Εργατικός Αγώνας

Κατέγραψαν τα εκλογικά αποτελέσματα συντηρητική στροφή στην Ελληνική κοινωνία; (του Γ. Αραβανή)

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής

Το εκλογικό αποτέλεσμα ανάμεσα σε πολλές συζητήσεις που πυροδότησε, στα πολλά θέματα που ανέδειξε και στα οποία διατυπώθηκαν διαφορετικές ή και αντίθετες απόψεις είναι και αν το εκλογικό αποτέλεσμα φανερώνει συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας ή όχι, αν είναι απλά ένα συγκυριακό φαινόμενο που “αύριο” θα διορθωθεί.

Η συντηρητικοποίηση ή ο προοδευτισμός με δεδομένη την σχετική ασάφεια του όρου είναι κάτι που διαμορφώνεται σε σχετικά μακρό χρονικό διάστημα και όχι ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Τέτοιες σημαντικές κοινωνικές διαδικασίες είναι μακρόσυρτες και διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση των αλλαγών που συντελούνται στην οικονομική βάση του συστήματος, στις Σχέσεις Παραγωγής και σταδιακά επιδρούν στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, κάτω από την επίδραση των ιδεών και των αξιών που κυριαρχούν και οι οποίες είναι αντανάκλαση των σχέσεων μέσα στην οικονομία. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της κυρίαρχης τάξης παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία και στη διαμόρφωση τους.

Ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής εκτίμηση και συμπέρασμα ως προς την προοδευτικότητα ή συντηρητικοποίηση της κοινωνίας στο σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων και κυρίως με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα μόνο, όπως ορισμένοι επιμένουν να κρίνουν την εξέλιξη αυτή μεταξύ των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2019 και του 2023, στο διάστημα δηλαδή της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.

Για συντηρητική στροφή όσον αφορά το ποσοστό της του ΣΥΡΙΖΑ που πήγε δεξιότερα γίνεται λόγος. Μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε απώλεια 11,5 ποσοστιαίων μονάδων εκ των οποίων 1% ως 1,5% πήγε στο ΚΚΕ, αριστερότερα του και από το υπόλοιπο το μεγαλύτερο μέρος πήγε στη Νέα Δημοκρατία και το μικρότερο στο ΠΑΣΟΚ και σε άλλα κόμματα. Η ψήφος στο ΚΚΕ δεν συνιστά προφανώς συντηρητική στροφή, το ερώτημα είναι αν συνιστά συντηρητική στροφή η ψήφος προς το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα δημοκρατία και σε ποιο βαθμό, όταν παρά τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων αυτών έχουν παρόμοια προγράμματα και θέσεις για όλα τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Δεν θεωρούμε ότι μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό κριτήριο συντηρητικοποίησης ορισμένες ευαισθησίες σχετικά με τη διαχείριση του προσφυγικού ή τη χρήση καταστατικών μέτρων που δεν είναι αμελητέες, όταν υπάρχει μνημόνιο, αμερικανοκρατία, λιτότητα, μεταμνημονιακά μέτρα ως το 2060 που στηρίζουν από κοινού και τα τρία κόμματα. Η στροφή ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά θα συνιστούσε συντηρητική στροφή αν όλοι οι ψηφοφόροι του ήταν αριστεροί. Πέρα όμως από ένα ποσοστό της τάξης 5%- 6% οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν κατά βάσιν από το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ που όμως και ο ίδιος εφάρμοσε στη συνέχεια αντίστοιχη πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρθηκε να μεταπλάσει προς το ριζοσπαστικότερο το τμήμα αυτό

των ψηφοφόρων του και παράλληλα οι αγώνες της τετραετίας πού πέρασε ήταν χαμηλής έντασης και ο ΣΥΡΙΖΑ απείχε ή περίπου έπαιρνε μέρος τυπικά.

Για να είμαστε όμως ακριβείς στο επίπεδο του συσχετισμού στην καθημερινή δράση, στην ανάπτυξη μετώπων δράσης στον τομέα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, εναντίον του αυταρχισμού κ.α. και γενικότερα σε αυτό που πολιτικού κλίματος που διαμορφώνεται τα πράγματα όντως γίνονται πιο δύσκολα, αυτό όμως διαφέρει από το βαθμό προοδευτισμού η συντηρητικοποίησης της κοινωνίας.

Το δεύτερο αφορά τον ακροδεξιό χώρο που καταγράφηκε με ένα ποσοστό περίπου στο 10% Εδώ πρέπει να προστεθεί και ένα τμήμα των εν δυνάμει ψηφοφόρων των ακροδεξιών κομμάτων που αποκλείστηκαν από τις εκλογές. Είναι ένα ποσοστό ψηλό πού όμως δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Από τη μεταπολίτευση και ύστερα η ακροδεξιά κάτω από διαφορετικούς τίτλους ήταν δραστήρια στην κοινωνία και στις εκλογές. Οι κοινωνικές συνθήκες σε ένα βαθμό την εννοούσαν και για την αποκατάσταση της πραγματικότητας οι ανάγκες των κομμάτων εξουσίας της έστρωναν το έδαφος.

Στην τεράστια κοινωνική κρίση που έφεραν τα μνημόνια και η επιτήρηση από τους δανειστές η φασιστική δεξιά υπό τον τίτλο της Χρυσής Αυγής εκτοξεύτηκε πάνω από το 10% και το ΛΑΟΣ ένα ακροδεξιό κόμμα διατήρησε σημαντικά ποσοστά. Η ακροδεξιά είχε και διατηρεί τα τελευταία χρόνια ισχυρές δυνάμεις, μάλιστα η έρευνα του Ινστιτούτου ΕΤΕΡΟΝ καταγράφει ότι ένα ποσοστό της τάξης του 14,2% των εκλογέων συνολικά της δεξιάς συμπεριλαμβανομένης της Νέας Δημοκρατίας φλερτάρει με την “ εναλλακτική” της δικτατορίας.

Με δυο λόγια η εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στηρίχθηκε πάνω σε εμπεδωμένες συντηρητικές ιδέες και αντιλήψεις, υπήρχε το κατάλληλο έδαφος και παράλληλα σοβαρό ρόλο έπαιξε η ανεπάρκεια για διάφορους λόγους όσων την αμφισβητούσαν ώστε να αντιπαρατεθούν και να αποκαλύψουν το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της και τις επιπτώσεις του.

Πιο ασφαλές κριτήριο για το βαθμό συντηρητικής στροφής της κοινωνίας είναι οι ιδέες, οι αξίες και οι αντιλήψεις και η διάδοση τους στην κοινωνία ιδιαίτερα στους μισθωτούς και στα λαϊκά στρώματα. Αυτό το στοιχείο είναι γεγονός ότι μπορεί πιο δύσκολα να αποτυπωθεί συγκεκριμένα σε σχέση με τους οικονομικούς δείκτες και τα εκλογικά αποτελέσματα. Ενδιαφέρον έχει η έρευνα του Ινστιτούτο ΕΤΕΡΟΝ που προαναφέραμε και θα παραθέσουμε δύο συγκεκριμένα στοιχεία από αυτή.

Όσο κι αν η ακρίβεια των συμπερασμάτων της έρευνας σχετίζεται με τη μέθοδο καταγραφής, με τη χρονική στιγμή που μπορεί να επηρεάσει τις απαντήσεις προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση και ότι η μέτρηση είναι μία στιγμιαία αποτύπωση της κοινωνίας τα στοιχεία που καταγράφει δίνουν σαφή εικόνα.

Την έννοια της ανταγωνιστικότητας αποδέχεται το 78% περίπου των ερωτηθέντων και μεταξύ αυτών το 69,5% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το 84,7% αυτών του ΠΑΣΟΚ, το 69,7% των ψηφοφόρων του ΜέΡΑ25, ενώ θετικά κρίνει την έννοια αυτή το 53,8% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ. Στο σύνολο των ερωτώμενων επίσης το 68,2% κρίνει θετικά την έννοια των ξένων επενδύσεων. Η έννοια της ανταγωνιστικότητας, όμως, είναι η καρδιά των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και βασικό στοιχείο της αστικής ιδεολογίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο η έρευνα καταγράφει μία κοινωνία συντηρητική.

Στο ερώτημα ποιος από τους παρακάτω ιδεολογικούς χαρακτηρισμούς- ταυτότητες που αναφέρονται ταιριάζει καλύτερα στις δικές σας ιδέες ο κομμουνισμός απαντά μόνο το 5,1% του συνόλου των ερωτώμενων, δηλαδή μόνο το 5,1% της κοινωνίας, αν το στοιχείο που καταγράφεται είναι αντικειμενικό, για δε τους ερωτώμενους που δήλωσαν ότι στηρίζουν το ΚΚΕ μόνο το 47,7% δήλωσε κομμουνισμός, δημοκρατικός σοσιαλισμός απάντησε το 22,5%, σοσιαλδημοκρατία το 15,2% κλπ. Τα στοιχεία αυτό αποτελούν σημαντικό κριτήριο ως προς την τη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και αποτυπώνουν τη συντηρητική στροφή των τελευταίων δεκαετιών, ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις στον υπαρκτό σοσιαλισμό, τάση που προϊόντος του χρόνου αυξάνεται και δεν μειώνεται. Αποτελεί προειδοποίηση για το ΚΚΕ, για τη συγκρότηση του σε μαρξιστική λενινιστική βάση, ως προς την ταξική ενότητα του και την αποτελεσματικότητα της οικοδόμησης του ως επαναστατικού κόμματος. Αν το μεγάλο ως πολύ μεγάλο μέρος όσων δηλώνουν ότι συντάσσονται με το κομμουνιστικό κόμμα δεν θεωρούν τον κομμουνισμό ως στόχο και σκοπό επαναστατικό κόμμα δεν χτίζεται.

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι εκτεταμένοι μετασχηματισμοί των καπιταλιστικών κοινωνιών που άρχισαν από τον προηγούμενο αιώνα διαμόρφωσαν μία νέα πραγματικότητα. Οι ατομικές και οικογενειακές επιχειρήσεις δίνουν σταδιακά τη θέση τους στα μονοπώλια, η ελεύθερη αγορά στην κλασική μορφή της όπως αναπτύχθηκε στη Μεγάλη Βρετανία στα μισά του 19ου αιώνα δίνει της θέση της στην κρατική παρέμβαση, η “αόρατος χειρ” της αγοράς που ρυθμίζει τα πάντα αποδείχθηκε ανεπαρκής στις νέες συνθήκες και η κρατική παρέμβαση κατέστη αναγκαία. Το άτομο αναδείχθηκε ως η κοινωνική οντότητα και ο ατομικισμός ως θεμελιώδης αρχή των κοινωνιών. Ο ατομικισμός έφερε σε πού μεγαλύτερη έκταση μαζί του την ιδιοτέλεια και τη σύγκρουση του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο. Σταδιακά οι κοινωνίες διαμορφώνονται σε κοινωνίες της μάζας, σε μαζικές κοινωνίες και από την ποσοτική άποψη αλλά και επειδή αποκτούν σημαντικά μεγαλύτερη ομοιομορφία. Αναπτύσσεται η μαζική παραγωγή και οι συστηματικές διαφημιστικές καμπάνιες για τον επηρεασμό της αγοραστικής συμπεριφορές των καταναλωτών μέσω της δημιουργίας φαντασιακών αναγκών πού καταλήγουν στην αύξηση της κατανάλωσης, στη χρέωση των νοικοκυριών προκειμένου οι καταναλωτικές ανάγκες να εξυπηρετηθούν. Η κατανάλωση για εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών μετατρέπεται σε κυρίαρχο πρότυπο, “ζούμε για να καταναλώνουμε και όχι καταναλώνουμε για να ζούμε”.

Στα πλαίσια αυτά έρχεται ο πολιτικός εκδημοκρατισμός των αστικών κοινωνιών, παραχωρείται το καθολικό δικαίωμα της ψήφου, ώστε οι κυβερνήσεις πλέον να αντανακλούν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της κυρίαρχης τάξης. Η αστική Δημοκρατία με τη μαζική της μορφή αναγκαστικά συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη μεθόδων χειραγώγησης των λαϊκών μαζών, από την εμφάνιση μεγάλων γραφειοκρατικών αστικών κομμάτων και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας από τα κοινοβούλια στην εκτελεστική εξουσία και ακόμη περισσότερο στα ανώτερα τμήματα της κρατικής γραφειοκρατικής διοίκησης.

Η ένταση των ανταγωνισμών και η αύξηση των ταξικών συγκρούσεων καθιστούν αναγκαία τη διαμόρφωση της συνεργασίας των τάξεων, την κοινωνική ειρήνευση, η οποία παρόλα ταύτα παραμένει μόνιμα ένας λανθάνων στόχος, η διαφωνία, η αμφισβήτηση και η αντίσταση δεν εξαφανίζονται και συνεχώς υπάρχει ανάγκη να περιστέλλονται.

Οι μετασχηματισμοί των αστικών κοινωνιών απαιτούν την ολοένα πιο εκτεταμένη γραφειοκρατική οργάνωση τους. Οι πολύπλοκες και πολυδαίδαλες λειτουργίες σε όλους τους κοινωνικούς και οικονομικούς τομείς αυξάνουν συνεχώς τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και τη χειραγώγηση των εργαζομένων.

Παρόλα αυτά η μεγάλη έκταση των κοινωνικών δραστηριοτήτων δεν καθιστά μονόδρομο την αναγκαιότητα των γραφειοκρατικών δομών. Η ανάπτυξη τους σχετίζεται κυρίως με τις κοινωνικές σχέσεις και τα ταξικά συμφέροντα που κυριαρχούν και εξυπηρετούνται. Η Παρισινή Κομμούνα και στη συνέχεια οι μεγάλες επαναστάσεις και οι κοινωνίες που οικοδόμησαν για όσο χρονικό διάστημα στηρίζονταν στην εργατική και λαϊκή δραστηριότητα και το λαϊκό έλεγχο εμπόδιζαν τον κίνδυνο της γραφειοκρατικοποίησης τους. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο των σχέσεων και τάσεων που διαμορφώνονται στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες.

Η μεγάλη οικονομική κρίση των μέσων της δεκαετίας του ’70 φανέρωσε τα όρια της πολιτικής του κεϋνσιανισμού και ήρθε στο προσκήνιο η ανάγκη του φιλελευθερισμού με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού. Υιοθετήθηκαν πολιτικές συρρίκνωσης της κρατικής δραστηριότητας και παρέμβασης στο οικονομικό και στο κοινωνικό πεδίο, μειώθηκε κατακόρυφα η κρατική ρύθμιση, το λεγόμενο κράτος πρόνοιας επικρίθηκε για την αναποτελεσματικότητα του, μειώθηκαν τα κρατικά κονδύλια ενίσχυσης του, περικόπηκαν προγράμματα κοινωνικής προστασίας και παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων οργανισμών, δημοσίων επιχειρήσεων και περιουσίας, “παραχωρήθηκε” μεγάλο πεδίο δράσης στο ιδιωτικό κεφάλαιο που πριν δεν είχε.

Ωστόσο η αστική τάξη δεν είναι καθόλου δογματική και επίμονη σε αδιέξοδες λογικές. Όταν ξέσπασε η κρίση 2008 ο κρατικός παρεμβατισμός επανήλθε στον ύψιστο βαθμό, τα τρισεκατομμύρια για τη στήριξη των πολυεθνικών έδωσαν και πήραν χωρίς ποτέ να παραμεριστούν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα και κυρίως να σταματήσει η επίθεση στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους πού είναι ο τομέας που σίγουρα μπορεί να αντλήσει το κεφάλαιο πόρους για τη στήριξη της κερδοφορίας και της κυριαρχίας του. Μπορεί να αυξήθηκε η φορολογία των πλουσιότερων στρωμάτων της κοινωνίας οι μεταρρυθμίσεις όμως στους τομείς, της της ασφάλισης, της εκπαίδευσης κ.α. συνεχίστηκαν ακάθεκτες.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική των τελευταίων δεκαετιών και οι ρυθμίσεις που προώθησε στην Ελλάδα και γενικότερα άσκησαν μεγάλη επίδραση στο ιδεολογικό πεδίο και στην αξιακή κλίμακα της κοινωνίας.

Οι νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις ανέτρεψαν πολλές σταθερές δεκαετιών και μαζί εργατικές κατακτήσεις, είχαν βαριές επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων και διαμόρφωσαν προτεραιότητες, αντιλήψεις και συμπεριφορές σε συντηρητική κατεύθυνση.

Να καταγράψουμε εν τάχει:

· Η έκρηξη του τουρισμού, το Airbnb που ανακατανέμει μικρό τμήμα του προϊόντος σε σημαντικό αριθμό μισθωτών και άλλων εργαζομένων στις τουριστικές κυρίως περιοχές έχει ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των εισοδημάτων τους, τη μικρότερη εξάρτηση τους από το μισθό και την αλλοίωση της ταξικής τοποθέτησης και συνείδησης τους.

· Το μπλοκάκι μετατρέπει το μισθωτό σε ελεύθερο επαγγελματία, κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αντιλαμβάνεται το τμήμα αυτό την ωμή ταξική εκμετάλλευση, θεωρεί ότι θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές του για να κερδίσεις στη ζωή του και ότι αν αυτό δεν συμβεί είναι δική του ευθύνη και δική του αδυναμία.

· Η μερική απασχόληση, η υποαπασχόληση πλασάρεται ως προσφορά σε ένα τουλάχιστον τμήμα των εργαζομένων για να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους, λιγότερες εξαρτήσεις ώστε να αφιερωθούν στην οικογένεια και στα χόμπυ τους. Η μερική απασχόληση ως ένταση της εκμετάλλευσης και επέκταση της ανέχειας συγκαλύπτεται.

· Η πολιτική της λιτότητας δημιουργεί ανέχεια σε πλατιά λαϊκά τμήματα αυξάνει τα κέρδη μιας μικρής μειοψηφίας και έρχεται η κυβέρνηση και μοιράζει επιδόματα στους πενόμενους με αντάλλαγμα την ψήφο τους. Το ακραίο ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής της έχει συγκαλυφθεί.

· Η υποβάθμιση τις τελευταίες δεκαετίες των πανεπιστημίων οδήγησε όχι στην αναβάθμιση του δημοσίου Πανεπιστημίου αλλά στην ενίσχυση των αντιλήψεων σε ευρύτερα κοινωνικά τμήματα της ιδέας ότι η βελτίωση θα έρθει μέσω των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτό όμως πρακτικά σημαίνει εκτός από το μεγάλο οικονομικό κόστος των σπουδών για τα παιδιά των εργατικών και λαϊκών οικογενειών τη μεγαλύτερη πρόσδεση των πανεπιστημίων στο ιδιωτικό κεφάλαιο και την επιχειρηματικότητα, την υποβάθμιση η εξάλειψη των προοδευτικών ιδεών από το πανεπιστήμιο και εν τέλει της αντίληψης ότι η βελτίωση της ζωής μας και της χώρας έρχεται από το ιδιωτικό και την ατομικότητα και όχι από το συλλογικό, έστω κι αν στη χώρα μας το κράτος είναι αστικό.

· Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και οι πόλεμοι δημιουργούν εκατομμύρια ξεκληρισμένους και κύματα προσφυγιάς, μεγάλη ανασφάλεια, το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται με στυγνό τρόπο τους πρόσφυγες και παράλληλα ανεβάζει το ρατσισμό, στήνει φράχτες, ανεβάζει τον εθνικισμό και την ξενοφοβία και στρώνει το έδαφος για την άνοδο του φασισμού.

Αυτές είναι μερικές από τις πλευρές της ιδεολογικής επίδρασης της πολιτικής της ολιγαρχίας και των κυβερνήσεων της.

Οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν πρέπει να περιορίζουν τη δραστηριότητά τους στην αποκάλυψη της οικονομικής διάστασης της πολιτικής αυτής και των επιπτώσεων της κάτι που σήμερα κυριαρχεί. Πρέπει να μελετούν ιδιαίτερα την επίδραση της στις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά των εργαζομένων, να αποδομούν το αφήγημα της αστικής πολιτικής με στόχο την ακύρωση της. Η αποκάλυψη των ιδεολογικών επιδιώξεών της και η αξιοποίησή των συμπερασμάτων είναι το στοιχείο εκείνο που θα επιδράσει βαθιά στους αγώνες και θα αλλάξει συνειδήσεις.

Δυο πολύ σύντομα λόγια ως προς τα άμεσα καθήκοντα για την κομμουνιστική και αγωνιστική αριστερά και για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι:

· Η ανάπτυξη πλατειών ενωτικών μαζικών αγώνων, η αποκάλυψη των επιπτώσεων της αστικής πολιτικής στο οικονομικό πεδίο και στη χειραγώγηση των εργαζομένων, η ανάπτυξη των αγώνων στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με την ολιγαρχία για την ανατροπή της. Οι πολιτικές διαφορές προφανώς παραμένουν, η αυτοτέλεια κάθε πολιτικής οργάνωσης και το δικαίωμα της να δρα με βάση τις θέσεις της παραμένει και είναι σεβαστή, είναι όμως δυνατή και αναγκαία η κοινή δράση και η ανάπτυξη πλατιού ενωτικού ταξικού διεκδικητικού κινήματος.

· Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη των ιδεολογικών μετώπων από τη σκοπιά των αξιών της εργατικής τάξης, της ταξικής αλληλεγγύης και του διεθνισμού, της ενότητας απέναντι στην κυρίαρχη τάξη, εναντίον του εθνικισμού, των διακρίσεων και της μισαλλοδοξίας.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας