Εργατικός Αγώνας

Τί προκαλεί τη συζήτηση για «αντισυστημική ψήφο»;

Του Γιάννη Μαυρή*

Από το 1974 και μέχρι το 2012, η συστηματική εναλλαγή δύο κομμάτων διακυβέρνησης στην εξουσία (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ), που συντελέστηκε πέντε φορές, είχε εδραιώσει θεσμικά (με τη βοήθεια και των εκλογικών νόμων) το δικομματικό σύστημα ως μορφή καθεστώτος.

Για τρεις δεκαετίες, ο ελληνικός δικομματισμός, που είχε κυμανθεί σε «αγγλοσαξονικά» επίπεδα, της τάξης του 80%-85%, λειτουργούσε και εκτόνωνε την κοινωνική δυσαρέσκεια, με τη μετακίνηση κάθε φορά μιας κρίσιμης μερίδας του εκλογικού σώματος από το ένα κόμμα στο άλλο. Το «ενδιάμεσο» εκλογικό σώμα, δηλαδή οι ψηφοφόροι που είχαν ψηφίσει κατά καιρούς και τα δύο κόμματα διακυβέρνησης, έφτασε το 2009 να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 25%.

Ωστόσο, με την υπαγωγή της χώρας στα Μνημόνια, αυτή η εδραιωμένη λειτουργία του κομματικού συστήματος «μπλόκαρε». Τον Μάιο του 2012, το παλιό καθεστώς κυριολεκτικά κατέρρευσε. Ανοιξε έτσι μια νέα ιστορική περίοδος.

Με δεδομένη στην Ελλάδα την αυξημένη επιρροή που ασκεί ιστορικά ο κοινοβουλευτισμός στις κυριαρχούμενες τάξεις, εξηγείται γιατί η κοινωνική δυσαρέσκεια από τις μνημονιακές πολιτικές οδηγήθηκε, ευκολότερα, στην εκλογική διέξοδο της ψήφου αποδοκιμασίας, παρά σε εκείνη της ανεξέλεγκτης κοινωνικής κινητοποίησης και διαμαρτυρίας (που εκδηλώθηκε, ωστόσο περιορισμένα, στη διετία 2011-12)· αποδοκιμασία που παρήγαγε την -ιστορικών διαστάσεων- εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 και τη διακυβέρνηση 2015-2019.

Το παλιό, που κατέρρευσε, διαδέχθηκε τώρα ένα νέο κομματικό σύστημα, συρρικνωμένου όμως δικομματισμού (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ). Το 2019, όταν η Ν.Δ. επέστρεψε στην κυβέρνηση, τα δύο κόμματα άθροισαν 71,4%. Ποσοστό υψηλότερο μεν από το 2009, αλλά -συγκριτικά με το παρελθόν- πάλι χαμηλότερο.

Πού διαφέρει η σημερινή συγκυρία

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα δύο νέα κόμματα της διακυβέρνησης (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ) θα εμφανίσουν κάμψη της εκλογικής τους επιρροής. Η Ν.Δ. έχει μεν υποστεί σημαντική φθορά από τη διακυβέρνηση που άσκησε (ακρίβεια, φτωχοποίηση, αυταρχισμός), αλλά ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφανίζει εκλογική άνοδο. Σήμερα δεν παρατηρείται εκείνη η μαζική μετατόπιση του «ενδιάμεσου» εκλογικού σώματος που παλιότερα δημιουργούσε ισχυρό εκλογικό ρεύμα και οδηγούσε στην εναλλαγή των κυβερνήσεων. Το δικομματικό «εκκρεμές» δεν φαίνεται να λειτουργεί πλέον. Υπάρχει διαπαραταξιακή μετατόπιση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, αλλά δεν επαρκεί. Γι’ αυτό βεβαίως δεν ευθύνεται το εκλογικό σύστημα. Το 2012, όταν η Ν.Δ. έλαβε το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία της ελληνικής Δεξιάς από το 1926 (18,85%), αλλά και το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ ήρθε 3ο κόμμα, με ποσοστό 13,2%, ίσχυε η ενισχυμένη αναλογική.

Κατά συνέπεια, η κοινωνική δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση της Ν.Δ. δεν ευνοεί την παραδοσιακή «εναλλαγή» στην εξουσία. Αυτό έγινε αισθητό ιδίως μετά την κοινωνική έκρηξη που προκάλεσε η πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη (28/2/2023). Αιχμή της αποτέλεσαν οι νεότερες γενιές, που έχουν υποστεί τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών.

 

Διάγραμμα 1

Η συσσωρευμένη οργή (Διάγραμμα 1) οδήγησε σε πρωτοφανή κινητοποίηση που αποτελεί ρεκόρ 12ετίας. Η πανελλαδική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις μετά τα Τέμπη υπολογίζεται σε πάνω από 2,5 εκατομμύρια άτομα (Διάγραμμα 2).

Διάγραμμα 2

Ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των κομμάτων διακυβέρνησης να πείσουν το εκλογικό σώμα για τις πολιτικές τους (να ψηφίσει «συστημικά»), επανακάμπτει η τάση κατακερματισμού της ψήφου, που είχε εμφανιστεί στο κομματικό σύστημα και την προηγούμενη δεκαετία, εξαιτίας των μνημονίων, τότε ως αντιμνημονιακή ψήφος.

Η τάση αυτή μπορεί να διευκολύνεται από το σύστημα της απλής αναλογικής, αλλά -προφανώς- δεν παράγεται από αυτό. Εχει βαθύτερες πολιτικές και κοινωνικές αιτίες. Οφείλεται στην πολιτική αποδοκιμασία και απόρριψη των κομμάτων που διαχειρίστηκαν τη διακυβέρνηση τα τελευταία 15 χρόνια. Σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι στις περισσότερες πολιτικές που εφαρμόζονται, οι διαφορές τους είναι δυσδιάκριτες ή και ανύπαρκτες στα περισσότερα και σημαντικότερα ζητήματα.

Η διασπορά της (αντισυστημικής) ψήφου αφορά τόσο το αριστερό όσο και το δεξιό φάσμα της πολιτικής σκηνής. Αυτό βέβαια, όπως συνέβη και στη μνημονιακή περίοδο, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επιβεβαίωση της ανιστόρητης και αντιδραστικής θεωρίας των «δύο άκρων».

Επιβεβαιώνει, όμως, ότι η διαρκής και επιταχυνόμενη συρρίκνωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας χαρακτηρίζεται, ολοένα και περισσότερο, από μια νέα κρίση εκπροσώπησης που έχει πολλαπλές εκδοχές.

* Πολιτικός επιστήμονας, PhD, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ερευνών Public Issue

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας