Εργατικός Αγώνας

Το εκλογικό αποτέλεσμα, οι νέοι συσχετισμοί και οι δυνατότητες για την κομμουνιστική αριστερά

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής

Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές ουσιαστικά επιβεβαίωσαν τις γενικές τάσεις στον πολιτικό συσχετισμό που ανέδειξαν οι δίδυμες εθνικές εκλογές προ τεσσάρων μηνών, αφού το διάστημα των τεσσάρων μηνών δεν είναι αρκετό για να τροποποιήσει ουσιαστικά την κατάσταση. Ανέδειξαν σε γενικές γραμμές την απόλυτη κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας χωρίς ουσιαστικά να αμφισβητείται, το ΠΑΣΟΚ διατηρεί τις δυνάμεις του και ίσως να σημειώνει κάποια μικρή βελτίωση, ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη γενικότερη δίνη που διέρχεται έκανε ένα σημαντικό βήμα υποχώρησης, το ΚΚΕ αύξησε σημαντικά τις δυνάμεις του από τις προηγούμενες εκλογές.

Ορισμένες διαπιστώσεις και επισημάνσεις

Η αποχή αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες και στο β’ γύρο εκτοξεύτηκε περισσότερο σε σχέση με τις αντίστοιχες εκλογές του 2019. Ιδιαίτερα αρνητικό είναι το ποσοστό αποχής στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα, που σημειώθηκε ποσοστό συμμετοχής 32,2%, στην υπόλοιπη περιφέρεια της Αττικής και στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη τέσσερις δήμοι στην περιοχή της Αθήνας είναι κάτω από 40% και 23 δήμοι είναι κάτω από 50%. Η τάση αυτή διαμορφώνεται αρκετά χρόνια και έχει συζητηθεί ιδιαίτερα. Από το συνεχές των εκλογικών αναμετρήσεων εντός του τελευταίου τετράμηνου που κούρασε στους ψηφοφόρους, την αδιαφορία των ψηφοφόρων εν μέρει λόγω της υπεροχής της Νέας Δημοκρατίας και που σε πολλές περιπτώσεις έκρινε σε σημαντικό βαθμό το αποτέλεσμα, ως την αποστασιοποίηση μεγάλου τμήματος του λαού από τα κοινά και τις εκλογές. Το φαινόμενο αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα το χώρο της αριστεράς. Λόγω του μεγάλου ποσοστού της αποχής και τα πολιτικά συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για την γενικότερη εκλογική συμπεριφορά και για την εξέλιξη της επιρροής των ψηφοδελτίων και των πολιτικών σχηματισμών είναι ιδιαίτερα επισφαλή.

Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έχασαν ακόμη περισσότερο τον πολιτικό χαρακτήρα τους. Τα πρόσωπα παίζουν μεγαλύτερο ρόλο όχι τόσο η προσωπικότητα κάποιου που ασκεί επιρροή λόγω της παρουσίας του σε ένα χώρο και της δράσης του, αλλά τα πρόσωπα ως επικεφαλής μηχανισμών και δικτύου επιρροής και χειραγώγησης με την αξιοποίηση του δημοσίου ταμείου και της επιρροής στην κυβέρνηση και την κρατική μηχανή. Οι μηχανισμοί παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο και αυτό σχετίζεται με τη λειτουργία των Περιφερειών και τον απόλυτο έλεγχο τους από την εξουσία, αλλά και τις γενικότερες αλλαγές στο χαρακτήρα των δήμων αφαιρώντας τα οποία στοιχεία αυτοδιοίκησης υπήρχαν.

Σημαντική συμβολή για αυτό έχει και η κατεδάφιση των κομματικών “συνόρων” καθώς και η πολιτική σύγκλιση των αστικών κομμάτων στην εφαρμογή της κυρίαρχης πολιτικής.

Τα μεγαλύτερα κόμματα προώθησαν ως υποψηφίους μεγάλων δήμων τεχνοκράτες, πανεπιστημιακούς και εν γένει ειδικούς πού κατάρτισαν, υποτίθεται, έξυπνα ολοκληρωμένα προγράμματα τα οποία θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, θα βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών και γενικά την κατάσταση στις πόλεις, πράσινη ανάπτυξη, πράσινη μετάβαση κλπ. Το πολιτικό στοιχείο, οι ταξικές προτεραιότητες, η πολιτική για τα συμφέροντα των πολλών παραμερίστηκαν οι ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλέον δεν αμφισβητούνται. Όλα πρέπει να λειτουργήσουν με στόχο την καλύτερη υλοποίησή τους.

Επί της ουσίας δεν υπήρξε πραγματική πολιτική αντιπαράθεση, δεν εκτέθηκαν προγράμματα και προτάσεις με κάποιες διαφορές, στις περισσότερες πόλεις έγιναν ελάχιστες συγκεντρώσεις και συζητήσεις. Ολόκληρη η προεκλογική διαδικασία εξελίχθηκε πόρτα- πόρτα, άνθρωπο τον άνθρωπο, στοχευμένα με κύρια επιχειρήματα είμαι ικανός, έχω ανθρώπους στην κυβέρνηση και το κράτος, έχω έργο ή μπορώ να κάνω έργο, όλοι οι υπόλοιποι θα είναι καταστροφή. Οι οικονομικές προσφορές και η υπόσχεση για λύση κάθε είδους προβλημάτων έδωσαν και πήραν.

Τα αποτελέσματα και οι τάσεις που διαμορφώνονται

Η Νέα Δημοκρατία πέτυχε τους στόχους της στον α’ γύρο παίρνοντας την πλειοψηφία σε 7 περιφέρειες, πήρε μεγάλους δήμους καθώς και πολλούς μικρότερους. Στο δεύτερο γύρο οι ψηφοφόροι τιμώρησαν την αλαζονεία της, τους εκβιασμούς στους ψηφοφόρους μέσω της απειλής στέρησης των κρατικών πόρων, εξέφρασαν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους καταψηφίζοντας τους υποψηφίους που η κυβέρνηση υπέδειξε στους τρεις μεγαλύτερους δήμους και στις υπόλοιπες πλην μιας περιφέρειες αναδεικνύοντας τους αντιπάλους τους ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας.

Το ΠΑΣΟΚ διατήρησε τις δυνάμεις του και ενδεχομένως εμφάνισε ορισμένη τάση αύξησης στον α’ γύρο σε ένα χώρο όπως αυτός των δήμων και των περιφερειών που είχε διατηρήσει ισχυρή παρουσία παρά την κατάρρευση του την περίοδο των μνημονίων. Στο δεύτερο γύρο και με δεδομένη τη γενική τάση καταψήφισης των κυβερνητικών υποψηφίων το ΠΑΣΟΚ εξέλεξε δημάρχους στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, περιφερειάρχη στη Θεσσαλία και σε άλλους δήμους. Η επιτυχία αυτή εντυπωσιάζει ιδιαίτερα παρότι συνολικά το αποτέλεσμα δεν είναι για θριαμβολογίες. Οι ισχυρισμοί ότι αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη, ουσιαστικά αξιωματική αντιπολίτευση, δεν απασχολούν το συντριπτικό ποσοστό του λαού, ελάχιστη σημασία έχει για τη μεγάλη λαϊκή πλειονότητα αν με διαφορά 0,5% ή 1% είναι μπροστά το ΠΑΣΟΚ ή ΣΥΡΙΖΑ.

Η δίνη στην οποία βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ δυναμώνει , οι δυνάμεις του σαφώς υποχωρούν, οι αδύναμες θέσεις του στους δήμους και τις περιφέρειες εξανεμίζονται και τα ποσοστά του στις ελάχιστες περιφέρειες και τους δήμους που κατείλθε είναι πενιχρά.

Το ΚΚΕ αύξησε σημαντικά τις δυνάμεις του συγκρίνοντας με τις αντίστοιχες εκλογές του 2019 και τις δίδυμες εκλογές του 2023.

Εξέλεξε ένα δήμαρχο στον α’ γύρο και πέντε δημάρχους στο β’ γύρο μεταξύ αυτών και της Πάτρας. Πρόκειται ασφαλώς για ένα ενθαρρυντικό γεγονός. Οι ψήφοι αυτοί προήλθαν κατά το πλείστο από αριστερό κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ που απεγκλωβίζεται και στο ΚΚΕ βρίσκει τη μοναδική αξιόπιστη κοινοβουλευτική δύναμη. Ο ισχυρισμός ότι οι ψηφοφόροι πείστηκαν από την πολιτική του στο εσωτερικό της χώρας και από την διεθνή παρουσία του είναι τουλάχιστον τραβηγμένος.

Ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος στην πρώτη δήλωση του μετά το κλείσιμο της κάλπης ανέφερε ότι Ένα ρεύμα αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής έστω αδύναμο ανεβαίνει ερμηνεύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την άνοδο του ΚΚΕ. Όμως η αναφορά σε ρεύμα αμφισβήτησης στη χώρα πρέπει να προκύπτει από πολλούς παράγοντες, από τη βελτίωση του γενικού συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων που αντιστρατεύονται το κεφάλαιο και κυρίως αυτό πρέπει να αντιστοιχεί σε βαθιές λαϊκές διεργασίες, στην κινητοποίηση και στην ανάπτυξη του κινήματος πού οδηγούν σε αγώνες και ριζοσπαστικοποιούν λαϊκές συνειδήσεις. Εδώ πρόκειται για αύξηση ποσοστού ως συνέπεια κυρίως της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ, των αδυναμιών της υπόλοιπης αριστεράς Η διαμόρφωση ρεύματος αντίστασης στην αστική πολιτική απαιτεί αρκετές προϋποθέσεις που δεν έχουν διαμορφωθεί μέχρι στιγμής.

Ο χώρος των αριστερών εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων

Σε γενικές γραμμές οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς διατηρούν τα ποσοστά τους. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, όμως και ο χώρος δεν καταγράφει καμία ιδιαίτερη δυναμική. Αξιοσημείωτα είναι τα αποτελέσματα σε δήμους που κατήλθαν ψηφοδέλτια συνεργασίας με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τους δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης με ποσοστά 6,09% και 5,52% αντίστοιχα σημειώνοντας σημαντική πρόοδο. Κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι προέκυψαν από συμπόρευση δημοτικών κινήσεων και ανένταχτων αγωνιστών και υποστηρίχθηκαν από άλλες οργανώσεις και παράλληλα είχαν ένα σαφές, ριζοσπαστικό, πρόγραμμα και λόγο που έβαζε στο στόχαστρο του την κυβέρνηση και τα μεγάλα συμφέροντα και έδινε απάντηση στα προβλήματα των δημοτών. Επιπλέον είχαν παρουσία και δράση στις τοπικές κοινωνίες στο προηγούμενο διάστημα. Σημαντικά αποτελέσματα αντίστοιχων σχημάτων καταγράφηκαν και σε άλλους δήμους.

Το αξιοσημείωτο συμπέρασμα που μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το μέλλον είναι η δυνατότητα διαμόρφωσης πλατιών, ριζοσπαστικών συνεργασιών σε σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική, χωρίς ηγεμονισμούς πράγμα που συναντούσε και συναντά ακόμη μεγάλες δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν.

Η ακροδεξιά που σημείωσε ανοδική πορεία στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές δεν κατήλθε αυτοτελώς. Το ψηφοδέλτιο με επικεφαλής τον Κασιδιάρη παρότι εμφανίζεται αποδυναμωμένο διατηρεί ποσοστό αξιόλογο και τονίζει την αναγκαιότητα ο αγώνας εναντίον της να ενταθεί.

Ορισμένα συμπεράσματα

Η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει αξιοσημείωτες αντοχές, γενικά δεν χάνει δυνάμεις όπως αποδείχθηκε από τα εκλογικά αποτελέσματα και αυτά των προηγούμενων εθνικών εκλογών. Τα προβλήματα που δημιούργησε η ακραία φιλομονοπωλιακή πολιτική της, οι τεράστιες συνέπειες των φυσικών καταστροφών που κατέδειξαν τη γύμνια του κράτους, την τεράστια ανεπάρκεια των υποδομών που κατέστρεψαν περιουσίες και φυσικά απείλησαν και απειλούν τη ζωή των ανθρώπων ουσιαστικά δεν τα χρεώθηκε μέχρι σήμερα.

Το ερώτημα είναι γιατί;

Δεν έφτασαν τα 4 χρόνια και αυτά τα προβλήματα για να ωριμάσει η συμπεριφορά ενός τμήματος του λαού, σιγοβράζει η οργή ακόμη και δεν βγήκε στην επιφάνεια, λείπει η εναλλακτική λύση, ο πολιτικός παράγοντας εκείνος που θα συσπειρώσει και θα κινητοποιήσει ευρύτερα τμήματα εργατών και εργαζομένων, δεν υπήρξε για τέσσερα χρόνια ουσιαστική αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο και κυρίως μέσα στο λαό; Ίσως είναι αυτά θα πρέπει όμως να διερευνήσουμε σε βάθος και την ποιότητα και το ταξικό περιεχόμενο της παρέμβασης της αριστεράς και όσων αντιμάχονται την αστική τάξη σήμερα.

Η παρέμβαση στα καθημερινά προβλήματα και στα μεγάλα γεγονότα δεν μπορεί να είναι απλά καταγγελτική, να ζητά και να αγωνίζεται για ανακούφιση από τις συνέπειες τους, να διατυπώνει αιτήματα και διεκδικήσεις. Αυτά είναι απολύτως αναγκαία όπως και ο μεγάλος αγώνας για κατακτήσεις, είναι όμως το πρώτο βήμα, οι μαζικοί φορείς με τη συμμετοχή τους και τη βοήθεια των πολιτικών φορέων τα προβάλλουν και τα διεκδικούν.

Της πολιτικής πρωτοπορίας ο ρόλος πέρα από τη συμβολή τους στην αντιμετώπιση των συνεπειών είναι να αναδείξει την κύρια αιτία, την πολιτική που δημιουργεί τα προβλήματα συγκεκριμένα και με όπλο αυτή τη διαπίστωση να διατυπώσει αιτήματα που ξεπερνούν το άμεσο, συγκρούονται με την ταξική ουσία της κυβερνητικής πολιτικής και δείχνουν τη διέξοδο. Και όλη αυτή η διαδικασία δεν πρέπει να είναι μία επεξεργασία γραφείου αλλά να εμπλακούν άμεσα οι εργαζόμενοι στη διαμόρφωση της και στη βάση αυτή να αναπτυχθεί το κίνημα.

Το ζήτημα που ανέδειξε η τραγωδία των Τεμπών είναι το κομμάτιασμα του σιδηροδρόμου και η ιδιωτικοποίηση του και το αίτημα έπρεπε να είναι ολοκληρωτικά δημόσιος και ασφαλής σιδηρόδρομος με πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης του και ρόλο των εργαζομένων στο σχεδιασμό και στη διοίκηση τους και γύρω από αυτό έπρεπε να κινητοποιηθούν ευρύτερα οι εργαζόμενοι. Έτσι θα έμπαινε στο επίκεντρο της συζήτησης και της διεκδίκησης το ζήτημα της ιδιοκτησίας των σιδηροδρόμων, κατ’ επέκταση όλων των δημοσίων αγαθών. Η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η τεράστια συγκέντρωση τους συνολικά είναι το κρίσιμο ζήτημα εκεί στηρίζεται το σύστημα. Η όποια αναδιανομή πλούτου κι αν επιτευχθεί ή κάποια μέτρα εφάπαξ φορολογίας του κεφαλαίου θα είναι θετικά μεν μιας χρήσης δε.

Το αίτημα της αμφισβήτησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας συνδέει ακριβώς την άμεση δράση με το σκοπό. Η συνειδητοποίηση του από ευρύτερα τμήματα εργαζομένων θα είναι ένα τεράστιο βήμα και δεν μπορεί να γίνει με τις γενικές προγραμματικές διακηρύξεις των πολιτικών δυνάμεων που θα εφαρμοστούν μετά την ανάληψη της εξουσίας, αλλά ανάλογα με την ωρίμανση των συνθηκών, με τις διαθέσεις των εργαζομένων και με τις εξελίξεις πρέπει να μπαίνει από σήμερα και να αποτελεί τμήμα της τακτικής του κινήματος.

Αντίστοιχα στις πλημμύρες της Θεσσαλίας έπρεπε να αναδειχθεί πρόταση στον αντίποδα της πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση σήμερα, διατυπώνοντας συγκεκριμένα αιτήματα για την αποκατάσταση των ζημιών και την ικανοποίηση των πληγέντων, ευρύ πρόγραμμα έργων για την προστασία από τα φυσικά φαινόμενα, απαίτηση ανακατανομής των πόρων του κράτους και του Ταμείου Ανάκαμψης, αναπροσανατολισμός της κρατικής πολιτικής και βέβαια απειθαρχία στις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μένοντας στην αλληλεγγύη και στη γενική καταγγελία, προφανώς εντελώς αναγκαία, η όλη δράση μένει ουσιαστικά στο γήπεδο του αντιπάλου περιμένοντας να ωριμάσει από μόνη της η αποσταθεροποίηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά τότε η αστική τάξη θα έχει ετοιμάσει την εναλλακτική λύση της.

Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ έχει προ πολλού πυροδοτήσει εξελίξεις. Η ανάληψη της ηγεσίας του από τον Στέφανο Κασσελάκη και το καταστροφικό αποτέλεσμα του στις δημοτικές εκλογές και ιδιαίτερα αυτό του β’ γύρου ουσιαστικά πάει να μετατρέψει το κόμμα αυτό σε ουρά του ΠΑΣΟΚ. Οι εξελίξεις παίρνουν ρυθμό καταιγιστικό. Έχει διαμορφωθεί αρκετά ισχυρό τμήμα στελεχών και ένα σημαντικό τμήμα της εναπομείνασας βάσης του που αντιτίθεται σταθερά στις εξελίξεις αυτές. Όλα όσα θα επακολουθήσουν θα επηρεάσουν βαθιά το χαρακτήρα του κόμματος και τον προσανατολισμό του, θα διαμορφώσουν κλίμα εκρηκτικό και θα πυροδοτήσουν εξελίξεις όχι μόνο στον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα αλλάξουν βαθιά στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Σε πρόσφατη εκδήλωση του συνδέσμου ελληνικών βιομηχανιών ο Σ. Κασσελάκης στην ομιλία του ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός με όσα ανέφερε, όσα δεν ανέφερε, τις τεράστιες αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε που δεν μπορούν να αποδοθούν στην έλλειψη προετοιμασίας. Δεν είναι δυνατόν να δαιμονοποιούμε το κεφάλαιο, το κεφάλαιο είναι εργαλείο για την ανάπτυξη, την αναδιανομή του πλούτου και την άμβλυνση των ανισοτήτων. Καθώς μιλούσε στο ΣΕΒ δεν εννοούσε προφανώς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις απευθύνονταν και εννοούσε πρωτίστως τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Και ο τελευταίος αριστερός και ο κάθε εργαζόμενος γνωρίζουν ότι μοναδικός στόχος του κεφαλαίου είναι να αποκομίσει όσο το δυνατόν υψηλότερα κέρδη αποσπώντας μεγαλύτερη υπεραξία από τους εργαζόμενους και προκειμένου να πετύχει το σκοπό του φτάνει και σε εγκλήματα.

Έκανε γενικά αναφορά σε δικαιώματα που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι ορισμένες όμως πολύ ουσιαστικές διεκδικήσεις τους δεν τις ανέφερε καν, ενδεικτικά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ενώ παράλληλα δέχτηκε τη 10ωρη εργασία όταν η εργατική τάξη διεκδικεί 30ωρο ή 35ωρο ενώ 10ωρη εργασία διεκδικούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και τη νομοθετεί η Νέα Δημοκρατία. Τέλος όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών ανέφερε ότι πρέπει να τις διέπει η δικαιοσύνη και η ανθρωπιά!

Πρόκειται για ρητή απόρριψη όχι απλά του Μαρξ αλλά οποιασδήποτε άποψης που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει μαρξιστική και κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν το έχει επιχειρήσει ρητά ούτε καν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που έπνιξε στο αίμα τη γερμανική επανάσταση και έσωσε τόσες φορές το γερμανικό καπιταλισμό, ούτε το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα που επί της ουσίας είχαν συμβιβαστεί και υπηρετούσαν τα συμφέροντα του κεφαλαίου στην τελική όμως απόρριψη του μαρξισμού δεν είχαν προχωρήσει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον γίνεται ανοιχτά κόμμα του νεοφιλελευθερισμού και του δικαιωματισμού, δεν έχει καμία σχέση με την αριστερά. Ο αριστερός κόσμος που τον ακολουθεί και πιστεύει στον αγώνα για την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων και σε μία άλλη κοινωνία δεν έχει πλέον λόγο να το κάνει, δεν δικαιολογούνται αυταπάτες, όπως δεν είναι λύση η ιδιώτευση, αλλά η στράτευση στο κίνημα εναντίον της πολιτικής κυβέρνησης και Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ανάπτυξη των αγώνων. Είναι το πρώτο κρίσιμο βήμα.

Ένα μεγάλο πολιτικό κενό διαμορφώνεται και ανάλογα με το ποιος και πώς θα το καλύψει θα καθορίσει τις εξελίξεις στα επόμενα χρόνια.

Αξιολογώντας όλα τα δεδομένα, τις πολιτικές συνθήκες, το σημαντικό πολιτικό κενό που δημιουργείται, τις διαθεσιμότητες που υπάρχουν, τα θετικά αποτελέσματα που έδωσαν στις πρόσφατες εκλογές σχήματα συμπαράταξης και γενικά οι ευρύτερες συμπράξεις πρέπει να διερευνήσουμε τη δυνατότητα ενός σχήματος συμπαράταξης κομμάτων, οργανώσεων και συλλογικοτήτων με κορμό όλες τις δυνάμεις της κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα περιλαμβάνει και άλλες ριζοσπαστικές δυνάμεις στη βάση της σύγκρουσης και της ακύρωσης της κυβερνητικής πολιτικής, για την υπεράσπιση των εργαζομένων, την απεμπλοκή της χώρας από την πρόσδεση της στον ιμπεριαλισμό και στους τυχοδιωκτισμούς του, να διεκδικήσουμε την απειθαρχία στις αποφάσεις και στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων στην προοπτική της αποδέσμευσης.

Από τη στιγμή όμως που το ΚΚΕ αρκείται στη διαπίστωση ότι διαμορφώνεται ήδη ένα ρεύμα αμφισβήτησης, αρνείται τις όποιες συνεργασίες και καλεί σε ατομική στράτευση γύρω από το ίδιο το κόμμα, η καθολική συμπαράταξη καταντά ευχή.

Οι δυσκολίες που υπάρχουν για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι μεγάλες και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις αξεπέραστες λόγω ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών και αντιπαλοτήτων.

Παρόλα αυτά και δεδομένης της ανάγκης παρέμβασης στον πολιτικό αυτό χώρο και στις εξελίξεις πρέπει να προχωρήσουν οι ζυμώσεις αυτό μεταξύ των υπόλοιπων δυνάμεων του χώρου προκειμένου να δημιουργηθεί μία τέτοια συνεργασία.

Η προσπάθεια αυτή πρέπει να γίνει σε κάθε χώρο, σε κάθε κλάδο και φορέα.

Γύρω από αυτό το πρόβλημα το αμέσως επόμενο διάστημα θεωρούμε αναγκαίο να προχωρήσουν οι διεργασίες.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας