Εργατικός Αγώνας

28η Οκτωβρίου 1940: όψεις μιας επετείου

Γράφει η Δώρα Μόσχου

Ο εχθρός μέσα απ` τα τείχη…

Σήμερα, ο ελληνικός λαός τιμά την 28η Οκτωβρίου: την αφετηρία μιας εποποιϊας που ξεκίνησε από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα απέναντι στην ιταλική φασιστική εισβολή και κορυφώθηκε με τη μεγαλειώδη εαμική εθνική αντίσταση, με ψυχή, ραχοκοκαλιά και αιμοδότη το ΚΚΕ. Μια εποποιία που η κατάληξή της δεν ήταν αυτή που ονειρεύτηκε και για την οποία πάλεψε ο ελληνικός λαός. Παρ` όλα αυτά, οι παρακαταθήκες και τα οράματα που άφησε πίσω του ο αντιφασιστικός αγώνας του λαού μας είναι πάντα ζωντανά και επίκαιρα – ίσως πιο επίκαιρα από ποτέ – αφού «χαμένος αγώνας είναι μόνο ο αγώνας που δεν δίνεται».

Κάθε επέτειος είναι – ή θα έπρεπε να είναι – μια άσκηση ιστορικής μνήμης. Και επειδή και η συγκεκριμένη ημέρα έχει υποστεί κατά καιρούς πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις και πολιτικές χρήσεις, θα ήταν ωφέλιμο να θυμηθούμε μερικές αλήθειες που έχει αποδείξει η Ιστορία. Όταν εκδηλώθηκε η άνανδρη φασιστική επίθεση της Ιταλίας ενάντια στην Ελλάδα, ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το καθεστώς Μεταξά: μια ανοιχτή φασιστική δικτατορία, ένα καθεστώς με τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα της Ιταλίας και της Γερμανίας: ανοιχτή στήριξη στο μεγάλο κεφάλαιο και από το μεγάλο κεφάλαιο∙ κατάλυση των αστικών κοινοβουλευτικών θεσμών∙ επίκληση στη συνέχεια του αίματος και στην ανωτερότητα του έθνους∙ μια ισχυρή κατασταλτική πολιτική απέναντι στους αντιπάλους του καθεστώτος και στους λαϊκούς αγωνιστές, πρώτα – πρώτα ενάντια στους κομμουνιστές, που μαρτύρησαν στις φυλακές και στους τόπους εξορίας.

Αυτή όμως είναι η «μεγάλη εικόνα». Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις χώρες με φασιστικά καθεστώτα που οφείλονται στην ξεχωριστή θέση κάθε μιας από τις χώρες αυτές μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, αλλά και στις ιδιαίτερες παραδόσεις και ιστορικές εμπειρίες των λαών τους.

Η Γερμανία, παρά την ταπεινωτική της ήττα στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, παραμένει μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη που επιχειρεί να πάρει μια ιστορική ρεβάνς. Στην Ιταλία, οικοδομείται μια ισχυρή αστική τάξη που ισορροπεί και συνεργάζεται με τα κατάλοιπα ενός επίσης ισχυρού φεουδαρχικού παρελθόντος. Ανήκει στους νικητές του Α` Παγκοσμίου Πολέμου (είχε πολεμήσει με τις δυνάμεις της Entente), αλλά η άρχουσα τάξη της αισθάνεται αδικημένη από τις μεταπολεμικές διευθετήσεις. Επιδιώκει να απλώσει την εδαφική και οικονομική της επιρροή σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, καθιστώντας την, μετά από χιλετίες «ρωμαϊκή λίμνη». Έχει αποικίες στην Αφρική (Λιβύη, Τυνησία, Αβησσυνία) και κατέχει τμήμα της σημερινής ελληνικής επικράτειας, του οποίου οι κάτοικοι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, διαθέτουν ελληνική εθνική συνείδηση: τα Δωδεκάνησα.

Την ίδια εποχή, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και έχει ισχυρούς δεσμούς εξάρτησης από τη Μεγάλη Βρετανία. Μόλις 18 χρόνια πριν, έχει υποστεί μια συντριπτική στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία καθώς και τις καταστροφικές της συνέπειες.

Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά δεν απόκτησε ποτέ πλατιά λαϊκή στήριξη ούτε και κινηματικό χαρακτήρα, όπως συνέβη στην Ιταλία και τη Γερμανία. Από την άλλη πλευρά, οι άγριες διώξεις του καθεστώτος δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια γενίκευσης και έντασης της αντίστασης. Ωστόσο, ούτε και οι προσπάθειες του Μεταξά να ιδρύσει μαζικούς φορείς προπαγάνδας και διαπαιδαγώγησης των νέων (όπως για παράδειγμα η ΕΟΝ) παρά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συμμετοχής σε αυτούς, δεν θα πετύχουν να αλλοιώσουν το απείθαρχο πνεύμα του ελληνικού λαού που με σπιρτάδα, έβρισκε τρόπο να περάσει την απέχθειά του για τη δικτατορία και μέσα από τις πιο απροσδόκητες και στενές ατραπούς. Αξίζει να αναφερθούμε στην περίπτωση ενός ρεμπέτικου τραγουδιού, της περίφημης «Βαρβάρας» που «κάθε βράδυ – στη Γλυφάδα ξενυχτάει». Ο δικτάτορας και η λογοκρισία του θεώρησαν – μάλλον σωστά – ότι ο λαϊκός χλευασμός για την ατακτούλα Βαρβάρα αφορούσε την ομώνυμη κόρη του … και απαγόρευσαν το τραγούδι!

Ωστόσο, παρά τον ανοιχτά φασιστικό και φιλογερμανικό, ως προς το πολίτευμα, χαρακτήρα της δικτατορίας Μεταξά, η Ελλάδα, ως κρατική οντότητα, δεν διανοείται καν να αμφισβητήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, της οποίας τοποτηρητής παραμένει ο βασιλιάς Γεώργιος Β`. Η χώρα δεν συμμετέχει στη συγκρότηση του Άξονα με τα ομοειδή της καθεστώτα, ενώ η οργάνωση και οι προτεραιότητες της άμυνάς της, περνούν μέσα από τα αντίστοιχα σχέδια των Βρετανών.

Έτσι λοιπόν, όταν μετά από πολύχρονες προκλήσεις του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, φτάνουμε στο ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και στην επίδοση του ιταλικού τελεσίγραφου, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν έχει πολλές επιλογές μπροστά του: πάνω από αυτόν, υπάρχουν οι άγγλοι που δεν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να περάσει σε άλλο στρατόπεδο∙ αλλά και «κάτω» απ` αυτόν, ο λαός που επί τέσσερα χρόνια υπέφερε κάτω από το καθεστώς του, δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχτεί εκτός από το ντόπιο και τον ξένο φασισμό. Οι άνθρωποι που έζησαν την ημέρα της κήρυξης του πολέμου τη θυμούνται ακόμα σαν μέρα γιορτής: Τρελοί; Πολεμοχαρείς; Τίποτε από τα δύο. Μετά από τέσσερα χρόνια σκλαβιάς, ένας λαός ολόκληρος, για να υπερασπιστεί «τις καλύβες και τα πεζούλια του», βγήκε στους δρόμους για να βρίσει – επιτέλους – ανοιχτά το φασισμό και στρατεύτηκε για να τον πολεμήσει, στην ξένη και στη ντόπια του μορφή. Ο Αλέκος Παπαγεωργίου, αξιωματικός του τακτικού στρατού, ο οποίος ανδραγάθησε στο αλβανικό μέτωπο και, στη διάρκεια της κατοχής πέρασε στον ΕΛΑΣ και στο ΚΚΕ, ενώ πολέμησε αργότερα και στις γραμμές του ΔΣΕ, φτάνοντας στο βαθμό του συνταγματάρχη, αναφέρει στα απομνημονεύματά του:

«Ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου του 1940. Βρισκόμουν στη φρουρά Μεσολογγίου. (…) Στις 5.30 εκείνου του πρωινού, άρχισαν να χτυπάνε δυνατά κι επίμονα την πόρτα του δωματίου μου. Ο πρωινός ύπνος γλυκός. Ο δυνατός θόρυβος με ξύπνησε. «Ποιος είσαι;», ρωτάω, «τι συμβαίνει;». «Σήκω, πόλεμος! Να έρθεις αμέσως στο Σύνταγμα. Μας επιτέθηκε ο Μουσολίνι». Βέβαια, ο πόλεμος από τη φασιστική Ιταλία ήταν ορατός. Ο Μουσολίνι, όταν κατέλαβε την Αλβανία τον Απρίλη του 1939, δεν την κατέλαβε χάριν γούστου. Ήταν φανερό ότι κάποια στιγμή τη γείτονα χώρα θα τη χρησιμοποιούσε σα βάση εξόρμησης εναντίον μας. Ωστόσο, ο δικτάτορας Μεταξάς, για να μην είναι προκλητικός στον ομογάλακτό του Μουσολίνι, άφησε τα σύνορα προς την Αλβανία ακάλυπτα.

Οι δυνάμεις που είχαν επιστρατευτεί τον περασμένο χρόνο (Πάσχα 1939) το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου αποστρατεύτηκαν.

Γενικά ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με υλικό κατάλληλο για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο σε ένα σύγχρονο πόλεμο. Ιδιαίτερα η Αεροπορία ήταν πολύ αδύνατη. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν στους εράνους υπέρ της αεροπορίας κατασπαταλιούνταν στις φιέστες για την προβολή των «επιτευγμάτων» του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Ετοιμάστηκα γρήγορα – γρήγορα, κλείδωσα την πόρτα και πήρα το δρόμο για τη φρουρά.

Οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από κόσμο. Πού βρέθηκε όλος αυτός ο ενθουσιασμός; Οι λέξεις, «Πάμε για το μέτωπο», μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Νέοι, ηλικιωμένοι, όλοι ήταν στους δρόμους. Σε λίγο έφτασα στην πλατεία της πόλης. Παντού άκουγες μια φωνή, την ίδια φωνή: «Θα νικήσουμε!».

(…)

Στα χείλη όλων είχε ανθίσει το χαμόγελο. Πηγαία τα γέλια. Νόμιζες πως όλος αυτός ο κόσμος πηγαίνει σε πανηγύρι. Όλος ο λαός, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, είχαν μεθύσει από το αθάνατο κρασί του `21.

Φαίνεται πως κι ο εθνικός μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς εμπνεύστηκε από το λαό όταν έγραφε: «Αυτό το λόγο θα σας πω – δεν έχω άλλο κανένα – μεθύστε με τ` αθάνατο – κρασί του εικοσιένα».

Πραγματικά, ο λαός μέθυσε από τον ξεσηκωμό του 1821.  

Παντού εικόνες πραγματικού μεγαλείου: Παλλαϊκός ο ενθουσιασμός. Μπροστά σ` αυτή την κατάσταση αναγκάστηκε και η ίδια η κυβέρνηση του Μεταξά να αλλάξει τον προσανατολισμό. Η προοπτική του Μεταξά συνοψιζόταν σε αντίσταση ολίγων ημερών «δια την τιμήν των όπλων» και στη συνέχεια παράδοση στον εισβολέα. Αξιωματικοί και στρατιώτες πρόταξαν τα στήθη τους ενάντια στον επιδρομέα και με πρωτοφανή έξαρση αγωνίστηκαν για τη λευτεριά της πατρίδας». (Αλέκος Παπαγεωργίου, «Εμπειρίες ένοπλων αγώνων», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).

Η δικτατορία Μεταξά είχε αφήσει λοιπόν απροετοίμαστο τον ελληνικό στρατό. Επίσης, περίμενε ότι «θα πέσουν λίγες τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ενώ οι βρετανικοί στρατιωτικοί σχεδιασμοί προέβλεπαν ως γραμμή άμυνας των ελληνικών στρατευμάτων τον ποταμό Αλιάκμονα. Είναι βέβαια γνωστό από την Ιστορία ότι και το καθεστώς αλλά και οι πάτρωνες της ελληνικής άρχουσας τάξης, διαψεύστηκαν πανηγυρικά από τα στρατευμένα παιδιά του ελληνικού λαού, από το σύνολο του ελληνικού λαού.

Ο ρόλος των κομμουνιστών στην ανάπτυξη της παλλαϊκής αντίστασης απέναντι στον εισβολέα είναι αδιαμφισβήτητος. Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο σημείωμά μας, το ΚΚΕ, ήδη πριν από τη δικτατορία Μεταξά, κατέβαλλε προσπάθειες δημιουργίας ενός λαϊκού μετώπου που θα μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας. Είχε διαβλέψει όμως και τον κίνδυνο επίθεσης ενάντια στη χώρα από τη φασιστική Ιταλία. Ωστόσο, οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό…

Την πολιτική κατεύθυνση απέναντι στην ιταλική επίθεση, έδωσε, χωρίς άλλο, το σπουδαίο, από κάθε άποψη, γράμμα του φυλακισμένου Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, με το οποίο προέτρεπε τον ελληνικό λαό να συστρατευτεί στην υπόθεση της υπεράσπισης της πατρίδας:

«Προς το λαό της Ελλάδας

Ο φασισμός του Μουσσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Ολοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα 31 του Οκτώβρη 1940

Νίκος Ζαχαριάδης

Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ».

Και ο εχθρός εκτός των τειχών (που δεν έπαιζε μαντολίνο…)

Ο σπουδαίος στιχουργός Φώντας Λάδης μας έχει δώσει ένα θαυμάσιο τραγούδι, γνωστό κυρίως για τον τελευταίο του στίχο: «Ο φασισμός δεν έρχεται απ` το μέλλον – δεν θα πεθάνει μόνος∙ τσάκισέ τον!». Ωστόσο, σφάλλει σε ένα τουλάχιστον σημείο, όταν μας λέει ότι: «ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος – που λούζεται στον ήλιο και στ` αγέρι». Ο φασισμός δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά ή φυλετικά ούτε έχει μόνο τα μεταλλικά χρώματα του «άρειου» γερμανού. Ο φασισμός έχει ταξικό πρόσημο, είναι ιδεολογία και μορφή διακυβέρνησης που επιλέγει η άρχουσα τάξη και η πρώτη – πρώτη του εμφάνιση έχει χρώματα καστανά και ρωμαϊκό προφίλ. Η Ιταλία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που αποκτά φασιστικό καθεστώς. Μπορεί το καθεστώς Μουσολίνι να μην έχει συνδυαστεί στη συνείδηση των περισσότερων με τις γενικευμένες φρικαλεότητες του ναζισμού (αν και οι Αιθίοπες ή οι Λίβυοι έχουν σαφώς διαφορετική άποψη) αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν διέπραξε εγκλήματα πολέμου, πέρα από τα εγκλήματα που διέπραξε απέναντι στον ίδιο το λαό του. Απέναντι δε στην Ελλάδα συγκεκριμένα η στάση της φασιστικής Ιταλίας υπήρξε δόλια: Το 1923, η Ιταλία βομβάρδισε και κατέλαβε την Κέρκυρα. Η Ελλάδα δεν αντέδρασε και η κατάληψη του νησιού σταμάτησε μετά από παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών. Ήδη από το 1910, προ δηλαδή φασιστικού καθεστώτος, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα, όπου επιχείρησε το βίαιο εξιταλισμό των κατοίκων. Οι προκλήσεις του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος απέναντι στην Ελλάδα κορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό της «Έλλης», στις 15 Αυγούστου του 1940 και, βέβαια, με την επίθεση της 28ης Οκτωβρίου.

Η Πάτρα, ο Πειραιάς, τα Ιόνια Νησιά ήταν οι πρώτες περιοχές της Ελλάδας που βομβαρδίστηκαν από την ιταλική αεροπορία, ήδη από το Νοέμβριο του `40. Μια τραγική ειρωνεία της Ιστορίας: η πρώτη ιταλική βόμβα που έπεσε στη Ζάκυνθο, γκρέμισε το σπίτι που γεννήθηκε ο εθνικός ποιητής της Ιταλίας, ο Ugo Foscolo! Για να αποδειχτεί πως ό,τι χτίζουν οι λαοί με το αίμα και την ψυχή τους, το γκρεμίζει ο φασισμός και ο πόλεμος …

Μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας και την έναρξη της τριπλής φασιστικής κατοχή, η χώρα μοιράστηκε σε τρεις ξενικές κατοχικές διοικήσεις. Και πάλι δόλια φερόμενη η φασιστική Ιταλία κράτησε για τον εαυτό της περιοχές όπου θεωρούσε ότι μπορεί να εγείρει ιστορικές αξιώσεις ή ακόμη να πείσει τους κατοίκους τους για μια πιθανή φυλετική ή πολιτισμική συγγένεια με τον ιταλικό κόσμο. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της οροσειράς της Πίνδου και των Ιονίων νήσων.

Στην Πίνδο κατοικεί η – λατινόφωνη – εθνολογική ομάδα των Βλάχων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Μια θεωρία – που δεν ευσταθεί ωστόσο ιστορικά – ανάγει την προέλευσή τους στους απόγονους της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας που κατέκτησε την Ελλάδα. Η φασιστική Ιταλία τους καλούσε να ενωθούν με «τη μεγάλη λατινική πατρίδα». Η ιταλική κατοχική διοίκηση συγκρότησε, από κατοίκους της περιοχής γύρω από τη Σαμαρίνα ένα δοσιλογικό στρατιωτικό σώμα που ονόμασε «5η Λεγεώνα» ή «Λεγεώνα των Βλάχων» και που λυμαινόταν τη γύρω ύπαιθρο. Επί πλέον, ίδρυσαν ένα … πριγκιπάτο! Το λεγόμενο «πριγκιπάτο της Πίνδου» με «πρίγκιπα» ένα ρουμανόφωνο και ρουμανοσπουδαγμένο ντόπιο, τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Το «πριγκιπάτο» τέλειωσε την … πριγκιπική του καριέρα με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, ενώ ο «πρίγκιπας» τέλειωσε τις μέρες του στις ρουμάνικες φυλακές.

Το ΕΑΜ στην περιοχή δεν αδιαφόρησε: είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολιτικός επίτροπος του ΕΛΑΣ, ο σαμαρινιώτης δικηγόρος Ανδρέας Τζήμας, πήρε ως παρανόμι το όνομα του τόπου του: Βασίλης Σαμαρινιώτης, ακριβώς για να αποδείξει ότι δεν είναι όλοι οι συντοπίτες του συνεργάτες του κατακτητή. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ προστάτεψαν τους κατοίκους της περιοχής από τις αγριότητες της «Λεγεώνας των Βλάχων» και έπεισαν μεγάλο μέρος τους να ενταχθεί στις γραμμές τους.

Στα Ιόνια νησιά, η πολιτική των ιταλών κατακτητών υπήρξε πολύ πιο επιθετική: την 1η Αυγούστου του 1941, προσάρτησαν τα νησιά, εκτός από τα Κύθηρα, στην ιταλική επικράτεια. Απαγόρευσαν την κυκλοφορία ελληνικών εντύπων, καθώς και ελληνικών χαρτονομισμάτων. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, κυκλοφορούσε καθημερινή ιταλόφωνη εφημερίδα ενώ κυκλοφόρησε και ειδικό νόμισμα, η «Ιόνιος δραχμή». Όλα αυτά τα διοικητικά μέτρα, συνοδεύονταν από έντονη προπαγάνδα, με την οποία καλούνταν οι επτανήσιοι να εγκαταλείψουν «τη βάρβαρη ανατολίτικη Ελλάδα» και να ενωθούν με την «πολιτισμένη» Ιταλία, με την οποία, εξ άλλου, «έχουν βαθείς ιστορικούς δεσμούς»… Εννοείται ότι από το κάδρο δεν λείπουν οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι βιαιοπραγίες, οι κλοπές. Ιστορική πάντως έχει μείνει η αντίδραση της μαθητικής νεολαίας της Κέρκυρας, το Νοέμβρη του `41, ενάντια στην ιταλική κατοχή και στην προσπάθεια βίαιου εξιταλισμού της κερκυραϊκής κοινωνίας.

Αλλά και στην Αθήνα και παντού στην Ελλάδα, οι καραμπινιέροι, οι φασίστες αξιωματικοί, συμπεριφέρθηκαν ακριβώς σαν φασίστες αξιωματικοί. Ας θυμηθούμε τις μαζικές εκτελέσεις στο στρατόπεδο Κούρνοβο, έξω από τη Λάρισα, στο θεσσαλικό χωριό Δομένικο, αλλά αι τη μαζική σφαγή στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, την ίδια αυτή που εκδικήθηκε ο Άρης και η εκδίκησή του έγινε θρύλος και τραγούδι:

«Ανανταριάζουν τα βουνά – κι ο ήλιος σκοτεινιάζει

Το δόλιο το Μικρό Χωριό – και πάλιν ανταριάζει.

Αντιλαλούν χρυσά σπαθιά – πέφτουν ντουφέκια ανάρια

Ο Άρης κάνει πόλεμο – μ` αντάρτες παλληκάρια.

Έλα βρε άπιστε ιταλέ – κορόϊδο Μουσολίνι

Να μετρηθούμε οι δυο μαζί – να ιδείς το τι θα γίνει.

Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους – μικρά παιδιά να σφάξεις

Ούτε κορίτσια ντροπαλά – μήτε χωριά να κάψεις.

Παπάδες για να τυραννάς – στη μέση στο παζάρι

Έχεις μπροστά σου σήμερα – τον καπετάνιο Άρη.

Που γρήγορος σαν τον αϊτό – σαν του βουνού τ` αγέρι

Προδότες έσφαξε πολλούς – με δίκοπο μαχαίρι»

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να δούμε μια άλλη πλευρά της ιταλικής κατοχής που φανερώνει και μια ακόμη ξεχωριστή προσφορά του ελληνικού λαού και της αντίστασής του στην τελική έκβαση του πολέμου, στη νίκη του αντιφασιστικού συνασπισμού. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η κατ` αρχήν ήττα της Ιταλίας σε αυτόν και η εαμική εθνική αντίσταση συντέλεσαν τα μέγιστα στη συνειδητοποίηση και στη χειραφέτηση της συνείδησης του ίδιου του ιταλικού λαού από το καθεστώς που τον ταλάνιζε για πάνω από 20 χρόνια και που τον έσυρε σε ένα ταπεινωτικό για την ιστορία και την παράδοσή του άδικο πόλεμο.

Ο ιταλικός λαός δεν είχε αντισταθεί κατά τρόπο μαζικό στο φασιστικό καθεστώς. Όμως δεν ενσωμάτωσε ποτέ τη φασιστική νοοτροπία στη συνείδησή του. Ανέχτηκε, αλλά δεν εγκλημάτησε: ο λαός, εννοείται, όχι η άρχουσα τάξη και οι μηχανισμοί του φασιστικού κράτους. Στις πολεμικές επιχειρήσεις δεν διέπρεψε και, εν μέρει, αυτό είναι προς τιμήν του. Κάποτε εξευτελίστηκε: πριν ακόμα τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στην Αιθιοπία το 1935, οι ξυπόλυτοι αιθίοπες αφόπλισαν ένα σύνταγμα ιταλών και απέκοψαν από τους άνδρες του … πάσαν ελπίδα πατρότητας. Η επίθεση στην Ελλάδα έφερε τους ιταλούς σε αντίθεση μ` ένα λαό γειτονικό που και οι ίδιοι ένιωθαν γείτονα, φίλο τους, σε πολλά όμοιό τους. Ηττήθηκαν, ταπεινώθηκαν, πείνασαν, τραυματίστηκαν: τους διόρισαν, αν και ηττημένους, καταχτητές. Η ντροπή όμως για τον απλό ιταλό φαντάρο, παρέμεινε. Οι εμπειρίες όσων έζησαν την κατοχή μιλούν για τους φασίστες αξιωματικούς, αλλά μιλούν και για τους φαντάρους – παιδιά που αναζητούσαν τη «μάμα» και που τάϊζαν τα πεινασμένα παιδιά της γειτονιάς πριν φάνε οι ίδιοι …

Η ήττα της Ιταλίας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο βοήθησε τον ιταλικό λαό να αφυπνιστεί και να στραφεί ενάντια στο δικτάτορά του. Οι παρτιζάνοι κατάφεραν να γκρεμίσουν το Μουσολίνι από την εξουσία τον Ιούλιο του 1943. Το καινούργιο καθεστώς του – μουσολινικού – στρατηγού Badoglio προχώρησε σε συνθηκολόγηση με τους Συμμάχους, στις 8 του Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Ο «Ντούτσε» τέλειωσε τις μέρες του στο Μιλάνο, κρεμασμένος ανάποδα από τους παρτιζάνους και η Ιταλία γνώρισε πια και η ίδια τη φρίκη της κατοχής από τους παλιούς συμμάχους της.

Στην Ελλάδα, στους ταπεινωμένους και τρομοκρατημένους ιταλούς φαντάρους του Σεπτέμβρη του `43, μεγαλούργησε η προπαγάνδα και η δουλειά του ΕΑΜ. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων της Θεσσαλίας παραδόθηκε, μαζί με τον οπλισμό του, στον ΕΛΑΣ και πολέμησε μαζί του. Στην Κεφαλλονιά, το τμήμα της μεραρχίας Άκουι που έδρευε στο νησί, αποφάσισε να παραδοθεί στους τέως συμμάχους της γερμανούς. Σφαγιάστηκαν όλοι, 2.500 άνδρες. Ένας γέροντας κεφαλλονίτης δάσκαλος θυμάται:

«Στα Φαρακλάτα, στο σχολείο που διδάσκει ακόμη, οι ναζί είχαν κλείσει εξακόσιους ιταλούς που τραγουδούσαν όλη τη νύχτα: «Mama, son tanto felice, perchè ritorno da te …» (Μάνα, είμαι τόσο ευτυχισμένος που γυρνάω κοντά σου). Μα εμείς είχαμε κρυφακούσει τους γερμανούς και ξέραμε ότι δεν θα έβλεπαν την επόμενη αυγή. Και ήταν όλοι τους νέα παιδιά. Και κλαίγαμε όλο το βράδυ».

Ο φλωρεντίνος Amos Pambaloni, αξιωματικός καριέρας αλλά θερμός αντιφασίστας, αρνήθηκε να παραδοθεί στους γερμανούς. Τον περιέθαλψε, βαριά τραυματισμένο, η οικογένεια ενός κεφαλλονίτη παπά και δεν τον παρέδωσε στους γερμανούς ούτε όταν οι καταχτητές εκτέλεσαν το γιο της οικογένειας. Όταν έγινε καλά, πέρασε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε γενναία μέσα από τις γραμμές του στα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας.

Χρόνια μετά, ευσταλής ενενηντάρης, σε μια επίσκεψη στην αγαπημένη του Κεφαλλονιά, ο περήφανος αντάρτης θα πει στη γυναίκα του:

«Είναι απίστευτο, Μαρίζα. Εδώ ήρθαμε σαν καταχτητές κι αυτοί οι άνθρωποι μας συγχώρεσαν, μας έσωσαν, μας αγάπησαν. Είναι ποτέ δυνατό να μην ανταποκριθεί κανείς σε τέτοια αισθήματα;»

Κι έτσι, οι δυο γειτονικοί λαοί ξαναχτίσανε το σπίτι του Ούγκο Φόσκολο…

Αυτή είναι λοιπόν μια ακόμα σημαντική πλευρά της δράσης του λαού μας, με επικεφαλής τους κομμουνιστές, κατά τη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης: αμύνθηκε σθεναρά, νίκησε και νικήθηκε, ξανασηκώθηκε και πολέμησε για δέκα ολόκληρα χρόνια ενάντια σε δυο φασιστικές αυτοκρατορίες, σε δυο μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ενάντια στη «δική του» αστική τάξη που τον εγκατέλειψε στην τύχη του στη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής, για να ξαναγυρίσει μετά την »Απελευθέρωση», θέλοντας να «καρπωθεί το αίμα των άλλων». Στη διάρκεια του αγώνα του, συντέλεσε στη διαπαιδαγώγηση και χειραφέτηση του λαού εκείνου που διέπραξε πρώτος την αδικία και το έγκλημα, έτσι ώστε να βγουν από τις γραμμές των παλιών εχθρών πολλοί Amos Pambaloni, που βοήθησαν να γκρεμιστεί ο φασισμός. Κι αν η Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ` ένα πραγματικό παλλαϊκό πολιτισμό, δε δημιουργήθηκε στις τότε συνθήκες – και δεν είναι ώρα να αναλύσουμε τους λόγους – τίποτε από ότι συγκρότησε αυτή την εποποιία δεν πήγε χαμένο, αλλά αποτελεί πολύτιμη εμπειρία και παρακαταθήκη για τους αγώνες που αναπόδραστα θάρθουν.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας