Εργατικός Αγώνας

Πανελλήνιες: Όταν ο Μπρεχτ και το γυναικείο ζήτημα μπαίνουν στην υπηρεσία του κυρ – Παντελή (της Δ. Μόσχου)

Γράφει η Δώρα Μόσχου, Εκπαιδευτικός – Δρ Ιστορίας

Μέσα στη ζοφερή συνθήκη των ημερών, με εκατοντάδες νεκρούς στο βυθό του Ιονίου Πελάγους και με την απανθρωπιά να ξεχειλίζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από «καλούς πατριώτες» και «καλούς χριστιανούς», ίσως το θέμα αυτού του άρθρου να φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Όμως, πέρα από το γεγονός ότι οι πανελλήνιες είναι μια δοκιμασία που, σε σημαντικό βαθμό, καθορίζει το μέλλον της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης, θαρρώ – και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο εδραιώνεται αυτή μου η πεποίθηση – ότι είναι κι ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας: όχι μόνο από την άποψη του ότι – παρά τη θρυλούμενη αντικειμενικότητά τους – δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα ταξικά στεγανά που θέτει η ίδια η κοινωνία, αλλά και για τη διδασκαλία της υποταγής σε νόρμες και φόρμες, το διδασκόμενο κομφορμισμό και το ίδιο το περιεχόμενο των θεμάτων στα οποία εξετάζονται οι μαθητές. Και τα οποία, βέβαια, αποτυπώνουν, το είδος της «γνώσης» που παρέχουν οι εγκύκλιες σπουδές, στα παιδιά του ελληνικού λαού.

Είναι ίσως νοητική ακροβασία το ότι συνδέω την παλιανθρωπιά που ξεχειλίζει απέναντι στους νεκρούς πρόσφυγες με τη διαδικασία των πανελληνίων και ειδικά στο μάθημα της γλώσσας – λογοτεχνίας. Όμως, ας δει λίγο ο αναγνώστης την οπτική μου. Δεν είμαι, οπωσδήποτε, σε θέση να κρίνω τον τρόπο με τον οποίο διδάσκονται και εξετάζονται μαθήματα όπως τα μαθηματικά ή η φυσική.

Μπορώ ωστόσο να έχω αρκετά σφαιρική άποψη για τον τρόπο διδασκαλίας και εξέτασης των ανθρωπιστικών επιστημών. Και εδώ θέλω να πω τούτο: οι συγκεκριμένες επιστήμες αποτυπώνουν, με μεγαλύτερη ευκρίνεια, σε σχέση με τις θετικές, για το μη ειδικό, ιδεολογίες και στάσεις. Γι` αυτό και αποτελούν, εκτός σχολικής αίθουσας, προνομιακό πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Τί γίνεται όμως μέσα στη σχολική τάξη;

Συχνά, οι εκπαιδευτικοί τάξης, παθιασμένοι με το λειτούργημά μας και τα νεανικά πρόσωπα που έχουμε απέναντί μας, ξεχνάμε ότι το σχολείο αποτελεί προνομιακό χώρο αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας. Τα παιδιά είναι ανήλικα, άρα, σε ένα βαθμό εύπλαστα‧ η δομή και η λειτουργία του σχολείου βασίζεται σε ιεραρχίες‧ κι αν, στα προηγούμενα χρόνια, το καθηγητικό και το μαθητικό κίνημα είχαν κατορθώσει να διαμορφώσουν όρους σχετικά δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου, τα τελευταία χρόνια, οι κατακλυσμιαίες αλλαγές στο χώρο της εκπαίδευσης, έχουν ήδη καίρια υπονομεύσει αυτό το χαρακτήρα.

Να το πούμε ξεκάθαρα: το σχολείο διδάσκει την αστική ιδεολογία. Τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών προωθούν μια φορμαλιστική αντίληψη για τη γνώση. Αυτό που διδάσκεται είναι ο επίσημος, ο καθεστωτικός λόγος, αυτός που κυριαρχεί στις ειδήσεις των 8.00. Στον επίσημο, καθεστωτικό λόγο, η στάση απέναντι στις υπάλληλες τάξεις, τις κοινωνικές μειονότητες, τα στρώματα τα οποία υφίστανται καταπιέσεις και διακρίσεις, είναι πολύ κοντά στη νοοτροπία που καλλιεργούσε ένα παιδικό τραγουδάκι που μαθαίναμε πριν πάααρα πολλά χρόνια: «ποτέ δε θα πειράξω τα ζώα τα καημένα».

Ναι, αυτή είναι η στάση της άρχουσας τάξης απέναντι σε ανισοτιμίες και καταπιέσεις; Στάση «φιλάνθρωπη» και ανεκτική. Οι ανισότητες στην κοινωνία θεωρούνται δεδομένες – αυτό έχει άλλωστε ακουστεί και από πρωθυπουργικά χείλη. Εννοείται ότι δεν γίνεται κουβέντα για τα υλικά αίτια αυτών των ανισοτήτων.

Έτσι, ως λύση, πανάκεια διά πάσαν νόσον κλπ. κλπ., εμφανίζεται στο μαθητικό λόγο (σμιλεμένο, κατά μεγάλο μέρος και από τους παραεμπόρους της παιδείας) μια γενική και αόριστη «ανθρωπιστική παιδεία» που πάει με όλα, σαν το γνωστό αναψυκτικό.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας στο Λύκειο και που αποτελούν αντικείμενο εξέτασης στις πανελλήνιες είναι πολλά, ενδιαφέροντα και πλούσια. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα από αυτά: το χάσμα των γενεών, ο ρατσισμός, η εργασία, τα ΜΜΕ, ο ρόλος της διανόησης, το περιβάλλον, ο τουρισμός, το γυναικείο ζήτημα, το σύστημα των ποινών, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ. ά. Η διδασκαλία όμως αυτών των θεμάτων υπονομεύεται, πρώτα – πρώτα από την καθεστωτική αντίληψη για την οποία μίλησα παραπάνω. Όχι όμως μόνο από αυτήν. Παραθέτω εδώ και ορισμένες άλλες αιτίες υποβάθμισης του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου:

– Παρά τη μεγάλη συσσώρευση πληροφοριών, από τα παιδιά λείπει ένα συνεκτικό και συγκροτημένο κόρπους γνώσεων πάνω στο οποίο μπορούν να πατήσουν για να διαμορφώσουν τη δική τους, συνεκτική και επιχειρηματολογημένη, άποψη. Σε αυτή την έλλειψη, συντελεί τα μέγιστα η κατάργηση της Κοινωνιολογίας και ο περιορισμός της διδασκαλίας της Πολιτικής Παιδείας, η κατάργηση των καλλιτεχνικών μαθημάτων – όπου αυτή υπήρχε, αλλά και ο αφυδατωμένος τρόπος διδασκαλίας της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας.

– Η διδασκαλία επικεντρώνεται κυρίως στο «τεχνικό» μέρος των κειμένων που παρατίθενται. Κυκλοφορεί τελευταία – πολύ της μόδας – και ο όρος «κειμενικοί δείκτες» (αφορά εξ ίσου και το φτωχό συγγενή, το μάθημα της λογοτεχνίας) ο οποίος είναι μια ομπρέλα κάτω από την οποία χωράνε τα πάντα: όσα κάποτε λέγαμε «καλολογικά στοιχεία», αλλά και τα ρηματικά πρόσωπα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, συντακτικά και άλλα σχήματα λόγου κλπ. Το κείμενο σφαγιάζεται κυριολεκτικά για να αναδειχτούν αυτά τα σχήματα, ή οι γλωσσικές επιλογές του συντάκτη του, ενώ η ουσία του, το περιεχόμενό του, μένουν στα αζήτητα.

– Τα πάντα υποτάσσονται στις πανελλήνιες: η διδασκαλία «οφείλει» να προσαρμόζεται στα ζητούμενα των εξετάσεων. Ο μαθητικός λόγος πρέπει να τιθασεύεται, να χάνει τη νεολαιίστικη φρεσκάδα του, να χρησιμοποιεί βαρύγδουπες, νεοκαθαρευουσιάνικες (άλλη μάστιγα αυτή) λέξεις και εκφράσεις και, το κυριότερο, να μην αμφισβητεί τον επίσημο λόγο. Οι αγχωμένοι έφηβοι που έχουν μπροστά τους αυτή τη διαδικασία και που τη βλέπουν ως πύλη περάσματος στην αγορά εργασίας και στην ενήλικη ζωή, αποδέχονται, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος, αυτό τον ευνουχισμό της σκέψης και της έκφρασής τους. Και, γενικά, μαθαίνουν να μην αμφισβητούν και να μη ρωτάνε. Τα κείμενα που τους δίνονται για επεξεργασία, θεωρούνται θέσφατα, παίρνουν όλες τις θέσεις που παρουσιάζονται σε αυτά ως δεδομένες, ακόμα κι αν πρόκειται για αντιτιθέμενες μεταξύ τους απόψεις.

Έτσι λοιπόν το εκπαιδευτικό μας σύστημα ετοιμάζει μικρούς κομφορμιστές, έτσι προσπαθεί να καταπνίξει κάθε ικμάδα, κάθε αμφισβήτηση, κάθε ξεπέταγμα φρέσκιας, νεανικής σκέψης. Και, ακόμα κι όταν επιλέγονται προς εξέταση ενδιαφέρουσες θεματικές ενότητες ή εξαιρετικά κείμενα, λογοτεχνικά ή μη, ακόμα κι αυτά μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη, διαμελίζονται, αφυδατώνονται, προσαρμόζονται τελικά κι αυτά στον κυρίαρχο λόγο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων αυτών είναι τα θέματα των φετινών πανελληνίων εξετάσεων στο μάθημα της γλώσσας και λογοτεχνίας. Ξεκινώ από τα θέματα των ΕΠΑΛ, όπου η προς εξέταση θεματική ενότητα ήταν ο εθελοντισμός. Μπορείτε να δείτε τα θέματα εδώ.

Τι παρατηρούμε λοιπόν; Μετά από ένα κείμενο – ύμνο στον εθελοντισμό και στα εξ αυτού αγαθά για «ευεργέτες» και «ευεργετούμενους», παρατίθεται ένα έξοχο ποίημα του Μπρεχτ στο οποίο δηλώνεται με σαφήνεια ότι ο εθελοντισμός δε λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα, ότι δεν εξαλείφει την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα; Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι μαθητές, εθισμένοι στη χωρίς κριτική και χωρίς κριτήριο αποδοχή του καθεστωτικού λόγου, όπως αυτός εκφράζεται στο πρώτο κείμενο, αδυνατούν να διακρίνουν την ειρωνεία του Μπρεχτ, το βαθύ, δομικό και ιδεολογικό του αντίλογο. Οι μαθητές θα μείνουν κυρίως στο ότι έστω κι ένας άστεγος θα περάσει ένα βράδυ προστατευμένος από το χιόνι…

Ακούστηκε ότι τα θέματα ήταν εύκολα – και, τυπικά, ήταν. Ακούστηκε επίσης ότι δεν έχει μεγάλη σημασία το πώς θα εκλάβουν οι μαθητές το ποίημα του Μπρεχτ, φτάνει η άποψή τους να είναι τεκμηριωμένη. Κι ακόμα, ότι κάθε έργο τέχνης μπορεί να προσληφθεί από τον αναγνώστη/ακροατή/θεατή ως αυτονομημένο από το δημιουργό του και τις προθέσεις του. Να λοιπόν, πως ο υποκειμενικός ιδεαλισμός κυριαρχεί στη νοοτροπία μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών. Είναι δυνατό να ερμηνευτεί το έργο του κομμουνιστή Μπρεχτ πέρα και έξω από τις προθέσεις του δημιουργού του; Ή του Ρίτσου; ΄Η του Σολωμού;

Εδώ, παρενθετικά, να πω δυο λόγια και για τον τρόπο διδασκαλίας και εξέτασης της λογοτεχνίας. Η εξέταση του λογοτεχνικού κειμένου γίνεται με αποκλειστική στόχευση στο ίδιο το κείμενο, χωρίς εξωκειμενικές αναφορές; Χωρίς δηλαδή αναφορές στο δημιουργό, στην εποχή του, στις σχολές, στη διαλεκτική τελικά σύνδεση ανάμεσα στο δημιουργό, το έργο και την κοινωνία. Έτσι, πέρα από την κατάργηση της αισθητικής απόλαυσης, αφού το έργο τεμαχίζεται για να βρεθούν οι περίφημοι «κειμενικοί δείκτες» καταστρατηγείται και η βαθιά συγκίνηση που μπορούν να προξενήσουν τα μεγάλα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, ως αποτυπώσεις το καθένα της δικιάς του εποχής.

Επανέρχομαι για να ασχοληθώ με τα θέματα των εξετάσεων των Γενικών Λυκείων. Εδώ, η προς εξέταση θεματική ενότητα ήταν το – εξαιρετικά επίκαιρο – θέμα της βίας κατά των γυναικών. Μπορείτε να δείτε τα θέματα εδώ.

Μεγάλη συζήτηση έγινε για το δεύτερο κείμενο (τη σύγκριση ανάμεσα στον «κλασικό φεμινισμό» και το «νεοφεμινισμό»), ωστόσο θα σταθώ στο πρώτο. Πρόκειται για ένα κείμενο εξαιρετικά ρηχό, γενικευτικό, απόλυτο και ιστορικά ατεκμηρίωτο. Ο συντάκτης του θεωρεί ότι η γυναίκα έχει υποστεί διαχρονικά μεγαλύτερη καταπίεση και απαξίωση από την εργατική τάξη ή από τους μαύρους. Πέρα από το μεθοδολογικό σφάλμα (δεν είναι ίδιες ιστορικές κατηγορίες η κοινωνική τάξη και η φυλή), υπάρχει μια απολυτότητα σ` αυτή τη διατύπωση. Απουσιάζει εντελώς το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελέστηκε η καθυπόταξη της γυναίκας και το οποίο συνδέεται στενά με τη γέννηση της ιδιοκτησίας, των τάξεων και του κράτους (αχ, θείε Φρίντριχ…). Απουσιάζει λοιπόν η ιστορικότητα του γυναικείου ζητήματος και η στενή σύνδεσή του (όχι αντιπαραθετικά: εγώ υποφέρω περισσότερο από σένα) με τα εκμεταλλευτικά συστήματα, άρα και την καταπίεση της εργατικής τάξης. Απουσιάζει επίσης παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στην εκμετάλλευση που υφίσταται η γυναίκα μέσα στους εργασιακούς χώρους. Και το κερασάκι στην τούρτα:: το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να «συμπονούμε» (sic) και να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο για τις γυναίκες… Γυναικείο κίνημα, σύνδεσή του με το εργατικό, συλλογικοί αγώνες για τη γυναικεία ισοτιμία και χειραφέτηση, είναι ζητήματα που κάνουν τζιζζ και δεν τα αγγίζουμε…

Ως προς το δεύτερο κείμενο: εδώ αντιπαρατίθενται δυο συνιστώσες του γυναικείου κινήματος (που μικρή σχέση έχουν, ούτως ή άλλως, με την κομμουνιστική αριστερά και την αντίληψή της για τη γυναικεία ισοτιμία). Η κριτική που γίνεται όμως στο δεύτερο (το «νεοφεμινισμό») γίνεται με όρους altright: κανείς/καμμιά δεν αρέσκεται να είναι θύμα‧ τα θύματα όμως είναι υπαρκτά και η «θυματοποίησή» τους σαφώς σχετίζεται με τη γυναικεία τους υπόσταση. Οι αιτίες και οι τρόποι αντιμετώπισης της κατάστασης είναι άλλο θέμα και εκεί υπεισέρχεται ο κομμουνιστικός γυναικείος λόγος.

Φυσικά, οι μαθητές αγνοούν και τις δυο αυτές συνιστώσες του γυναικείου κινήματος. Έτσι, αυτό που κυριαρχεί και πάλι είναι η καθεστωτική αντίληψη και για το θέμα αυτό. Εξ άλλου, και οι ερωτήσεις στις οποίες κλήθηκαν να απαντήσουν τα παιδιά δεν ήταν επί της ουσίας, αλλά περιορίζονταν στο τεχνικό κομμάτι των δυο κειμένων.

Έτσι λοιπόν και ο Μπρεχτ και η θεματική ενότητα των εξετάσεων των Γενικών Λυκείων κόβονται και ράβονται στα μέτρα της αστικής ιδεολογίας. Ο τρόπος εξέτασης των κειμένων τα στεγνώνει από τους χυμούς τους και οδηγεί, από την πλευρά των μαθητών, σε αναπαραγωγή έτοιμων κλισέ, ακόμα κι εκεί όπου τους ζητείται να εκφράσουν την προσωπική τους γνώμη, δηλαδή στην έκθεση που καλούνται να γράψουν. Όποιος έχει εμπειρία τάξης και βαθμολόγησης γραπτών πανελληνίων εξετάσεων το έχει δει αυτό σε πλείστες περιπτώσεις.

Έγραψα στην αρχή ότι, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στον τρόπο διδασκαλίας και εξέτασης του μαθήματος της γλώσσας και λογοτεχνίας με την απανθρωπιά που ξεχειλίζει στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θα το πάω παραπέρα: ακόμα και στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Εξηγώ λοιπόν τη θέση μου συνοπτικά: η αναπαραγωγή του λόγου της άρχουσας τάξης, η έλλειψη συνεκτικής γνώσης και η συνακόλουθη αδυναμία διαμόρφωσης κριτηρίων, η τεχνοκρατική προσέγγιση των κειμένων, η υποταγή των πάντων στις εξετάσεις, αποσκοπούν στη δημιουργία (ή και δημιουργούν ντε φάκτο) μικρούς κομφορμιστές, μικρούς κυρ – Παντελήδες που μαθαίνουν να αναπαράγουν ότι είναι «σωστό» να ακουστεί και που απαξιώνουν την έννοια της συλλογικότητας και του αγώνα. Όμως, ας μην πέφτουμε κι εμείς στα λάθη των μαθητών μας: η «ανθρωπιστική παιδεία» δεν είναι πανάκεια. Και βέβαια οφείλουν οι κομμουνιστές, οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί, μέσα στο ζόφο που ζούμε και στο έρεβος που έρχεται, να δημιουργούν ρωγμές μέσα στην τάξη τους και στις συνειδήσεις των μαθητών τους. Από την άλλη όμως, κομβικό ρόλο στο να κερδηθεί με την πλευρά της ταξικής συνείδησης αυτή η νέα βάρδια της εργατικής τάξης, τα παιδιά μας, οι μαθητές μας, θα πρέπει να παίξουν το κίνημα και οι συλλογικοί αγώνες: δάσκαλοι, μαθητές, αλλά και το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα έχουν πολύ δουλειά να κάνουν με τους αγώνες τους για να ξεριζώσουν από τα μυαλά και τις ψυχές αυτών των παιδιών τα ζιζάνια της αστικής ιδεολογίας που με εξαιρετικά πολλούς τρόπους φυτεύει μέσα τους το κακορίζικο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας