπόρο το δάσκαλο Δημήτρη Γληνό, μετέτρεψαν σε χώρο παιδείας, σε ένα πραγματικό πέτρινο πανεπιστήμιο. Οι κρατούμενοι κομμουνιστές προσεγγίζουν τη γνώση, οργανώσουν τη ζωή τους, αναδεικνύουν έναν ανώτερο ποιοτικά τρόπο ζωής, όχι μόνο σε σχέση με την κόλαση στην οποία ζούσαν αλλά και σε σχέση με την εκτός φυλακής πραγματικότητα των λαϊκών στρωμάτων. Εκεί ο Ναπολέων θα τελειοποιήσει τις γνώσεις του πάνω στις ξένες γλώσσες – μιλούσε πέντε, ανάμεσα στις οποίες και γερμανικά, κάτι που έκανε τους Γερμανούς δεσμοφύλακες να τον χρησιμοποιούν ως διερμηνέα στην επικοινωνία τους με τους κρατουμένους.

Είδαμε προηγουμένως ότι οι εξόριστοι κομμουνιστές ζήτησαν να πολεμήσουν στο μέτωπο μετά την ιταλική επίθεση. Όχι μόνο τους το αρνήθηκαν, αλλά τους παρέδωσαν με πρωτόκολλο στον καταχτητή και, από κεί, ξεκίνησε η περιπλάνησή τους στις φυλακές της χώρας, μέχρι να καταλήξουν στο Χαϊδάρι.

Και κάπως έτσι, ξαναφτάνουμε στο ξημέρωμα της Πρωτομαγιάς του 1944. Οι Γερμανοί φασίστες καταχτητές έχουν αποφασίσει – και δημοσιεύσει στον τύπο – την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, ως αντίποινα για την εκτέλεση του στρατηγού Κρεχ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι είχε επίσης αποφασιστεί – και εκτελεστεί – η θανάτωση όλων των ανδρών που τα στρατεύματα κατοχής θα συναντούσαν καθοδόν από τους Μολάους στη Σπάρτη. Αλλά – και επειδή τα περί «εθνικής ομοψυχίας» στην περίοδο της αντίστασης δεν είναι άλλο παρά φληναφήματα, οι ταγματαλήτικες συμμορίες του Παπαδόγγονα εκτέλεσαν στη Λακωνία άλλους 100 εαμίτες και κομμουνιστές.

Ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση: στην – κατά τα άλλα – σπουδαία ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Το τελευταίο σημείωμα», αφιερωμένη στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη και στους «200», υπάρχει μια, όχι ευεξήγητη, ιστορική απρέπεια: ενώ, με πολλούς τρόπους, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, δηλώνεται η πολιτική ιδιότητα των προς εκτέλεση κρατουμένων, όταν εκφωνείται η διαταγή της εκτέλεσης, αναφέρεται ότι έχει αποφασιστεί η εκτέλεση «200 Ελλήνων». Η διαταγή όμως είναι σαφής, δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» και μπορεί να τη βρει κανείς σήμερα πολύ εύκολα, με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο: αναφέρει ξεκάθαρα ότι αποφασίστηκε η εκτέλεση 200 κομμουνιστών…

Δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο οι κρατούμενοι έμαθαν ή κατάλαβαν ότι θα εκτελεστούν την επόμενη μέρα το πρωί. Ο τρόπος όμως που αντιμετώπισαν τον επικείμενο θάνατό τους είναι γνωστός και επιβεβαιωμένος από πολλές μαρτυρίες, ανάμεσά τους τη μαρτυρία του Αντώνη Φλούντζη, γιατρού του στρατοπέδου και εκείνη του συγγραφέα Θέμου Κορνάρου, στο έργο του «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου». Οι μελλοθάνατοι πέρασαν την τελευταία νύχτα της ζωής τους με χορό και τραγούδι!

Έτσι περιγράφει ο Θέμος Κορνάρος το τελευταίο βράδυ των «200»

Διακόσια κορμιὰ ταλαντεύονται, μεταπατοῦνε γρήγορα, ἀνησυχοῦνε ἀπ’τὰ νύχια ὡς τὴν κορφή, λὲς καὶ ζητοῦνε ἀπὸ τὴ Γῆς νὰ σταματήσει ἀμέσως τὸ στριφογύρισμά της στὸ κενό. Ἂν γυρεύει, μὲ τὴν αἰώνια περιστροφή της, νὰ βρεῖ κολῶνες γιὰ νὰ στηριχτεῖ καὶ νὰ γεφυρώσει τὸ χάος, νὰ ἐδῶ 200 κολῶνες γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό. Μὲ τὰ νύχια τοῦ δεξιοῦ τους ποδιοῦ πατοῦνε στὸν πόλο τῆς Ζωῆς καὶ μὲ τ’ἀριστερὸ φταρνίζουνε τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ Θανάτου.

Δέ λέγεται πιά τοῦτο χορός ἀνθρώπων τοῦ πλανήτη μας. Εἶναι ἡ τρομερή προσπάθεια ἄγνωστων Τιτάνων νά πετύχουνε προσαρμογή στό γενικό ρυθμό τοῦ Σύμπαντος, στό γενικό χορό τοῦ Σύμπαντος, γιά νά καταχτήσουν τή στιγμή πού πρέπει νά σφεντονιστοῦνε στό κενό, καί νά πατήσουνε μ’ ὅλο το βάρος τους ὁλόρθοι, ἔτοιμοι γιά θεμέλιωμα καί ανοικοδόμηση, στό χαλαρό χῶρο τοῦ Θανάτου.

Σκοπὸς τους εἶναι νὰ πᾶνε ἐκεῖ σὰν ἀγωνιστὲς κι ὄχι σὰν θύματα. Σὰν καταχτητὲς κι ὄχι ὑποταχτικοὶ τῶν φυσικῶν νόμων. Τοῦτοι δῶ λὲς καὶ νικήσανε αὐτὸν τὸν μαγνήτη, καὶ μὲ τὸ τραγούδι τους δὲν ἀποχαιρετοῦνε κανέναν ἀφέντη καὶ καμμιὰ δουλεία.

Εἰδοποιοῦνε θριαμβευτικά, πὼς φεύγουνε πάνοπλοι γιὰ τὴν ἐκστρατεία τῆς ζωῆς ἐναντίον τοῦ θανάτου.

¨Την επόμενη μέρα, τα ξημερώματα, ο στρατοπεδάρχης Φίσερ βάζει τον ίδιο το Σουκατζίδη να εκφωνήσει τον κατάλογο των μελλοθανάτων. Το νούμερο 71 είναι ο ίδιος! «Όχι εσύ, Ναπολέων», θα πει ο στρατοπεδάρχης, που τον χρειαζόταν, ως διερμηνέα. Και ο Ναπολέων, με όλες του τις ταυτότητες, ο μικρασιάτης, ο κρητικός, ο ο Ελληνας, ο Ναπολέων ο κομμουνιστής, θα αρνηθεί την προσφορά, για να μπει άλλος κρατούμενος στη θέση του. Και θα προχωρήσει προς, αφήνοντας πίσω του τον ήλιο που εκείνη την ώρα χάραζε, πίσω από τον Υμηττό…

Εδώ και πάλι θα αναφερθώ στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη: η σκηνή του προθανάτιου χορού των «200» εικονογραφεί απόλυτα την περιγραφή του Θέμου Κορνάρου ( ο οποίος υπήρξε και αυτόπτης μάρτυρας) και αποτελεί σκηνή ανθολογίας για τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Συγκλονιστικά αποτυπώνει και τη σύγκρουση δυο κόσμων, δυο τάξεων, δυο κοσμοθεωριών, μέσα από τη συνομιλία του Ναπολέοντα με το στρατοπεδάρχη Φίσερ: ένα παιχνίδι της κάμερας, δείχνει τεράστιο το Ναπολέοντα, σε σχέση με το ναζί αξιωματικό, την ώρα που εκείνος του χαρίζει τη ζωή και οπ Σουκατζίδης αρνείται…

Μια τελευταία παρέκβαση, σε σχέση με το πώς αποτυπώνει η συγκεκριμένη ταινία τη θυσία των «200» και ιδιαίτερα του Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Από την αρχή ακόμα, η ταινία δομείται κατά τα πρότυπα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Ένας κλοιός από αλλεπάλληλες δυσκολίες περισφίγγει προοδευτικά τους μελλοθάνατους, οι οποίοι όμως κατορθώνουν να κρατήσουν ψηλά το ήθος, την αξιοπρέπεια και τις αξίες τους. Τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις άλλων συντρόφων, αλλά και ο Απρίλης και το όραμα του Ναπολέοντα στην απομόνωση που βλέπει μπροστά του τη Χαρά («εκεί `ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου – με τ΄άρματα όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου») μέχρι και την τελική προσφορά της ίδιας της ζωής, τον «τελευταίο πειρασμό», είναι οι εξωτερικοί παράγοντες που δεν κατορθώνουν να λυγίσουν τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του 20ου αιώνα. Μέχρι να πάρουν τη θέση τους: «… κι ελεύθεροι να μείνουν – εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο».

Συγκλονιστικές είναι οι μνήμες και οι εμπειρίες του λαού μας που έζησε την εκτέλεση: οι «200» φεύγουν από το Χαϊδάρι φορτωμένοι στα καμιόνια, τραγουδώντας και χορεύοντας «Στη στεριά δε ζει το ψάρι»∙ οι «200» φτάνουν στην Καισαριανή, στήνονται στον τοίχο κατά εικοσάδες και τους θερίζουν τα πολυβόλα∙ σύμφωνα με μαρτυρίες, ακόμα κι εκείνη την ώρα της εκτέλεσης τραγουδούσαν τον Ύμνο∙ τον Ύμνο που οι στίχοι του γράφτηκαν με υπόκρουση τα κανόνια του Μεσολογγιού και που η λαϊκή βούληση και το λαϊκό αίσθημα τον επέβαλε ως εθνικό ύμνο των ελλήνων.

Και ο ΕΛΑΣ, που γνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γιατί φοβόταν τα αντίποινα για το συνοικισμό, ακροβολισμένος γύρω από τον τόπο της εκτέλεσης…

Ακολούθησε το φόρτωμα των νεκρών σωμάτων στα καμιόνια (στα απορριμματοφόρα!!!) του δήμου∙ ο επιτάφιος θρήνος της συνοικίας και των μανάδων∙ το αίμα που σχημάτιζε ποτάμι στην οδό Φιλολάου, που κατηφορίζει απ` την Καισαριανή προς το Παγκράτι.

Η αγωνίστρια Ευτυχία Μουρίκη, επονοελασίτισα τότε, κοριτσάκι 17 χρονών, που είχε όμως προλάβει να κατακτήσει το προσωνύμιο «Μάνα της Καισαριανής», περιγράφει:

Πραγματικά και οι 200 στάθηκαν απέναντι στο θάνατο με ηρωισμό, με παλικαριά. Κανένας δεν δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια. Και η κάθε εικοσάδα έφτανε στο σημείο της εκτέλεσης τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο (…).

Και σηκώνανε ορισμένοι και τις δυο γροθιές. Τις σήκωσε και ο Σουκατζίδης‧ ακροναυπλιώτης κι αυτός. Ήταν σαν να πήγαιναν σε γιορτή και όχι για να εκτελεστούν.

Απορούσα καθώς ακούγαμε εκείνα τα λίγα λόγια από τα τραγούδια. Γιατί όλο το τραγούδι δεν προλάβαιναν να το τελειώσουν, στροφές έλεγαν, ο καθένας το δικό του, με το δικό του μοναδικό τρόπο και με τις γροθιές υψωμένες. Μπορεί να είχα ζήσει ορισμένες μάχες, μπορεί να είχα δει σκοτωμένους και τραυματίες, όμως πως να αντικρύσεις ένα τέτοιο θέαμα; Μέσα μου – κι όχι μόνο σε μένα που ήμουν μόνο 17 χρονών, αλλά και στους άλλους που ήταν μεγαλύτεροι – γινόταν κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Αυτό που γινόταν ήταν άδικο των αδίκων‧ συγκλονιστήκαμε.

Σκότωσαν και τους τελευταίους. Γι` αυτούς φωνάξανε τους ανθρώπους του δήμου, τους σκουπιδιαραίους, να φορτώσουν τα πτώματά τους στα καμιόνια. Κάποιοι άρχισαν να χτυπούνε τις καμπάνες της εκκλησίας πένθιμα. Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Άρχισαν να βγαίνουν έξω οι γυναίκες. Άλλες έβγαιναν με τα θυμιατήρια και τα λιβανιστήρια, άλλες με εικόνες, άλλες σταυροκοπιόντουσαν. Γέμισε ο τόπος λουλούδια. Ο κόσμος έκοβε ό,τι λουλούδι υπήρχε και το έριχνε στον τόπο της εκτέλεσης. Ακόμη και τσουκνίδες – τις έπιαναν με τα χέρια. Οι Γερμανοί έφευγαν με σκυμμένο το κεφάλι. Τι να πει κανείς; Είναι αδύνατο να περιγράψει κάποιος αυτό που γινόταν‧ ήταν εικόνες συγκλονιστικές.

Εμείς παρακολουθούσαμε με τα κιάλια και συζητούσαμε πως θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, πως θα κρατήσουμε το ηθικό του κόσμου. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, κατεβήκαμε, μιλήσαμε στον κόσμο, και εκείνη την ημέρα έγινε επιστράτευση κομμουνιστών. Διακόσιους σκοτώσανε, επιστρατευτήκαμε άλλοι κομμουνιστές στη θέση τους – γιατί αγωνιστές υπήρχαν ήδη πάρα πολλοί (…)».

Στον αντίποδα του θρήνου των λαϊκών συνοικιών, η αστική τάξη της Αθήνας πανηγύρισε την εκτέλεση των «200». Μια έντιμη και καλλιεργημένη αστή, η Λητώ Κατακουζηνού, γυναίκα του πρωτοπόρου νευρολόγου – ψυχίατρου Άγγελου Κατακουζηνού, περιγράφει την καταρχήν έκπληξη των γειτόνων τους, όταν τις επόμενες μέρες από την εκτέλεση βγήκε, με το σύζυγό της, στο Κολωνάκι με μαύρα περιβραχιόνια. Όταν τους είπαν ότι πενθούν για τα 200 παλληκάρια, τα μέλη αυτά της «καλής κοινωνίας» των Αθηνών, τους επιτίμησαν, λέγοντας ότι οι Γερμανοί κάποια στιγμή θα φύγουν, αλλά οι πραγματικοί εχθροί είναι οι κομμουνιστές … Άσφαλτο το ταξικό ένστικτο των αστών…

Οι προκαπιταλιστικές αγροτικές κοινωνίες, που η ζωή τους εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από τον κύκλο της φύσης, πίστευαν ότι η νύχτα της 30ης του Απρίλη προς την 1η του Μάη ήταν η νύχτα που συνέβαιναν τα θαύματα. Ήταν η «νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια» του Σολωμού. Σε μια περίεργη ιστορική συγκυρία, ο 19ος αιώνας και η ωρίμανση της εργατικής τάξης, ανάδειξαν, με το δικό τους τρόπο, τη «μέρα μαγιού» και ολόκληρο το μήνα Μάη σε ένα μήνα υλικών, απτών θαυμάτων, σε ένα μήνα σύμβολο για τα λαϊκά επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Κι αυτή ειδικά η νύχτα της 30ης Απριλίου προς την Πρωτομαγιά του 1944 απέδειξε περίτρανα τα ανώτερα ποιοτικά στοιχεία του πατριωτισμού της εργατικής τάξης, του πατριωτισμού των κομμουνιστών, σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται την έννοια της πατρίδας οι αστοί: για τους δεύτερους, «πατρίδα» είναι ο χώρος από τον οποίο εκκινούν και εξακτινώνονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα κέρδη τους. Για τούτο και δεν διστάζουν να την πουλήσουν: να την εγκαταλείψουν ή και να συνεργαστούν ανοιχτά με τον καταχτητή, όπως εξ άλλου αποδεδειγμένα έπραξε η αστική τάξη της χώρας μας στη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους κομμουνιστές, πατρίδα είναι ο τόπος κι ο λαός, «οι καλύβες και τα πεζούλια μας». Κι αυτή την πατρίδα υπερασπίστηκαν πάνω σ` αυτή τη μάντρα «που `γινε το σύνορο του κόσμου», όπως έγραφε ο Κώστας Βάρναλης‧ αλλά και σε όλες τις μάχες που έδωσε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, σε όλους τους κοινωνικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας…

Για μας, για όσους συμμεριζόμαστε τα ιδανικά και τις αξίες των «200» «δεν υπάρχουν πιο ζωντανοί από τους πεθαμένους μας». Όσο η Ελλάδα, μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος παραμένει εξαρτημένη – και μάλιστα, το τελευταίο διάστημα βαθαίνει όλο και περισσότερο η εξάρτηση‧ όσο η εργατική τάξη, το συλλογικό ιστορικό υποκείμενο που επέλεξε να υπηρετήσει με τη ζωή, τη δράση και το θάνατό του ο Ναπολέων Σουκατζίδης παραμένει τάξη υπάλληλη και δεν έχει αποδείξει ακόμα έμπρακτα ότι «είναι δουλεύτρα και δεν έχει κανέναν ανάγκη»∙ όσο, μ` ένα λόγο, και η εθνική και η κοινωνική ελευθερία υπονομεύονται και ακυρώνονται από την άρχουσα τάξη και τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον τόπο μας, αλλά και σ` όλες τις χώρες του κόσμου∙ η ιδεολογία, η θεωρία και η πράξη που γεννάνε Σουκατζίδηδες παραμένουν οι «Μεγάλες Ουσίες» των καιρών, απαντάνε στα μεγάλα αιτήματα των καιρών, γεννάνε τα μελλοντικά μεγάλα κινήματα των καιρών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας